Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ο καπετάν Μηνάς

Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυτα αγριεμένο πέλαγο· κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας. Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε· κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό από πάνω του νόμο· Κάποιος απάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο έναν άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου. Όλη τη μέρα στέκουνταν αυτός ακίνητος στο κόνισμά του, μέσα στη μικρούλικη εκκλησιά του, καβάλα σε ψαρί άλογο, και κρατούσε όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης, ηλιοκαμένος, αγριομάτης. Όλη τη μέρα καταφορτωμένος με τ' ασημένια ταξίματα, χέρια, πόδια, μάτια, καρδιές, που οι Καστρινοί είχαν κρεμάσει στη χάρη του και του ζητούσαν να τους γιάνει· έμενε ακίνητος, καμώνουνταν πως ήταν τάχα μονάχα ζωγραφιά - μπογιά και σανίδι· μα ευτύς ως έπεφτε η νύχτα και μαζεύουνταν οι χριστιανοί στα σπίτια τους κι ένα ένα έσβηναν τα φώτα, έδινε μια, αναμέριζε τ' ασημένια ταξίματα και τις μπογιές, σπιρούνιζε το άλογό του κι έφερνε βόλτα τους ρωμαίικους μαχαλάδες. Έβγαινε περιπολία. Σφαλνούσε τις πόρτες, όσες είχαν ξεχάσει οι χριστιανοί ανοιχτές, σφύριζε στους νυχτοπαρωρίτες να γυρίσουν πια στα σπίτια τους, στέκουνταν απόξω από τις πόρτες κι αφουγκράζουνταν ευχαριστημένος όταν άκουγε τραγούδι· γάμος θα γίνεται, μουρμούριζε, ας έχουν την ευκή μου και να κάμουν παιδιά, να πληθύνει η χριστιανοσύνη. Ύστερα έπαιρνε σβάρνα τα μπεντένια που έζωναν το Κάστρο, και πριν χαράξει η μέρα, στο πρωινό λάλημα του πετεινού, έδινε ένα σάλτο του αλόγου του, έμπαινε στην εκκλησιά κι ανηφόριζε στο κόνισμά του. Κι έκανε πάλι τον αδιάφορο· μα το άλογό του είχε ιδρώσει, στόμα και στήθια του ήταν γεμάτα αφρούς, κι όταν πρωί πρωί έμπαινε ο εκκλησιάρης, ο κυρ Χαράλαμπος, να σκουπίσει και να γυαλίσει τα μανουάλια, έβλεπε το άλογο του Αι-Μηνά μουσκεμένο, μα δεν ξαφνιάζουνταν· το 'ξερε αυτός, όλος ο κόσμος το 'ξερε, πως ο Άγιος γυρίζει όλη τη νύχτα περιπολία. Κι όταν οι Τούρκοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζουνταν να ριχτούν στους χριστιανούς, πετιόταν ο Αι-Μηνάς πάλι από το κόνισμά του να διαφεντέψει τους Καστρινούς. Δεν τον έβλεπαν οι Τούρκοι, μα άκουγαν το άλογό του να χλιμιντρίζει, γνώριζαν τη φωνή του, έβλεπαν τις σπίθες που πετούσαν τα πέταλά του αλόγου του στο καλντερίμι, και τρύπωναν κατατρομαγμένοι στα σπίτια τους.

Όμως πριν από λίγα χρόνια τον είδαν με τα μάτια τους· συντάζουνταν πάλι να κάμουν σφαγή, κι ο Αι-Μηνάς, καβάλα στο άλογό του, χίμηξε κατά τον τούρκικο μαχαλά· τη στιγμή που πρόβαινε από τη γωνιά του δόμου, τον είδε ο μισοπάλαβος χοτζα-Μουσταφάς, πήρε δρόμο κι άρχισε τις φωνές: «Αλλάχ, Αλλάχ, ο Αι-Μηνάς κατεβαίνει!» Ακράνοιξαν οι Τούρκοι τις πόρτες, παρακάτσεψαν και τον είδαν με τη χρυσή του αρμάτα, με τα σγουρά του γκρίζε γένια, με τον κόκκινο κοντάρι· κόπηκαν τα γόνατά τους κι έβαλαν τα μαχαίρια στο θηκάρι.

Δεν ήταν μονάχα άγιος ο Αι-Μηνάς για τους Καστρινούς, ήταν ο καπετάνιος τους· καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν κρυφά τ' άρματά τους να τα βλογήσει· κι ο πατέρας μου του άναβε κερί, κι ο Θεός ξέρει το θα του 'λεγε και τι παράπονα θα του 'χε που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη.

Αυτός ήταν ο καπετάνιος των χριστιανών· κι ο Χασάνμπεης, ο αιμοβόρος χριστιανομάχος, ήταν γείτονάς του, κολλητά στην εκκλησιά ήταν το κονάκι του, και μια νύχτα άκουσε χτύπους στον τοίχο, απάνω από το κρεβάτι του· κατάλαβε, ήταν ο Αι-Μηνάς που τον φοβέριζε, γιατί ίσια ίσια τη μέρα εκείνη είχε κατασκοτώσει στο ξύλο έναν χριστιανό. Είχε θυμώσει λοιπόν ο καπετάν Μηνάς και του χτυπούσε τώρα τον τοίχο. Σήκωσε κι ο Χασάνμπεης τη γροθιά του κι άρχισε να χτυπάει κι αυτός τον τοίχο. «Ε, ε γείτονα, του φώναξε, έχεις δίκιο· ναι, μα την πίστη μου, δίκιο· μα μη μου καταχτυπάς τον τοίχο, κι εγώ θα σου φέρνω κάθε χρόνο δυο ασκιά λάδι για το καντήλι σου κι είκοσι οκάδες κερί, να μερώσεις. Γειτόνοι είμαστε, μη μαλώνουμε!» Κι από τη μέρα εκείνη ο σκύλος ο Χασάνμπεης πέμπει στη γιορτή του Αι-Μηνά, στις 11 του Νοέμπρη, το δούλο του και ξεφορτώνει στην ευλή της εκκλησιάς δυο ασκιά λάδι κι είκοσι οκάδες κερί· κι ο Αι-Μηνάς δεν του ξαναχτύπησε τον τοίχο.


Υπάρχει κάποια φλόγα στην Κρήτη, ας την πούμε ψυχή, κάτι πιο δυνατό από τη ζωή κι από το θάνατο· υπάρχει η περφάνια, το πείσμα, η παλικαριά, και μαζί τους κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι και συνάμα να τρομάζεις που είσαι άνθρωπος.

Ο κρητικός αγέρας, όταν ήμουν παιδί, μύριζε το χνότο του θεριού, του Τούρκου· κι απάνω από το κάθε κεφάλι ένα τούρκικο γιαταγάνι. Ύστερα από χρόνια πολλά, όταν είδα το Τολέδο στην καταιγίδα, κατάλαβα τι αέρα ανάπνεα όταν ήμουν παιδί και τι άγγελοι αστροβολίδες κρέμουνταν απάνω από την Κρήτη.


* Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
* Πίνακας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, Άποψη του Τολέδο σε ώρα καταιγίδας (1596-1600), Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης