Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Χειμωνιάτικη ανταπόκριση

Σήμερα το πρωί πρώτη φορά φόρεσα σκούφο. Σήμερα το πρωί πρώτη φορά χιόνισε στα Τρίκαλα. Τυλίχτηκα στο κασκόλ μου, φώλιασα τα δάχτυλα στα ζεστά μάλλινα γάντια, κρύφτηκα στον ανασηκωμένο γιακά του πανωφοριού μου​ και βγήκα για μια χιονιάτικη βόλτα με το ποδήλατο. Το -5 στο θερμόμετρο της κεντρικής πλατείας με τρόμαξε λίγο, όπως και το χιόνι που έφερνε στα μάτια μου ο βοριάς. Ωραία θα ήταν να είχα ένα ζευγάρι από εκείνα τα μεγάλα γυαλιά των παλιών αεροπόρων ή των οδηγών φόρμουλα ένα της εποχής πριν το '60, που άφηναν στο τέλος ένα καθάριο οβάλ σημάδι στο κατά τα άλλα βρώμικο από τα λάδια και τα καυσαέρια πρόσωπο.

Δεν είμαι βέβαιος τι είναι αυτό που αρχίζει πρώτο να νιώθει (ή μάλλον γενικώς να μην νιώθει) την παγωνιά στο σώμα μου. Τα πόδια, τα ακροδάχτυλα, η μύτη, τα αυτιά. Η ζεστή ανάσα αναπληρώνει εν μέρει την αίσθηση αυτή, μέχρι να αρχίσει το πάγωμα να καίει το ερεθισμένο δέρμα. Έχω την εντύπωση πως είναι τα δάχτυλα, πάντα αυτά είναι, την αλήθεια να λέμε. Σιγά τα γάντια με την επένδυση!

>>>

Περιμένω να το στρώσει (αν..). Ο ήχος του χιονιού που συνθλίβεται κάτω από το λάστιχο του ποδηλάτου είναι από εκείνους τους υπέροχους μοναδικούς ήχους που στοιχειώνουν τις θύμησες παντοτινά. Σαν τον ήχο του χειμάρρου που κατηφορίζει την πλαγιά ενός βουνού, σαν τον ήχο του ξύλου όταν καίγονται τα σωθικά του στο τζάκι, σαν τον ήχο της ρωγμής που απλώνεται στον πάγο κάτω από την πίεση ενός φορτίου.

Μια χειμωνιάτικη ποδηλατο-βόλτα σε χιονισμένους δρόμους της πόλης θέλω. Εκεί που τα αυτοκίνητα δεν θα μπορούν να φτάσουν, εκεί που οι άνθρωποι θα πάψουν να κυκλοφορούν, εκεί που οι καπνοί από τα τζάκια θα δίνουν την άνιση μάχη με τις χοντρές νιφάδες του χιονιά, εκεί που τα λάστιχα θα καπακώνουν ηχηρά το βελούδινο χιόνι. Χαλάλι τα παγωμένα ακροδάχτυλα.

Βάλτε τώρα να ακούσετε το τραγούδι της αλλαγής αυτού του Χρόνου,
με την ελπίδα ότι μερικά πράγματα θα γίνουν πράγματι Αλλιώς.
(Καρασούλος-Μουράτογλου-Γαλάνη)

[♪] Πρέπει τα χέρια ν' αγαπούν αυτά που αγκαλιάζουν, 
τα αυτιά να μάθουνε να ακούν αυτά που δεν φωνάζουν.
Πρέπει στον κήπο οι διαφορές ελεύθερες ν' ανθίζουν
για να μπορούνε κι οι καρδιές κι αν χάνουν να κερδίζουν [/♪]

Μία και σήμερα. Με το καλό η τελευταία μέρα του παλιού και το πέρασμα στον νέο Χρόνο (η χρονιά μπήκε ήδη από το Σεπτέμβρη). Καλή δύναμη στους γενναίους.

Να χαρείτε, να προσέχετε.


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Η ανάγκη της ανάγκης

* του Νίκου Δήμου
«Ο Μπαλζάκ έγραφε για να πληρώνει τα χρέη του (όσο δεν είχε χρέη, δεν έγραφε). Το ίδιο και ο Ντοστογιέφσκι. Αν δεν είχαν ανάγκες δεν θα τους διαβάζατε τώρα. Αλλά κι αυτοί που δεν έγραφαν για να καλύψουν υλικές χρείες, κάποια άλλη ανάγκη ικανοποιούσαν.
Βέβαια, η δημιουργία κάτω από το μαστίγιο της ανάγκης δεν δίνει την ευτυχία. Πιο μακάριο είναι το ακίνητο φυτό. Αλλά ποιος είπε πως η ευτυχία είναι η μοίρα του ανθρώπου; Μια ανάγκη είναι και αυτή - που ποτέ δεν στερεύει».
* Απόσπασμα της ομώνυμης ιστορίας, από το βιβλίο του «παρ' όλα αυτά» (εκδ. Πατάκη).
Αφιερωμένο στον Δημήτρη, τον Νίκο, τη Μαρίνα, τον Άκη, που ξέρουν να μετρούν τα βήματα στον πολύτροπο αυτό δρόμο της ανάγκης της χαράς. Το απέδειξαν το περασμένο Σάββατο. Να ζήσετε.

Αφιερωμένο και στην Αννούλα που ξεμύτισε σ' αυτόν τον κόσμο την ίδια ακριβώς μέρα, αποδεικνύοντας με τη σειρά της ότι η δημιουργία χωρίς το μαστίγιο της ανάγκης είναι σκέτη - ατόφια ευτυχία. Να μας ζήσει.


Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Η μικρή σας έκπληξη

Με περίμενε σήμερα, στο πρώτο σκαλί του σπιτιού μου, η μικρή σας έκπληξη. Ο λευκός φάκελος με τα μπλε και μαύρα γράμματα, τις σφραγίδες και τα στραβοκολλημένα γραμματόσημα. Έκανα να τον προσπεράσω, διατρέχοντας μ' ένα γρήγορο βλέμμα τις συστάσεις. Για μένα να 'ναι;

Ψηλά και αριστερά το όνομα του κουμπάρου με την καινούρια του διεύθυνση. Για μένα ήτανε. Και μόνο η επισήμανση της τοποθεσίας «Πεύκα» έκανε την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο. Και η φέτα με το κατακόκκινο καρπούζι στο γραμματόσημο έκανε τα χείλη μου να χάσουν την αυστηρή γραμμή τους. Το έπιασα στα χέρια μου, φουσκωτό-φουσκωτό. Να πω την αλήθεια ήμουν έτοιμος να αντικρύσω Χριστουγεννιάτικη κάρτα, γιατί τόσο νωρίς δεν ξέρω. Περί κάρτας επρόκειτο ναι, ευχετήριας ναι, όχι όμως για τα Χριστούγεννα αλλά για την γιορτή μου που σαν να ήτανε καιρός που πέρασε.

Δεν ξέρω αν αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήτανε το εξώφυλλο με το ποδήλατο και τις χρυσές γιορτινές μπορντούρες, οι σύντομες μα περιεκτικές ευχές, το ένθετο στολίδι σε ρόμβο με τις δύο απροσδιόριστες φιγούρες σε στάση (προσ)ευχής, αυτό το μοναδικό «Αγαπημένε μας»..



..ή απλά το hardcopy του θέματος! Η απλή, παλιά και αγαπημένη χαρτονένια κάρτα, που βάζαμε σε φάκελο και ταχυδρομούσαμε στους μοναδικά αγαπημένους μας. Και η αντίστοιχη που εμείς θα λαμβάναμε, που την αποζητούσαμε χωρίς ποτέ στ' αλήθεια να την περιμένουμε!

Δεν ήθελε και πολύ για να συγκινηθώ, καλά μου και αγαπημένα μου παιδιά, Παναγιώτη και Ζαφειρούλα, μάλλον γιατί δεν το περίμενα. Γιατί, περίμενα μήπως τα δώρα του Δημήτρη, της Μαρίνας, της Ζωής; Άσχετα αν έχω μάθει να κρύβω το συγκινησιακό μου φορτίο πίσω από τα «δεν έπρεπε» και τα «δεν ήταν ανάγκη».

Ευχαριστώ για τη μικρή σας έκπληξη. Δεν έπρεπε, δεν ήταν ανάγκη.


Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Σε τεντωμένο σκοινί


Η ποίηση ήταν πάντα μια αγωνιώδης προσπάθεια να βρούμε έναν τρόπο με τον οποίο ο εσωτερικός μας κόσμος να βρίσκει ένα μέτρο ισορροπίας με τον εξωτερικό. Η ύλη και το πνεύμα αντιμάχονται διαρκώς. Και ο ποιητής μοιάζει λίγο με γελωτοποιός ή διασκεδαστής, αφού γνωρίζει πόσο ρευστές είναι οι ισορροπίες που κρατάνε τις ζωές μας.

Παρ' όλα αυτά επιμένει. Συνεχίζει. Και μέσα από αυτή την επιμονή του κερδίζει να υπερβεί αυτά που μας φυλακίζουν στον απόλυτο ρεαλισμό.

* Αυτά έγραφε προχθές ο Γιώργος Λίλλης στον Αναγνώστη. Και μου ήρθαν στον νου σήμερα, διαβάζοντας τις πρωινές ειδήσεις για τον Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος πριν λίγες ημέρες, πάλι στον Αναγνώστη, έδινε αυτήν που έμελλε να είναι μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, για το καινούριο του βιβλίο «Ο θησαυρός του χρόνου». Τι είναι αυτός ο χρόνος βρε παιδί μου, το τεντωμένο αυτό σκοινί.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

από τις Απαρχές στο Νυν και Αεί, αυτό είναι το Ταξίδι

Χειμώνας / 1998 / Τρίκαλα

Στο χέρι κρατώντας το εισιτήριο με αριθμό 0002, προσπαθώ να διακρίνω τις σκιές των σπιτιών σ' αυτή την αραιοκατοικημένη γειτονιά των Τρικάλων, μέσα από το τζάμι του πίσω δεξιού καθίσματος ενός παλιού Audi, που γουργουρίζει κροταλίζοντας σαν ταξί μες στη νύχτα. Στο μπροστινό κάθισμα ο Λάμπρος. Στο τιμόνι ο κύριος Θανάσης, πατέρας του. Προορισμός οι «Απαρχές», ένα βράδυ που καλά-καλά δεν είχε ξεκινήσει ακόμη.

>>>

Ήτανε λίγες ημέρες νωρίτερα, ο κύριος Θανάσης καθότανε πίσω από τον πάγκο του παντοπωλείου του στην οδό Μαυροκορδάτου και Κανάρη γωνία. Και μας ανακοίνωνε ότι άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί στο δρόμο για Καλαμπάκα και ότι στην πρώτη του βραδιά θα φέρει τον Πορτοκάλογλου. Και καθόλου εντύπωση δεν μου έκανε που μας είπε περιχαρής ότι ήξερε τους υπευθύνους του μαγαζιού και ότι θα μας εξασφάλιζε δύο εισιτήρια, ένα για τον γιο του, τον Λάμπρο, και ένα για τον συμμαθητή του, γιο του δικού του καθηγητή τα παλιά τα χρόνια στο σχολείο των Σοφάδων. Εμένα.

Τον Πορτοκάλογλου φυσικά και τον ήξερα. Ήδη από τους Φατμέ με το «Ρίσκο», τα «Ψέμματα» και το «Τούνελ», το «Ταξίδι» και τα «Καράβια», τον τόσο αγαπημένο μου «Άσωτο υιό». Χιλιο-ακουσμένα τραγούδια, τα μεσημέρια στο μεγάλο Sanyo του πατέρα που είχα ήδη από το Γυμνάσιο καβαντζώσει στο δωμάτιό μου, τα βράδια στο Sony τρανζιστοράκι που μόλις τότε είχα αποκτήσει και έκρυβα κουκουλωμένος κάτω από τις πολλαπλές κουβέρτες. Συντονισμένο στους 93,6 του δημοτικού ραδιοφώνου Λάρισας και στις «Ροκ Διαδρομές», την εκπληκτικότερη και πιο ονειρεμένη απ' όλες τις εκπομπές που έπαιζαν στη μπάντα των fm εκείνο τον καιρό. Με το δάχτυλο κολλημένο στη ροδέλα της φωνής συνέχεια να ανεβοκατεβαίνει με μετατοπίσεις ακριβείας, σε μια προσπάθεια να απολαύσω τα αγαπημένα μου τραγούδια, χωρίς η ένταση να με προδώσει στο διπλανό δωμάτιο των γονιών. Από τις δέκα το βράδυ ως τις δώδεκα. Κάθε βράδυ.

>>>

Σε λίγο φτάνουμε στο πάρκινγκ του μαγαζιού, την ώρα που ακούμε την τελευταία συμβουλή του κυρίου Θανάση, που θα ερχότανε στο τέλος να μας παραλάβει για την επιστροφή. Προτού πιούμε δεύτερη μπύρα, είπε, να πάμε στην τουαλέτα για κατούρημα. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν θα μας πιάσει ζαλάδα, έλεγε. Βγαίνουμε γοργά, με την έξαψη της αναμενόμενης πρώτης συναυλίας, δίπλα-δίπλα ο Λάμπρος κι εγώ, σπρώχνουμε τη βαριά πόρτα της εισόδου, βουτάμε εντός προθαλάμου. Εκεί μας περιμένει καθιστή μια κομψότατη μελαχρινή και ελαφρώς τα χάνουμε. Μας ζητά τα εισιτήρια. Της δίνω το 0002, ο Λάμπρος το αμέσως προηγούμενο, το πρώτο. Από την κλειστή πόρτα αρχίζει να ακούγεται ο βαρύς ρυθμικός χτύπος της μπότας των ντραμς κι αμέσως ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσο, για να σταματήσουν στα επόμενα δευτερόλεπτα. Η μελαχρινή μας ενημερώνει ότι μέσα γίνεται η τελευταία πρόβα για τον ήχο και ότι θα έπρεπε να περιμένουμε έξω. Εκείνη την ώρα, σαν να μυρίστηκε πρόβλημα, μπαίνει μέσα σαν από μηχανής θεός ο κύριος Θανάσης και με συνοπτικές διαδικασίες σε ύφος εντολών (τα παιδιά θα μπούνε μέσα, τώρα!) μας μπάζει στον κυρίως χώρο. Πάντα είχε τον τρόπο του ο κύριος Θανάσης. Και κατάφερνε το αποτέλεσμα. Και μπήκαμε. Και μάλιστα μας οδήγησε στο δεύτερο πιο κοντινό τραπεζάκι διαγωνίως της σκηνής. Μας κάθισε και έφυγε.

Ψηλό τραπεζάκι, ψηλά σκαμπώ, σαν σταντ σε μπαρ, μια χαρά κατάσταση για ροκ συναυλία. Οι πρόβες ξαναρχίζουν και τώρα παίζουν το «Χωρίς αμορτισέρ» από το soundtrack της τότε πρόσφατης ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα, «Βαλκανιζατέρ». Ο Πορτοκάλογλου δεσπόζει στη σκηνή με την ηλεκτρική του κιθάρα, την ώρα που το πόδι του ανεβοκατεβαίνει στην 5απλή πεταλιέρα. Ο ήχος στα παιδικά αυτιά μου είναι απλά τέλειος. Ολοκληρωτικός, μεθυστικός. Τέλειος. Το τραγούδι τελειώνει, οι μουσικοί κατεβαίνουν και έρχονται δίπλα μας ακριβώς. Ένα έτσι να κάνω με το χέρι μου και πιάνω τον ώμο της Ροβένας με την ευαίσθητη σιλουέτα και το λεπτεπίλεπτο δέρμα, με την αισθαντική φωνή της που ζέσταινε την καρδιά μου. Αντίκρυ μου ο Πορτοκάλογλου με τον Τσάκαλο, δίπλα τους ο μπασίστας με το ξεβαμμένο μπερδεμένο μαλλί, της μόδας τότε.

Παραγγείλαμε θυμάμαι από μια μπύρα, πράσινη ο Λάμπρος, μια άμστελ ο φλώρος, στα δεκαεπτά μου.

>>>

Θυμάμαι τα τραγούδια που έπαιξε τότε ένα προς ένα. Κι εμένα που τραγουδούσα όλους τους στίχους. Κι από κοντά ο Λάμπρος και ο Θέμης με τον Χρήστο που μας συντροφεύσανε αργότερα. Και η παραγγελιά που δώσαμε, «Τα καράβια μου καίω», με την κομψή μελαχρινή να προσπαθεί να μας πείσει να ορμήξουμε μπροστά στη σκηνή γιατί το ζήτησε ο Πορτοκάλογλου. Κι εγώ να τελειώνω έναν διαφημιστικό αναπτήρα της Camel, με την καρτουνίστικη καμήλα στο εξώφυλλο, όταν η Ροβένα βγήκε να πει το «Τι σε νοιάζει εσένα», που ακόμη και τώρα ανατριχίλα και ζεστασιά μου φέρνει -ταυτόχρονα- σαν το ακούω, και μοναξιά.


Βάλε τώρα να ακούσεις ένα από τα πρόσφατα τραγούδια του Πορτοκάλογλου, «Είναι κανείς εδώ», να περάσουμε στο σήμερα χωρίς τους ιλίγγους και τις ζαλάδες που προκαλούν τα γλυκερά ταξίδια στο χρόνο.

[♪] Καιρός να ξυπνήσεις, να βγεις απ`τη σκιά
καιρός να τολμήσεις, καιρός να ζήσεις ξανά [/♪]

[♪] Καιρός να μοιράσεις,απ`την αρχή τα χαρτιά
καιρός να κερδίσεις, καιρός να χάσεις ξανά [/♪]

[♪] Είναι κανείς, είναι κανείς εδώ
την πόρτα μου να σπάσει
είναι κανείς, είναι κανείς εδώ
τα φώτα μου ν' ανάψει [/♪]



Χειμώνας / 2014 / Ηράκλειο

Δεκαπέντε και πλέον χρόνια πέρασαν από τότε. Οι «Απαρχές» γρήγορα το γύρισαν σε μπουζουκτσίδικο. Πρέπει να υπάρχουν ακόμα, ίσως με άλλο όνομα.

Ο κύριος Θανάσης κίνησε αγέρωχος και καταφερτζής για ομορφότερες πολιτείες, ο Λάμπρος πλέον κρατά επάξια το οικογενειακό παντοπωλείο στην οδό Μαυροκορδάτου και Κανάρη γωνία, η αφεντιά μου κατέληξε στον Νότο.

Το Sanyo εξακολουθεί να στέκει βαρύ και σκονισμένο στο εφηβικό μου γραφείο. Δουλεύει ακόμη σε όλες τις μπάντες παρά τις αμέτρητες ώρες που έχει λειτουργήσει. Καμιά φορά μασάει τις παλιές μου κασέτες, του το συγχωρώ. Το Sony, που τροφοδοτούνταν και από μπαταρίες και από ρεύμα, βρίσκεται παροπλισμένο στο συρτάρι του κομοδίνου. Χάλασε το ποτενσιόμετρο της έντασης, κόλλησε η ροδέλα και δεν έχει έκτοτε επιδιορθωθεί.

Ο δε Πορτοκάλογλου δεν σταμάτησε ποτέ να γυρίζει την Ελλάδα, στο δικό του ταπεινό μουσικό ταξίδι. Πρόλαβα να τον παρακολουθήσω ξανά στο άλσος Παπάγου πέρυσι. Χωρίς εισιτήριο, είχαν εξαντληθεί. Άλλη η χάρη όμως ενός κλειστού χώρου. Σε λίγες ημέρες, ανακοινώθηκε σήμερα, θα επισκεφτεί έναν καινούριο χώρο, τον «Νυν και Αεί», στο Ηράκλειο. Ορίστε λοιπόν, ο ίδιος Πορτοκάλογλου, με μερικούς παραπάνω δίσκους στη μασχάλη, με μπόλικα γκρίζα μαλλιά που κρύβει κάτω απ' το καπέλο του, χωρίς τη Ροβένα και τον Τσάκαλο. Με το γιλέκο του καθωσπρέπει ροκαμπιλά και την κιθάρα του και τα αγαπημένα μου τραγούδια, που ακόμη και τώρα ακούω από το νέο μου κινητό, κουκουλωμένος κάτω από τα παπλώματα. Χωρίς φόβο πια στην ένταση.

Και ένα εισιτήριο, ενθύμιο της δικής μου νιότης, να παραμένει διπλωμένο στον πάτο ενός συρταριού στο γραφείο μου. Με τις υπογραφές του Πορτοκάλογλου και της μπάντας, μας ξέφυγε δυστυχώς η κομψή μελαχρινή που αναζητήσαμε με τον Λάμπρο, θέλαμε να μας υπογράψει κι εκείνη! Το 0002.

[♪] Καιρός να παλέψεις του χρόνου τη φθορά
καιρός να διαλέξεις, καιρός ν' αρχίσεις ξανά [/♪]



Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Ένα φιλί

[♪] Στην πόλη οδηγώντας αργά
τα σπίτια μπαλκόνια γυρτά,
ζωές που θα κρύβουν και αυτά [/♪]


Δυο τέτοιες ζωές συνέλαβα να σμίγουν την περασμένη Πέμπτη, εντός των τειχών, στα σκοτεινά, στα πεταχτά. Στα αυθόρμητα. Δυο ζωές σαν σκιές, δυο χείλη..

[♪] ..ένα φιλί, μόνο ένα φιλί [/♪]

Είναι η ώρα που γυρίζω πουρνό-πουρνό από τη νυχτερινή βάρδια, η ώρα που ανοίγουν τα πρώτα παντζούρια στα μπαλκόνια, η ώρα που η σκουπιδιάρα εκτελεί το τελευταίο της δρομολόγιο, η ώρα που τα σχολικά λεωφορεία μπλέκονται και μπλέκουν την πρωινή κίνηση στην αγχώδη διαδρομή τους για τα σχολεία. Η ώρα που ανοίγουν τις αυτόματες πόρτες τους τα μεγάλα σουπερμάρκετ. Και τα φώτα τους. Ή περίπου αυτή η ώρα.

Το "περίπου" είναι γιατί αυτή τη φορά δεν είχα καθυστερήσει την αναχώρησή μου από τη δουλειά, επίτηδες ώστε να προλάβω ανοιχτό τον αλφα-βήτα και να μην περιμένω. Που σημαίνει ότι όταν έφτασα, η ώρα ήταν παρα-δέκα, τα μπροστινά φώτα κλειστά, το ίδιο και οι τζαμένιες πόρτες. Το ότι το σουπερμάρκετ ήταν κλειστό είχε και τα καλά του: βρήκα θέση παρκαρίσματος ακριβώς μπροστά στο συγκρότημα, που θα με εξυπηρετούσε στη μεταφορά μερικών εξάδων νερού. Είχε όμως, όπως αποδείχτηκε, και τα πολύ καλά του!


[♪] Αμήχανα λίγο κοιτάς,
τι κοιτάς,
αγκαλιά να με πάρεις.
Θέλω ένα φιλί [/♪]


Κοιτώντας μια το ρολόι του megane και μια την είσοδο του σουπερμάρκετ, συνέλαβα με την άκρη του ματιού μου κίνηση εντός της υποδοχής. Η πρωινή υπάλληλος τακτοποιούσε τις τελευταίες εκκρεμότητες προτού ξεκινήσει ακόμα μια κοπιαστική ημέρα πέρα-δώθε στους διαδρόμους και πίσω από τα ταμεία. Ο πρωινός υπάλληλος έσπρωχνε το τρέιλερ βαρυφορτωμένο με επιμελώς τακτοποιημένα κουτιά.

Η πρωινή υπάλληλος επέστρεφε προς το πόστο της, το πρώτο ταμείο. Ο πρωινός υπάλληλος επέστρεφε από το βάθος του πρώτου διαδρόμου. Στη στροφή οι ματιές τους συναντήθηκαν. Δυο στιγμές μετά και τα σώματά τους συναντήθηκαν. Λίγο προτού τα τελευταία χωρίσουν, συναντήθηκαν και τα χείλη τους.




[♪] Ένα φιλί, και τα όνειρα γίνονται πάλι!
Η ζωή δανεική και μικρή,
μα στα χείλη σου μοιάζει μεγάλη [/♪]

* Οι στίχοι του Νίκου Μωραΐτη στο νέο τραγούδι της Χάρις Αλεξίου, Ένα φιλί, έμπλεξαν όμορφα με τις στιγμές του αληθινού περιστατικού. Ο φίλος μου ο Νικολής πρότεινε να βαφτίσω την ανάρτηση "τα άλφα-βήτα του έρωτα", ο παλιόφιλος ο Άκης σκέφτηκε με μιας το "και του πουλιού το γάλα". Να με συγχωρέσουν και οι δυο, παρότι γέλασα με την ψυχή μου με τις εναλλακτικές προτάσεις τους, θα παραμείνω σε έναν πιο καθωσπρέπει τίτλο, τιμής ένεκεν και στον ομώνυμο πίνακα (The kiss) του Gustav Klimt (1862-1918).


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Περαστικές

* του Κώστα Ουράνη (1890-1953)
Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·

γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:

Νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα - καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

* Ελαφρώς διασκευασμένο ως προς τους στίχους του, αποδόθηκε μουσικά από τον Παύλο Παυλίδη. Ακούστε το εδώ.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

mama, pipi!

- Γιωργάκη, πες μου, τι κάναμε εδώ στην Αθήνα;
- Πη-πή'αμε στο νοσο'ομείο.
- Σου άρεσε εκεί στο νοσοκομείο που πήγαμε;
- Ναι.
- Τι σου άρεσε;
- ...
- Που έπαιξες με τα άλλα παιδάκια;
- Ναι.
- Ποιο νοσοκομείο σου άρεσε περισσότερο, στην Αθήνα που ήμασταν τώρα ή το άλλο στο Ρίο;
- Στην Αθήνα μου άλεσε.

***

«Οι τουαλέτες των γυναικών στο μαγαζί του Σίκλερ ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλες με την κύρια αίθουσα του ρεστοράν, και, κατά μίαν ιδιαίτερη έννοια, έμοιαζαν σχεδόν το ίδιο ευρύχωρες. Ήταν ανεπιτήρητες κι εμφανώς ελεύθερες όταν μπήκε η Φράνι. Προς στιγμήν κοντοστάθηκε -θαρρείς και βρισκόταν στο προσυμφωνημένο σημείο κάποιου ραντεβού- καταμεσής του στρωμένου με πλακάκια δαπέδου. Το μέτωπό της τώρα ήταν κεντημένο με στάλες εφίδρωσης, το στόμα της μισάνοιχτο και άτονο, και ήταν ακόμα πιο χλομή απ' ό,τι πριν».

***

Η μπροστινή πρώτη σειρά καθισμάτων είχε το πλεονέκτημα της απρόσκοπτης θέας από τον επάνω όροφο του λεωφορείου, σύμμεικτο με το μειονέκτημα του ήλιου που κάρφωνε τις μετα-μεσημεριανές του ακτίνες στην πανοραμική τζαμαρία. Η τρίτη σειρά καθισμάτων φιλοξενούσε το μικρό Γιωργάκη δίπλα στο διάδρομο, τη μαμά του στο παράθυρο ακριβώς πίσω μου και τη γιαγιά του στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Βολεύτηκα, απομόνωσα νοητά τις ομιλίες που έρχονταν ανόθευτες από τα πίσω καθίσματα, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που θα συντρόφευε το ταξίδι μου -αγγίζοντας την άκρη του κομμένου εισιτηρίου που προεξείχε από τις πρώτες σελίδες επιτελώντας χρέη σελιδοδείκτη- και δεν το άνοιξα παρά μόνο τη στιγμή που οι ρόδες υπερέβησαν το βάρος του τριαξονικού λεωφορείου και την στατική τριβή μεταξύ ελαστικών και οδοστρώματος και κύλησαν ανάλαφρα προς τα εμπρός.

***

«Άξαφνα, τότε, κι αστραπιαία, προχώρησε και μπήκε στο πιο απόμακρο κι ανώνυμο στην όψη απ' τα επτά-οχτώ κουβούκλια -τα οποία, για καλή της τύχη, δε χρειάζονταν κέρμα για να μπεις-, έκλεισε την πόρτα πίσω της και, με μια σχετική δυσκολία, έσπρωξε το σύρτη στο πάσο του. Χωρίς καμία έκδηλη άποψη για την τουαλετοσύνη του περιρρέοντος χώρου, κάθισε στη λεκάνη. Έσφιξε τα γόνατά της όσο μπορούσε, λες και ήθελε να μεταμορφωθεί σε μια μικρότερη, πιο συμπαγή μονάδα. Έπειτα τοποθέτησε τα χέρια της, κατακορύφως, μπροστά στα μάτια της και πίεσε δυνατά με τις παλάμες, σαν να 'θελε να παραλύσει το οπτικό νεύρο και να πνίξει κάθε εικόνα σ' ένα κενοειδές μαύρο».

***

- Μα'ά;
- Ναι Γιώργο μου.
- Θέλω τσία.
(Ένα χαχανητό, στην αρχή έκπληξης, μετά αδιεξόδου ίσως και ολίγης ντροπής ξέφυγε της μαμάς).
- Τι θέλεις Γιώργο;
- Θέλω τσία μου.
- Τώρα;
- Ναι.
- Τώρα δεν γίνεται Γιώργο μου, τώρα ξεκινήσαμε, δεν έχουμε πού να πας να τα κάνεις.
- Εγώ θέλω τώ'α!

***

«Τα τεντωμένα δάχτυλά της, καίτοι τρεμάμενα, ή ακριβώς επειδή έτρεμαν, είχαν μιαν αλλόκοτη χάρη και ομορφιά. Παρέμεινε στην ίδια τεταμένη, σχεδόν εμβρυϊκή στάση για μιαν εκκρεμή στιγμή - κι έπειτα κατέρρευσε. Έκλαιγε επί πέντε ολόκληρα λεπτά με το ρολόι. Έκλαιγε χωρίς να προσπαθεί να καταπνίξει τις όποιες ρινικότερες εκφάνσεις του πόνου και της σύγχυσης, μ' όλους τους σπασμωδικούς λαρυγγισμούς που βγάζει ένα υστερικό παιδί όταν η ανάσα πασχίζει να διέλθει από μιαν εν μέρει κλειστή επιγλωττίδα».

***

- Γιώργο μπορείς να τα κάνεις στην πάνα σου, θα είναι εντάξει.
- Όοοοχι, θέλω τσία μου!
- Κάν' τα πάνω σου, μπορείς, γι' αυτό είναι η πάνα.
- Όχι, βαλέσεις. Θέλω τσία μου.
- Δε θα σε βαρέσω Γιώργο μου, τώρα σου το λέω εγώ ότι μπορείς να τα κάνεις πάνω σου, δεν πειράζει και μια φορά που σου το λέω να τα κάνεις, δε θα σε χτυπήσω.
- Θέλω τσία μου, θέλω τσία μου! Τώ'α, τώ'α, τώ'α, ΤΩ'Α!!

***

«Κι ωστόσο, όταν εντέλει σταμάτησε, απλώς σταμάτησε, χωρίς τις οδυνηρές σαν μαχαιριές εισπνοές που συνήθως ακολουθούν τις βίαιες εκρήξεις-συντριβές. Όταν σταμάτησε, ήταν θαρρείς και κάποια μνημειώδης αλλαγή πολικότητας είχε επισυμβεί στο εσωτερικό του νου της, μια αλλαγή με άμεση, κατευναστική δράση στο σώμα της. Με το πρόσωπό της δακρυσμένο μα πλήρως ανέκφραστο, κενό σχεδόν, μάζεψε την τσάντα της απ' το πάτωμα, την άνοιξε κι έβγαλε το μικρό μπιζελοπράσινο πανόδετο βιβλίο. Το ακούμπησε στα πόδια της -ή, μάλλον, στα γόνατά της- και, σκύβοντας, το περιεργάστηκε με προσήλωση, σαν να βρισκόταν στον ιδανικότερο απ' όλους τους δυνάμει χώρους για ένα μικρό μπιζελοπράσινο πανόδετο βιβλίο. Μετά από λίγο, το πήρε στα χέρια της, το κράτησε στο ύψος του στήθους και το πίεσε πάνω της - με δύναμη, και μόνο για μια στιγμή. Έπειτα το ξανάβαλε στην τσάντα, σηκώθηκε και βγήκε απ' το κουβούκλιο».

***

Πώπω ρεζίλι γίναμε, μάσησε μέσα από τα δόντια της η μαμά και ζήτησε από τη δική της μάνα που καθόταν παραδίπλα μετά το διάδρομο να της φέρει την τσάντα της. Έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι, απροσδιορίστου μεγέθους (φυσικά και δεν γύρισα ποτέ το κεφάλι να δω..) και στράφηκε στο γιόκα της. Γιώργο μου κράτα εσύ την μπλούζα σου, ναι; Κράτα την μη λερωθεί. Περίμενε.. γύρε προς τα εδώ.. έτσι.. έλα τώρα, κάνε τσίσα σου.
Δεν ξέρω στ' αλήθεια, εκείνη τη στιγμή -μέρα μεσημέρι, σ' ένα διώροφο λεωφορείο από την Αθήνα για την Πάτρα- τι ήταν πιο αστείο: ο ήχος των παιδικών τσισών που έτρεχαν κελαρυστά στο μπουκάλι και που όλο και άλλαζε χροιά όσο αυτό γέμιζε (κι ως πού θα έφτανε η στάθμη; θα έφτανε το μπουκάλι ή θα είχαμε υπερχείλιση;) ή το ακατάληπτο τραλαλά-τραλαλό που άρχισε να τραγουδά ο Γιωργάκης απολαμβάνοντας την ανείπωτη ηδονή ενός πολυ-αναμενόμενου κατουρήματος;

***

«Έβρεξε το πρόσωπό της με κρύο νερό, το σκούπισε με μια πετσέτα που βρήκε σ' ένα ράφι, έβαλε πάλι κραγιόν, χτένισε τα μαλλιά της και βγήκε απ' την τουαλέτα».


* Είχα την εντύπωση ότι στα αμέτρητα ταξίδια μου με τα τραίνα και τα λεωφορεία τα είχα δει και ακούσει όλα. Και είχα δει πολλά. Μα τούτο 'δω..
Την ίδια ώρα, με συντρόφευε ταιριαστά η αθεράπευτα σουρεαλιστική -και νοσταλγική- νουβέλα του J. D. Salinger, Φράνι & Ζούι (εκδ. Καστανιώτη, 2011), από την οποία σας διάβασα. Πρόκειται για το πιο -θα το πω- θεολογικό βιβλίο του Salinger (πραγματεύεται -λίγο ιδιόρρυθμα- τη χρησιμότητα της αδιάλειπτης προσευχής) και συνάμα το πιο τρυφερό του, σε ίσιες γενναίες ποσότητες γλυκύτητας με τον Φύλακα στη Σίκαλη. Σε μοναδική μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.
Το σκίτσο είναι από εδώ.

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Η δική μου

* του Α. Τσέχωφ

Αυτή, όπως κατηγορηματικά διαβεβαιώνουν οι γονείς και οι προϊστάμενοί μου, γεννήθηκε πριν από μένα. Δεν ξέρω αν έχουν ή όχι δίκιο, εκείνο που γνωρίζω μόνο είναι ότι δε θυμάμαι ούτε μία ημέρα της ζωής μου που να μην της ανήκει και να μην ένιωθα την εξουσία της πάνω μου.

Δεν με εγκαταλείπει ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας ∙ δεν αναφέρω καν το πώς σέρνομαι για να ξεφύγω από αυτή -η σχέση μας πάει να πει είναι δυνατή, στερεή.

Μα, μη ζηλεύετε νεαρή αναγνώστρια!

Η συγκινητική αυτή σχέση δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από τη δυστυχία. Πρώτον, η δική «μου», χωρίς να με αφήνει μόνο μου ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, δεν με αφήνει να ασχοληθώ με το έργο μου. Με εμποδίζει να διαβάσω, να γράψω, να κάνω περιπάτους, να απολαύσω τη φύση. Γράφω τις γραμμές αυτές, ενώ εκείνη σπρώχνει διαρκώς τον αγκώνα μου, σαν την αρχαία Κλεοπάτρα τον όχι λιγότερο αρχαίο Αντώνιο, με τραβάει στο θεωρείο. Δεύτερον, με καταστρέφει σαν γαλλίδα κοκότα. Εξαιτίας της αφοσίωσής της έχω θυσιάσει τα πάντα: τη σταδιοδρομία, τη δόξα, την άνεση… Για χάρη της κυκλοφορώ γδυτός, ζω σε ένα φτηνό δωμάτιο, τρώω ανοησίες, γράφω με χαλασμένη μελάνη.

Όλα, όλα τα καταβροχθίζει, η αχόρταγη! Τη μισώ, την περιφρονώ!

Από καιρό έπρεπε να τη χωρίσω, μα δεν τη χώρισα μέχρι σήμερα γιατί οι μοσχοβίτες δικηγόροι ζητούν τέσσερις χιλιάδες ως αμοιβή για το διαζύγιο. Προς το παρόν δεν έχουμε παιδιά…


Θέλετε να μάθετε το όνομα της; Παρακαλώ. Είναι ποιητικό και θυμίζει τη Λίλη, τη Λέλα, τη Νέλη…

Την λένε Τεμπελιά.


* Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Το ισορροπούν φεγγάρι

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δυο ημερομηνίες δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Γενέθλια; Ποια γενέθλια..

Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρίτη χρονιά, σαν σήμερα και τότε, εγώ κοιμάμαι του καλού καιρού τον ύπνο της λησμονιάς. Έπρεπε να το είχα καταλάβει όταν έστρεψα προς στιγμήν το βλέμμα μου στη δύση, προχθές το βράδυ στη δουλειά. Το φεγγάρι στεκόταν ψιλοστρόγγυλο πάνω απ' τον Ψηλορείτη, με προειδοποιούσε. Αλλά και μέρες πριν, όταν γυρνούσαμε με το αυτοκίνητο στο σπίτι, με τη Φώτω και τον Γιάννη και τον Σπύρο, στρίψαμε στο στενό του σπιτιού μου και το αντικρίσαμε να ισορροπεί σαν μισό πεπόνι πάνω στην άσφαλτο, στο τέλος της ανηφόρας. Μα ποιον επισκέπτεται το φεγγάρι στο σπίτι του επιτέλους; Και, κυρίως, γιατί;

Ή μήπως δεν ήτανε για μένα, αποκλειστικά και μόνο, η αφιέρωση του Βασίλη (τι ποιος Βασίλης;) εκείνο το βράδυ στη συναυλία, που τραγούδησε πρώτη φορά στα χρονικά τη Φεγγαρένια μου; Να μην πω ότι για μένα έγραψε, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν, για τις συγκυρίες στου καιρού τις συγχορδίες, που ταιριάξαμε μαζί στης σελήνης τη γιορτή.




Πανσέληνος και τότε, σαν σήμερα ακριβώς και εξαιρετικώς. Μου έχει μείνει εκείνη η μακρινή θέα της θάλασσας, με τ' αργυρό φεγγάρι να εκρήγνυται μέσα της, από νωρίς το απόγευμα ως το ξημέρωμα, στην ατέλειωτη -εκείνο το βράδυ- ισόρροπη πορεία του προς τη δική του δύση. Μια πορεία που δεν τη νίκησε ο ήλιος. Εμάς μας νίκησε.

>>>

Θέλω κι εγώ να βγω στου μπαλκονιού μου τη σκηνή, να πιάσω την ξεχασμένη κιθάρα μου και να αφιερώσω το αγαπημένο ρεφρέν του Βασίλη, στη Φεγγαρένια εκείνη που ισορροπία τελικά να βρούμε δεν καταφέραμε. Και δεν έφταιγε γι' αυτό το φεγγάρι.


πάμε με Sol και μετά La minore:
[♪] Φεγγαρένια, Φεγγαρένια,
γύρνα πίσω κι ας φοβάμαι
πως μονάχος κι έτσι θα 'μαι [/♪]

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Θλιμμένη χαραυγή, του αποχαιρετισμού εκείνη

«Πήγε ώρα, σήκω»

Φωνή γεμάτη αγάπη, μα συχνά άγαρμπη. Αυθεντική θα έλεγε κανείς ευγενικά. Συνήθως είναι η μητέρα που αναλαμβάνει το πρωινό ξύπνημα, αλλά τις βάρβαρες αξημέρωτες ώρες είναι η φιγούρα του πατέρα που τριγυρνά τους θερμούς χώρους του σπιτιού αναμένοντας μιαν ακόμα χαραυγή.

«Δηλαδή.. τι ώρα;»

Μα προτού αναρωτηθώ περισσότερο ή γεννήσω μια ελπίδα πιθανά λανθασμένης έγερσης, είναι το κινητό που σφυρίζει το εγερτήριο. Εγερτήριο φευγιού, ενός ακόμα μικρού αποχαιρετισμού.

>>>

Συνηθίζω στο ηλεκτρικό φως, έξω πυκνό σκοτάδι ακόμη. Εκτελώ μηχανικά τα απολύτως απαραίτητα, ντύσιμο, πλύσιμο, μια κούπα γάλα στα όρθια, μισό τυροπιτάκι της μπουκιάς καθώς γέρνω στο παραθύρι της κουζίνας να διακρίνω τις σκιές του δρόμου. Με χωρίζουν λίγα λεπτά από την αναχώρηση για το σταθμό. Πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά επίμονα το ακατάστατο δωμάτιό μου, που τα τελευταία χρόνια -μέχρι και χθες- φιλοξενούσε τη μικρή μου αδερφή. Τα πράγματά της ακόμα εκεί, μπιχλιμπίδια και κοσμήματα στη βιβλιοθήκη με τα βιβλία μου, οι σημειώσεις της στο κομοδίνο μου, το lap top της πλάι στο πληκτρολόγιό μου, ένα ξεχασμένο αντίτυπο της λίστας των καλεσμένων του γάμου της.

Βαδίζω λίγα μέτρα πιο πέρα μέχρι το κοριτσίστικο δωμάτιο που έχει καταληφθεί προσωρινά από τη φαμίλια της άλλης αδερφής. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Το φωτάκι για τα μωρά απλώνει ένα γλυκό πράσινο φως στο δωμάτιο. Η αδερφή μου, ο γαμπρός μου, στη μέση ο μικρός γερμένος στο πλάι με την πιπίλα στο στόμα και το χεράκι στο μαγουλάκι του. Τριγύρω τους στο κρεβάτι παιχνίδια και παραμύθια. Στα αριστερά μου η κούνια του μπέμπη μ' εκείνον ανάσκελα, όπως πολύ του αρέσει, με το στρόγγυλο κεφαλάκι του να γέρνει στο πλάι. Πότε πότε ανοίγει βουβά το στοματάκι του, κουνώντας ασυνάρτητα τα μικρά παχουλά μπρατσάκια του. Αφήνω τα μάτια μου να ανοιγοκλείσουν δυο φορές και βγαίνω όπως μπήκα. Χαιρετώ βιαστικά τη μάνα και τον πατέρα, ρίχνω άλλη μια παρατεταμένη ματιά στο άδειο δωμάτιο και περνώ την εξώπορτα με το σακίδιο στην πλάτη. Έχω αργήσει.

>>>

«Έχω ξεχάσει την τελευταία φορά που η αυγή με βρήκε στο κρεβάτι» μου 'χε πει με απλότητα κάποτε ο πατέρας. Είχα συγκλονιστεί.

Κι εγώ είχα ξεχάσει πόσο δύσκολος, πόσο αφύσικος είναι ο αποχαιρετισμός τα χαράματα.

>>>

Όταν ξανάρθω θα έχω ξανά το δικό μου δωμάτιο. Θα έχω αν θέλω και δεύτερο δωμάτιο. Μα δεν θα 'χω τους μπέμπηδες να τριγυρνούν στα πόδια μου, να ανοιγοκλείνουν τα συρτάρια μου, να λαχταρούν τις αγκαλιές μου. Δεν θα 'χω τα κορίτσια μου να με ζαλίζουν, να με προσγειώνουν, να με μαλώνουν.

Δεν θα 'χω πια τέτοιες θλιμμένες χαραυγές, των αποχαιρετισμών εκείνες.


[♪] βάλτε τώρα στο background να παίζει η τραγουδάρα
για την οποία σκαρφίστηκα τούτη την -αληθινή κατά τ' άλλα- ανάρτηση [/♪]

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Τι χαρά, Χαρούλης!

Ξέρω θα μετανιώσω κάθε στιγμή, κάθε γράμμα που πληκτρολογώ τούτη την ώρα, σπρώχνοντας -νομίζω- πιο πίσω το ξημέρωμα, το οποίο θα 'ρθει όπως και να 'χει την προκαθορισμένη του ώρα, νυσταγμένο, ζαλισμένο. Αλλά αν αφήσω τα λόγια γι' αύριο θα χάσουν το άρωμά τους. Ένα άρωμα μπλεγμένο με την έξαψη των περασμένων ωρών, σ' ένα θέατρο, σ' ένα χωριό στο πουθενά του Ηρακλείου, σε μια συναυλία ατέλειωτη, σε μια χαρά ..Χαρούλη.

[♪] στο background τώρα παίζει, Της λήθης το πηγάδι,
πότε μέσα θα πέσω να γλιτώσω; [/♪]

Είναι η τρίτη φορά που προσπαθώ να τον παρακολουθήσω και η πρώτη που καταφέρνω να νικήσω το sold out που παραμονεύει σε κάθε του συναυλία. Και είναι από την πρώτη νότα ως τη στερνή, εκεί, όλα τα χαρακτηριστικά του εκείνα -που αχόρταγα ανακαλύπτω- που τον κάνουν τόσο ένθερμα αγαπητό.
Είναι το χαμόγελό του που γεμίζει τη σκηνή από το πρώτο καλωσόρισμα, είναι η χαρά του που ανταμώνει το ηρακλειώτικο κοινό.
Είναι ο κρητικός ρυθμός που έχει δέσει μέσα του απ' τα μικρά του χρόνια και ξεδιπλώνεται πότε παραδοσιακός, πότε ηλεκτρισμένος.
Είναι η καλο-συνταιριασμένη μπάντα του που σμίγει τόσο φυσικά το λαούτο, την ασκομαντούρα και τη λύρα φυσικά, με το ηπειρώτικο κλαρίνο και τη φλογέρα, με την ηλεκτρική κιθάρα και το βιολοντσέλο και την ..ανελέητη συνοδεία τυμπάνων ενός άλλοτε ξύλινου σπαθιού.

[♪] Της παπαρούνας τον ανθό να μην τον εμυρίσεις, 
γιατί σε μένα μάτια μου μια μέρα θα γυρίσεις [/♪]

Είναι η απλότητα και, ναι, η ταπεινότητά του στη σκηνή, τα παλαμάκια από τον ίδιο για το κοινό και οι συνεχείς ευχές του («με τις υγειές σας»«να ζήσετε βρε κοπέλια»), οι παροτρύνσεις προς τους μουσικούς του μ' ένα νεύμα του κεφαλιού -σαν το «πάμε» του αρχηγού μιας ποδοσφαιρικής ομάδας πριν την επίθεση- στην αρχή κάθε τραγουδιού, οι υποκλίσεις και το χειροκρότημά του στο τέλος τους.
Είναι το πάθος του πάνω στο λαούτο όταν τα δάχτυλα κουρσεύουν τα τάστα και τις χορδές στους γρήγορους ρυθμούς, την ίδια ώρα που με το πόδι του κλωτσά μανιασμένα το κάθετο στήριγμα στο σκαμπό του.

[♪] Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις,
γιατί είναι διαβατάρικα και γρήγορα τα χάνεις [/♪]

Είναι οι τρίχες τις κεφαλής που ανεμίζουν λεύτερες από το λαστιχάκι που τις πιάνει στο πίσω μέρος, ασημίζουνε κάτω απ' τα έντονα φώτα των προβολέων, γλυκαίνουν γκριζαρισμένες όταν ζητά ευγενικά να χαμηλώσουνε τα φώτα να «μιλήσει» το ολόγιομο φεγγάρι που από νωρίς μεσουρανεί.
Είναι φυσικά τα τραγούδια του που εν χορώ τραγουδούν απ' όξω κι ανακατωτά οι μερικές χιλιάδες φίλων του που στριμώχθηκαν απόψε στο θέατρο, τα δικά του, του Θανάση, του Σωκράτη, του Μίλτου, της γειτονιάς των εξαρχείων και τα παραδοσιακά, του «αδελφού» του (Χρήστου Θηβαίου) που τον συμμάζεψε απ' τα μαντριά και τα πανηγύρια και τον γνώρισε στη μουσική μας κοινωνία.

[♪] Τα χάδια μου τα πέταξα στης λήθης το πηγάδι,
να μην τα βρουνε οι αγκαλιές που βγαίνουνε σεργιάνι [/♪]

Είναι οι τρεισήμισι ώρες που ασταμάτητα τραγουδά, πότε καθιστός πότε όρθιος, πότε με την μπάντα του πότε μόνος, πότε με το λαούτο πότε όρθιος στο μικρόφωνο, πότε με τον τηλεβόα(!) πότε με τα χέρια στο στόμα χωρίς μεγάφωνα. Και μετά απ' αυτό, το «κι άλλο, κι άλλο» που χοροπηδηχτά παρακαλεί σύσσωμο το κοινό (με πολύ χαρά δεν βλέπω υστερικά δεκαεξάχρονα, ούτε πληθώρα κοριτσιών - κοινό ώριμο και μοιρασμένο) και κυρίως αυτό που όρθιο έχει παρακολουθήσει την τετράωρη παράσταση (κάπου εκεί στριμωγμένος κι εγώ). «Πόσο ακόμα να αντέξει να τραγουδήσει» ακούω μια φωνή δίπλα μου. Θέλοντας ή μη, συμφωνώ.


>>>

Και είναι κι αυτό το τελευταίο-τελευταίο τραγούδι του που αναπόφευκτα δάκρυα έφερε στα μάτια μου. Έλεγα θα το αποφύγω, έλεγα θα ξεχάσει να το πει. Μα εκείνος έβαλε όλη του τη δύναμη, έβγαλε όλη του την ένταση, σ' έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό, σαν εκείνον που έμεινε κάποτε γραμμένος στο χέρι, διπλωμένος στα τέσσερα σφιχτά.

[♪] τη θλίψη απ' τα μάτια μου να πάρεις
και να τη ρίξεις στου πελάγου το βυθό
κι αν τύχει μες σ' ανέμους να χαθώ
μη μ' αρνηθείς, μη μ' αποπάρεις [/♪]

>>>

Σας είπα ότι η συναυλία ήταν sold out? Σας είπα ότι μια ώρα πριν την έναρξη το θέατρο βογκούσε ασφυκτικά από κόσμο; Σας είπα ότι θα γίνει και δεύτερη αύριο (σήμερα);


Εγώ, ο χειρότερος γνώστης των τραγουδιών του, θα χόρταινα άλλες τρεισήμισι ώρες όρθιος, αν και κάτι μου λέει ότι σήμερα θα παίξει παραπάνω, κρατούσε δυνάμεις χθες, χε! Ευτυχώς, λέω, δεν μπορώ να πάω, ξεπούλησε και σήμερα.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Όταν δυο πόδια συνάντησαν την μη πληρότητα, μια μέρα στο τραίνο

Δυο πόδια.

Δυο όμορφα λευκά γυναικεία πόδια μπαινοβγαίνουν στο οπτικό μου πεδίο. Δεν είμαι σε θέση να διακρίνω σε ποιαν ανήκουν, εκτός κι αν αλλάξω θέση. Και αυτό δεν το θέλω. Ξαφνικά το μεσημεριανό ταξίδι με το τραίνο αποκτά ενδιαφέρον.

>>>

Μελετώ τις τελευταίες σελίδες του καλύτερου βιβλίου του Δοξιάδη, δώρο της Φωτεινής, και δε θέλω να τελειώσει. Προσπαθώ να μην τελειώσει. Κάθε παράγραφος και μια καινούρια ιστορία, κάθε πρόταση και δεύτερη ανάγνωση. Απομακρύνω το βλέμμα μου στην εξοχή που παρελαύνει έξω από το παράθυρό μου, μα η άκρη του αριστερού ματιού μου φυλακίζεται στα δύο πόδια που διακρίνω μέσα από τη φαρδιά χαραμάδα που αφήνουν τα δύο μπροστινά καθίσματα. Εκείνη κάθεται στην απέναντι μεριά, στη μέση του βαγονιού, με το κάθισμα γυρισμένο ανάποδα στη φορά του τραίνου. Κι εγώ δε διακρίνω ούτε πρόσωπο, ούτε σώμα. Δυο πόδια μονάχα.


[♪] στο background τώρα παίζει, Το σαράκι του Ρεμπώ,
μα τι λέω, στη μισή ζωή μου το τραγούδι αυτό παίζει, ψέμματα; [/♪]

Κι όμως κινούνται. Κάποιες στιγμές τεντώνουν τα δάχτυλα πάνω-κάτω σαν να θέλουν να ξεπιαστούν. Άλλες φορές γλιστρά η μια πατούσα πάνω στα ακροδάχτυλα της άλλης, αργά, νωχελικά, σχεδόν ερωτικά. Ξέχασα να πω ότι είναι (ξ)απλωμένα πάνω στο κάθισμα που έχει καταλάβει διπλό, άλλος δεν κάθεται δίπλα τους. Ούτε δίπλα μου. Υπολόγισα καλά -σχεδόν μαθηματικά, με γωνίες και μοίρες, επηρεασμένος από το περιεχόμενο του βιβλίου μου- ότι αν μετακινηθώ στο διπλανό μου κάθισμα, το αριστερό κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας, θα μπορώ να διακρίνω ανεμπόδιστα τις κινήσεις των δύο πατουσών χάνοντας όμως πίσω από το μπροστινό της κάθισμα όλο το υπόλοιπο των ποδιών. Έτσι μένω στη θέση μου προτιμώντας τη -διακοπτώμενη έστω- θέα όλου του μήκους των ποδιών μέσα από τη χαραμάδα, την οποία επιτυγχάνω με ένα ανεπαίσθητο σχεδόν στρίψιμο του κεφαλιού μου.


[♪] Γυρεύω μάταια την κρυμμένη σου εικόνα,
σε ποιο καινούργιο παραμύθι να δοθώ [/♪]

Ξέχασα επίσης να πω ότι τα δυο πόδια είναι γυμνά. Και λεία -πώς να το πω σε απλά ..μηχανικά- στιλπνά και στιλβωμένα. Πόδια ψηλής νεαρής κοπέλας. Εντελώς γυμνά. Χωρίς οτιδήποτε να τα καλύπτει, σκέτο λαχταριστό νεανικό δέρμα. Χωρίς παπούτσια, πάνω στο κάθισμα είπαμε, με νύχια βαμμένα κοραλί ή καρπουζί, δεν ξέρω τη διαφορά των δύο, συμπαθάτε με. Και τώρα ανασηκώνονται, το ένα τεντώνεται και τ' άλλο μαζεύει και ξανασμίγουν πάλι τα γόνατα σε μια στάση ανέμελη, ανεπιτήδευτη και τόσο μα τόσο αθώα προκλητική.

>>>

Ξαναγυρνώ στην ασφάλεια των σελίδων του βιβλίου του Δοξιάδη, που ασχολείται με τη ιστορία της αναζήτησης των θεμελίων των μαθηματικών και τη βόμβα που έριξε σε αυτά το Θεώρημα της Μη Πληρότητας του Κουρτ Γκέντελ.
Η αλήθεια, στο σύνολό της, ξεπερνά τη λογική. Ακόμη και στην πιο λογική θεωρία θα υπάρχει πάντα κάτι που δεν αποδεικνύεται λογικά.
Για να δείξω ότι η λογική δεν είναι πλήρης αυτό που έκανα ήταν να βρω μια πρόταση που να μην είναι αποδείξιμη... Και τη βρήκα. Για την ακρίβεια, απέδειξα ότι η συγκεκριμένη πρόταση είναι μη αποδείξιμη. Και εφόσον έχει δειχθεί ότι έστω και μία πρόταση είναι μη αποδείξιμη, τότε έχει αποδειχτεί: Η λογική είναι μη πλήρης.
Δηλαδή, σε κάθε κόσμο που λειτουργεί με ορισμούς και με κανόνες, αν θέλει κανείς να προχωρήσει μόνο με αυτούς, πάντα κάποιος προορισμός θα μένει απροσπέλαστος. Η αλήθεια θα μένει πάντα λειψή...

Η αλήθεια θα μένει πάντα λειψή, όπως αυτό που πάντα μοιάζει να λείπει από την αλήθεια της ζωής μας. Αυτό που πάντα λείπει από την καρδιά μας, από τη σκέψη μας. Το σαράκι του Ρεμπώ γίνεται ένα με τη μη πληρότητα του Γκέντελ και δυο πόδια στο βαγόνι ενός τραίνου συσπώνται όλο και πιο συχνά.

[♪] Δρόμοι και σπίτια και μορφές μιας άλλης μέρας,
χρώματα, αρώματα, φωνές και μουσικές,
ξυπνούν ξανά της νοσταλγίας μου το τέρας [/♪]

>>>

«Επόμενος σταθμός Παλαιοφάρσαλος. Έξοδος από τις αριστερές πόρτες κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας». Η δυνατή φωνή με έβγαλε από τη ζάλη των σκέψεων. Η επικείμενη αποβίβασή μου θα με έβγαζε απότομα και από την απορία σε ποιον ανήκουν τα δυο πόδια που στοίχειωσαν το ταξίδι μου. Σηκώνομαι αποφεύγοντας να κοιτάξω προς τα εκεί. Κατεβάζω το σακίδιό μου και το φορώ με μιας στη πλάτη. Σκύβω, μαζεύω το βιβλίο, το τσαντάκι και τη φωτογραφική μηχανή που πήρα μαζί μου με την ελπίδα ότι την επομένη θα βγάλω μερικές φωτογραφίες στο χωριό και στο γάμο του Βίκτωρα. 

Προχωρώ στο διάδρομο ρίχνοντας τυπικά ισόποσα αδιάφορα βλέμματα δεξιά κι αριστερά. Ένα ακόμα δεξιά και τώρα το κρίσιμο αριστερά. Βλέπω. Δυο πόδια, ένα κοντό γαλάζιο σορτσάκι, ανάλαφρο φαρδύ τοπ (κόκκινο;), μακριά μαλλιά καστανά, γυμνός μακρύς λαιμός, μεγάλα μάτια, πρόσωπο (όμορφο;). Και δυο χέρια, μακριά σαν τα πόδια. Στις άκρες τους κρατούν ένα βιβλίο του οποίου η ράχη αναπαύεται ανάμεσα στους μηρούς. Τους οποίους μηρούς πρώτη φορά διακρίνω στην ολότητά τους, αλλά είναι φύσει αδύνατο να καταγράψω λεπτομέρειές τους μέσα σε μια στιγμή. Δυο χέρια, λοιπόν, που διαβάζουν ένα βιβλίο. Δυο πόδια και δυο χέρια που διαβάζουν. Διαβάζω, οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι.

(...ισόποσα αδιάφορα βλέμματα δεξιά κι αριστερά είπαμε και το εφαρμόζω μην καρφωθώ)
Έστρεψα δεξιά -ήταν η στιγμή του. Και μετά κοίταξα ίσα μπρος και κατέβηκα απ' το τραίνο.


[♪] Μας κλέψαν' τ' αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα
κι εσύ φρικάρεις που σου λέω σ' αγαπώ,
πες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμα,
ό,τι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ [/♪]


* Σου διάβασα από το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη, Από την παράνοια στους αλγόριθμους, εκδ. Ίκαρος και σου τραγούδησα από Το σαράκι του Ρεμπώ, σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσικής Μίλτου Πασχαλίδη, από τον δίσκο του τελευταίου Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος (2003).

** Ανάρτηση αφιερωμένη στον Βίκτωρα και τη Σοφία που ένωσαν τις ζωές τους πριν από μερικές ημέρες. Τους εύχομαι στο εξής η δική τους κοινή αλήθεια να μη λειτουργεί με περιορισμούς και κανόνες τούτης της ζωής, να μη βρει πάνω τους εφαρμογή η μη πληρότητα. Αλλά αενάως να πορεύονται μαζί προς τους απροσπέλαστους προορισμούς της άλλης Αλήθειας. Γένοιτο.


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

βραδΥτητα


«Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.» 

«Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;»

«Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό.»

Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε.

«Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ’ το βάρος.»

«Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;» ψιθύρισε το σαλιγκάρι.

«Α, σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου» είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις.

* Σου διάβασα το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας», του Λουίς Σεπούλβεδα (εκδ. Opera).


Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Σαν το ποδήλατο

Δεν ξέρω αν είναι όπως λένε σαν το ποδήλατο, αυτό που οι θύλακες των αισθήσεων του κορμιού ποτέ δεν ξεχνούν, αυτό που τα αντανακλαστικά του μυαλού αυτόματα επαναπροσεγγίζουν, εκείνο που οι θύμησες της ψυχής επαναφέρουν από το βαθύ θάμπος της λήθης.

Ή αν είναι πάλι -δεν ξέρω- μοναδικά γνώριμο σαν την παλάμη του δεξιού χεριού, την ιδιαιτερότητα του γραφικού χαρακτήρα, ανεξίτηλα χαραγμένο σαν τον πρώτο έρωτα, τ' αξέχαστο πρώτο φιλί. Όπως λένε.

>>>


Ξέρω ότι χθες έκανα το πρώτο μου (φετινό) μπάνιο και ήταν ακριβώς σαν το ποδήλατο που κάποτε έμαθα και δεν λησμόνησα ποτέ το πώς, γλίστρησα το νερό στα ανοιχτά μου δάχτυλα σαν να ψηλαφώ τυφλά την τραχύτητα της δεξιάς μου παλάμης, γεύτηκα ξανά την αρμύρα της θάλασσας ανακαλώντας αυτή την αξέχαστη αίσθηση σαν του πρώτου φιλιού, σαν της πρώτης τρυφερής επαφής.

Tου ηδονικού παιχνιδιού με τα κύματα.

Όπως λένε.

* Τη ζωγραφιά την βρήκα εδώ. Τιτλοφορείται "Sea Secret".

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

αμπούμπουρα

- Από πού είσαι νεαρέ;
- Από τα Τρίκαλα (μπαμ κάνω ότι είμαι ξένος;)

Ο κυρ Νίκος κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε πιάνοντας τη διπλανή αδειανή καρέκλα. Την τράβηξε και κάθισε μαζί μας.
- Στο άλλο τραπέζι είναι μια παρέα κοντοχωριανοί σου. Από τη Λαμία είναι τα παιδιά. Κοντά δεν είναι;
- Ναι... (δυο ώρες και τρία βουνά πιο πέρα)

Ανακάλεσα αυτοστιγμεί τα πειράγματα με την παρέα του Morgan στη Θεσσαλονίκη και τις ευγενικές διαπιστώσεις ότι οι νότιοι δεν έχουν ιδέα από γεωγραφία Μακεδονίας και το αντίστροφο. Ψέμματα;

>>>

Σκαλάνι. Χωριουδάκι έξω από το Ηράκλειο, νοτιοανατολικά, κοντά στην Κνωσσό. Ένα δροσερό μεσημέρι για φαγητό, με τη Μαρίνα και το Δημήτρη, στο πρώτο από τα δύο εστιατόρια του χωριού. «Το εξής ένα. Το άλλο έφαγε x από τη Μαρίνα που ήρθε το περασμένο Σάββατο», είπε χαμογελώντας ο Δημήτρης. Καθίσαμε με μπόλικη όρεξη ανοίγοντας τους λιτούς καταλόγους. «Κι αλήθεια, τι είναι οι χοχλιοί;»

>>>

(Μαρ) - Πώς τα βλέπετε τα πράγματα κυρ Νίκο;
- Πώς να τα βλέπω.. Κοίτα πού φτάσαμε! Εγώ μια ζωή ψήφιζα νέα δημοκρατία, στο λέω κορίτσι μου.
(Δημ) - Νέα δημοκρατία;; Πρέπει να 'στε από τους ελάχιστους εδώ στο Ηράκλειο!
- Μας κορόιδεψαν όλοι, όμως. Κι ετούτη τη φορά από μένα δεν έχει!

>>>

Χοχλιοί μπουμπουριστοί: σαλιγκαράκια με το κέλυφος μαζί, στο τηγάνι με αλάτι, λάδι και δεντρολίβανο.

- Εγώ δεν αγγίζω, ξέκοψε αμέσως ο Δημήτρης.
- Ε, δε θα τους φάω όλους μόνη μου.. Νίκο;;
- Χοχλιούς να δοκιμάσει το κοπέλι, είπε χαμογελώντας ο σερβιτόρος και έφυγε με την παραγγελία μας.

Σε λίγη ώρα θα 'ρχότανε μαζί με τα ντολμαδάκια και τους κολοκυθοκεφτέδες και το πιάτο με δυο ντουζίνες λαχταριστά σαλιγκάρια!
- Ξε'ς πώς τα τρώνε;
- Θα του δείξω εγώ, είπε η κοπέλα της παρέας πιάνοντας το πιρούνι μου. Το γύρισε με την καμπούρα προς τα πάνω και με το ακροτελευταίο δόντι κάρφωσε το μαλακό κρέας του σαλιγκαριού ωθώντας το προς τα έξω με περιστροφή του καρπού της. «Η σειρά σου τώρα», μου είπε, κάτω από τις επιδοκιμασίες και τα χαμόγελα του σερβιτόρου. «Πρώτα όμως το βάζεις στο στόμα να ρουφήξεις τη νοστιμιά του και ύστερα θα πιάσεις πιρούνι». Πράγματι, και παρά το φόβο του πρωτάρη, αρμύρα και δεντρολίβανο προκάλεσαν τη γλώσσα μου και μια γεύση από εξοχή απλώθηκε στο στόμα μου.

>>>
[♪] στο background τώρα παίζει, Του Λασιθιού η στράτα [/♪]
- Εσύ από πού είσαι;
- Από την Αθήνα.
- Αα, κι εσύ;
- Από δω είμαι 'γω από την Κρήτη!
- Άντε καλέ που είσαι από δω, δεν είσαι.
- Μα πώς... ζιατί; Απ' το Λασίθι είμαι, δε φαίνομαι; είπε γελαστά η Μαρίνα σε επιτηδευμένη κρητική προφορά προκειμένου να μην αφήσει αμφιβολία στον παππού που κάθισε για λίγο στην παρέα μας. Την ίδια ώρα έδενε στον ουρανίσκο μας η γλυκοπικράδα απ' το σπιτικό γλυκό πορτοκάλι μαζί με το καθάριο κάψιμο της παγωμένης τσικουδιάς.

>>>

Κι όπως ακάλεστος ήρθε, έτσι και έφυγε, με το μπαστουνάκι του, το θερινό σακάκι του ριγμένο στους ώμους μ' απέραστα τα μανίκια. Ίσως και με τη νέα δημοκρατία ακόμα στη σκέψη του, ελπίζω και στη μετάνοιά του :-ρ

Εγώ πάντως έφυγα με μια ντουζίνα χοχλιούς μπουμπουρισμένους για τα καλά στο στομάχι μου, το οποίο τελικώς και αισίως επιβίωσε πανηγυρικά της δοκιμής της νέας γεύσεως. Η πολυετής νηστεία από νδ και σία θα έβαλε κι αυτή το ευεργετικό λιθαράκι της.
♪ κι εγώ τση λέω τση καρδιάς, βάστα καρδιά μου βάστα.

* Το επίθετο «μπουμπουριστός» προέρχεται από την κρητική λέξη «αμπούμπουρα» που σημαίνει με τη μούρη προς τα κάτω, αυτό που στην υπόλοιπη Ελλάδα λέμε μπρούμυτα. Λαχταριστή -τουλάχιστον στις φωτογραφίες- συνταγή για χοχλιούς μπουμπουριστούς, εδώ.