Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Το νησί των συναισθημάτων

* του Μάνου Χατζιδάκι
(από το οπισθόφυλλο του blog / ποιος θυμάται άραγε το εξώφυλλο;)


Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει:
«Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.
«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:
«Γνώση, ποιος με βοήθησε;»
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».


* Δώστε Χρόνο, αφιερώστε Χρόνο, θυσιάστε Χρόνο.
   Δε μετράει Αγάπη στα λόγια και στη σκέψη μόνο.
   /adis99

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Είναι κάτι σταυροδρόμια..


..που συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε.


Αυτό το σταυροδρόμι δεν ήταν σαν όλα τα άλλα των δρόμων και των διαδρομών. Δεν προϋπήρχε, δεν ήταν εκεί. Ένας ιδιαίτερος σκοπός το δημιούργησε, μια ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία, όταν οι συμβατικοί τρόποι έμοιαζαν στενοί να την χωρέσουν. Και μια μικρή προσπάθεια διερεύνησης ότι άλλο κλείσιμο στον εαυτό και άλλο εσωστρέφεια (η οποία στην τελεία μορφή της καλλιεργεί την εν αγάπη κοινωνικότητα, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά). Όπως ακριβώς άλλο πράγμα η ευαισθησία και άλλο η ευγένεια. Ξαναλέω ότι κλειστός άνθρωπος δεν είναι αυτός που του αρέσει να παραμένει ολιγόμιλος. Δεν είναι αυτός που επιλέγει να μην αποκαλύπτει τα προσωπικά του, αυτός που προτιμά περισσότερο να αφουγκράζεται απ' το να εκφράζεται. Κλειστός είναι εκείνος που φοβάται να γίνεται αντιληπτό από τους άλλους πώς νιώθει, εκείνος που δεν δίνεται, εκείνος που από φόβο κρύβει την καρδιά του ενίοτε στις πολλές κουβέντες ή στις πλούσιες χειρονομίες.

Αυτός ο σκοπός εκπληρώθηκε. Εδώ και κάμποσο καιρό, μάλλον, αλλά η κεκτημένη ταχύτητα των λόγων που συμπιέζονταν μέσα μου και η δικαιοσύνη μου προς αυτούς, έδωσε μια μικρή παράταση μέχρις ότου βρουν όλα την έκφρασή τους. Έτσι όμορφα και απλά. Μέχρι τουλάχιστον να ξαναφουντώσει μια αντίστοιχη ορμητική ανάγκη.

>>>

Δε μπορώ να μη σ' ευχαριστήσω που ανταποκρίθηκες σ' αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας. Εσένα που διάβαζες σποραδικά, εσένα που πιάστηκες απ' το πανί στη μέση της διαδρομής και ακολούθησες ως το τέλος. Εσένα που διάβασες δυο αράδες και μετά δεν έβρισκες χρόνο, μα όλο μου 'λεγες πόσο θέλω να προλαβαίνω, εσένα που κάθε τόσο με ρωτούσες πώς πάει το blog κι ας είχες μήνες να μπεις -θα 'ξερες αλλιώς! Εσένα που διάβαζες ανελλιπώς και πάντοτε μου 'λεγες ευχαριστώ κι ας μην το άξιζα, εσένα που δεν παρέλειπες να σχολιάζεις τακτικά κι εσένα που μου απαντούσες ενίοτε με e-mail. Εσένα που έμπαινες απ' το κινητό σου απ' όπου κι αν βρισκόσουν, αλλά κι εσένα που σχολιάζαμε τα γραφόμενα τηλεφωνικά.

Εσένα που στραβομουτσούνιαζες και με κορόιδευες τακτικά κι ας σου άρεσαν αυτά που διάβαζες, εσένα που έπαιρνες περισσότερο στα σοβαρά τι έγραφα και γιατί (τελικά ίσως κατάλαβες και τα περισσότερα).

Μα κυρίως ευχαριστώ ειλικρινά εσένα που υπήρξες έμπνευσή μου στην εκάστοτε ανάρτηση, εσένα που σ' έβλεπα μπρος μου, μέσα μου, σε κάποια γωνιά της καθημερινότητάς μου. Εσένα που ήσουν αν όχι κέντρο, τότε αφορμή των περισσότερων αναρτήσεων, από τις μέρες εκείνες που δεν έμπαινες καν στον κόπο να διαβάσεις, ως τώρα που αυτός ήταν ο μόνος τρόπος επικοινωνίας που σου είχε απομείνει. Ειλικρινείς ευχαριστίες. Η σκέψη μου ταξίδεψε σε διαδρομές που δεν είχε ποτέ φανταστεί κι αυτό εν πολλοίς το χρωστώ και σε σένα.

>>>

Σε κούρασα, όμως, το νιώθω. Και μου το 'λεγες έξω-έξω, «με ανησυχεί ο τρόπος σου τελευταία» τη μια μέρα, και την άλλη «χέι, όλα καλά;». Σε κούρασα τελευταία. Θα βρούμε τώρα άλλους τρόπους να επικοινωνούμε, μη σκιάζεσαι, παραδοσιακούς ή καινούριους, ίσως κάποτε κι απ' αυτό εδώ το σταυροδρόμι, έχε υπομονή!

Ως τότε μπορείς να με βρίσκεις στις αναρτήσεις της Νίνας, στα τραγούδια του Μίλτου, στις αναγνώσεις του σαμιαμιδιού, στους στίχους της Μποφίλιου.
Στην προσευχή σου.

Δε θα χαθούμε. Καλή καρδιά.

Φιλικά, adis99
8..10..12


Today's Soundtrack:
"This is the end
hold your breath and count to ten.
I know I'd never be me
without the security
of your loving arms
keeping me from harm.
Put your hand in my hand
and we'll stand"

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Χάνω το μέτρημα φοβάμαι..


Τους ανθρώπους της ζωής μου κάθισα να τους μετρήσω

«Στο ξαναλέω», μου λέει με μάτια σπινθηροβόλα, «δες ποιοι απ' αυτούς που πέρασαν απ' τη ζωή σου σε εκτίμησαν πραγματικά, σου έδειξαν ειλικρινές ενδιαφέρον..» και μετά από σύντομη παύση «..και βγάλε συμπέρασμα».

τους παρόντες, τους απόντες, καναδυό περαστικούς,
όσους ήρθαν για να μείνουν, όσους έφυγαν πριν γίνουν,
τους κοινόχρηστους, τους ξένους, τους πολύ προσωπικούς.

Τα λόγια του Α. είναι πάντοτε κοφτερά και πώς δένουν, να δεις, μ' εκείνα του Β. για τους ανθρώπους που «σ' αγάπησαν γι' αυτό που είσαι» κι όχι για κάτι άλλο που νόμισαν ή θα 'θελαν. Και δεν είναι λόγια -αυτά του Α. και του Β.- που θα 'λεγε ο άλφα-κι-ο-βήτα.

Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη,
φιλίες κι αγάπες που πήραν οι δρόμοι. 

Και μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ ποιοι είναι αυτοί, από πότε κι από πού. Αλλά είπα στον εαυτό μου ευχαριστώ, δε θα πάρω. Να τους μετρήσω να τους κάνω τι; Μετριούνται οι άνθρωποι, ναι, πώς μετρώ όμως την αγάπη τους, πώς υπολογίζω την εκτίμησή τους, τη συμμετοχή τους στη ζωή μου; Και εν τέλει, ποιος είμαι εγώ για να το κάνω.. Και αυτό που θα βρω και θα σημειώσω, ήταν σίγουρα η πραγματικότητα ή η σκληρή καρδιά μου έκανε ενίοτε του κεφαλιού της; Χώρια που δύσκολα θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τις θύμησες που θα 'ρχονταν τρυφερές και ντροπαλές, τέτοιες που σίγουρα θα μ' έκαναν να κοκκινίσω, να θέλω αμήχανα να χαμογελάσω.. ή μήπως να κρυφτώ;

Αγάπες που έμοιαζαν να 'χουν αξία
και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία.

Τι σημασία έχει πόσοι.. αρκεί που καταφέρνουν να ενεργοποιήσουν το κέντρο των συναισθημάτων μου, την καρδιά. Αρκεί που βλέπω το παράπονο στο σπάσιμο των πλευρικών ρυτίδων του μετώπου τους όταν με χαιρετούν να φύγω. Αρκεί που μ' αγκαλιάζουν και με το πρώτο τους βλέμμα θα αναρωτηθούν «είσαι καλά; τι τρέχει;». Αρκεί που αισθάνομαι την ειλικρινή τους διάθεση. Μα κυρίως αρκεί που ανησυχούν, που εύχονται μυστικά, που μ' ενδιαφέρον τρέχουν να βοηθήσουν, που με πόνο προσεύχονται.

Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι ή μου βγαίνουνε πολλοί
κι είναι η μοναξιά που επείγει ό,τι με μελαγχολεί.

Αλλά είναι και η πικρή αλήθεια που με μελαγχολεί, ότι κάθε τέτοιο μέτρημα καταλήγει σε πληγή, όχι γιατί οι άνθρωποι της ζωής μου είναι τελικά λίγοι ή πολλοί, αλλά γιατί εγώ αποδεικνύομαι συνεχώς όλο και πιο λίγος για 'κείνους. Ανίκανος να ανταποκριθώ στο παραμικρό έναντι της δικής τους παρουσίας. Λίγος σαν φίλος, λίγος σαν αδερφός ή συνάδελφος, ελάχιστος ακόμη σαν παρτεναίρ του δικού μου είναι, της δικής μου καρδιάς. Η χειρότερη μοναξιά δεν είναι να μην έχεις ανθρώπους, είναι να μην μπορείς να ανταποκριθείς στους ανθρώπους που έρχονται δίπλα σου, αυτή που σε κάνει ν' αλλάζεις πεζοδρόμιο να αποφύγεις μια συνάντηση, αυτή που σε κάνει ν' αλλάζεις το βλέμμα τάχα ότι δεν είδες. Αυτή που σε κάνει να ντρέπεσαι να σχηματίσεις το νούμερο στο τηλέφωνο, αυτή που σε κάνει να σκύβεις το κεφάλι από αδυναμία προσέγγισης ή επικοινωνίας.

Όσοι ζουν με το αίσθημα..
Φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα.

Τους ανθρώπους της ζωής μου θα 'θελα να τους κρατήσω.



