Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Υπέροχα μονάχοι

[♪] Γείρε στο πλάι μου παλιέ μου πόθε
και μέχρι να 'ρθει η ανατολή, λύσε τα φρένα τα σκοινιά μου κόψε [/♪]


Ήταν η ώρα που η γλυκιά φωνή του Μανώλη Μητσιά γέμιζε τα μπάσα στο σι-ντι πλέιερ του μεγκάν, μεσημέρι Σαββάτου. Βρωμόκρυο κι αέρας, μέρες και νύχτες πολλές στη σειρά δίχως ήλιο, σκουρόγκριζα σύννεφα φοβέριζαν απ' το πρωί χαμηλωμένα πάνω από την πόλη. Με πουκάμισο, θαλασσί πουλόβερ με κόψιμο βε και μπουφανάκι, ακόμα δεν είχα πιάσει θερμοκρασία άνεσης, όσο το καλοριφέρ του αυτοκινήτου ανέβαζε ράθυμα τους πρώτους του βαθμούς. Ράθυμες και οι δικές μου κινήσεις στα στενά της πόλης με κατεύθυνση την εθνική οδό, με τις πρώτες χοντρές ψιχάλες να διακόπτουν απρόσμενα την πορεία τους στο παρμπρίζ και να κυλούν βασανιστικά προς τα κάτω. Ο δείκτης του δεξιού χεριού συνάντησε το μικροσκοπικό κοίλο μπουτόν ον-οφφ του ραδιοσιντί, που τις τελευταίες δέκα μέρες φιλοξενούσε ένα δισκάκι του Θάνου και του Άλκη αγορασμένο για ενάμιση ευρώ από ένα στοκάδικο στην Αιόλου, κατά διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού στην Αθήνα. Όσα σιντί δεν είχα αγοράσει στη ζωή μου, τα έχω πάρει τα τελευταία τρία χρόνια, να συντροφεύουν τις σύντομες διαδρομές μου στο νησί, να παίζουν ξανά και ξανά από το τέλος στην αρχή και πάλι στο τέλος, μέχρι οι μελωδίες και τα λόγια να σταλάξουν, ν' αναπαυτούν στη μνήμη μου. Και μετά το άλλο και ύστερα το επόμενο, μέχρι να ξανάρθει η επιθυμία για κάποιο παλιό. Ένα είναι σίγουρο, μετά από δεκάδες συνεχόμενα ακούσματα, όλα τα τραγούδια γίνονται αγαπημένα· απλά μερικά έχουν φτιαχτεί να σ' αγγίζουν αλλιώτικα.

Η φωτεινή ένδειξη στην στενόμακρη οθόνη έδειξε τον αριθμό δώδεκα δίπλα στο σύμβολο ενός δίσκου που περιστρέφεται, το τελευταίο τραγούδι. Με το ένα χέρι βρήκα τη θήκη του δίσκου και διάβασα στο οπισθόφυλλο τον τίτλο· Σιντάρτα· αναφορά μάλλον στον αρχαίο δάσκαλο του βουδισμού, μα ο δικός μου νους ανακάλεσε ταχύτατα μνήμες από Θεσσαλονίκη και τη λέσχη ανάγνωσης που κάποτε είχαμε φτιάξει με την υπέροχη παρέα, τους ασπαίτες μου, τα σαμιαμίδια μου τα αγαπημένα, που κάποτε είχανε διαλέξει με μία ψήφο διαφορά τον Λύκο της Στέπας από τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι. Τον Λύκο που κατασπάραξε την τριλογία των γκρι, του Έρμαν Έσσε, συγγραφέα μεταξύ άλλων και του Σιντάρτα. Να τι ωραίες εμπλοκές και πολυδαίδαλους ελιγμούς έκανε ο νους μου βουτώντας οργιαστικά στα ωραία χρόνια της πρώτης νιότης, προτού καν απλωθούν στην ήσυχη καμπίνα τα πρώτα λόγια με τη βραχνή φωνή του Θάνου,

[♪] Χίλια τα πλάνα σου τα χρώματα κι οι τόποι, Ελένη Κίρκη Ναυσικά και Πηνελόπη
Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη, μ' άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντίλι
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο, κάποιον κρυμμένο θησαυρό να βρεις στο Νότο [/♪]


Είμαι στο Νότο και είμαι σε κατάσταση αυτόματου πιλότου. Δίχως Ναυσικά και Κίρκη να με πλανεύουν ή Πηνελόπη και Ελένη να με περιμένουν. Έχω θησαυρό τις θύμησες που σ' αυτές ο νους μου ταξιδεύει, την ώρα που κι εγώ ο ίδιος ταξιδεύω. Χαζεύω την υγρά αχλύδα που σηκώνεται σαν πέπλο από την καταρρακτώδη βροχή που ξέσπασε μέχρι να περάσει το τραγούδι απ' το κουπλέ στο ρεφρέν και αναπηδάει τώρα με ορμή στο οδόστρωμα μετατρέποντας την εθνική οδό σε υδάτινη πίστα. Το δεξί ρεύμα προς Ρέθυμνο έχει μαζέψει κάθε λογής χοχλιούς που ετοιμάζονται για την πρώτη έξοδο, τη δεύτερη και την τρίτη που είναι η μία δίπλα στην άλλη, κι έτσι επιλέγω την αριστερή λωρίδα βυθίζοντας ευγενικά το δεξί μου πόδι στο μικρό πεντάλ. Οι αισθητήρες που ελέγχουν την κίνηση των καθαριστήρων δίνουν εντολή για λειτουργία σε μανιώδη ταχύτητα, τέτοια που το παρμπρίζ μοιάζει αδειανό από νερό αλλά γεμάτο από πανταχού παρούσες ελαστικές ακτίνες. Και χτυπάει το κινητό και το σηκώνω. Και μιλάω αγέρωχος και άνετος στον φίλο που καλεί. Τώρα το δισκάκι έχει τελειώσει και έχει μπει στην επανάληψη, από την αρχή, για πολλοστή φορά στο πρώτο τραγούδι, την Αργώ, που πλέει μαζί μου σε θυμωμένα νερά. Ελέγχω την κυκλοφορία πίσω μου από τον μεσαίο καθρέφτη, ο δρόμος καθαρός· αριστερά μου πάντα το τοιχίο της εθνικής οδού, στα δεξιά αφήνω πίσω έναν σκούρο ανθρακί χοχλιό με κούρσα και πορεύομαι προς τον άδειο δρόμο μπρος μου. Αριστερό χέρι στο τιμόνι ώρα εννιά, δεξί χέρι στο κινητό κι όλο μαζί δυο πόντους απ' τ' αυτί μου, έκτη στο εξατάχυτο του Μεγκάν, καμιά ενενηνταριά χιλιόμετρα την ώρα στο ταχύμετρο.

[♪] Μες στο μυαλό μου έγιναν κουβάρι όσα έζησα κι όσα έχω ονειρευτεί,
του χρόνου όλα τα σβήνει το σφουγγάρι κι εσύ Αργώ με χάρτινο πανί
σε σκοτεινά νερά έχεις σαλπάρει [/♪]


Στα ίδια σκοτεινά νερά πάτησαν κι οι ρόδες του αυτοκινήτου, που ακυβέρνητο πια πορεύτηκε, σαν Αργώ σε μπάρκο για άγνωστο λιμάνι. Το αριστερό χέρι έσφιξε δυνατά το τιμόνι, πάντα ώρα εννιά, κι ούτε κούνησε ποτέ από εκεί. Το δεξί χέρι παρέμεινε στο κινητό που εξακολουθούσε να εκπέμπει ομιλία στο αυτί που εξακολουθούσε να απέχει μόλις δυο πόντους μακριά μα σταμάτησε να λαμβάνει κάθε ηχητικό κύμα. Και το δεξί πόδι παρέμεινε πεισματικά βυθισμένο στο πεντάλ της ισχύος. Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά έγιναν από σύστημα, μεθοδευμένα και αντανακλαστικά υπολογισμένα. Γιατί ήταν αυτά που ίσιωσαν το σκαρί του Μεγκάν αφότου είχε πάρει επικίνδυνη κλίση πολλών μοιρών προς τον αριστερό τοίχο, την ώρα που υδρολίσθαινε βασανιστικά προς τα δεξιά μπρος από τον σκουρόχρωμο χοχλιό που μόλις είχε προσπεράσει. Το μεσημεριανό μενού περιλάμβανε χοχλιό γιαχνί ή πίτα τοίχο. Των δύο αυτών επιλογών επικράτησε μια ελπίδα, υποβοηθούμενη από τη χαλάρωση της στιγμής και τη ραθυμία που μπλόκαρε τον όποιο πανικό. Και ξανάστρεψε το σκαρί σε ευθεία πορεία και ξαναγύρισαν τα κύματα του ήχου στο αυτί μου που επιλεκτικά διάλεξε όσα ταξίδευαν από τα μπροστινά ηχεία, αποκλείοντας εκείνα του κινητού που έσβησε μ' ένα πάτημα κουμπιού.

[♪] Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι μ' ένα παλιό τραγούδι χαρωπό,
το τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι και λέει στο γλυκό του το σκοπό
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει [/♪]


Έφτασα, στάθμευσα στον προορισμό μου με τη μηχανή κλειστή. Οι υαλοκαθαριστήρες σταμάτησαν να γεμίζουν το διάφανο τζάμι που αμέσως άρχισε να κατακλύζεται από αμέτρητες βροντόφωνες σταγόνες. Μια ευχάριστη δροσιά άρχισε να σπάει τη ζεστασιά της καμπίνας που είχε φτιάξει το σβησμένο πλέον σύστημα θέρμανσης. Έκλεισα τα μάτια και αναλογίστηκα το όλα είναι δρόμος αυτής της ζωής, κι ότι είτε μόνοι, είτε υπέροχα μονάχοι, σίγουρα, μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει.

* Ο τίτλος είναι δανεισμένος από τον ομώνυμο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου, σε στίχους Άλκη Αλκαίου, με τις φωνές των Μανώλη Μητσιά και Χρήστου Θηβαίου.