Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

There are some people out there


You're right.
I hate people.
I'm scared of them.
I've been scared of them practically my whole life.
People I loved, people I trusted.. have done their absolute worst to me.
And for a long time, that's all I ever knew.
 

[...]
 

But then there are some people out there..
And it doesn't happen a lot.
It's rare.
But they refuse to let you hate them.
In fact, they care about you in spite of it.
And the really special ones, they're relentless at it.
Doesn't matter what you do to them.
They take it and care about you anyway.
They don't abandon you, no matter how many reasons you give them.
No matter how much you're practically begging them to leave.

And you wanna know why?
Because they feel something for me that I can't.
They love me.
And for all the pain I've been through, that heals me.
Maybe not instantly.
Maybe not even for a long time, but it heals.
And, yeah, there are setbacks.
We do fucked up things to each other.
And we hurt each other, and it gets messy, but that's just us, in any world you're in.
 

And, yeah, you're right.
We're all told we don't stand a chance, and yet we stand.
We break, but we keep going, and that is not a flaw.
That's what makes us.


So, no, I will not give up on this world.


* Mr Robot, 4th season, 11th episode, "eXit"

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

καρδιά μου τρέχα

«Πάμε μωρή αεκάρα!»
«Ναι ρε αρρώστια!»
«Διπλό απόψε στο οάκα»
...

***

Σύντομος διάλογος μεταξύ μαραθωνοδρόμων, λίγο μετά την Αγία Παρασκευή, όταν πλέον είχε ξεκινήσει ο ευλογημένος κατήφορος. Είχα συναντήσει και την προηγούμενη φορά έναν δρομέα με τα χρώματα της αγαπημένης κιτρινόμαυρης. Ο διάλογος τότε, καθώς τον προσπερνούσα, είχε εξελιχθεί κάπως «πάμε ρε αεκάρα» (με τον ίδιο ενθουσιασμό) / «άντε να δούμε μωρέ». Είχα στενοχωρηθεί για λόγου του τότε· δεν ταιριάζει του αεκτζή η παραίτηση. Ο φετινός όμως με ξεσήκωσε. Ήμουν στη φάση των πολλών και μεγάλων προσπεράσεων, στην κατηφορική διαδρομή των τελευταίων δέκα χιλιομέτρων. Ένα διαρκές σλάλομ, ελιγμοί ανάμεσα σε καταπονημένους δρομείς που έτρεχαν ασταμάτητα τρεισήμισι ώρες ήδη και που είχαν παραδώσει τις έσχατες ανάσες τους στην τελευταία και χειρότερη ανηφόρα.

Τα είχε όλα η φετινή πορεία· ρεκόρ συμμετοχών, έντονους κόντρα νοτιάδες, βροχή πριν και κατά τη διάρκεια και φυσικά τις ίδιες καμπές, χεχ. Το team, όμως, είχε κι αυτή τη φορά αρχηγό, εμψυχωτή, συμβουλάτορα, μα πρωτίστως αγαπημένη παρέα. Κι ας μην είχε πολύ «ο Hal λέει..» φέτος· μάλλον έχουν εξαντληθεί τα τσιτάτα του. Τρέξαμε και φέτος ώμο με ώμο με την Φανή, που για ακόμη μία φορά έβαλε σωστό φρένο στις ορέξεις και στις δυνάμεις μου.
Είναι πολύ έντονο το δέσιμο μ' αυτόν που κοπιάζεις μαζί, που βρέχεστε και ιδρώνετε μαζί, που ανταλλάζετε τους χρόνους των σπλιτ απ' τα ρολόγια σας, που μοιράζεστε την τροφή και το μπουκάλι με το νερό, τις αγωνίες τις προπόνησης και τους πόνους του αγώνα, που μετράτε βήματα και αναπνοή λες και εξαρτάται το ζειν και των δυο σας απ' αυτό· πόσο μάλλον όταν είναι και χρόνια αγαπημένη φίλη.

Σοφά με συγκράτησε για τριάντα δύο χιλιόμετρα στον προσυμφωνημένο ρυθμό, κι ας ένιωθαν τα πόδια ασυγκράτητα να ορμήσουν στην άσφαλτο. Βγήκε το σωστό αρνητικό πέρασμα στο μισό του αγώνα, βγήκαν με σχετική άνεση και οι ανηφόρες, ώσπου στην καμπή της Αγίας Παρασκευής ήμουν έτοιμος για το ξεπέταγμα. Την κοιτάζω σκέφτομαι να δοκιμάσω να τρέξω μπροστά, μα πριν προλάβουν οι λέξεις να βγουν απ' τα χείλη, βγαίνουν κοφτές οι δικές της.

«Τώρα μπορείς να φύγεις,
δεν σε χρειάζομαι άλλο.
Άλλωστε,
και πέρυσι που δεν ήρθες
δεν σε χρειάστηκα..»

***

Είναι λίγες εβδομάδες πριν τον μαραθώνιο.
Είμαι στην Πάτρα, στο ενδιάμεσο της διαδρομής μεταξύ Ζακύνθου και Πειραιά.
Είναι στη μέση του πεζοδρόμου της Φεραίου και προτρέπει τους περαστικούς να δοκιμάσουν ένα νέο άρωμα.
Ψηλή, κοκκινομάλλα, διακριτικά χυμώδης, όμορφη, φιλική και ομιλητική. Με σταματάει.
«Μπορώ;»
«Μπορείτε;» Της επιτρέπω.
Της δίνω τον καρπό μου, δοκιμάζει με το πρώτο ψεκαστήρι.
«Σας αρέσει;»
«Μ' αρέσει».
Μου πιάνει τον άλλον καρπό, «θα δοκιμάσετε κι απ' αυτό;»
«Θέλω». Ψεκάζει.
Μυρίζω κάτι πολύ έντονο. Δακρύζω.
«Θέλετε να έρθετε στο κατάστημα να δοκιμάσετε όλη τη γκάμα μας;»
«Όχι».
«Μα γιατί;» με παράπονο που μοιάζει αληθινό.
«Γιατί δεν είναι ούτε λίγα λεπτά που γνωριζόμαστε και καταφέρατε να με κάνετε να δακρύσω».
Όπως όλες.

***

Άκου κει «δεν σε χρειάστηκα», χαχ!
Γυναίκες. Γυναίκες που περάσατε από δω. Ξέρουν να σε ετοιμάζουν, να σε φροντίζουν, να σε ανεβάζουν στο ύψος του αγώνα και μετά να σε κλωτσάνε το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.

Γέλασα πολύ με την ατάκα της (ήξερα ακριβώς πώς μου το έλεγε) και έβαλα φτερά στα πόδια, μ' ευγνωμοσύνη που μου είχε κρατήσει τις δυνάμεις σαν να μην είχα ήδη τρέξει τόσες ώρες, τόσα στάδια, κι άλλη τόση που μ' ένιωθε τι είχα ανάγκη εκείνη την ώρα να κάνω. Ως τον τερματισμό που ήρθε και πάλι ξέπνοος, φορτισμένος έντονα από τους κόπους τόσων μηνών στο Ηράκλειο και τη Ζάκυνθο κι απ' τις προσωπικές εσώτερες μάχες που αρνούνται τον αναπαμό.

Πώς να μην ξεσπάσει το μέσα σε γροθιά στον αέρα, σε κραυγή, σε αγκαλιές, σε ασυγκράτητα δάκρυα που ξανάβρεχαν με αλμύρα το πρόσωπο. «Είσαι παλικάρι Νικόλα, μπράβο!», ένας άγνωστος που με βλέπει παραδομένο στα συναισθήματά μου. «Έκλαψες πάλι;», ο Κωστής. Μας περίμενε στην έξοδο, όπου βγήκαμε σώοι, ένα κομμάτι αγκαλιασμένοι, ολόκληροι καίτοι τσαλακωμένοι.

***

«Θα τους πατήσουμε ρε!»

Δεν ήρθε τελικά το διπλό στο οάκα· ήρθε και για την ομάδα ο κατήφορος, μα ποιος στ' αλήθεια νοιαζόταν. Εκείνη τη μέρα η μεγάλη καψούρα ήταν η ίδια η καρδιά. 

Καρδιά μου άντεξες και πάλι. Με ακολούθησες ως εδώ, ως το τέρμα. Σ' ευχαριστώ.

Γιατί κι εσύ όταν πας μπροστά, πάντα εγώ -με ξέρεις- τρέχω.



Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

εννιά και σήμερα

Το τελειότερο με το Τζάντε δεν είναι η φυσική ομορφιά του νησιού, οι εξωτικές του παραλίες, τα απόκρημνα βουνά, τα δάση που αντιστέκονται στη φθορά της φωτιάς, οι καλόκαρδες χελώνες, το απόκοσμο ναυάγιο, η νυχτερινή ζωή και οι πανέμορφες τουρίστριες (μανούλα μου!), η μεγάλη του πλατεία που θα ζήλευαν οι περισσότερες πόλεις της χώρας, και η γεμάτη με κόσμο και κυρίως παιδιά πλατεία, που θα τη ζήλευαν διπλά πολλές πόλεις της χώρας· δεν είναι η ζεστή του καλοκαιρία που σε κάνει να φοράς κοντοβράκια ως τον χειμώνα, ούτε η θέα από τον παρακείμενο στην πόλη λόφο της Μπόχαλης, ούτε το πνιγμένο στο πεύκο παλιό της κάστρο, ούτε το σχεδόν τέλειο ηλιοβασίλεμα από τους βράχους του Κερίου·

είναι αυτή εδώ η εξαιρετική δυνατότητα ν' απολαμβάνεις την τελειότερη μουσταλευριά που γεύτηκες ποτέ, καλύτερη κι απ' το πετιμέζι της γιαγιάς σου τα παλιά φθινόπωρα στη Μπάρα, καλύτερη κι απ' τ' αγιορείτικο κέρασμα που σου φέρνουν συμπλήρωμα στα πεινασμένα ξενύχτικα πρωινά γεύματα στον Άθωνα· είναι η σπαρταριστά φρέσκια, της ώρας ή των λεπτών, απ' τον μικρό φούρνο της γειτονιάς, σερβιρισμένη σε πλαστικά κεσεδάκια με ντόπια σταφίδα και καρύδι, τα οποία στήνει με δεξιότητα η φουρνάρισσα σε στυλ πυραμίδας, το καθένα να στηρίζεται πάνω σε δύο, και σου χαμογελούν και τα τρία μαζί να τα πάρεις, να τα μυρίσεις, να τα κάνεις δικά σου, κλήση σε κατάκτηση εκεί κι επί τόπου, όταν ο καψερός έχεις μπει αμέριμνος να ψωνίσεις μονάχα μισό κιλό χωριάτικο ψωμί (που επίσης θα ζήλευαν όλες οι πόλεις της χώρας, τ' αγιόρους συμπεριλαμβανομένου)·

είναι το "δόξα τω Θεώ" που ψελλίζεις λιώνοντας την τελευταία μπουκιά στον ουρανίσκο σου, καθώς λικνίζεις τη σιδερένια καρέκλα της βάρδιας σου στα πίσω δυο της πόδια, ξεχειλίζοντας από γλυκάδα και μούστο, φχαριστώντας για όλα της σήμερον· και του χθες· για το άγνωστο αύριο, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να ελπίσεις, αλλά κι αυτό να μην καταφέρεις, δεν θα σε ψέξει κανείς·
 
αναλογίστηκε, και πέταξε στην ανακύκλωση το πλαστικό κυπελλάκι και το καπάκι του· εννιά και σήμερα.



Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

παγίδα


«Κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζεις σε ένα παιχνίδι ή στη ζωή σου είναι ένα από τα εξής τέσσερα: ένας εχθρός, ένα εμπόδιο, ένας γρίφος ή μια παγίδα. Αυτό είναι όλο. Κάθε άνθρωπος που συναντάς στη ζωή σου είναι ένα από αυτά τα τέσσερα πράγματα. Το μόνο που έχεις να κάνεις λοιπόν είναι να καταλάβεις τι είδους δοκιμασία έχεις μπροστά σου».

>>>

Όλη αυτή την ώρα, η Μπέθανι πληκτρολογεί στη συσκευή της, με τα λεπτεπίλεπτά της δάχτυλα να σφυροκοπούν το πληκτρολόγιο. Ο πνιχτός ήχος που βγάζει το τηλέφωνο μοιάζει σαν να ακούς κλακέτες φορώντας ωτασπίδες κι εκείνη είναι τόσο απορροφημένη που δεν προσέχει ότι την κοιτάς -ή δεν το δείχνει, τέλος πάντων, ότι έχει νιώσει το βλέμμα σου. Κοιτάς το προφίλ της και μετά το σημάδι στον λαιμό της, και σου θυμίζει κάτι που είχε πει κάποτε η μητέρα σου, λίγο πριν φύγει. Είχε πει: Ό,τι αγαπάς πιο πολύ, μια μέρα θα σε πληγώσει θανάσιμα.

Και καθώς φτάνετε στον προορισμό σας και καθώς η Μπέθανι πετάει το BlackBerry της στην τσάντα της και πηδάει έξω απ' το αυτοκίνητο, και καθώς συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να έχεις την τρυφερή στιγμή που ήθελες μαζί της, καθώς η καρδιά σου βουλιάζει και το μόνο που θέλεις τώρα είναι να φύγεις απ' την πόλη και να κρυφτείς καμιά δεκαετία, καταλαβαίνεις ότι η μητέρα σου είχε δίκιο: Ό,τι αγαπάμε περισσότερο μάς τραυματίζει χειρότερα. Όπως και ο πόθος μας γι' αυτό.

>>>

«Ο μόνος τρόπος για να νικήσεις έναν εχθρό είναι να τον σκοτώσεις. Τα εμπόδια είναι πράγματα που πρέπει να ξεπεράσεις. Να μάθεις την ιστορία τους, κομμάτι-κομμάτι. Είναι ο μόνος τρόπος για να λύσεις το πρόβλημά σου, αν όντως πρόκειται για ένα πρόβλημα εμποδίου και όχι για έναν γρίφο ή μια παγίδα.
Πρέπει να προσέχεις τους ανθρώπους-γρίφους και τους ανθρώπους-παγίδες. Τον γρίφο μπορείς να τον λύσεις, αλλά την παγίδα όχι. Συνήθως αυτό που συμβαίνει είναι να νομίζεις ότι κάποιος είναι γρίφος μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι τελικά είναι παγίδα. Αλλά τότε είναι πολύ αργά. Αυτή είναι η παγίδα».


Το Νιξ, Nathan Hill, εκδ. Αλεξάνδρεια



Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Γράμμα απ' το νησί


Ίσως δεν περιμένεις αυτό το γράμμα, μία ακόμα ανταπόκριση μακριά απ' το σπίτι. Μπορεί να μην ξέρεις καν ότι λείπω από το σπίτι καιρό τώρα. Και τι είναι τελοσπάντων αυτό το "σπίτι" δεν είμαι βέβαιος πια, ούτε φυσικά αν σε νοιάζει που λείπω ή τι γράφω.

Ούτε για παραλίες θα σου πω, ούτε για μέρη 'ξωτικά και μαγεμένα. Έχει και τέτοια· έλα να τα δεις, τι να σου λέω. Τον πόνο μου θα σου πω, τον πόνο των long run που με φέρνουν κάθε τόσο στις δημοσιές και στα θέρετρα του νησιού. Και σε σένα μπροστά.

Το πρώτο μεγάλο το έτρεξα εκείνη που αποκάλεσαν ως την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Ξεκίνησα νωρίς το πρωί, μα ήθελα να τα παρατήσω από το πρώτο μισάωρο· ανοησία σκέτη. Στην αρχή -όπως κάνω πάντα- προσπάθησα να συγχρονίσω αναπνοή με βηματισμό, ένα-δύο-τρία-εισπνοή ένα-δύο-τρία-εκπνοή, υγρή και ζεστή όπως η μέρα που ξημέρωνε απ' το πέλαγος. Πίεσα τον εαυτό μου για αρνητικά περάσματα στα πρώτα δέκα χιλιόμετρα, κι έτσι βρέθηκα να κινούμαι στον ίδιο ρυθμό μ' ένα αργό σμήνος μύγες, όλοι μαζί στον ακόλουθο της σκουπιδιάρας που μάζευε τους τόνους σκουπιδιών από τον κεντρικό δρόμο του τουριστικού Λαγανά. Βρωμιά, μαύρη κολλώδης άσφαλτος και μπουλούκια ξένων νεαρών που μαζεύονταν για τα σπίτια τους απ' τα ξεφαντώματα της περασμένης νυχτιάς, ενώ ξεβαμμένα ρίμμελ διακρίνονταν έντονα στα κρεμασμένα πρόσωπα των κοριτσιών με τα λάγνα μπούτια. Μια ωραία ατμόσφαιρα.

Για ένα περίπου χιλιόμετρο έψελνα προσευχές στην ευθεία που συνδέει τα ξενυχτάδικα με το Καλαμάκι. Κάπου εκεί όμως μ' εγκατέλειψαν οι ψυχικές μου δυνάμεις. Και για ν' αντέξω άρχισα να σκέφτομαι -μάντεψε- εσένα. Αναμνήσεις κυρίως και φαντασιώσεις· μαζί στη θάλασσα ως τα βαθιά, χέρι χέρι στο κάστρο, σουλάτσο στα σκοτεινά σοκάκια της χώρας, αγκαλιά στο λόφο ως το ξημέρωμα. Το 'χω κάψει, το ξέρω, αλλά δεν πιάνει της λερναίας ύδρας το κόλπο, ξαναφυτρώνει το άτιμο και το ξανακαίω πάλι και πάλι.
Τα χιλιόμετρα βγήκαν όμως, πάνω που χάθηκε η εικόνα σου, με πενταμισάρι ρυθμό στο τελευταίο τρίτο. Εξάντληση. Πόνος.

Βούτηξα όπως ήμουν με τα ρούχα στη ρηχή παραλία του Λαγανά. Εκεί ερωτεύτηκα το πρώτο μπικίνι που λιαζόταν νωχελικά στη σεζλόνγκ και σου έμοιαζε. Στα πρωινά ηχεία του μπαρ τραγουδούσε σιγανά η Νίνα Πήρσσον "love me love me say that you love me / leave me leave just say that you need me / I don't care 'bout anything but you". Μέχρι να βγω απ' το νερό δίπλα της τεντωνόταν μια βερμούδα. Πρέπει να είμαι ο μόνος μόνος σ' αυτό το νησί τελικά. Αλλά τα δεκαοχτώ εκείνης της πιο ζεστής κάψας του καλοκαιριού κατατέθηκαν στην τράπεζα των χιλιομέτρων, αυτό ξεγελάω τον εαυτό μου ότι έχει μόνο σημασία. Θα τα πάρουμε πίσω με τόκο, λέει..

"Come oooon, take another little piece of my heart now babyyyyyy.."

 

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Συλλαβές

Κι ό,τι μ’ απόμεινε απ’ το πέρασμά σου
σιγά-σιγά ο χρόνος το λειαίνει
σαν ένα βότσαλο της ποταμιάς.
Μονάχα πια για τ’ όνομά σου είμαι σίγουρος.
Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπροστά στη θάλασσα
μήπως και κάποια νύχτα,
όταν μας πνίγουνε τα σύρματα κ’ η πέτρα,
το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας
κι ανακαλύψω αιφνίδια πώς κι αυτό έχει σβήσει.


* του Τίτου Πατρίκιου, από τη συλλογή 'Λυσιμελής πόθος'



Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

κάμπια

Η λέξη ψυχή έχει και δεύτερη σημασία στα ελληνικά. Πολύ διαφορετική αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα. Εκτός από ψυχή, σημαίνει και πεταλούδα. Αν κάτσεις όμως και το σκεφτείς προσεκτικά, η πεταλούδα και η ψυχή δεν διαφέρουν και τόσο τελικά, έτσι δεν είναι; Η πεταλούδα ξεκινά από κάμπια, ένα άσχημο, σκωληκοειδές τίποτα, καθηλωμένο στο έδαφος, και ύστερα μια μέρα η κάμπια φτιάχνει ένα κουκούλι, και μετά από ένα ορισμένο διάστημα το κουκούλι ανοίγει και βγαίνει η πεταλούδα, το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου. Έτσι γίνεται και με τις ψυχές. Παλεύουν στα βάθη της σκοτεινιάς και της άγνοιας, υπομένουν δοκιμασίες και κακοτυχίες, και λίγο λίγο εξαγνίζονται από αυτά τα βάσανα, δυναμώνουν από τα δύσκολα που τους συμβαίνουν, και μια μέρα, αν η εν λόγω ψυχή είναι ψυχή άξια, θα βγει από το κουκούλι της και θα υψωθεί στον αέρα σαν θαυμάσια πεταλούδα.

* Από το μυθιστόρημα του Paul Auster, 4 3 2 1, σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη (εκδ. Μεταίχμιο).







Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Ζωή γεμάτη εκπλήξεις


Ἡ ζωὴ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ἀπρόβλεπτη. Συνέχεια ὅλα διακυβεύονται καὶ ὅλα εἶναι σίγουρα μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη Του.

Συμβαίνουν ἀπρόσμενες ἐκπλήξεις: Οὔτε ὁ μακρυνὸς καὶ ξένος εἶναι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὴ σωτηρία, οὔτε ὁ κοντινὸς καὶ μαθητὴς εἶναι ἐξασφαλισμένος.

Ἕνας ληστὴς μπαίνει πρῶτος στὸν παράδεισο. Ἕνας μαθητὴς ἀρνεῖται τὸν Διδάσκαλο καὶ ἄλλος τὸν προδίδει. Ἕνας ἑκατόνταρχος πιστεύει. Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζουν καὶ ζητοῦν τὴ σταύρωσι. Ὁ πιὸ σκληρὸς διώκτης γίνεται ὁ μεγαλύτερος Ἀπόστολος. Ὅλα εἶναι καλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα γιατὶ ὅλα τὰ ρυθμίζει “ὁ ἐπὶ πάντων Θεός”.

Συμπεριφέρεται μὲ στοργὴ στὸν παραστρατημένο καὶ ἐνοχλούμενο ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Κρίνει αὐστηρὰ τὸν ὑποκριτὴ ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο τοῦ νόμου καὶ βασανίζει τὸν κόσμο. Θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους. Καλεῖ κοντά του ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀπεγνωσμένους. Πετᾶ ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ τοὺς κολλυβιστὲς καὶ ἀργυραμοιβοὺς ποὺ μεταβάλλουν τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ οἶκο ἐμπορίου.

Συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Συχνὰ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀρνοῦνται τὸν ζητοῦν.

Ἔρχονται ἐξ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀνακλίνονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ οἱ κατὰ φαντασίαν υἱοὶ τῆς Βασιλείας ἐκβάλλονται εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον.

Κάποιοι ποὺ λένε “Κύριε, Κύριε” καὶ παρουσιάζονται ὡς κήρυκες καὶ θαυματουργοὶ θὰ ἀκούσουν (δηλαδὴ ἀκοῦνε ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουν) “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς”.

Κάποιοι συντηρητικοὶ κηρύττουν ταγκιασμένη θεολογία· ἄλλοι προοδευτικοὶ νερουλιασμένη· καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀθορύβως προχέονται ποταμοὶ τῆς χάριτος ἀπὸ κάποιους πονεμένους, ταπεινοὺς καὶ ἄγνωστους.

Αὐτὸς εἶναι ἀγάπη ἀμετάπτωτη καὶ πάνσοφη. Ἐμεῖς ἐπιπολαιότης ἀδικαιολόγητη καὶ ἐπικίνδυνη. Ἀλλὰ μένει πάντα γιὰ ὅλους μας ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας.

* Γέρ. Βασίλειος Ιβηρίτης, Το πρόβλημα των θρησκευτικών στα σχολεία - Μια αγιορείτικη θεώρησι.


Καλή Ανάσταση.



Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

όλα σου λένε κάτι

Μετά από τον πολύ πόνο, που σε φέρνει στην κατάρρευση και στην απόγνωση, γίνεται ο άνθρωπος σκέτη ευαισθησία. Και το τίποτε σου δίδει πολλά. Και η ελάχιστη κίνηση μιλά εύγλωττα.
Τότε σου λένε ατελείωτα κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες (κινήσεις, φωνές, ήχοι και συναπαντήματα), που άλλοτε δεν σου έλεγαν τίποτε, γιατί είχες την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας ή την αφασία της αναισθησίας. Τώρα όλα τα ακούς, τα βλέπεις και τα δέχεσαι ενιαίως και άλλως συλλειτουργούντα μέσα στη λογική λατρεία της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Νιώθεις να είσαι στη Μεγάλη Παρασκευή και στο Πάσχα διαρκώς.

* Γέρ. Βασίλειος Ιβηρίτης, Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν.



Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

το φιλί της Λισμπόν

Ο ήλιος έδυε βάφοντας μαβιά την απέναντι όχθη του ποταμού Ταγού. Πλήθος νέων γέμιζε τις γωνιές και τα πεζούλια στη Σάντα Λουτσία, ενώ στην κάτω πλατεία δύο δεξιοτέχνες κιθαρίστες χτένιζαν τα τάστα των εγχόρδων τους αφήνοντας άφωνους τους περαστικούς που αυθόρμητα έκλεισαν κύκλο γύρω τους.

***
Δύο από τις συμβουλές της Φανής, που είχε περπατήσει τα ίδια μέρη το περασμένο φθινόπωρο, ήταν τόσο επιτακτικές που δεν χωρούσαν αμφισβήτηση ή αναβολή: ψάξε βρες όλα τα μιραντούρο, ανέβα σε όλα, Σάντα Λουτσία το αγαπημένο μου. Και η δεύτερη, φάε διακόσια από τούτα*.

***
Η τελευταία βόλτα μας έφερε για δεύτερη φορά σ' αυτή τη γωνιά της πόλης, που έμοιαζε ξεχασμένη απ' τον χρόνο. Περιποιημένα παρτέρια και παλιομοδίτικα πλακίδια διακοσμούσαν την έκταση του προαυλίου της μικρής εκκλησίας, πλακόστρωτοι δρόμοι, αρτ-ντεκό φανοστάτες να φέγγουν τις έντονα χρωματισμένες προσόψεις των κτιρίων, κι από κάτω η συνοικία της Αλφάμα να απλώνεται σαν τις ρίζες γεροπλάτανου ως την ακροποταμιά.

Ήταν η τελευταία μέρα ενός ταξιδιού που σχεδιάστηκε μες στις απελπισμένες μέρες του Σεπτέμβρη και φώτισε ένα μικρό σημαδάκι για τη φετινή Άνοιξη, που ολοένα και μεγάλωνε μες στο καταχείμωνο, ανέτειλε μέσα απ' τον ποταμό πέρα απ' τη γέφυρα Βάσκο ντα Γκάμα και έδυσε εκείνο το απόγευμα στη Σάντα Λουτσία. Νέοι κατά μπουλούκια ρουφούσαν τις τελευταίες στιγμές φωτός μέσα απ' τ' αχόρταγα κινητά τους, έπαιρναν πόζες είτε έδιναν φιλιά, παραδομένοι στη μοναδική σχεδόν ερωτική αίσθηση που μόνο το λιόγερμα μπορεί να προσφέρει σ' έναν άνθρωπο, μονάχο ή σμιγμένο.

Είχε προηγηθεί ένας ..ημιμαραθώνιος, νωρίς το πρωί. Προτού ο ήλιος προβάλει πάνω απ' τους γερανούς του λιμανιού, τα βήματά μου έτρεχαν ρυθμικά να προλάβουν τη μέρα πλάι στον γαληνεμένο ποταμό. Κι αυτό που ξεκίνησε ως ένας γοργός πρωινός περίπατος κατέληξε σε προπόνηση αγώνα, σμίγοντας απ' τη μέση και μετά με τους τοπικούς δρομείς που ξεκινούσαν τη δική τους προετοιμασία. Να μας βρεις στο φέισμπουκ, μου είπε χαμογελώντας η γλυκιά πορτογαλίδα, προσφέροντάς μου ένα χάρτινο ποτήρι νερό, όταν σχεδόν ξέψυχος της το ζήτησα λίγο πριν το τέλος της προπόνησης. «Θα μας κάνεις παρέα στον ερχόμενο αγώνα; Δεν μπορώ, θα τρέξω στην Ελλάδα. Γνωρίζεις τα Μετέωρα; Ναι!» ο σύντομος διάλογός μας, μετά μια υπόκλιση, ένα φιλί ευχαριστίας στον αέρα και δρόμο για το σπίτι.

Μετά ακολούθησε ένας ακόμη· ημιμαραθώνιος σχεδόν. Βόλτα στις υπαίθριες αγορές του σαββατιάτικου πρωινού, μετά στο δυτικό άκρο της πόλης για το τελειότερο σοκολατοκέικ της ηπείρου, κι από κει ένα πέρασμα στα ωραιότερα μιραντούρο και βραδινή τσάρκα στα σοκάκια της παλιάς πόλης.

***

* Δεν έφαγα διακόσια φυσικά, ούτε καν όλοι μαζί αθροιστικά. Αν είχαμε καναδυο βδομάδες ακόμη, ίσως. Ήταν το πρώτο πράγμα που λιμπιζόμουν κάθε πρωί κι ο τελευταίος βραδινός πειρασμός μου. Η διαρκής σκέψη, ο λαχταριστός σύντροφος. Τα αγαπήσαμε από την πρώτη δαγκωνιά. Μετά συνήθισα να τα καταβροχθίζω ολόκληρα. Αφράτα κουπάκια πολλαπλών λεπτότατων φύλλων παραγεμισμένα με κατακίτρινη κρέμα, φουρνισμένα στους διακόσιους βαθμούς μέχρι να σχηματιστεί από πάνω η χαρακτηριστική τους καφεκόκκινη κρούστα· που όταν την έσπαγαν τα μπροστινά σου δόντια, ξεχύνονταν οι κρουνοί των γλυκών γεύσεων στους ευαίσθητους υποδοχείς της γλώσσας, και μέχρι να προχωρήσει η μπουκιά στα βάθη του ουρανίσκου γενναίες υπερ-ποσότητες ενδορφινών έλουζαν τους νευρώνες του εγκεφάλου μουδιάζοντας από ατόφια ευτυχία όλα τα κύτταρα του κορμιού σου. Το ταπεινό pasteis de nata, το ονειρικό γαλατοπιτένιο φιλί της Λισαβόνας.

***

Το ήξερα από την αρχή ότι θα αδικήσω τις πρώτες εντυπώσεις, τις πρώτες εικόνες. Τις βόλτες στις πλατείες και τα μουσεία, τα δείπνα μας και το τραμ, τα φάντο και το υπέροχο κακάο στου Νικολό & Μπεττίνα. Τη Σίντρα και το Κασκαίς στο πίσω κάθισμα του Μιγκέλ. Το μνημείο των εξερευνητών, τις γέφυρες· την Πόρτο που δεν είδαμε. Άμα βρω κουράγιο άλλοτε, θα σου γράψω και γι' αυτά· συνήθως όμως δεν βρίσκω, το ξέρεις· προτιμώ να βρεθούμε μαζί εκεί, να μην χρειάζεται τίποτα να σου λέω· να χορταίνεις να βλέπεις.
Ήταν κι εκείνος ο αφρός, ο κάτασπρος και δασύς του ωκεανού, που όπως ο ποιητής με πόνο σημείωνε, γλιστρούσε ανάμεσα στα δάχτυλα σαν τις μεγάλες αγάπες μες στα μάτια μου. Τι να πεις όμως για την παρέα αυτή την αγαπημένη!

***

Με σαρακοστιανή διάθεση ονειρεύομαι μια συνεταιρική μπύρα στην αυλή της Σάντα Καταρίνα, κάτω απ' τον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, καθισμένοι πλάι-πλάι στα σιδερένια τραπέζια. Ποθώ μια αγκαλιά στη γωνιά της Σάντα Λουτσία αγναντεύοντας τις όχθες του ποταμού (σαν άλλος μάδρε ντε ντίος ή άραγε Θερμαϊκός). Λιμπίζομαι κι ένα pasteis, από μισό-μισό στα χείλη· είμαι σίγουρος ότι ακόμα και το φιλί θα ξεχνιόταν μπρος του.
Ο ήλιος όμως έγειρε πίσω απ' το άγαλμα του Χριστού στη νοτιοδυτική όχθη, κι ενώ οι τελευταίες νότες ταξιδεύουν μαζί με τις κραυγούλες των χαρούμενων χειλιών, όσο διαρκεί ακόμη το τελευταίο απόγευμα. Το τραμ έκρωξε σαν καρουσέλ σε λουναπάρκ και άλλο ένα ταξίδι βάζει πλώρη για τις θερμές όχθες της καρδιάς.


Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

pearl

Περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, ο Μούντι είχε απογοητευτεί από την Περλ. Ένιωθε σαν να 'χε βουτήξει σε μια βαθιά, καθάρια μεγάλη λίμνη που ξαφνικά μετατράπηκε σε αβαθή λιμνούλα όπου το νερό του 'φτανε μέχρι το γόνατο.
Τι κάνεις τότε; Σηκώνεσαι όρθιος. Ξεπλένεις τα λασπωμένα γόνατά σου και βγάζεις τα πόδια σου απ' τον βούρκο. Και, μετά απ' αυτό, είσαι προσεκτικός. Ξέρεις πια ότι ο κόσμος είναι πιο μικρός απ' όσο περίμενες.
[...]
Μερικές φορές, ενώ πιστεύεις ότι όλα έχουν τελειώσει, βρίσκεις τον τρόπο. Όπως μετά από μια φωτιά σε λιβάδι, Είδα μία, πριν από χρόνια, έμοιαζε το τέλος του κόσμου. Το χώμα ήταν καρβουνιασμένο και κατάμαυρο, όλο το πράσινο είχε εξαφανιστεί. Αλλά αφού κάηκαν όλα, το έδαφος έγινε πιο πλούσιο και η βλάστηση ξαναφύτρωσε.
Το ίδιο είναι και οι άνθρωποι, ξέρεις. Ξαναρχίζουν απ' το μηδέν. Βρίσκουν τον τρόπο.

* Από το τρυφερό μυθιστόρημα της Celeste Ng, Μικρές φωτιές παντού, σε μετάφραση Ρίτας Κολαΐτη (εκδ. Μεταίχμιο).



Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Φέργκιουσον


Δεν μπορώ να σου πω.

Μη γίνεσαι παράλογος, Άρτσι.

Θα μου θυμώσεις αν σου πω.

Γιατί στην ευχή να σου θυμώσω; Το Χίλιαρντ είναι παρελθόν. Δεν έχει σημασία πια.

Μπορεί. Αλλά και πάλι θα μου θυμώσεις.

Κι αν σου υποσχεθώ να μη θυμώσω;

Δεν θα ωφελήσει σε κάτι.

Ο Φέργκιουσον πλέον κοιτούσε το πάτωμα, παριστάνοντας ότι παρατηρούσε μια κλωστούλα στο χαλί για να αποφύγει τα μάτια της μητέρας του, επειδή ήξερε ότι αν τολμούσε να τα κοιτάξει τώρα ήταν χαμένος, τα μάτια της ανέκαθεν παραήταν δυνατά γι' αυτόν, ήταν ηλεκτρισμένα με μια δύναμη που μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τις σκέψεις του και να του αποσπάσει εξομολογήσεις και να κατανικήσει την αδύναμή του θέληση ήδη καθώς πάλευε να της αντισταθεί, και τώρα, φρικτά και αναπόφευκτα, άπλωνε το χέρι της και ακουμπούσε το σαγόνι του με τα ακροδάχτυλά της, σπρώχνοντάς τον μαλακά να σηκώσει το πρόσωπό του και να την ξανακοιτάξει στα μάτια, και τη στιγμή που ένιωσε το χέρι της να αγγίζει το δέρμα του, ήξερε ότι κάθε ελπίδα είχε χαθεί, δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του, τα πρώτα δάκρυα που βρίσκονταν εκεί εδώ και μήνες, και πόσο εξευτελιστικό ήταν να νιώθει την αόρατη βρύση να ξανανοίγει απροειδοποίητα, σαν τον ηλίθιο, κλαψιάρη Σταν, είπε από μέσα του, ένα εννιάχρονο μωρό με χαλασμένα υδραυλικά στο μυαλό του, και όταν πια βρήκε το κουράγιο να στρέψει το βλέμμα του στο βλέμμα της μητέρας του, δύο καταρράκτες κυλούσαν στα μάγουλά του και το στόμα του κουνιόταν, λέξεις ξεχύνονταν από μέσα του, η ιστορία του Χίλιαρντ λεγόταν, η μάχη με τον Θεό και η αιτία των κακών βαθμών, η βουβή φωνή κι ο φόνος του πατέρα του, η παράβαση των κανόνων για να τιμωρηθεί και μετά το μίσος προς τον Θεό επειδή δεν τον τιμωρούσε, το μίσος προς τον Θεό επειδή δεν ήταν Θεός, κι ο Φέργκιουσον δεν είχε ιδέα αν η μητέρα του καταλάβαινε όσα της έλεγε, τα μάτια της έδειχναν καταπονημένα και μπερδεμένα και σχεδόν δακρυσμένα, και αφού μιλούσε επί δύο ή τρία ή τέσσερα λεπτά, έσκυψε, τον αγκάλιασε και του είπε να σταματήσει. Φτάνει, Άρτσι, είπε, άσ' το, και μετά οι δυο τους έκλαιγαν μαζί, ένας δακρύβρεχτος μαραθώνιος που κράτησε κοντά δέκα λεπτά, η τελευταία φορά που κάποιος από τους δυο ξέσπασε παρουσία του άλλου, σχεδόν δυο χρόνια από τη μέρα που το σώμα του Στάνλεϊ Φέργκιουσον το είχαν βάλει στο χώμα, και άπαξ και σταμάτησε το κλάμα σιγά σιγά, έπλυναν τα πρόσωπά τους, έβαλαν τα παλτά τους, και πήγαν σινεμά, όπου χλαπάκιασαν χοτ ντογκ στον εξώστη αντί να φάνε βραδινό και μετά μοιράστηκαν ένα μεγάλο κουτί ποπκόρν, που το συνόδευσαν με ξεθυμασμένη, νερουλή κόκα κόλα. Ο τίτλος της ταινία που είδαν εκείνο το βράδυ ήταν: Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά.

* Από το μυθιστόρημα του Paul Auster, 4 3 2 1, σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη (εκδ. Μεταίχμιο).