* Σου τραγούδησα το πολύ όμορφο τραγούδι της Νατάσσας Μποφίλιου, «Το μέτρημα», σε στίχους Γ. Ευαγγελάτου και μουσική Θ. Καραμουρατίδη, από το δίσκο της «Εισιτήρια Διπλά» του 2010.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Προσωπείο vs Πρόσωπο

* του γ. Εφραίμ Βατοπαιδινού


Πολλοί ισχυρίζονται ότι ζούμε σε μια μετανεωτερική εποχή, που εκτός της κληροδοτηθείσης από την νεωτερικότητα αυτονομίας του ατόμου, την χαρακτηρίζει ο κατακερματισμός, ο κορεσμός, η σχετικοποίηση, ο ανορθολογισμός, η αντικοινωνικότητα, η πεσιμιστική επιθυμία τους τέλους της ιστορίας και του κόσμου. Η νεωτερικότητα είχε ως βασικό σύνθημά της το κλασικό Νιτσεϊκό, «ο Θεός έχει πεθάνει». Αν και παρατηρούμε στην σύγχρονη μετανεωτερική εποχή μία «επιστροφή του Θεού», μία επανεμφάνιση και αναβίωση της θρησκευτικότητας, τα συνθήματα «πρέπει να απολαμβάνεις», «όλα επιτρέπονται» κυριαρχούν και επικρατούν. Ο άνθρωπος, όπως προβάλλεται σήμερα μέσα από τα φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά συγκρητιστικά συστήματα, δεν θεωρείται τίποτε περισσότερο από μία βιολογική μονάδα. Το πρότυπο στην σύγχρονη μετανεωτερική εποχή έχει γίνει ο σταρ, ο ηθοποιός, ενώ στην νεωτερική ήταν ο επιστήμονας και στην παραδοσιακή ο άγιος. Το κέντρο υποκειμενικής βαρύτητας στην παραδοσιακή εποχή ήταν η ψυχή, στην νεωτερική η λογική, ενώ σήμερα το σώμα. Σήμερα ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει ως στόχο του την απόκτηση πληροφοριών, ενώ ο νεωτερικός είχε την γνώση και ο παραδοσιακός την σοφία.

Διαπιστώνουμε δηλαδή μέσα από αυτές τις σύντομες συγκρίσεις, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εκφυλισθεί, έχει υποβαθμίσει την ποιότητα και το νόημα της ζωής του. Αυτονομημένος, φίλαυτος, ερμητικά κλεισμένος στο εγώ του, ηδονιστής και πεσιμιστής, διαμορφώνει την σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη βιοηθική, που εκφράζει την ανήθικη ηθική ποικιλομορφία της εποχής. Δηλαδή με άλλα λόγια ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποκτήσει ένα έντονα εμπαθές προσωπείο. Χρειάζεται πολύς αγώνας για να απαλλαγεί από αυτό το προσωπείο, να περάσει από το προσωπείο στο πρόσωπο.

>>>

Ο σύγχρονος νέος, δεν μπορεί να γίνει πρόσωπο, αν δεν αγωνισθεί για την κάθαρση της καρδίας του από τα πάθη. [...] Όταν οι δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή το επιθυμητικό, το θυμικό και το λογιστικό δεν λειτουργούν φυσιολογικά, αλλά δουλεύουν παρά φύση, τότε αναπτύσσονται τα αντίστοιχα πάθη. Η κάθαρση από τα πάθη επιτυγχάνεται με την αντίστοιχη άσκηση των αρετών και, κατά τον Παλαμά, η θεραπεία αρχίζει πρώτα από το επιθυμητικό. Έτσι στο επιθυμητικό τοποθετούμε την εγκράτεια αντί της φιληδονίας και της πλεονεξίας, στο θυμικό την αγάπη αντί της μνησικακίας και του θυμού και στο λογιστικό την νήψη και την προσευχή αντί της λήθης και της άγνοιας.

>>>

Ησυχασμός είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται ο χώρος της καρδίας, το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου, αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί πρόσωπο. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος με την οποία ο άνθρωπος αναγεννάται πνευματικά και αναδύεται η υποστατική του αρχή. Ο ησυχασμός οδηγεί στο άνοιγμα της καρδίας, στο άνοιγμα προς κοινωνία με τον Θεό και τον πλησίον. [...] Ο ησυχασμός είναι δράση και όχι αδράνεια. [...] Η απομόνωση, το ερμητικό κλείσιμο στον εαυτό δεν έχουν καμμία σχέση με τον ησυχασμό. [...] Η αληθινή εσωστρέφεια οδηγεί και καλλιεργεί την εν ταπεινώσει και αγάπη κοινωνικότητα.

>>>

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει διαμορφώσει τέτοιο τρόπο ζωής, ώστε δεν έχει χρόνο να προσευχηθεί, «να σχολάσει και να γνωρίσει τον Θεό». Με τα σύγχρονα μέσα τηλεπικοινωνίας και συγκοινωνίας έρχεται σε άμεση επαφή με πολλούς κόσμους, και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όσο ποτέ άλλοτε. Μπορεί να επιτυγχάνει στις δημόσιες σχέσεις, αλλά να αποτυγχάνει στις διαπροσωπικές σχέσεις. Μπορεί να γνωρίζει πολλούς ανθρώπους, αλλά τελικά δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Αυτή η απογοήτευση, το υπαρξιακό κενό, η μοναξιά που αισθάνεται ο μεταμοντέρνος άνθρωπος οφείλεται κυρίως στο ότι δεν γνωρίζει να προσεύχεται, δεν αφιερώνει κάποιο χρόνο κατά το διάστημα της ημέρας ή της νύχτας στην προσευχή. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ζει με την μνήμη του Θεού· θεωρεί ότι ο Θεός είναι κάτι τρίτο στην ζωή του· έχει λησμονήσει ότι το οντολογικό του περιεχόμενο είναι θεοειδές. Δια της προσευχής διευρύνεται το είναι του ανθρώπου και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, ο άνθρωπος τότε χαίρεται την ζωή. Η προσευχή λείπει από τον κόσμο γι’ αυτό και ο κόσμος δυστυχεί.


* Από την ομιλία του γέροντα Εφραίμ Βατοπαιδινού, «Από το Προσωπείο στο Πρόσωπο, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά», όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Αθωνικός Λόγος» της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, 2010. Μπορείτε να τη διαβάσετε και διαδικτυακά εδώ.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ο χρόνος που παγώνει κι η ζωή που συνεχίζεται

* της Μαρίας Μητά


Το ρολόι στον τοίχο είχε χαλάσει και τα ρολόγια είναι χαλασμένα όταν σταματούν να δείχνουν την ώρα, αν και υπάρχει ο συλλογισμός ότι τα ρολόγια δεν χαλάνε ποτέ, γιατί ακόμα και σταματημένα δυο φορές τη μέρα θα δείχνουν τη σωστή ώρα. Όπως και να έχει το ρολόι έδειχνε εφτά και είκοσι δύο πάνω από ένα χρόνο και κανένας μέσα στο σπίτι δεν είχε δείξει την παραμικρή διάθεση να ελέγξει αν είχε χαλάσει ή αν χρειαζόταν μπαταρίες. Η Ελένη όποτε πέρναγε από μπροστά του σκεφτόταν ότι είναι κάπως χαριτωμένο αυτό το σταματημένο ρολόι, σαν να είχε βρει τον τρόπο να παγώσει τον χρόνο. Ο Κυριάκος κάθε φορά που το κοίταγε έλεγε να θυμηθεί να πάρει μπαταρίες και κάθε φορά που τις ξέχναγε έλεγε στον εαυτό του ότι δεν πειράζει γι' αυτό άλλωστε υπάρχουν τα κινητά και τα ρολόγια χειρός. Ο γάτος πάλι κάθε φορά που το κοίταγε έλεγε στον γατίσιο του εαυτό ότι όλες οι ώρες είναι εφτά και είκοσι δυο. Και έτσι πέρναγαν οι μέρες με τους δείκτες σταματημένους.

Η Ελένη και ο Κυριάκος ήταν ένα παλιό ζευγάρι και όταν λέμε παλιό δεν εννοούμε μεγάλο σε ηλικία αλλά ότι είχαν παλιώσει, είχαν φθαρεί, η σχέση μεταξύ τους είχε ξεθωριάσει. Είχαν γνωριστεί πριν από εννέα χρόνια σε ένα πάρτι και ο Κυριάκος είχε ρωτήσει την Ελένη αν ήθελε να τα φτιάξουν, η Ελένη είχε γελάσει δυνατά και του είχε απαντήσει, «Να τα φτιάξουμε; Γιατί δεκαπεντάχρονα είμαστε;». Και τα φτιάξανε σαν δεκαπεντάχρονα. Ερωτεύτηκαν με μανία, όλα τα καλά του κόσμου είχαν φτιαχτεί για αυτούς τους δυο μόνο, ο Ήλιος ανέτελλε και έδυε μόνο για χάρη τους, πίστευαν ότι είχαν βρει το άλλο τους μισό, αν και η Ελένη είχε αναρωτηθεί αν αυτό ήταν αλήθεια γιατί και πριν τον Κυριάκο ολόκληρη αισθανόταν, απλώς τώρα με εκείνον δίπλα της ένιωθε πιο ολόκληρη από ολόκληρη. Μετά από ένα χρόνο σχέσης, ο Κυριάκος της είπε να συζήσουν και η Ελένη έκανε χώρο στα συρτάρια της και στην ντουλάπα της και τον καλοδέχτηκε. Συμφωνήσαν για τις δουλειές του σπιτιού από την αρχή, εκείνη μαγείρευε, του σιδέρωνε τα πουκάμισα, εκείνος πήγαινε για ψώνια, μάζευε το τραπέζι και το μόνο που της ζήτησε ήταν να μην απλώνει τα ρούχα. Η Ελένη παραχώρησε αυτόν τον συμβιβασμό πολύ εύκολα. Κάθε Κυριακή του έκανε μια μικρή γιορτή, γιατί ο Κυριάκος της γιορτάζει κάθε Κυριακή. Καλούσαν φίλους, έτρωγαν, έπιναν και όλοι θαύμαζαν τον υπέροχο έρωτά τους.

Ο Κυριάκος μια μέρα έφερε στο σπίτι τον γάτο και η Ελένη τον αγάπησε αυτομάτως. Ήταν πολύ όμορφο γατί και επίσης πολύ τεμπέλικο, μεταξύ τους έλεγαν ότι με αυτόν τον γάτο θα μπορούσαν να τους φάνε τα ποντίκια. Στην αρχή του είχαν βρει και όνομα, Bruce Lee, αλλά δεν είχαν συνεννοηθεί καλά και έτσι ο ένας τον φώναζε Bruce και ο άλλος Lee. Τις μόνες φορές που το όνομα του γάτου ακουγόταν ολόκληρο ήταν όταν τον έχαναν και έβγαιναν στο δρόμο να τον ψάξουν. Τότε ο ένας στο ένα στενό φώναζε Bruce και ο άλλος στο παρακάτω Lee. Ο γάτος πάλι ήταν πολύ τσαντισμένος που δεν είχαν καταλήξει σε ένα όνομα και έτσι δεν απάνταγε σε κανένα, παρέμενε σιωπηλός και χαμένος για καναδυό μέρες.

Today's Soundtrack:
(Burt Bacharach)

Τα χρόνια πέρναγαν, οι Κυριακάτικες γιορτές λιγόστευαν και ο γάτος πάχαινε. Ο Κυριακός είχε ξεκινήσει μαθήματα ιστιοπλοΐας κι ας ήξερε ότι δεν θα έπαιρνε ποτέ του σκάφος, αλλά του άρεσαν πολύ τα σχοινιά, τα πανιά και η θάλασσα. Στην Ελένη δεν άρεσε καθόλου όπως μύριζε ο Κυριάκος όταν γύρναγε από τα μαθήματα, μύριζε κάτι σαν ψάρι, όχι ακριβώς ψάρι όμως. Στον γάτο άρεσε αυτή η μυρωδιά γιατί του άνοιγε την όρεξη. Η Ελένη έκανε γιόγκα, διαλογισμό και έκαιγε συνέχεια φασκόμηλο για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά αυτή δεν άρεσε ούτε στον Κυριάκο ούτε στον γάτο.

I don't know what to do with myself,
planning everything for two, doing everything with you 
and now that we're through, I just don't know what to do.

Τα βράδια έτρωγαν μπροστά στην τηλεόραση και βλέπανε ταινίες σιωπηλοί. Τις Τετάρτες πηγαίνανε κανένα θέατρο, τα Σάββατα έβγαιναν για ψώνια και για καφέ, τις Κυριακές πια δεν ήξεραν πώς να βολέψουν τον εαυτό τους μέσα στο σπίτι. Με λίγα λόγια οι ζωές τους είχαν μπει σε αυτόματο πιλότο. Μέχρι που μια μέρα συνέβη το αδιανόητο, η Ελένη ερωτεύτηκε. Αδιανόητο για την Ελένη γιατί σε όλους τους υπόλοιπους φαινόταν λογικό. Στην αρχή της προκάλεσε έκπληξη γιατί νόμιζε ότι ο Κυριάκος ήταν το άλλο της μισό αλλά μετά αφέθηκε στην περιπέτεια και άρχισε να απομακρύνεται από το παλιό της μισό. Ο Κυριάκος κατάλαβε αμέσως ότι κάτι καινούργιο υπήρχε στην ζωή της και του προκάλεσε μεγάλη εντύπωση ότι δεν τον ένοιαζε καθόλου. Στον γάτο πάλι εντύπωση έκανε ότι κανείς πια δεν τον φώναζε ούτε Bruce ούτε Lee, μόνο ψιτ.

I just don't know what to do with myself,
movies only make me sad, parties make me feel as bad,
'cause I'm not with you, I just don't know what to do.

Το ρολόι ήταν σταματημένο ήδη δυο χρόνια όταν ο Κυριάκος και η Ελένη αποφάσισαν να χωρίσουν. Ήταν ένας απόλυτα πολιτισμένος χωρισμός. Αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν και είπαν να μείνουν φίλοι, αν και οι δυο ήξεραν ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν. Μοίρασαν τα πράγματα τους, μοίρασαν ακόμα και τον γάτο. Την κηδεμονία την πήρε η Ελένη. Όταν ο Κυριάκος έφυγε μαζί με τις κούτες του και η Ελένη ήταν πια μόνη της δεν ήξερε τι να κάνει αυτήν την καινούργια της ελευθερία. Αναρωτήθηκε αν θα ξαναπήγαινε ποτέ θέατρο Τετάρτη και αν ποτέ θα ξαναγιόρταζε κάποια Κυριακή, ξαφνικά το σπίτι γέμισε θλίψη και ένιωσε μισή. Ο Κυριάκος έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο του μια ώρα γιατί δεν ήξερε πού να πάει, γιατί έτσι ξαφνικά άρχιζε να του λείπει η Ελένη και προσπαθούσε να θυμηθεί το τραγούδι που έπαιζε στο πάρτι εκείνο που τα φτιάξανε.

Like a summer rose needs the sun and rain,
I need your sweet love to beat love away.  

Την επόμενη μέρα η Ελένη αγόρασε μπαταρίες για το ρολόι και επιτέλους ο γάτος είδε ότι υπάρχουν και άλλες ώρες πέρα από τις εφτά και είκοσι δύο.


* Άρθρο της στο e-tetRadio, με αφορμή το τραγούδι του Burt Bacharach, "I just don't know what to do with myself". Μεταξύ των δεκάδων εκτελέσεων του συγκεκριμένου τραγουδιού, ξεχωρίζουν οι διασκευές της Dusty Springfield (1964) και των White Stripes (2003). Για την ιστορία και μόνο, το ..γαργαλιστικό ασπρόμαυρο βίντεο των τελευταίων σκηνοθέτησε η Sofia Coppola με πρωταγωνίστρια την Kate Moss.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Φοβόμαστε

* της Νίνας Κουλετάκη


Ισοπεδώνουμε για να αμυνθούμε,
προσβάλλουμε για να επιτεθούμε,
αδικούμε για να παρηγορηθούμε,
συντασσόμεθα για να δυναμώσουμε,
υποχωρούμε για να μην είμαστε μόνοι,
ξεχνάμε για να μην έχουμε ενοχές,
ασχημαίνουμε για να μην έχουμε ευθύνες,
επιλέγουμε για να νιώσουμε ασφαλείς,
δηλώνουμε για να μην ρωτήσουμε,
πληγώνουμε για να μην πονέσουμε...












Φοβόμαστε.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Της απώλειας


Σε σκεφτόμουν όλη μέρα, σήμερα. Δεν ξέρω γιατί, δεν έγινε κάποια συζήτηση για σένα, δεν είδα κάτι που να σε θυμίζει, τίποτα απολύτως. Κι όμως, από την ώρα που ξύπνησα σε είχα στο μυαλό μου.

Πέρασα όλο το πρωινό με φίλους, το απόγευμα έγραψα λίγο, διάβασα λίγο, το βράδυ είδα τρεις ταινίες, τη μια πίσω από την άλλη. Κι εσύ εκεί, στην άκρη του μυαλού, να κυριαρχείς στις σκέψεις μου.

Πόσο μου λείπεις, νάξερες πόσο μου λείπεις! Είναι τόσα που θέλω να σου πω, είναι τόσα που έχουν γίνει και δεν τα ξέρεις, έχει αλλάξει τόσο η ζωή μου αυτές τις λίγες μέρες που δεν θα το πίστευες. Ή μήπως όλα τα γνωρίζεις και χαίρεσαι με τα χαρούμενά μου και λυπάσαι με τα λυπητερά μου;

Λένε πως ονειρεύεται κανείς την τελευταία σκέψη του πριν τον ύπνο. Ψέμματα. Σε σκέφτομαι, επίτηδες, σχεδόν κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Ποτέ δεν ήρθες στον ύπνο μου, ούτε μια φορά, τόσες μέρες. Κι εγώ περιμένω, σε περιμένω κάθε βράδυ, να σε ξαναδώ να μου γελάς. Γιατί δεν έρχεσαι; Πας στα όνειρα της μαμάς, πας και στα όνειρα του Αντώνη. Σ’ εμένα γιατί δεν έρχεσαι;

Ξέρω, γελάς τώρα, και με κοροϊδεύεις. "You can’t see dead people", ψιθυρίζεις και ξεκαρδίζεσαι. Πόσο έχω λαχταρήσει το γέλιο σου, νάξερες..

Γύρισα σπίτι και βρήκα τα πράγματά σου όπως τα άφησες εκείνη τη μέρα, για λίγο καιρό θα 'φευγες άλλωστε.. Τα ρούχα στο κρεβάτι, τα βιβλία στο κομοδίνο με τις σελίδες τσακισμένες. Τις πρόσφατα ανοιγμένες ιστοσελίδες στο κομπιούτερ που κοίταξες.

Μου λείπει η παρουσία σου, μου λείπει και ο άντρας που ήσουν. Μα, νομίζω, πως περισσότερο μου λείπει η ωριμότητά σου, που δεν θα συναντήσει ποτέ τη δική μου.

Μου λείπεις πολύ, και πονάει.

Rope breaking on Man
holding stone heart on Hillside
Today's Soundtrack:
Eddie Vedder - Tuolumne

* Όσο μεγάλη και ό,τι λογής κι αν είναι μια απώλεια, δεν είναι ποτέ οριστική. Το για πάντα και το ποτέ είναι τόσο μα τόσο σχετικά σ' αυτή τη ζωή, αγαπητοί μου Φ και Κ. Κάποτε θα συναντήσουμε ξανά τους χαμένους, κι εκείνοι θα μας ποθούνε κι όταν ακόμη θα 'χουμε συνηθίσει την απώλειά τους, όταν δε θα τους ψάχνουμε πια. Τους ζωντανούς-χαμένους πώς θα ξανάβρουμε μου λες..

* Βασισμένο σε ανάρτηση της Nina C.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Το τελευταίο sms


Όταν βλέπεις ότι δεν μπορείς να φτάσεις τους στόχους σου με το ρυθμό που πηγαίνεις, μην αναπροσαρμόζεις τους στόχους αλλά τα βήματά σου.


«παρά Κυρίου τά διαβήματα νθρώπου κατευθύνεται,
καί τήν δόν ατο θελήσει σφόδρα»

[Ψαλμ. λς' 23]

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Το σκιάχτρο


Σήμερα φόρεσες και το κίτρινο καπέλο σου. Ταιριάζει, τ' ομολογώ, με το θαλασσί που σου 'βαλαν πουκάμισο, σαν ξέθωρος ουρανός με ξέγνοιαστο ήλιο. Απ' το παράθυρο του γραφείου το βλέμμα μου τερματίζει στο Χορτιάτη, μα γρήγορα το τραβάει μια μορφή που ανεμίζει στα κοντινά χωράφια. Το σκιάχτρο.


Today's Soundtrack:
Λ. Νικολακοπούλου | Δ. Γαλάνη
(Ε. Ζουγανέλη & Ν. Μποφίλιου)
Εγώ μιλάω για δύναμη
"οι ευαίσθητοι αμύνονται στη ζωή και αργούν..
μα εγώ γυρνάω στην αθωότητα, την παλιά μου την ταυτότητα"



Ήρθε πριν λίγες μέρες με τα τελευταία σπαρτά και κοντοστάθηκε στη μέση του φραγμένου. Στην αρχή στήθηκαν γυαλιστερές κορδελίτσες και δεκάδες σι-ντι να το υποδεχτούν και τώρα παραμένουν να στολίζουν το βασίλειό του: δυο στρεμματάκια γης, τετραγωνισμένα, οριοθετημένα, οργωμένα. Κι ο βασιλιάς ταπεινός, με το θαλασσί πουκάμισο και το κίτρινο καπέλο, κι έναν σταυρό στην πλάτη να του κρατά ανοιχτά τα χέρια. Σε εικοσιτετράωρη υπηρεσία, σε ειδική αποστολή, να παραμονεύει κάθε κίνδυνο, ν' αποτρέπει τους εχθρούς, να σκιάζει με το μπόι του τις μαύρες καρακάξες.

Μα εμένα δε με σκιάζει κι ας κρυφοκοιτώ καθεμέρα το βασίλειό του. Ή δε με λογαριάζει για εχθρό ή δε με βλέπει καλά έτσι που γέρνω με τους αγκώνες στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και μυρίζω το φρεσκοσκαμμένο χώμα της εξοχής, σφυρίζοντας φθινοπωρινούς σκοπούς. Μου είναι γνώριμο αυτό το σκιάχτρο. Το βλέπω συχνά το πρωί στον καθρέφτη μου, με το θαλασσί πουκάμισο και την κίτρινη όψη, να με κοιτά σιωπηλό με τα θαμπά του μάτια. Και τότε εγώ ψηλαφίζω τα βαθουλωμένα μάτια και τα σημάδια στο μέτωπο, τον κοκαλιάρικο λαιμό και τους ώμους, σαν τον τυφλό που διαβάζει ένα οικείο πρόσωπο. Ένα σκιάχτρο εντοιχισμένο στον καθρέφτη μου, σε μόνιμη εφημερία να σκιάζει τις καρακάξες που τριγυρίζουν στα μέρη μου.

Μα και πάλι δε με σκιάζει κι ας αγγίζω καθετόσο το πρόσωπό του. Μου είναι γνώριμο κι αυτό το σκιάχτρο. Το βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Την ώρα που τα γόνατα λυγίζουν και το κεφάλι αγγίζει το ξύλινο πάτωμα, την ώρα που η ανάσα πνίγεται και τα λόγια σμίγουν μ' αναφιλητά, το βλέπω μέσα μου να στέκει στο κέντρο του βασιλείου μου. Με το θαλασσί πουκάμισο, το κίτρινο καπέλο και το μαύρο κοκαλιάρικο πρόσωπο, να κρέμεται στο δικό του σταυρό, στη δική του αποστολή, να διώχνει την καλή διάθεση, να σκιάζει με το μπόι του τα όνειρα που μαζεύονται σαν μαύρες καρακάξες.

Μα δε με σκιάζεις θαλασσοκιτρινόμαυρο κοκαλιάρικο σκιάχτρο μου, και αυτό είναι το πρόβλημά μου, δε με σκιάζεις να σε διώξω. Σε συνήθισα, σε άγγιξα, σε αγάπησα. Μαζί βλέπω να ξεμένουμε, να βγάζουμε παρέα το δύσκολο χειμώνα. Ανυπεράσπιστος να βλέπω τις όμορφες καρακάξες να σκιάζονται, να φεύγουν μακριά μου.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

πώς τελειώνουν..



...χάριν του παλιού καιρού, σκέφτηκε, κι έπειτα αντιλήφθηκε, κατάπληκτη, τι είχε πει - του παλιού καιρού; Όταν όμως αναλογίστηκε το ζήτημα συνειδητοποίησε πως ήταν αλήθεια: ο χρόνος που πέρασαν μαζί, αυτή κι εκείνος, είχε τελειώσει. Είχαν διασκεδάσει, και ήταν καλό αγόρι από πολλές απόψεις, όμως είχε τελειώσει. Καθόταν στον καναπέ και τον παρατηρούσε. Κάτι της έλεγε, αλλά εκείνη δεν τον άκουγε. Ήταν σαν να βρισκόταν πολύ μακριά, πέρα από την ακτίνα ακοής της.

Ξαφνικά, σχεδόν δεν τον ήξερε - θα μπορούσε να είναι ένας άγνωστος, ένας υπηρέτης που νοικοκύρευε το δωμάτιο ή ένας άστεγος που είχε μπει περιπλανώμενος από το δρόμο. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε.

Είναι παράξενος ο τρόπος που έχουν τα πράγματα να διαλύονται, ενόσω το κορμί εξακολουθεί να είναι ευδαιμονικά ανίδεο για το τι συμβαίνει. Είχε εξαντλήσει ό,τι ήταν από αυτόν χωρίς να το ξέρει, και τώρα είχε τελειώσει. Θα ακολουθούσε η συνηθισμένη αναστάτωση, κλάματα και παρακάλια, φωνές και αλληλοκατηγορίες, όμως δεν θα διαρκούσαν για πολύ. Ήταν παλιά καραβάνα στο να τελειώνει καταστάσεις.

* Από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Benjamin Black, «Ο ασημένιος κύκνος».
Benjamin Black είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιρλανδού συγγραφέα John Banville, βραβευμένου με Booker Prize 2005 για το μυθιστόρημά του «Η θάλασσα».

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Το *βολικό κάτοπτρο



Δυο μικρές φωτίτσες. Λευκές, ελλειπτικές, η σελήνη σαν να φόρεσε μάσκα βενετσιάνικη. Τις βλέπω στο παραβολικό κάτοπτρο να πλησιάζουν από την περιφέρειά του προς στο κέντρο. Δε μεγαλώνουν μα είναι εκεί απ' την πρώτη στιγμή, ζωηρές στο μουντόχρωμα του μελαγχολικού πρωινού.

Σταματώ. Οι φωτίτσες σαν θα 'ρθουν έχουν προτεραιότητα. Πότε θα 'ρθουν; Κι αλήθεια, θα 'ρθουν; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω, μόνο κοιτάζω το κάτοπτρο. Κι αυτό μου λέει ότι κινούνται κι έρχονται, απ' τη δεξιά περιφέρεια προς το κέντρο. Να τες, όπου να 'ναι θα με φτάσουν, θα με συναντήσουν, θα διασταυρωθούν μαζί μου. Και δε θα σταματήσουν, να ξέρεις, έχουν προτεραιότητα. Γι' αυτό κάτσε στ' αυγά σου μια φορά και περίμενε! Το κάτοπτρο μου λέει.





Today's Soundtrack:
(από την ταινία "The Piano" της Jane Campion, 1993)





Και περιμένω. Σαν καλό και υπάκουω παιδί που είμαι. Και έρχονται και φτάνουν, και διασταυρώνονται μαζί μου και να κοιτάξω να δω δεν τολμώ. Μόνο στο κάτοπτρο στυλώνω το βλέμμα μου τι θα διατάξει στη συνέχεια.

Οι δυο μικρές λευκές φωτίτσες έφτασαν στο κέντρο του κατόπτρου, επιταχύνθηκαν προς την αντιδιαμετρική περιφέρεια και εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Κι ευθύς αμέσως τη θέση τους πήραν δυο τετράγωνα μπουκέτα κατακόκκινα λαμπιόνια, τα οποία αφού μίκρυναν, αργόσβησαν τελικά στον ομφαλό του κατόπτρου.

Ελεύθερος, φώναξε μουγκά το αδειανό από φωτίτσες κάτοπτρο. Χούφτωσα ευγενικά το λεβιεδάκι, Κούμπωσα την πρώτη και έστριψα επιταχύνοντας στην υγρή άσφαλτο, κλείνοντας το δεξί μου μάτι στον εντολέα μου. Ένα νεύμα ευχαριστίας που με προσέχει. Ένα νόημα συμφωνίας, ότι και τις επόμενες φορές θα δεχθώ με ευχαρίστηση τις υπηρεσίες του.

Σε θέλω στη ζωή μου, καλό μου κάτοπτρο, μπορείς; Παραβολικό, υπερβολικό, ό,τι θέλεις, δε με νοιάζει.. βολικό θέλω να 'σαι, πες μου μπορείς; Να με ειδοποιείς στις τυφλές διασταυρώσεις για τις λευκές φωτίτσες που έρχονται δειλά απ' την περιφέρεια προς το κέντρο μου. Να μου σφυρίζεις αν θα 'ρθουν, κι αν πράγματι θα 'ρθουν, θα φύγουν ή θα σταθούν; Θα 'χουν προτεραιότητα ή θα περιμένουν; Και τελικά, θα αξίζει να διασταυρωθώ μαζί τους ή στο τέλος θα μείνω να κοιτώ τα κόκκινα μπουκέτα της φυγής τους, μόνος στην υγρή άσφαλτο, στο μουντόχρωμα των μελαγχολικών πρωινών μου.

Πες μου, μπορείς;

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Σβήνω τα ίχνη


Είναι λίγος καιρός που το παλεύω να μάθω να διαβάζω τους χρησμούς,
με ανοιχτούς λογαριασμούς μια και καλή να ξεμπερδεύω.

Είναι αργά τη νύχτα. Οκτώ; Δέκα; Μία μετά τα μεσάνυκτα; Ποιος ξέρει.. στ' αλήθεια δεν έχει και πολύ σημασία. Στο μοναστήρι είναι νύχτα μόλις πέσει η νύχτα. Και σβήσουν τα ίχνη, τα φώτα. Αληθινή νύχτα. Και κάθε στιγμή της είναι αργά τη νύχτα.

Το στρώμα μου, τοποθετημένο κάτω ακριβώς απ' το φεγγίτη της σοφίτας, παραλαμβάνει τα φορτία και τους πόνους μιας μέρας, μιας ζωής. Τα μάτια μου καρφωμένα στο ανοικτό παράθυρο προσπαθούν να διαχωρίσουν τις τρεις αποχρώσεις μαύρου του οπτικού μου πεδίου. Το μαύρο του άσπρου των τοίχων, το μαύρο του μπλε των παραθυρόφυλλων και το μαύρο του μαύρου του έξω κόσμου, που περνά ανόθευτο τα όρια της μικρής σοφίτας και προβάλλεται σαν σε παλιά οθόνη πενήντα επί σαράντα. Όχι του κόσμου τούτου εδώ, του άλλου, αυτού που απλώνεται 'κει πάνω και παιχνιδίζει με τ' αστέρια. Μα τ' αστέρια πήραν ρεπό τούτο το βράδυ, δεν άναψαν φωτίτσες, δεν στέλνουν μηνύματα, σβήσαν τα ίχνη τους κι άντε βρες τα πού πήγαν τώρα.

Θα κάψω τα παλιά μου τα βιβλία κι όλους τους φίλους θα ξεγράψω,
τραγούδι δε θα ξαναγράψω για μια παλιά φωτογραφία.

Η μόνη μου συναλλαγή με την οθόνη είναι οι ριπές καθάριου αέρα που λούζουν το πρόσωπό μου, δροσίζουν το ξεσκέπαστο κορμί μου. Ένα ανεπαίσθητο μπουμπουνητό αντιλαλεί στους περικείμενους λόφους και είναι κι αυτή η αλάνθαστη μυρωδιά της βροχής που προκαλεί τη μνήμη, ειδοποιεί για τον σίγουρο ερχομό της, σαν ίχνος μοναδικού γυναικείου αρώματος της κοπέλας που πέρασε κι ακόμα δεν έσβησε.

Σβήνω τα ίχνη χάνομαι, σβήνω τα ίχνη.

Και τότε η συναλλαγή μου με την οθόνη γίνεται περισσότερο διαδραστική. Τα ίχνη παραμένουν σβηστά, το μαύρο παραμένει μαύρο, το αεράκι συνεχίζει ν' αγκαλιάζει το στρώμα μου κουβαλώντας τώρα σταγονίτσες βροχής, ψιλές ψιλές σαν κάποιο τρυπητό ποτιστήρι να σκαρφάλωσε στη μολυβένια μολυβιά σκεπή, έβαλε την κουκούνα του απ' τ' ανοιχτό παράθυρο και άρχισε να ραντίζει το μέσα κόσμο της μαύρης σοφίτας.

Όσο κι αν θέλω να θυμάμαι, ό,τι μ' αγάπησε ξεχνάω
κι ό,τι με πόνεσε αγαπάω, ο πόνος δείχνει ότι ζω.

Και οι σταγονίτσες όχι μόνο δροσίζουν το κορμί μου, αρχίζουν να τρυπώνουν και μέσα στον μαύρο κόσμο του, γαργαλώντας τις αισθήσεις του. Έναν μαύρο κόσμο σε τρεις αποχρώσεις. Το μαύρο του λευκού της αγάπης, το μαύρο του μπλε της μνήμης, το μαύρο του μαύρου του πόνου. Κι αρχίζουν να αναδύονται, σαν σκόνη απ' τους πόρους του, θύμησες ανακατεμένες με αισθήματα και δάκρυα και στροβιλίζονται μπλεγμένες στις ψιλές σταγόνες της βροχής που χορεύει σαν κριθάρι ο καθάριος άνεμος.

Δρόμοι ανοίγονται εντός μου, τώρα η σιωπή δε με τρομάζει
κι ο κόσμος μια φωτοτυπία, κάποιον θα βρείτε να μου μοιάζει.

Για λίγες στιγμές νιώθω σαν το πατάρι όπου μπήκε φουριόζα η νοικοκυρά, με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα πίσω τα μαλλιά, και ξεσήκωσε στρωσίδια, πέταξε σαβούρα, τίναξε σκεπάσματα κι άφησε ώρες διαμπερώς ανοικτό να φύγει ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε πολύς. Και τώρα στέκει στη χαμηλή πόρτα σκουπίζοντας διαδοχικά τα χέρια στη μακριά ποδιά της και με το ανάστροφο της παλάμης τον ιδρώτα που τρέχει στο κοκκινισμένο μέτωπο. Έχοντας πλάι της τα σύνεργα του πολέμου, χλωρίνη, σφουγγαρίστρα κι έναν κουβά νερό ίσα με 'κει πάνω, έτοιμη να σβήσει τα ίχνη της παλιάς χρήσης, ν' ανοίξει χώρους καινούς, καθάριους.

Είναι λίγος καιρός που το παλεύω..

* Σας τραγούδησα το «Σβήνω τα ίχνη» του Μίλτου Πασχαλίδη, από το δίσκο του «Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος», που κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες το 2003. Ακούστε το εδώ.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

09/09


Υπάρχουν κάποια πράγματα που δύσκολα μπορεί να ανακτήσει κανείς,

          ..την πέτρα αφότου ριχθεί,
          ..τη λέξη αφότου ειπωθεί,
          ..την ευκαιρία αφότου χαθεί,
          ..το χρόνο αφότου περάσει.





Today's Soundtrack:
Οδ. Ιωάννου | Λ. Μαχαιρίτσας
Μ. Πασχαλίδης
Δεν έχω χρόνο μάτια μου





Δεν είναι ότι δε θυμάμαι..
ότι ξέχασα τόσο γρήγορα και πίσω μου τα 'βαλα όλα πια.

Είναι μονάχα που δεν έχω χρόνο πια, μάτια μου..

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Μια αγκαλιά για τη Λούσι


Φρένα που πυρώνουν τους δίσκους, λάστιχα που στριγγλίζουν στην τραχιά άσφαλτο.. περιμένω το μπαμ. Μα αυτό δεν έχει τον αναμενόμενο ήχο της λαμαρίνας που συμπλέκεται και τσαλακώνεται στη στιγμή. Έρχεται υπόκωφο, μονωμένο. Περιμένω παρόλα αυτά τις φωνές. Κι ακολουθούν οι λυγμοί μιας κοπέλας, ωχ Θε μου.

Γέρνω στα κάγκελα του μπαλκονιού, οι αγκώνες τσουρουφλίζονται στην καυτή μαύρη σωλήνα. Αυτό με κάνει να μη σκέφτομαι τα γυμνά μου πόδια που ζεσταίνονται στο ανοιχτόγκριζο πλακάκι. Σιγά μην έψαχνα τις παντόφλες μου μες στη βιασύνη. Πρόλαβα μονάχα ν' αναποδογυρίσω το βιβλίο, ένα τρυφερό αστυνομικό του Τζων Μπάνβιλ, που μου κρατούσε μεσημεριάτικη παρέα.. τα βιβλία μου 'μειναν μονάχα, πιστή, τρυφερή συντροφιά.

Κοιτώ πρώτα τριγύρω τον κόσμο που έχει βγει στα μπαλκόνια του, υπερνικώντας τη γλυκιά υπνωτική ζάλη του μεσημεριού. Η συνηθισμένη διασταύρωση αριστερά είναι παραδόξως καθαρή, κοιτώ μετά στο βάθος δεξιά. Μια κοπελίτσα στα γόνατα πνίγει το κλάμα της. Με το ένα χέρι ψάχνει στην τσάντα της το κινητό, με το άλλο χαϊδεύει τη Λούσι. Την γαλήνια Λούσι. Την ξέψυχη Λούσι.
«τώρα μόλις.. δεν ξέρω ποιος, έφυγε.. ένα παλιό κόκκινο..»
«..έλα γρήγορα!»
Μια γειτόνισσα έτρεξε για παρηγοριά, οι άλλες ρωτούσαν τι και πώς. Στο τέλος του δρόμου ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε. Έστριψε αργά και διερευνητικά. Ένα παλιό κόκκινο, το είδα και το τύπωσα στη μνήμη μου. Κοντοστάθηκε, έκανε αναστροφή και χάθηκε ήρεμα όπως ήρθε. Και δεν το είδε ξανά άλλος κανείς.

Ήρθε γρήγορα. Σταμάτησε βιαστικά στο πλάι, βγήκε από το αυτοκίνητο και όρμηξε στην αγκαλιά της κοπελίτσας.
«ψόφησε; ..ψόφησε»

Today's Soundtrack:
"Αγκάλιασέ με, δεν ήθελα ποτέ να σε πληγώσω"


Τα μάτια μου πόνεσαν ξαφνικά και έγειρα το κεφάλι χάμω. Σαν να σουρούπωσε λιγάκι μου φάνηκε. Πόσο εύθραυστο είναι αυτό που λέμε ζωή, δεν κατάφερα να το χωρέσω εκείνη τη στιγμή. Μια σκυλίτσα που έφυγε δίχως ένα τόσοδά γρύλισμα μου κουρέλιασε τη διάθεση. Κι εκείνο το κόκκινο παλιό αυτοκίνητο..

Κι η κοπελίτσα που έχασε την πιστή, τρυφερή συντροφιά της. Της έμεινε όμως η ανθρώπινη αγκαλιά, η ανεξάντλητη αυτή πηγή ασφάλειας και τρυφερότητας.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Πώς είναι;

* της Νίνας Κουλετάκη


Δειλινό.
Ένα μπαλκόνι σ’ ένα ορεινό τοπίο.
Δυο άντρες καθισμένοι σε πολυθρόνες: Αυτός-που-είναι κι Αυτός-που-θάθελε
Μπροστά τους στροβιλίζεται, στο ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνη ακούει, μια γυναίκα.
Μιλάει ο Αυτός-που-θάθελε.
Κοιτάζει την γυναίκα, μα απευθύνεται στον άνδρα.




Today's Soundtrack:
Anima | Sanjuro | ft. Onirama
Να την προσέχεις
"Κάποια βράδια κάτι θα πάθει νομίζει,
να της κρατάς συντροφιά μέχρι τα μάτια να κλείσει.
Κι αν ποτέ σου θυμώσει δώσ' της μόνο αγάπη."




Πώς είναι μαζί της; Πώς είναι να σ’ έχει αναγνωρίσει ως έρωτα με την πρώτη ματιά, με την ίδια ευκολία που αναγνωρίζει κανείς τα σκίτσα του Λεονάρντο, τις μπαλλαρίνες του Ντεγκά, τα καμπαρέ του Λωτρέκ;

Πώς είναι να σου γράφει τις λέξεις τις πιο ερωτικές, χωρίς ν’ ανησυχεί ότι κάποτε θα της τελειώσουν, μιας κι αποτελείς την έμπνευσή της και θα εφεύρει άλλες, νέες, άφθαρτες κι ανείπωτες, μόνο για εσένα;

Πώς είναι να ταξιδεύει με το μυαλό της σ’ όλους τους τόπους που έχει βρεθεί χωρίς εσένα και να ξαναζεί τα ταξίδια αυτά μ’ εσένα πλάι της;

Πώς είναι να χάνεται στα μάτια σου και να σε συναντά στα βάθη τους όπως ήσουν παιδί;

Πώς είναι να σε κάνει ήλιο της και να πετά προς το μέρος σου φορώντας κερένια φτερά, χωρίς να νοιάζεται αν η φωτιά σου τα λειώσει και γκρεμοτσακιστεί;

Πώς είναι να σε θαυμάζει γι αυτό που είσαι κι όχι γι αυτό που θάθελες να είσαι;

Πώς είναι ν’ αγαπάει το κορμί σου ως έχει, χωρίς σχόλια, χωρίς συγκρίσεις ενσυνείδητες κι ασυνείδητες, χωρίς διορθωτικές παραινέσεις;

Πώς είναι να λατρεύει τα χέρια σου γύρω της, πάνω της;

Πώς είναι, φορές-φορές, να της χαράζεις τον γυάλινο κόσμο της με το διαμάντι της καρδιάς σου κι εκείνη να μένει ν’ αποθαυμάζει τα σχέδια, αδιαφορώντας για τον πόνο;

Πώς είναι όλα της τα κύτταρα να την ειδοποιούν κάθε φορά που «αγαπάς» άλλη; Πώς είναι κάθε φορά να πεθαίνουν; Πώς είναι ν’ αναγεννιούνται στο επόμενο, προγραμματισμένο άγγιγμά σου; Πώς είναι να γίνεται αυτό αενάως και να σ’ αγαπάει ακόμα; Πώς είναι να την μεταμορφώνεις σε θηλυκό Σίσσυφο και να επιμένει;

Πώς είναι να έχει κόψει τον εγωϊσμό της με το ψαλίδι σε χάρτινες πεταλούδες και να τις έχει αφήσει να πετάξουν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στο πρωϊνό αεράκι;

Πώς είναι να λαχταρά ν’ ακούσει να της απευθύνεις την εξομολόγηση του Λήσταρχου Νταβέλη, αλλά να μπορεί να ζει και χωρίς αυτή;

Πώς είναι να την κάνεις τόσο ευτυχισμένη;

>>>

Πες. Τι ανεκτίμητο καλό έχεις κάνει στον κόσμο, για ν΄αξίζεις κάτι τέτοιο; Πες. Πόσο αφόρητα έχεις υποφέρει στη ζωή σου, για ν’ ανταμοίβεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο; Πες. Πώς γίνεται να είσαι τόσο τυχερός και τόσο ευλογημένος;

Πες. Πώς είναι να σε θέλει;

Πες. Κι εγώ θα σου πω πώς είναι να μη με θέλει.


* Πώς είναι, κάθε φορά που διαβάζω ανάρτηση της Nina C να ήθελα να την έχω γράψει εγώ, χμ; Ευτυχώς που συγκρατούμαι και τις διαχειρίζομαι με φειδώ! Τη συγκεκριμένη θα την κρατούσα -όπως τόσες άλλες- μόνο για μένα σαν μικρό-μικρό διαμαντάκι, αν δεν άκουγα σήμερα το πρωί πρώτη φορά το γλυκερό τραγουδάκι του Sanjuro "Να την προσέχεις", που μοιάζει σαν εναλλακτική ανάγνωση του κειμένου. Το σκίτσο, δε, ήρθε και έδεσε σαν σιωπηρή απάντηση του Αυτός-που-είναι στον πονεμένο χείμαρρο του άλλου άνδρα. Ολόκληρη η ανάρτηση από εδώ.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

When the stars go blue


Απόψε θα βγω. Έχει φεγγάρι απόψε. Θα βγω έξω, σ'το λέω να το ξέρεις. Και τι φεγγάρι..!

Dancing when the stars go blue,
dancing when the evening fell.

Εντάξει, δε θα χορέψω κιόλας, δεν ξέρω χορό όπως εσύ. Ίσως τίποτα δεν ξέρω να κάνω τόσο καλά όσο εσύ. Ίσως.. ίσως ξέρω ένα τελικά.. ίσως ξέρω να κοιτάζω όπως κανένας άλλος. Και αυτό θα κάνω κι απόψε, θα κοιτώ όπως άλλος κανείς το φεγγάρι. 

Laughing with your pretty mouth,
laughing with your broken eyes.

Κι εκεί που θα 'σαι απόψε, εκεί που θα χορεύεις και θα γελάς κάτω απ' το μελαγχολικό φεγγάρι και τ' αστέρια, να ξέρεις ότι αυτή δεν είναι άλλη μια συνηθισμένη βραδιά. Μπλε λέει ο κόσμος το φεγγάρι όταν εμφανίζεται για δεύτερη φορά ολόγιομο μέσα σ' ένα μήνα. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά ούτε και σπάνια. Σπάνια συμβαίνει όμως να 'ναι και Αύγουστος, που 'χει το πιο όμορφο φεγγάρι! Σπάνια θα 'ναι απόψε λοιπόν, κι αφού το θέλουν μπλε, μπλε 'θε να 'ναι.

Where do you go when you're lonely?
Where do you go when you're blue?

Όμως πες μου, σε παρακαλώ, πες μου.. πού θα 'σαι απόψε; Πού θα γυρνάς, πού θα χορεύεις και θα γελάς μοναχικά, μακριά απ' τα κίτρινα φώτα του κόσμου;


Θυμάμαι πού συχνάζαμε μαζί, αλλά δεν έμαθα ποτέ μου σε ποια μέρη κρύβεσαι όταν έρχεται αυτή η γλυκιά μελαγχολία (..when you're blue), αυτή η εσωτερική μοναξιά που κάνει το φεγγάρι και τ' αστέρια να μοιάζουν μπλε όλες τις μέρες του χρόνου.

I'll follow you, when the stars go blue.

Απόψε θα μάθω, θα σ' ακολουθήσω! Θα 'ρθω να σε βρω, απόψε. Απόψε που τ' αστέρια και το πιο όμορφο φεγγάρι θα 'ναι μπλε (ή μήπως εμείς μόνο θα 'μαστε που θα τα βλέπουμε έτσι..). Και σ' το υπόσχομαι εσένα μόνο να κοιτάζω, όπως άλλος δε μπορεί κανείς.

When the stars go blue.


* Μπλε φεγγάρι απόψε και σας τραγούδησα το τραγούδι του Ryan Adams, "When the stars go blue". Επειδή είμαι σίγουρος ότι η οπτική μου γωνία το αδικεί, ακούστε το εδώ στην πιο γλυκιά διασκευή ever, από την Ιρλανδέζικη οικογενειακή μπάντα των Corrs και τη φιλική συμμετοχή του Bono (των U2). Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Αφιερωμένο στην αγαπητή μου Γ. που το περασμένο Σάββατο έγινε νυφούλα και τη γλυκύτατη Α. που θα το καταφέρει την ερχόμενη Κυριακή, με την ευχή τα καλά τους τα αγόρια να μην τις αφήσουν απ' τα μάτια τους ποτέ.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Κόκκινο ήτανε


Άνδρας λευκός, ετών 32, πεζός επί πεζοδρομίου, ώρα αργάμιση κάπου στην Τούμπα. Διασταύρωση. Κοντοστέκεται. Κοιτάει αριστερά (όπως έμαθε από μικρός). Δυο αυτοκίνητα περιμένουν στο κόκκινο φανάρι τους. Κοιτάει δεξιά, ψυχή δεν υπάρχει. Ξανακοιτάει αριστερά (αυτό το έμαθε μεγάλος). Τα δυο αυτοκίνητα ακόμα περιμένουν καρτερικά. Κοιτάει μπροστά. Δεν υπάρχει φανάρι για πεζούς. Αποφασίζει να περάσει. Κάνει ένα βήμα, κάνει και δεύτερο. Κάνει ίσως και τρίτο, δε θυμάται.

Άνδρας λευκός, αγνώστου ηλικίας, στο δρόμο επί μοτοσικλέτας. Χωρίς κράνος, χωρίς φως, την ίδια ώρα στην Τούμπα. Στο ίδιο σταυροδρόμι. Κοιτάει μπροστά(;) μακριά, δυο αυτοκίνητα περιμένουν στο κόκκινο(;) φανάρι. Πλησιάζει με φόρα, χώνεται στο κενό που αφήνουν τα δυο αυτοκίνητα από το δεξί πεζοδρόμιο. Ξανακοιτάει μπροστά. Βλέπει άνδρα λευκό να διασχίζει πεζός το δρόμο.. να κάνει ένα βήμα.. αντανακλαστική βίαιη αντίδραση στις μανέτες των φρένων. Να κάνει δεύτερο βήμα.. η μηχανή σέρνεται με μπλοκαρισμένους τροχούς. Να κάνει τρίτο (και σωτήριο όπως αποδείχθηκε) βήμα.. το ανεξέλεγκτο φρενάρισμα συνεχίζεται μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο.

Ακολουθεί σύντομος σουρεάλ διάλογος αυτής της ζωής -που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και της άλλης.
- Καλά, δεν είχες κόκκινο;
- Αν είχα κόκκινο...;!


Today's Soundtrack:
"Sure as I am breathing, sure as I'm sad,
I leave here believing more than I had
and there's a reason I'll be back" 


Ανάβει πράσινο.
Τα δύο αυτοκίνητα διασχίζουν τη διασταύρωση και συνεχίζουν το δρόμο τους. Ο άνδρας ετών 32 περνά επιτέλους απέναντι και συνεχίζει την πορεία του που είχε διακοπεί. «...ῥῦσαί με ξ αμάτων, Θες Θες τς σωτηρίας μου», συνεχίζει και την προσευχή του που είχε διακοπεί.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

αύρα λεπτή


Είναι αυτή που τρυπώνει από τα γερμένα παραθυρόφυλλα, δυναμώνει δειλά και ανασηκώνει ελαφρά τα χρωματιστά χαρτάκια που συνθέτουν την ακατάστατη τάξη στο γραφείο μου, ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου. Κι εγώ αφήνω το χοντρό βιλίο που με συντροφεύει πιστότερο κι από άνθρωπο να στηριχτεί πάνω στο πληκτρολόγιο, τοποθετώντας λοξά στη γωνιά των σελίδων του τον υφασμάτινο σελιδοδείκτη που κάποτε μου χάρισε ο Σ και ψάχνω πετρούλες και κοχυλάκια να ταπεινώσω τα χαρτάκια και να.. σε λίγο το γραφείο μου μοιάζει με ακατάστατη ακρογυαλιά που ξέβρασε στην αμμουδιά τον πλούτο του γυαλού της. Είναι η αύρα που συνεχίζει να γλύφει τα χρωματιστά χαρτάκια που με κάνει να μην ξαναπιάσω αμέσως το βιβλίο.. μην είναι η έλλειψη θάλασσας από τις φετινές μου διακοπές.. τι να σας πω, μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω.

Είναι αυτή που στεγνώνει τις χοντρές στάλες ιδρώτα που άρχισαν να παίρνουν τον κατήφορο στο μέτωπό μου, κυκλώνουν και γαργαλούνε τα αυτιά και κάνουν τα μάτια μου να τσούζουν, ένα καυτό καλοκαιρινό μεσημέρι. Κι εγώ παρατώ στη μέση τη δουλειά, ανασηκώνω τ' αδύνατα μπράτσα μου και σκουπίζω με τα κοντά μανίκια τους υγρούς κροτάφους. Κάθομαι στην ακμή ενός κιβωτίου με τα χέρια τεντωμένα στους μηρούς και γέρνω κάτω το κεφάλι μου. Μια μεγάλη βε στάμπα έχει αποτυπωθεί εδώ και ώρα στο μπλουζάκι μου, τη βλέπω να απλώνεται προς όλες τις μεριές, και υγραίνει το στέρνο μου, το ίδιο και χειρότερα θα συμβαίνει μάλλον και στην πλάτη που κολλάει στο ρούχο. Είναι η καλοκαιρινή αύρα που δροσίζει το ιδρωμένο μου κορμί που με κάνει να μη συνεχίσω αμέσως τη χειρονακτική εργασία.. μην είναι η έλλειψη αληθινής σωματικής ξεκούρασης αυτό το καλοκαίρι.. μη με ρωτάτε σας είπα, δεν ξέρω.

Είναι αυτή που ανακατώνει τα μαλλιά της κοπέλας που κάθεται δίπλα μου στο ξύλινο παγκάκι, ένα ήσυχο βράδυ στην παραλία. Και με τ' ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού προσπαθεί να οδηγήσει στην άκρη τις άτακτες αφέλιες που μπερδεύονται συνεχώς μπρος στα μάτια της, καθώς συνεχίζει ανενόχλητη το θάψιμο της προσφοράς του Λαρς φον Τρίερ στην έβδομη τέχνη. Είναι η θαλασσινή αύρα που δεν καταλαβαίνει από επιδέξια ακροδάχτυλα και επιμένει στο ανακάτεμα της απείθαρχης αφέλιας που με κάνει να μην προσέχω τα τελευταία της λόγια.. μην είναι οι άτακτες αυτές αφέλιες που ξυπνούν στους ιστούς της καρδιάς μου αντίστοιχες άτακτες θύμησες.. να σας πω αν ξέρω μη με ρωτάτε, δε θα σας πω.



Today's Soundtrack:
Νίκος Ζούδιαρης | Αλκίνοος Ιωαννίδης
"κι αν τα σημεία ερμήνευσες, η γνώση δε σε σώνει,
ένα αδέξιο παρελθόν, σε πνίγει, σε θυμώνει"


Είναι αυτή που τώρα δυνάμωσε και τρέχει αχόρταγη πάνω απ' τα χωράφια της γης και παρασέρνει τον χνουδωτό ανθό μιας γαλατσίδας, έναν κλέφτη, και τον φέρνει και τον κυκλώνει μπρος στα μάτια μου. Κι εγώ λοξοκοιτάω να δω πού θα πάει να σταθεί να τον πιάσω και απλώνω το χέρι προς τα 'κει να τον χουφτώσω κι όλο μου φεύγει, βρε τον κλέφτη! Είναι η ψυχωμένη πρωινή αύρα που δίνει φτερά στον κλέφτη συνέχεια να μου φεύγει να μην τον φυλακίσω και μετά να τον αφήσω κάνοντας μια ευχή να πιάσει, έναν πόθο να γίνει.. μην είναι οι λάθος ευχές κι οι ταπεινοί πόθοι που καλλιεργεί πάντα η καρδιά μου και σκάνε και πετάνε 'δω κι εκεί σαν τον κλέφτη.. ψέμματα θα σας πω αν σας πω, μπορεί, δεν ξέρω.

Δεν είναι, πάντως, αυτή η αύρα.. η άλλη είναι που θέλω, αυτό τουλάχιστον το ξέρω.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Σε είδα χθες βράδυ


Σε είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ. Και δεν ήταν πολύ ευχάριστο. Στη βουή, στο μπλέξιμο των βημάτων του πολυσύχναστου δρόμου, έπιασα το βήμα σου ν' ανοίγει νευρικά προς κατεύθυνση άγνωστη, ακαθόριστη.
Πού πας; Φεύγεις ή έρχεσαι; Κοντεύεις ή απομακρύνεσαι;
Στην κίνηση, στη διασταύρωση χιλιάδων ματιών, είδα το βλέμμα σου αδειανό, κενό συναισθημάτων.
Τι κοιτάς; Ψάχνεις ή ντρέπεσαι; Θυμάσαι ή ξέχασες;
Έκανα να σε φωνάξω, μα την άλλη στιγμή άρχισα να αμφιβάλλω αν πράγματι ήσουν εσύ. Πέρασες δίπλα μου. Τα βήματά σου διασταυρώθηκαν με τα δικά μου, το βλέμμα μου γύρεψε το δικό σου. Δε με είδες, ούτε στάθηκες καν. Κι εγώ δυο λέξεις να μιλήσω δεν κατάφερα, βουβή φώναζε η φωνή από μέσα μου.. τι κακό κι αυτό με τα όνειρα!

Και έμεινα να κοιτώ μια πλάτη, μια φιγούρα να χάνεται στριμωγμένη στο βάθος του δρόμου. Και έμεινα με την απορία.. Ήσουν εσύ;


Today's Soundtrack:
Βαγγέλης Γερμανός - Το γράμμα
"πήρα τη γεύση σου χτες βράδυ,
τη μυρωδιά σου που πότιζε το γκρι χαρτί"


Σε είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ. Στο χαμό, στην πλοκή των σωμάτων στην πολύβουη πόλη, είδα τα μάτια σου να με ψάχνουν με αγωνία 'δω κι εκεί.
-Πού είσαι; -Να 'μαι.. με βλέπεις ή μ' έχασες;
Στη διασταύρωση, στο σμίξιμο των δρόμων, είδα τα χέρια σου ανοιχτά, τα δάχτυλα τεντωμένα.
Τι αναζητάς; Προσμένεις ή εύχεσαι;
Έκανα να σταθώ να σου μιλήσω και δεν πρόλαβα να δοκιμάσω αν μπορώ. Τα βήματά σου διασταυρώθηκαν με τα δικά μου, το βλέμμα σου ενώθηκε στο δικό μου. Και μ' αγκάλιασες σφιχτά όσο ποτέ άλλοτε, κλαίγοντας ένα βουβό κλάμα, δυο λέξεις ψιθυρίζοντας μονάχα, όπως ποτέ άλλοτε.


Σε είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ, ξανά, ναι-αμέ, ήσουν εσύ και ήταν τόσο ευχάριστο, τόσο γλυκό. Κι έσφιξα κι εγώ τα χέρια μου στην τρεμάμενη πλάτη σου.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ντοματinio


Είναι μια ώρα της ημέρας στο χωριό που δεν ανταλλάζεται με τίποτα στον κόσμο.


Today's Soundtrack:
Ξαφνικά
Γρ. Κλιούμης | Ε. Τσαλιγοπούλου
"είναι τα χρόνια που περνάν
και μου λες
φεύγει η ζωή μας ξαφνικά
και όλα μοιάζουν μακρινά"



"Το έπαιξα" και φέτος αγρότης για λίγα μερόνυχτα και ξέθαψα μικρές-μικρές αισθήσεις χαμένες στο μακρινό παιδικό παρελθόν. Τότε που πασπάτευα με τα μαθημένα χεράκια μου το φρεσκοσκαμμένο χώμα κι όταν έβρισκα τη θαμμένη πατάτα ξεφώνιζα με 'κείνη τη χαρά έκπληξης ενός παιδιού που ανακαλύπτει τον κρυμμένο θησαυρό. Τότε που χωνόμουν στις διπλάσιες απ' το μπόι μου ντοματιές κι όταν ξεχώριζα την κατακόκκινη λαχταριστή ντομάτα, την έκοβα προσεχτικά απ' το μίσχο, τη σκούπιζα με τελετουργική αργότητα στο ξεχειλωμένο μου μπλουζάκι και ρουφούσα τα ζουμιά της που έτρεχαν γιομίζοντας το άτριχο πηγούνι μου. Κι ας με φώναζε μετά η μητέρα "πού έτρεχες πάλι μες στις ντοματιές, που να σε πάρει, κι έγινες όλος πράσινος, αχ!".

Τότε που έψαχνα στις δασειές χαμηλο-φυλλωσιές για κάποιο τεράστιο νεροκολόκυθο κι όταν το έβρισκα, το καβαλούσα, το έπιανα από τ' αυτιά και παρασερνόμουν σε μια κούρσα δίχως τέλος στους νοητούς χωματόδρομους του κήπου μας, γέρνοντας πότε 'δω, πότε 'κει, ν' αποφύγω τους άγριους δράκους που έμπαιναν στο διάβα μου. Τότε που αποβραδίς δίπλωνα το μέτρο να υπολογίσω το μήκος του βλασταριού που κρεμότανε τρυφερό στην κάτω αγγουριά κι όταν το επόμενο πρωί το ξαναμέτραγα διπλάσιο προσπαθούσα ειλικρινά μέσα μου να κατανοήσω ποια χοντρή πλάκα μου έκανε πάλι ο παππούς με τα αγγούρια.

Τότε που έκοβα με προσοχή ένα μεγάλο αγκαθωτό κάστανο κι όταν παρατούσα την προσπάθεια να μετρήσω τις βελόνες στο καβούκι του, το πετούσα ψηλά για να το ξαναπιάσω σφίγγοντας τα χείλη μην ξεφωνίσω από τα τσιμπήματα, κι όλο πιο ψηλά και πιο ψηλά και τα χέρια να μυρμηγκιάζουν γεμίζοντας μικρές μικρές κόκκινες τελίτσες. Τότε που έβαλα τον πατέρα να μου ξαναμάθει πώς να ξεχωρίζω τις κρανιές, "που παρότι στραβές, έχουν το καλύτερο, το δυνατότερο ξύλο" κι εγώ έβαλα τότε πείσμα κρυφά να πριονίσω μια ωραία κρανίσια διχάλα που στο μυαλό μου φάνταζε ως η καλύτερη και δυνατότερη σφεντόνα της γης και έγδαρα με το μπρατσιόλι τρία απ' τα δάχτυλα του αριστερού χεριού -πώς δεν τα 'κοψα πες- και πλάνταξα σε βουβό κλάμα, σκληρό αντράκι από μικρός.. και η σφεντόνα η καλυτερότερη και δυνατότερη που έφτιαξε χέρι ανθρώπου ποτέ, κι ας του 'μειναν τρία δάχτυλα σημαδεμένα.

Τότε που.. εντάξει δεν είμαι απ' αυτούς που βρίσκουν όμορφα όλα τα περασμένα. Είναι η επαφή με τη γη που προσφέρει μικρές ανεπανάληπτες χαρές. "Το έπαιξα" και φέτος αγρότης για δυο μερόνυχτα. Κατάφερα να μαζέψω ένα κουβαδάκι πατάτες και το πρόσθεσα στους τέσσερις κουβάδες που 'χαν ήδη γιομίσει απ' τα χαράματα, δε με βοήθησαν πολύ τα άμαθα χεράκια μου. Πρασίνισα το πόλο μπλουζάκι μου μες στις ίσια με το μπόι μου ντοματιές, προσπαθώντας νευρικά να αποκόψω μια κόκκινη ντομάτα απ' το κοτσάνι της, δε με βοήθησε πολύ η κουρασμένη μέση μου. Χαιρέτησα από μακριά τα κολοκύθια της νιότης μου, στενοχωρέθηκα που τα τρυφερά βλαστάρια της πέρα αγγουριάς δε μεγάλωσαν καθόλου στη διάρκεια της νύχτας, δεν έπιασαν φέτος οι αγγουριές. Αρρώστησαν και δύο καστανιές φέτος, απ' την ίδια αρρώστια που ξεράθηκαν πέρσι άλλες δυο, λίγα τα κάστανα φέτος μα τόσα-να μεγάλα, αλλά κατακόκκινες και βαρυφορτωμένες οι κρανιές και ήδη έρχεται στο στόμα μου η στιφάδα του καρπού και η γλυκόπικρη γεύση του ηδύποτου, όταν με το καλό, μάνα, το ετοιμάσεις..

Μα είναι μια ώρα της ημέρας στο χωριό που αλήθεια δεν ανταλλάζεται με τίποτα στον κόσμο. Το σούρουπο έρχεται αργά στο χωριό μα πέφτει γρήγορα σαν βασιλεύει ο ήλιος στο Μαυροπούλι και ανεβαίνει η φωτεινή γραμμή απέναντι στην Τύρνα. Ώσπου ν' ανάψουν φωτάκια μικρά οι στύλοι της ΔΕΗ. Είναι η ώρα εκείνη που τεντώνουν τα πόδια στο ξύλινο παγκάκι του μπαλκονιού, το κεφάλι γέρνει προς τα πίσω, τα χέρια ανοίγουν ν' αγκαλιάσουν τις σανίδες της πλάτης. Ο ήχος του νερού που κυλάει στο διπλανό αυλάκι, το μόνιμο 24ωρο soundtrack του χωριού, γίνεται τώρα αντιληπτός απ' το κέντρο των αισθημάτων της καρδιάς και ξεχύνει μέσα της ρυάκια αγαλλίασης, είναι η αποθεραπεία μιας μέρας έντονης, κουραστικής, άλλης μια τυπικής ημέρας στο χωριό. Τα μάτια υγραίνονται μην τολμώντας καν να μπούνε στη διαδικασία να χωρέσουνε τι.. Είναι η ώρα που οι καρποί της γης μετρώνται ένας ένας, οι πατάτες που βγήκαν καλές αν και μικρές, οι ντομάτες που δε χόρτασαν νερό, οι καστανιές που ξεραίνονται η μία πίσω απ' την άλλη, τα φασολάκια που αύριο πρέπει να μαζευτούν, τα καραμπουλάχανα που πρέπει να φυτευτούν.. Και τότε είναι που τις σκέψεις διακόπτει το δυνατό ροκάνισμα της βερβερίτσας που θα 'χει φαίνεται φωλιάσει στην απέναντι καρυδιά. Πολλά τα καρύδια και φέτος, ό,τι μάζεψες μάζεψες για γλυκό. Τα υπόλοιπα τα διέγραψες απ' το μυαλό σου εξαρχής, όπως και πέρσι και πρόπερσι και πάντα. Άλλοτε έπαιρνες το φλόμπερ των 9 χιλιοστών και σημάδευες στο ψαχνό και μάζευες μία μία τις βερβέρες απ' την ουρά. Για να γλιτώσεις τι.. ένα σακί καρύδια. Τώρα χαλάλι. Είναι το αντίδωρο σου στη φύση. Και τα φουντούκια επίσης, ξέχασα να πω, τα τσάκισαν οι μπλούχοι.

>>>

Είναι τρία τα είδη ντοματιάς που φύτρωσαν δίπλα-δίπλα στον κήπο του χωριού. Η μία απ' τον παλιό ντόπιο σπόρο που ανέκαθεν ευδοκιμούσε στο χωριό. Και βγάζει ντομάτα μεγάλη και αλλόκοτη, σχεδόν εξωγήινη. Με εξογκώματα και σκισμές, απ' τη μία κόκκινη κι απ' την άλλη ροζ, χτυπημένη, δαρμένη, άλλοτε μισοσάπια και μαυρισμένη. Η άλλη από σπόρο υβριδικό, η γνωστή εξευγενισμένη ντομάτα. Με στρόγγυλο σχήμα και ομοιόμορφο χρώμα σε μέγεθος τυπικό και επαναλαμβανόμενο. Και σώμα στιλπνό δίχως στίγματα, όμορφη ντομάτα. Και τέλος τα ντοματίνια, η αδυναμία μου! Που βγαίνουν σε τσαμπιά σαν σταφύλια, μικρά γυαλιστερά σαν ξεβαμμένα κεράσια. Η αυθεντική γεύση της παλιάς καλής ντομάτας μαζεμένη και κρυμμένη σε ένα λιλιπούτειο κόκκινο σβώλο που μεμιάς βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια και σκάει πλημμυρίζοντας χυμούς τον ουρανίσκο.

>>>

Είναι ακριβώς οι μικρές αυτές χαρές που δίνουν αυθεντική γεύση στη ζωή. Ο ήχος του νερού που μέρα-νύχτα τρέχει στο χορταριασμένο αυλάκι, ένα καβούκι κάστανου και οι μικρούλικες τρυπίτσες που άφησε στο εσωτερικό της παλάμης, ένα σκιουράκι που κρατά τον καρπό ανάμεσα στα δύο μπροστινά του πόδια και τον ροκανίζει αμέριμνο, η λαχτάρα της αληθινής γεύσης ντομάτας που, χεχ, δεν κρύβεται ούτε στη μεγαλύτερη ούτε στην πιο όμορφη. "Μην ισχύει άραγε το ίδιο και για τους ανθρώπους;", αναρωτήθηκα και το ευαίσθητο -πλέον- μικρό αντράκι ανασκουμπώθηκε να ψάξει στα παλιά παιχνίδια την παιδική του σφεντόνα.


* "Και για πείτε τώρα σε ποιον μοιάζει.." έπεσε η πολυαναμενόμενη ερώτηση, πριν καλά καλά το νεογέννητο της οικογένειας συμπληρώσει την πρώτη του μέρα στον θαυμάσιο τούτο κόσμο. Ευτυχώς όχι τη δική μου ασχημόφατσα, συμπλήρωσα μυστικά και χάιδεψα με το δείκτη μου το εσωτερικό της μικροσκοπικής του παλάμης. Κι εκείνο έσφιξε γύρω τα δακτυλάκια του εξερευνώντας με την αφή τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά του. Κι έχει -γερό να 'ναι- να δει ακόμα και να νιώσει.. Να του αφιερώσω έχω μονάχα τούτο το αυθεντικό ντοματίνι, που κλείνει μέσα του όλες τις γεύσεις και τ' αρώματα, τις μνήμες και τα χρόνια, τις χαρές που πέρασαν κι εκείνες που θα 'ρθουν.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Το κόκκινο μπαλόνι


Μια φορά κι έναν καιρό είδα στο δρόμο να στέκει ένα κόκκινο μπαλόνι. Όχι σαν οποιοδήποτε μπαλόνι. Αυτό το κόκκινο είχε κάτι το μοναδικό πάνω του, κάτι το ιδιαίτερο. Το σχήμα του; Το χρώμα του; Ή μήπως οι κινήσεις του; Έμοιαζε να έχει καρδιά αυτό το μπαλόνι, απ' τις καρδιές που λυγίζουν, που νιώθουν. Ήταν όμορφο εκείνο το κόκκινο μπαλόνι.

«Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» του είπα μια μέρα κι εκείνο δέχτηκε με χαρά. Και έκτοτε αποφάσισα ότι αυτό θα ήταν το δικό μου κόκκινο μπαλόνι.

Κάθε μέρα τριγυρίζαμε μαζί στα σοκάκια, μπαίναμε σε σπίτια και μαγαζιά, απολαμβάναμε τη θέα στην άκρη της πόλης. Κι εγώ το κρατούσα απ' το σκοινί, όχι φυσικά μη μου φύγει.. Μου το 'χε πει άλλωστε, ότι μαζί μου ένιωθε ασφάλεια, ότι μαζί μου απολάμβανε την κάθε μέρα και έκανε όνειρα για το αύριο. Και αμφιβολία να μην είχα καμία γι' αυτό, έλεγε.. Κι εγώ το κρατούσα σφιχτά απ' το σκοινί περήφανος και συγκινημένος συνάμα.

Αλήθεια σας λέω αυτό το μπαλόνι είχε καρδιά! Είχε αισθήματα. Και χαρά και δάκρυ και πόνο. Άλλοτε το έβλεπα ζωηρό και φουντωμένο, άλλοτε ζαρωμένο και θαμπό. Ήταν αληθινά όμορφο, ανθρώπινο το κόκκινο μπαλόνι κι εγώ προσπάθησα να του ανταποδώσω ό,τι μπορούσα σε συναίσθημα. Στη χαρά του συμμετοχή, στον πόνο ανακούφιση, στο δάκρυ παρηγοριά. Με το σκοινί του πάντα σφιχτά πλεγμένο στα δάχτυλά μου.

>>>

Μια μέρα το είδα έξω απ' το μπαλκόνι μου θαμπό. Δακρυσμένο, μαζεμένο, σκληρό και ευάλωτο ταυτόχρονα, δίχως τίποτα να θυμίζει την πρότερη ζωντάνια του. Έκανα να το πιάσω και τραβήχτηκε. Έκανα να του μιλήσω και απομακρύνθηκε. Γύρισε μια, με κοίταξε βουρκωμένο και έστριψε στο πρώτο στενό. Και χάθηκε.


:Today's Soundtrack
Θ. Παυλάκος | Μ. Πασχαλίδης
Έτσι που ήρθες κι έφυγες"
"δε σ' έμαθα ποτέ



Ξέρετε την αδυναμία μου για τα μπαλόνια. Τι να κάνω, είμαι αμετανόητος.. θέλω ακόμα εκείνο το κόκκινο μπαλόνι, που μια μέρα έφυγε και πίσω δε γύρισε ποτέ. Κι ας έκανα όμως ό,τι περνούσε από το χέρι μου, κι ας έβαλα όση δύναμη είχα, φαίνεται τελικά ότι δεν ήμουν άξιος να το κρατήσω. Τόσες αδυναμίες και πόσα λάθη.. Και είναι αυτό τελικά που κοστίζει. Ότι παρά τη συναισθηματική επένδυση, το ειλικρινές δόσιμο, έρχεται η στιγμή που αντιλαμβάνεται κανείς ότι κι αυτό ακόμα δεν αρκεί για να φτάσει το κόκκινο μπαλόνι, είναι πολύ λίγο. Είμαι πολύ λίγος.

Μα αυτό κάνω μια ζωή, αυτό και θα εξακολουθήσω. Να δίνομαι κι ας μου κοστίζει, άλλο δρόμο δεν ξέρω. Κι ας μη φτάνω το κόκκινο μπαλόνι. Κι ας μη το φτάσω ποτέ.

Και δεν υπάρχουν -να ξέρετε- σκληρά μπαλόνια, πονεμένα υπάρχουν. Κι ο πόνος, εκτός από φόβο, γεννά και τοπικά σκληράδια. Που δε φεύγουν με τίποτα αν δε διαχειριστεί κανείς την αιτία που τα δημιούργησε, τον πόνο. Κι εγώ αυτό δεν το κατάφερα με το κόκκινο μπαλόνι.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που δε θα την πούμε τώρα να μη μας ακούσει. Ελπίζω να τριγυρνά ακόμη στα σοκάκια της πόλης, όρθιο και ζωηρό, μακάρι χαρούμενο, κι ας μην περνά πια απ' τη δική μου γειτονιά. Είναι και άσχημη ούτως ή άλλως. Κι ας μην μπλέκεται το σκοινί του στο χέρι μου. Είναι και αδύναμο ούτως ή άλλως. Μοιάζουν κι οι μέρες μου σ' αυτή την πόλη μετρημένες, ούτως ή άλλως..

* Ο τίτλος, το κείμενο και οι φωτογραφίες παραπέμπουν ευθέως στην υπέροχη ταινία "Le ballon rouge" (1956), του Albert Lamorisse, βραβευμένη με Όσκαρ καλύτερου σεναρίου. Ευχαριστώ τον Β. που άθελά του μου τη θύμισε. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ.