Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

η βαρύτητα και ο νόμος της αγάπης

Έτσι, τελικά, σώθηκα· επειδή κι οι δυο τους πήραν τους δρόμους και με γύρευαν. Εκείνη την εποχή βέβαια δεν το ήξερα, τώρα όμως, ξέροντας όσα ξέρω, μου είναι αδύνατο να ξαναθυμηθώ εκείνες τις μέρες χωρίς να με κατακλύζει η νοσταλγία για τους φίλους μου.

Κατά μία έννοια αυτό μεταβάλλει την πραγματικότητα των όσων βίωσα. Μόλις πήδηξα από την άκρη άκρη ενός γκρεμού και τότε, ακριβώς τη στιγμή που θα συντριβόμουν στα βάθη του, συνέβη ένα εξαιρετικό γεγονός· έμαθα ότι υπήρχαν άνθρωποι που με αγαπούσαν. Το να σε αγαπούν μ' αυτό τον τρόπο κάνει όλη τη διαφορά. Αυτό δεν μειώνει τον τρόμο της πτώσης, δίνει όμως μια νέα προοπτική στο νόημα του τρόμου.

Είχα πηδήξει από την άκρη του γκρεμού, και τότε, ακριβώς την τελευταία στιγμή, κάτι πρόλαβε και με άρπαξε στον αέρα. Αυτό το κάτι το ορίζω ως αγάπη. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να ανακόψει την πτώση ενός ανθρώπου, το μόνο πράγμα που είναι τόσο ισχυρό ώστε να ακυρώνει τους νόμους της βαρύτητας.

 

* Σου διάβασα ένα ελάχιστο απόσπασμα από το σπαρακτικό μυθιστόρημα του Paul Auster, Το παλάτι του φεγγαριού, εκδ. Μεταίχμιο.



Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

γλυκιά βροχή

Ακούς; Έξω βρέχει.
Αλλά η βροχή αυτή δε ρίχνει μόνο νερό,
ρίχνει μαζί μικρούς κύβους από ζάχαρη·
είναι μια βροχή σερμπέτι.
Θα γλυκαθούν η γη και τα φυτά·
κάπως θα γλυκάνουν για λίγο οι άνθρωποι.
Μακάρι να γλυκάνει κι η καρδιά σου.
Αμφιβάλλω βέβαια - δεν πειράζει.
Τουλάχιστον κάθε κύτταρο του κορμιού σου
θα το ποτίσει το ζαχαρωμένο νερό.
Και το φθινόπωρο που θα σ’ αγκαλιάσει
θα γλυκαθεί σαν τρυφερός εραστής μαζί σου.

Ήταν οι «Κύβοι φθινοπωρινής ζάχαρης», του Αλέξανδρου Αραμπατζή, δικηγόρου και ποιητή, τους βρήκα εδώ.

 

 

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

πρέπει να σώσουμε ό,τι αγαπάμε

 

«Προς τον Αντρές, σε κάποιο μέρος του βορρά:

Μαλ..., εδώ εμείς σε θυμόμαστε. Σ' αγαπάμε ακόμα και νομίζω πως θα σ' αγαπάμε πάντα. Λέει ο Κούνελος ότι ο χρόνος περνάει, εγώ όμως πιστεύω πως αυτό είναι ψέμα. Αν τυχόν όμως είναι αλήθεια, μακάρι να συνεχίζεις κι εσύ εκεί πέρα να μας αγαπάς, γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να χαθούν. Και αν χαθούν, τότε την έχουμε όντως ... . Έχουμε σχεδόν χάσει τα πάντα, όμως πρέπει να σώσουμε ό,τι αγαπάμε. Είναι βράδυ και είμαστε εντελώς πίτα, γιατί καθόμαστε και πίνουμε ρούμι στο Κοχίμαρ: ο Κοκκαλιάρης που πια δεν είναι κοκκαλιάρης, ο Κούνελος που δεν είναι ιστορικός, κι εγώ που πια δεν είμαι αστυνομικός και εξακολουθώ να μην μπορώ να γράψω μια ιστορία απλή και συγκινητική. Αληθινά απλή και συγκινητική.

Κι εσύ; Τι είσαι και τι δεν είσαι; Σου στέλνουμε μια αγκαλιά και άλλη μια για τον Χέμινγουεϊ, αν τυχόν τον βλέπεις πουθενά εκεί πέρα. Όταν λάβεις αυτό το μήνυμα, να μας επιστρέψεις τη μποτίλια, αλλά γεμάτη»,

και υπέγραψε, Μάριο Κόντε, για να περάσει μετά το χαρτί στον Κοκκαλιάρη και στον Κούνελο που υπέγραψαν το όνομά τους. Με προσοχή ο Κόντε τύλιξε το χαρτί και το έσπρωξε μέσα στη μποτίλια, βύθισε το φελλό στο στόμιο και τον χτύπησε με την παλάμη για να τη σφραγίσει εντελώς. Ο Κόντε κοίταξε τη θάλασσα, απέραντη, ταγμένη να ανοίγει αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στις καλύτερες αναμνήσεις τους και παρατήρησε τα επιθετικά βράχια του βυθού πάνω στα οποία μπορούσαν να συντριβούν όλες οι αυταπάτες και οι πόνοι ενός ανθρώπου. Ήπιε άλλη μια γουλιά, εις ανάμνησιν της λήθης, και ούρλιαξε με όλη τη δύναμη που είχαν τα πνευμόνια του.

Και τότε έβαλε φόρα στο μπράτσο του, τραβώντας το προς τα πίσω, και εκσφενδόνισε το μπουκάλι στο νερό. Το επιστολικό δοχείο, που κουβαλούσε στην κοιλιά του τις νοσταλγίες εκείνων των ναυαγών της στεριάς, έμεινε να επιπλέει κοντά στην ακτή, λάμποντας σαν ανεκτίμητο διαμάντι· μέχρι που ένα κύμα το τύλιξε και το πήρε μακριά, προς εκείνη τη σκοτεινή ζώνη όπου μπορεί κανείς να διακρίνει κάτι μόνο με τα μάτια της μνήμης και της επιθυμίας.


* Από το μυθιστόρημα του Λεονάρδο Παδούρα, Αντιός, Χέμινγουεϊ, εκδ. Καστανιώτη.



Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ταξίδι στη χώρα των φιλιών

 
Δεν ξέρω αν το έχεις νιώσει ποτέ, να ταξιδεύεις για το «σπίτι» σου και να μην είσαι βέβαιος ότι «επιστρέφεις». Πηγαίνω ή γυρίζω; Έρχομαι ή φτάνω;
 

Επιστρέφω λοιπόν στο μεγάλο νησί και ανυπομονώ για την ώρα της αγκαλιάς και του «καλωσήλθες»· μα καλά, δεν χαιρετάτε εσείς εδώ; Πού είναι η προσμονή τόσων μηνών και τόσων τηλεφωνικών επαφών; Μα αντί για τον κόρφο, ένας αγκώνας προσφέρεται για καλωσόρισμα κι ένα αμήχανο χτύπημα πατ-πατ στην πλάτη.

Και μετά μπαίνω στο κλειστό από μήνες «σπίτι μου» και σκέφτομαι την αγκαλιά της κομπανιέρας στη μεγάλη πρωτεύουσα, «είμαι covid-free, μη φοβάσαι, έκανα το τεστ», μα εγώ δεν είμαι γλυκιά μου, «δεν μπορώ να μη σ' αγκαλιάσω»· σκέφτομαι τη διπλή αγκαλιά της κολλητής στη μεγάλη πόλη, «πότε θα σε ξαναδώ;»· σκέφτομαι το φιλί της μεγάλης μπουμπούς, «σ' αγαπώ νονέ», και τη μικρή μπουμπού την οποία έχω στερηθεί για μήνες· σκέφτομαι το τηλεφώνημα των αγαπημένων από τη μικρή πόλη, «εμείς εδώ κάνουμε αγκαλιές, πότε θα 'ρθεις;»· σκέφτομαι την κοινή σαλάτα στου Βασίλη τις προάλλες με την παλιοπαρέα, «δεν υπάρχει κόβιντ ρε». Σκέφτομαι κι εσένα και το μικρό σου σημάδι, ας πούμε στον λαιμό· που όταν το άγγιζα έλεγες ότι ήταν σαν να πήγαινε ευθεία στην καρδιά σου το φιλί.

Ξεφυλλίζω τους ατσάκιστους ταξιδιωτικούς οδηγούς που σκονίζονται στη βιβλιοθήκη και σκέφτομαι τα ακυρωμένα ανοιξιάτικα ταξίδια. Αν σπίτι, αν πατρίδα είναι το φιλί της μάνας - η αγκαλιά του πατέρα, τότε το μόνο ταξίδι που τώρα προσδοκώ είναι εκείνο στη χώρα των φιλιών και των αγκαλιών. Πότε θα διαλυθούν τα μάγια που μας κρατάνε ενάμιση μέτρο απόσταση· που κάνουν το βλέμμα να πέφτει παραιτημένο;
 
Πού χάθηκε το σπίτι μου, δεν ξέρω.
 
 
 
 

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

δεν ήμουν τέλειος

Σκατά.
 
Ήμουν κοντά. Ήμουν ερωτικός και φλογερός όσο το επέτρεπε η κίνηση στους δρόμους. Ήμουν ενδιαφέρων. Ήμουν ευγενικός. Ήμουν γενναιόδωρος. Ήμουν ανεκτικός. Ήμουν αστείος (αφού είναι τόσο αναθεματισμένα σημαντικό). Μοιραζόμουν ό,τι γινόταν να μοιραστώ (κι αυτό δεν είναι δυνατόν με όλα). Οι γυναίκες όσο μισούν άλλο τόσο αγαπούν την αδυναμία στους άνδρες, κι η θετική ανταπόκριση που είχα με έκανε να σκεφτώ πως ήμουν αδύναμος με τον σωστό τρόπο και όχι με τον λανθασμένο. Φυσικά, δεν ήμουν τέλειος σε καμιά από αυτές τις ανθρώπινες δεξιότητες, μια που ποτέ δε σκέφτηκα πως έπρεπε να είμαι. Στο έντυπο για την άδεια δεύτερου γάμου θα έπρεπε να γράφει: «Οι υπογράφοντες συναινούν πως κανείς από τους δύο δεν οφείλει να είναι τέλειος». Ως σύζυγος τα κατάφερα περίφημα. Περίφημα.
 
***

Ξέρεις, η καρδιά δε διακρίνεται απ' το πόσο αγαπάς, αλλά απ' το πόσο σ' αγαπούν οι άλλοι.


* Από το μυθιστόρημα του Richard Ford, Η χώρα όπως είναι, εκδ. Πατάκης.



Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

ήταν και φέτος καλή η Παναγιά

Καλά να πάθεις. Σ' έπιασε να δογματίσεις (περί αγάπης του Θεού και μη τιμωρίας) χρονιάρες μέρες και αράδιασες με θέρμη τις ανοησίες σου νυχτιάτικα παραμονής.

Ήθελες να πας και στο αγιορείτικο μοναστήρι για της Παναγίας, δεν σου έκαναν οι ταπεινές (πολυφωνικές) εκκλησίες της πόλης. Και κίνησες νωρίς για το άλλο άκρο του νησιού, στη βραχώδη έρημο του Ναυαγίου. Ναυάγιο οι σκέψεις σου και η πρόθεσή σου. Βρήκες την πύλη σχεδόν κλειστή· μια χαραμάδα έχασκε και τρύπωσες τα δάχτυλα να την ανοίξεις. Μπήκες στο βουβό προαύλιο που μοιάζει ολόιδιο με δυο αιώνες πριν και περίμενες να ακούσεις ψαλμωδίες. Αμ δε.. ψυχή δεν υπήρχε. Μονάχα οι όρνιθες πετοβολούσαν στο πίσω κτήμα χαρούμενες σάμπως για το πάθημά σου. Δοκίμασες τη θύρα του ναού, μα δεν κουνήθηκε πόντο απ' τη θέση της. Σκέφτηκες περήφανα ότι θα ήρθες μάλλον νωρίς· αξημέρωτα έφυγες απ' το σπίτι ορμώντας με τη Μέγκαν σου στη φιδίσια βορεινή διαδρομή. Έφερες γύρα τον ναό, ατένισες τον υπεραιωνόβιο πύργο και καθάρισες το καινούριο σου δορυφορικό ρολόι μην κι έχασε απ' τη θαμπάδα τη σωστή ώρα. Δε ξέρω αν σε λυπήθηκε ο Θεός, που εξαρχής επέτρεψε την ταλαιπώρια σου («τιμωρία» σου; φευ!), αλλά ένας δόκιμος πρόβαλλε το αναμαλλιασμένο κεφάλι του από το διπλανό κελί και σ' έδιωξε νυσταγμένος. Πριν λίγη ώρα είχαν σχολάσει οι πατέρες την ολονυκτία και είχαν σπεύσει μακάριοι για τον ύπνο των δικαίων.

(Κι έχεις στο στόμα σου την δικαιολογία έτοιμη, «σηκώσετε πατέρες και μια φορά το τηλέφωνο, τόσες φορές προσπάθησα χθες»..)

Κι εσύ, ο δικαιωθείς μονάχα υπό του εαυτού σου, τράβηξες τον δρόμο της επιστροφής για την πόλη. Μα λίγο προτού φτάσεις, παραδομένος στη σκέψη ότι θα αναγκαστείς να υποστείς μια πολυφωνική ακολουθία χωρίς καμία κατάνυξη, σε σπλαχνίσθηκε η Μητέρα του κόσμου όλου και του ουρανού και σε οδήγησε στο μοναστήρι της. Κι ας πέρασε εκ νέου ο λογισμός μήπως κι εκεί είχανε άραγε αγρυπνία και τζάμπα ξανά λοξοδρομείς. Μα εκείνη σε περίμενε πότε θα έρθεις για να ξεκινήσει η Λειτουργία. Σου συνέφερε τους λογισμούς, σου περιμάζεψε την ντροπή, σε πήρε από το χέρι σαν σύντροφος αγαπημένη και σ' έβαλε σπίτι της. Σε στήριξε όρθιο, σε κατένυξε (άλλη φορά ξαναπές αν θες τις κακίες σου για τις γυναικείες μοναχικές ψαλμωδίες), σου προσέφερε τον Υιό της και σε ξεπροβόδισε στα εφτά καλά του Θεού.

Κι ακόμα μιλάς;

ΥΓ. Η Μέγκαν σου έκλεισε σήμερα τα εβδομήντα· χιλιάδες· μόλις. Σε οκτώμισι χρόνια. Η διαδρομική σύντροφός σου προβλέπω ότι θα αποσυρθεί προτού γεράσει. Ακριβώς όπως εσύ, μάλλον γι' αυτό ταιριάζετε.



Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

η χάση και η φέξη

Πρώτα φάνηκε μια λεπτή γραμμή κυανού να φωτίζει το πηκτό σκοτάδι. Μετά από λίγο πήρε τη θέση της μια κορδέλα μωβιά που εξελίχθηκε σε ζώνη βαθυκόκκινη. Και σιγά σιγά μια σφαιρική πορτοκαλί άλως έστειλε το μαντάτο της επικείμενης εμφάνισης του ήλιου. Τελικά η ανατολή δεν είναι τίποτα άλλο από την αντίστροφη διαδικασία της δύσης, σκέφτηκες. Ίδια τα χρώματα, ίδια ορατός ο ηλιακός δίσκος στις κοντινές στον ορίζοντα θέσεις, ίδιες οι λιγοστές στιγμές που κρατάνε πριν το φως ή το σκοτάδι διαλύσουν τις εντυπώσεις.

Κι όμως, αλλάζουν τα μάτια του ανθρώπου απέναντι στο φαινόμενο. Δεν είναι ίδια τα συναισθήματα. Δεν είναι ίδια η προσμονή. Και φυσικά δεν είναι το ίδιο εύκολη η παρακολούθησή τους. Κι ας απόλαυσες συνεχόμενες ανατολές στην διαμονή σου στο νησί, η οποία παρεμπιπτόντως σήμερα φτάνει στο τέλος της, πόσα και πόσα βασιλέματα δεν χόρτασες στη ζωή σου, σε τόσους δικούς σου και ξένους τόπους, όλες τι εποχές και σ' όλα τα χρώματα.

Μα εσύ θυμάσαι την ανατολή που σε βρήκε στην ίδια αγκαλιά όπως κι η πρότερη δύση της, ένα ζεστό φθινόπωρο στα κάστρα του βορά ή έναν υγρό Αύγουστο στην πόλη του μεγάλου λιμανιού· κι αναλογίζεσαι ότι «ηλιοβασιλέματα πια δε θα βλέπουμε αγκαλιά». Και προσθέτεις στις ομοιότητες την ίδια μοναξιά σου που θα συνοδεύει πάντα τον ήλιο στη χάση και στη φέξη του.

Θυμάσαι και τον πατέρα σου που κάποτε τον βρήκες αχάραγα σκυμμένο πάνω στα βιβλία του στο τραπέζι της κουζίνας και τον ρώτησες τι κάνει όρθιος από τόσο νωρίς· και σου απάντησε γλαφυρά πως δεν θυμάται την τελευταία φορά που τον βρήκε η ανατολή στο κρεβάτι. Και τον θαύμασες ακόμα πιο πολύ.

Θυμάσαι όμως και μιαν ανατολή στο μικρό μετόχι, όταν την ώρα που το ωχρό ημικυκλικό παραθύρι του ιερού με τον εγχάρακτο σταυρό φωτιζόταν από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και πύρωνε σαν φλεγόμενος ημίδισκος, ένα μικρό παιδί που ξυπνούσε στην αγκαλιά του πατέρα του φώναζε με έκπληξη «μπαμπά, μπαμπά, ήλιος!» Και μέχρι τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είσαι καθόλου βέβαιος αν με το κοντό χεράκι του έδειχνε ψηλά στον πυρωμένο φεγγίτη ή στον Χριστό που έβγαινε την ώρα εκείνη απ' την Ωραία Πύλη.



Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ανέσπερος

«Ο έρωτας μοιάζει σαν την πανσέληνο.
Έρχεται, λάμπει, τρελαίνει, μαγεύει, σβήνει.

Η αγάπη πάλι είναι ο ανέσπερος ουρανός.
Βρίσκεται εκεί, πάντα στη θέση του, προστατευτικός και απέραντος,
ακόμα κι όταν τον σκεπάζουν βαριά σύννεφα».


Από το πρόσφατα τυπωμένο λεύκωμα "Έρως Καλός: 21+21 δημιουργοί για τον Έρωτα", εκδ. University Studio Press, ένεκα της μεγαλύτερης ανέσπερης ημέρας του χρόνου.




Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

καλά σαράντα

Ό,τι έρχεται αργά στη ζωή μας, αυτό μας καίει περισσότερο.
Δεν έχεις ούτε τη δύναμη ούτε τα περιθώρια να γυρίσεις τον χρόνο.
Πώς να τον δεις και πώς να τον αγγίξεις;
Ούτε μπορείς να μεταποιήσεις ένα κομμάτι του σαν τα μπαλώματα πάνω στα ρούχα.


Ωραία το είπε ο ποιητής, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.

* Από το στερνό μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου, Άνδρες του αίματος, εκδ. Μεταίχμιο
** «ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος» (Πινδάρου Επίνικοι)




Σάββατο 23 Μαΐου 2020

ήθελα μόνο να..

- Πόσο πολύ μου αρέσει να με αγαπάς, είπε η φίλη της κυρίας Φι στον εραστή της.
- Κι εμένα πόσο πολύ μου αρέσει να σε αγαπώ, αποκρίθηκε ο εραστής της.
- Θέλω και άλλο, του είπε.
- Θέλω να θέλεις και άλλο.
- Είμαι ευτυχισμένη.
- Είμαι ευτυχισμένος που είσαι ευτυχισμένη.
- Όμως τώρα φτάνει. Αρκετά. Όχι άλλο, είπε η φίλη της κυρίας Φι.
- Μα, τι; Τι έγινε, αγάπη μου; απόρησε εκείνος.
- Πνίγομαι μέσα στο πολύ.
- Μα εσύ, εσύ ήθελες…
- Ήθελα μόνο να με θέλεις, τον διέκοψε η φίλη της κυρίας Φι.

* Από το βιβλίο Οι παράξενες ιστορίες της κυρίας Φι, της Φωτεινής Τσαλίκογλου, εκδ. Καστανιώτη



Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Χαμένοι στη μετάφραση



Στην αρχή άκουσα τις φωνές από την κλειστή αίθουσα· μετά είδα τον νεαρό να βγαίνει με ορμή στο προαύλιο εκτοξεύοντας ακατάληπτες λέξεις μέσα από την μάσκα που φορούσε στο πρόσωπο.

***

Ήμουν στον σταθμό των τραίνων, περίμενα το δεύτερο τοπικό δρομολόγιο για Παλαιοφάρσαλο και στη συνέχεια μετεπιβίβαση για Αθήνα· το πρώτο πρωινό είχε ακυρωθεί λόγω των έκτακτων συνθηκών, μάλλον έτσι νόμιζα ως εκείνη τη στιγμή. Μαζί μου περίμενε μια οικογένεια από το Ιράκ, νεαρό ανδρόγυνο με έναν έφηβο γιο, ένα κοριτσάκι και ένα μωρό στο καρότσι. Όλοι τους ντυμένοι χοντρά λόγω του κρύου κι όλοι τους φασκιωμένοι με μάσκες λόγω του ιού. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε άλλη εκείνη την ώρα στον σταθμό, ούτε στους γύρω δρόμους. Ο ήλιος πάλευε να νικήσει την πρωινή παγωνιά.

Το τραίνο αργούσε, η αμηχανία τους ήταν έκδηλη. Μετά από λίγο ο νεαρός άνδρας κίνησε προς την αίθουσα εισιτηρίων να μάθει πληροφορίες για την καθυστέρηση. Ανέμενε κι ο ίδιος με την οικογένειά του το ίδιο τοπικό τραίνο ως την ενδιάμεση στάση, απ' όπου θα κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη και το αεροδρόμιο Μακεδονία.

***

Με τη δεύτερη είσοδό του στην αίθουσα μπήκα κι εγώ μαζί. Ήθελα πρώτα να μάθω για το δικό μου δρομολόγιο και μετά να δω προς τι η φασαρία. Για το πρώτο δεν έμαθα ποτέ, μ' έπιασε απ' τον γιακά η ανάγκη του δεύτερου.

Ο άνδρας είχε μόλις μάθει από τον υπάλληλο του σταθμού ότι το τραίνο του για Θεσσαλονίκη είχε ακυρωθεί και ότι το επόμενο θα ήταν αργά το απόγευμα, λόγω της γενικότερης κατάστασης μείωσης των δρομολογίων που είχε αποφασίσει το προηγούμενο βράδυ η εταιρεία. Τα λιγοστά αγγλικά του ενός συγκρούονταν με τα σχεδόν καθόλου του άλλου και οι φωνές ανέβαιναν χωρίς να υπάρχει συνεννόηση. Εκείνη τη στιγμή, και όσο το τοπικό τραίνο αργούσε να έρθει, ανέλαβα να ξεδιαλύνω την κατάσταση. Όσο μετέφερα στον απελπισμένο Ιρακινό ότι το τραίνο του ακυρώθηκε και ότι δικαιούταν κουπόνι ισάξιο των εισιτηρίων που είχαν αγοράσει (τους ήταν παντελώς άχρηστο), και όσο ταυτόχρονα διάβαζα στα μάτια του την αγωνία της δικής του κατάστασης: η οικογένεια που έπρεπε να προστατέψει, η πτήση που έπρεπε να προλάβει και που έμοιαζε να χάνεται από μια έκτακτη ακύρωση της τελευταίας στιγμής, σε μια ξένη χώρα που έμπαινε στον πάγο και μια διεθνή κατάσταση περιορισμού των μετακινήσεων, την ίδια ακριβώς ώρα ο υπάλληλος του τραίνου καλούσε την αστυνομία φοβούμενος θερμό επεισόδιο.

Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα για κανέναν λόγο να βρίσκομαι στη θέση του Ιρακινού.
Έπρεπε όμως να μπω.

***

Ο έφηβος γιος μιλούσε καλά αγγλικά και έπαιρνε με βιασύνη τηλέφωνα εξηγώντας την δύσκολη περίσταση στην οποία βρισκόντουσαν. Μπαίνω στην ιστοσελίδα των ΚΤΕΛ αναζητώντας τα δρομολόγια που είχαν απομείνει για Θεσσαλονίκη· διαπιστώνω με ένταση ότι το επόμενο λεωφορείο έφευγε σε είκοσι πέντε λεπτά. Έπρεπε οπωσδήποτε να μπούνε σ' αυτό το λεωφορείο, το μεθεπόμενο αναχωρούσε έξι ώρες αργότερα.

Ένωσε τα δυο του χέρια σε στάση προσευχής και με χιλιοπαρακάλεσε με βουρκωμένα μάτια να βρω τρόπο να ταξιδέψουν με το λεωφορείο. Ήταν πολύ αργά για κράτηση, του εξήγησα, έπρεπε να φτάσουν έγκαιρα στον σταθμό ν' αγοράσουν επί τόπου εισιτήριο. Εκείνη την ώρα έφτασε το περιπολικό.

***

Όταν αντιλαμβάνονται ότι ήρθανε γι' αυτούς τα γυναικόπαιδα ξεσπάνε σε λυγμούς. Ποιος ξέρει τι περνούσε εκείνη την ώρα απ' τη σκέψη τους.

Οι αστυνομικοί ζητούνε εξηγήσεις από τον υπάλληλο,
..ρωτούνε για πληροφορίες τον Ιρακινό,
..οι συνεννοήσεις χάνονται πάλι στην αδυναμία μετάφρασης,
..τα λεπτά περνούν γοργά,
..η αγωνία του γιου μεγαλώνει,
..οι στιγμές χάνονται όπως έρχονται
..και η αδρεναλίνη μου αυξάνεται σε κάθε χτύπο δευτερολέπτου.

Υψώνω τη φωνή και διακόπτω την ανώφελη κουβέντα. «Ποιος είσαι συ;». Δεν έχω χρόνο εξηγήσεων, τους ζητώ τηλέφωνο από ταξί. «Δική μας δουλειά είναι;». Ο υπάλληλος μου δείχνει τον πίνακα με τα τηλέφωνα, καλώ να έρθει ένα όσο πιο γρήγορα γίνεται, ελπίζοντας ότι στο ενδιάμεσο θα εξηγήσω και στα όργανα της τάξεως τι συμβαίνει, τη δική μας "ευθύνη" έναντι αυτών των ανθρώπων.

***

Από μακριά ακούγεται το τοπικό τραίνο που πλησιάζει. Το τραίνο μου. Έχει καθυστερήσει αρκετά· ευτυχώς. Αλλά στη συγκεκριμένη περίσταση θα ήθελα να έχει καθυστερήσει λίγο ακόμη. Δεν έχουν τελειώσει όλα, δεν έχει έρθει ακόμη το ταξί, που υπό άλλες συνθήκες πάντα είχε πιάτσα μπροστά στον σταθμό. Ακούγονται οι ήχοι ασφαλείας από τις μπάρες που κατεβαίνουν στις διασταυρώσεις της περιοχής.

Λέω στον Ιρακινό ότι πρέπει να φύγω κι ότι θα έρθει να τους πάρει το ταξί νούμερο τάδε. "How much?" μου φωνάζει και του λέω πόσο περίπου θα τους κοστίσουν τα εισιτήρια του λεωφορείου και η κούρσα ως εκεί. "Νο! How much?!" και μου δείχνει το ρολόι του. Ποια χρήματα.. τα εναπομείναντα δεκαπέντε λεπτά ήταν ο χρυσός τους. Θα προλάβετε τους λέω, χωρίς καμία βεβαιότητα όσο το ταξί δεν εμφανιζόταν.

Παίρνω το σακίδιο που τόση ώρα είχα παρατημένο στο παγκάκι και προχωρώ προς την αποβάθρα. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω βλέπω το ασημί ταξί να πλησιάζει. Βγαίνουν στον δρόμο και του κάνουν νοήματα όλοι μαζί, με τα χέρια υψωμένα σαν εκπομπή μηνύματος SOS σε διερχόμενο αεροπλάνο. Το ταξί τους αγνοεί και έρχεται μπροστά στο κτίριο. Οι αστυνομικοί είναι ακόμη μες στην αίθουσα. Το τραίνο πλησιάζει, σε λίγες στιγμές θα είναι μπροστά μου, μα η κατάσταση πίσω μου είναι και πάλι "χαμένοι στη μετάφραση".

***

Ο οδηγός παρκάρει, κοιτάζει στ' αριστερά του μια οικογένεια μελαμψών που τρέχοντας τον πλησιάζει αναψοκοκκινισμένη με βαλίτσες, μωρό και καρότσι στα χέρια· στα δεξιά του έναν επιβάτη με σακίδιο στην πλάτη. Του χτυπώ το παράθυρο και του λέω όσο πιο κοφτά και γρήγορα και κατανοητά και επιτακτικά μπορώ. Ότι εγώ τον κάλεσα, ότι αυτούς θα πάρει, ότι σε δέκα ακριβώς λεπτά θα πρέπει να είναι στον σταθμό των ΚΤΕΛ, ότι είναι υπέρρ επείγον.

Πρώτα με κοίταξε, ύστερα τους ξανακοίταξε· και μετά κατέβηκε γρήγορα να φορτώσει τα πράγματά τους. Μέχρι να τρέξω στο τραίνο που είχε ήδη ανοίξει τις πόρτες έκλεινε και η πόρτα του αυτοκινήτου. Ο θόρυβος της μηχανής του τραίνου κάλυψε τα λόγια που έβγαιναν απ' τα χείλη του αγοριού που κάτι μου φώναζε. Δυο χέρια χαιρετούσαν απ' το ανοιχτό παράθυρο, σήκωσα κι εγώ το δικό μου σε σήμα νίκης.

***

Θέλω να πιστεύω ότι τελικά πρόλαβαν.

Η μέχρι εκείνη την ώρα τύχη τους μείωνε κάπως τις ελπίδες. Θα προλάβαινε το ταξί να φτάσει; Θα τους βοηθούσε ο οδηγός να βρούνε γρήγορα το γραφείο εισιτηρίων; Θα τους περίμενε το λεωφορείο; Θα είχε θέσεις; Ή θα έβρισκαν πάλι τοίχο επικοινωνίας, αδιαφορίας, παραμένοντας ξένοι, χαμένοι στους μηχανισμούς της δικής μας μετάφρασης της καθημερινότητας. Δεν ξέρω.

Ξέρω ότι και το δικό μου δρομολόγιο είχε τελικά ακυρωθεί χωρίς ποτέ να προλάβω να το μάθω έγκαιρα. Τουλάχιστον η επόμενη αμαξοστοιχία θα περνούσε μετά από τρεις ώρες.

***

Στην αίθουσα του σταθμού Παλαιοφαρσάλου, όπου είχα ξεμείνει, ήμουν μαζί με το σακίδιο και το βιβλίο μου. Στην άλλη γωνία, με τα δικά τους σακίδια, δυο γαλλιδούλες διασκέδαζαν το δικό τους ακυρωμένο δρομολόγιο μιλώντας και γελώντας ακατάπαυστα. Καμία αγωνία, καμία επείγουσα κατάσταση.

Ο ήλιος που χτυπούσε στο διαχωριστικό τζάμι μου ζέσταινε συντροφικά την πλάτη. Έβγαλα το αντισηπτικό, έτριψα καλά τα χέρια και άνοιξα το βιβλίο στη σελίδα που είχα μείνει. «Η παλιά αγάπη είναι ένα σκουριασμένο άρμα μάχης που στέκει φρουρός δίπλα σ' ένα άμορφο μνημείο: εδώ, κάποτε, ελευθερώθηκε κάτι» (Julian Barns, Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ).



Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ασφαλής Διάβαση


Η ζωή στην Εκκλησία είναι μια συνεχής πο­ρεία, προχώρημα, Πάσχα, διάβαση.

>>>

Προχωρούμε από την άγνοια στη γνώση. Και η γνώση μάς φαίνεται λίγη. Και πάμε πέρα από τη γνώση. Στην άγνοια την υπερτέραν πάσης γνώσεως.

Προχωρούμε από την κακία στην αρετή. Και δεν μένομε εκεί. Δεν είναι σκοπός να αποκτήσουμε αρετές, σαν καλές συνήθειες τούτου του κόσμου, και να μας φάει ο θάνατος «εναρέτους». Σκοπός της αρετής είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ταπείνωση. Και βρίσκεται ο άνθρωπος υπέρ θάνατον, ενώ φέρει σάρκα και οστά.

Ξεκινούμε από την ελευθερία, από τον αυθορμητισμό τον δικό μας. Και δεν μας αρκεί, δεν μας φτάνει η δική μας ελευθερία. Πράττουμε και ενεργούμε και γινόμαστε πτώ­μα στη δράση. Και οδηγούμαστε στην ανάπαυση, στην ησυχία, την υπερτέραν πάσης ενεργείας.

>>>

Έτσι ο άνθρωπος φεύγει από τούτο τον κόσμο. Ανασαίνει τον καθαρό αέρα της ελευθερίας του άλλου κό­σμου. Ζει σε άλλο κλίμα. Και, ταυτόχρονα, βρί­σκεται σε τούτο τον κόσμο, την ιστορία, τον τόπο. Και κάθε πράγμα, απασχόληση, γνώση, αρετή, έχει νόημα και σημασία αιώνια. Γιατί λάμπει με την άκτι­στη και άδυτη χάρη και διακονεί στο μυστήριο της σωτηρίας τού σύμπαντος κόσμου.

Και ενώ η ιστορία ολόκληρη και ο κόσμος όλος είναι μικρός και ελάχιστος μπροστά στον κάθε μικρό άνθρωπο, μπροστά σε κάθε μια ψυχή -«τί γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν τον κόσμον όλον κερδήση και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;»- ταυτό­χρονα, η κάθε λεπτομέρεια τούτου του κόσμου και το πιο διαβατικό και πρόσκαιρο στοιχείο τής ζωής, για τον άνθρωπο αυτόν τον θεοφόρο, αστρά­φτει με την άδυτη λαμπηδόνα τού Αγίου Πνεύ­ματος.

Τα πάντα είναι τιποτένια: άοσμα, άχρωμα και άγευστα, χωρίς τη θεοποιό χάρη. Και το καθετί παρακατιανό μπορεί να λάμψη με όλο το ουράνιο κάλλος.

>>>

Τότε, μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, ο άνθρωπος αποκτά το «ίδιον μέγεθος», μπορεί να ζήσει, να κινηθεί, να δράσει σε τούτο και τον άλλο κόσμο. Και τα πάντα γίνονται από τώρα δοξολογία. Και όλα αδιάκοπα τον οδηγούν προς τα εμπρός.

Κουράζεται σωματικά για τον άλλο και πνευ­ματική αγαλλίαση γεμίζει την ψυχή του. Ησυχά­ζει, μένει μόνος με τον Θεό, και βρίσκεται μαζί με όλους, ζώντες και κεκοιμημένους. Γίνεται πτώμα στη δουλειά και δράση, προσφερόμενος ολοκληρωτικά από αγάπη για τον άλ­λο, και την ίδια ώρα βρίσκεται στην ησυχία της βαθυτέρας ερήμου· η ίδια η δράση τον φέρνει «εις την υπερέχουσαν πάντα νουν ειρήνην».

Δρα πυρετωδώς και αναπαύεται ουρανίως.

Δεν ζει για τον εαυτό του. Ζει για τον άλλο και παίρνει ο εαυτός του τις πραγματικές, τις απεριόριστες και επεκτεινόμενες ακατάπαυστα διαστάσεις.

Και κάμει τη γη ουρανό από σήμερα.

* Γέρ. Βασίλειος Ιβηρίτης, Το Άγιον Όρος και η παιδεία του Γένους μας.



Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

δεν είμαστε μόνον ο εαυτός μας


Μόνο η στιγμή που εξευτελίζεται η ζωή μας περιέχει όλες τις άλλες στιγμές της ζωής μας. Μόνο τότε, ό,τι και όσα επράξαμε λερώνονται και καταργούνται. Όσα μάθαμε και ακούσαμε και όσα θαυμάσαμε. Σαν να μην γράφτηκε ποτέ η Ενάτη και να μην ειπώθηκαν από χείλη ανθρώπων οι μυθικοί μονόλογοι του Κύκνου. Να μην ράγισε τις πέτρες των θεάτρων ο θρήνος της Αντιγόνης και του τυφλού Οιδίποδα.

Αυτό που είμαστε δεν είναι μόνον ο εαυτός μας. Είμαστε ακόμα και εκείνα που χάσαμε και όσα χαρίσαμε και ό,τι κερδίσαμε με κόπο και αγρύπνιες. Είναι ακόμα και τα αινίγματα των φίλων και των συντρόφων μας, των συγγενών και των αγνώστων, τα πάθη και οι αμαρτίες τους, η δόξα της ομορφιάς τους και τα έργα τους, γιατί πάντα σέρνουμε τους διπλανούς μας και πάντα εκείνους που δεν γνωρίσαμε και τους βλέπουμε από μακριά. Είναι οι φωνές τους μέσα στη νύχτα όταν ζητούν βοήθεια, το παρακλητικό βλέμμα τους, όταν παντού μες στον κόσμο και μες στο σπίτι σταματά ο αέρας και μόλις που απλώνεται ικετευτικά το χέρι που αγάπησες και το φίλησες κάποτε γονατιστός, όταν μας έδιναν την ευχή τους και προσεύχονταν για μας και ίσως γι' αυτό, όταν αγγίζουμε την ξερή πέτρα, η πέτρα βγάζει σπαρακτικό αναστεναγμό και σκίζεται στα δύο και αμέσως αναβρύζει δροσερό νερό. Έτσι εξηγείται γιατί αλλάζει και η φωνή μας, που άλλοτε μοιάζει με των Αγγέλων και άλλοτε με των θηρίων και, όταν περνάμε στους δρόμους, οι περαστικοί μάς κοιτάζουν με κατάνυξη ή παραμερίζουν έντρομοι και κάνουν τον σταυρό τους.

* Μάνος Ελευθερίου, Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές, εκδ. Μεταίχμιο 2006




Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

un

Τις μικρές ώρες, τότε που η νύχτα έχει καλύψει τους πολλούς θορύβους άλλης μιας μάταια κοπιαστικής ημέρας, όταν το μόνο που ακούγω κάτω απ' τα σκεπάσματα είναι οι άγρυπνοι λυγμοί του σκύλου στην αυλή και κάποτε τα γουργουρίσματα του αθόρυβου ψυγείου στην κουζίνα· και λίγο προτού τα μάτια παραδοθούν στο γλυκό χνώτο του ύπνου, βάζω καμιά φορά και ακούω αυτή τη γαλήνια μελωδία, νανούρισμα και προσευχή και μοναξιά μαζί.


Και ξεγελώ τον φόβο μου, ότι υπάρχει τελικά ομορφιά σ' αυτόν τον κόσμο.

Και κάποιες φορές κοιμάμαι πριν τελειώσει.

Μα κάποιες φορές τελειώνει πριν κοιμηθώ. Εκείνες ακριβώς τις ώρες, σε σκέφτομαι.




Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

το δύσκολο

Όπως κι αν έρθουνε τα πράγματα
όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες
πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται.
Το δύσκολο είναι να αγαπάς.

* του Τίτου Πατρίκιου, από τη συλλογή 'Συγκατοίκηση με το παρόν'.



Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ένας Kobe η χαρά μου


Θυμάμαι όταν ήμαστε μικροί και ρίχναμε σουτάκια στις μπασκέτες της γειτονιάς ή στήναμε "θρεί ον θρεί" στα γηπεδάκια του σχολείου, φωνάζαμε «..και σουτάρει ο Μπάνε» όταν έφευγε η μπάλα απ' τ' ακροδάχτυλα. Ή αντίστοιχα «..ο Γκάλης» ή «..ο Φάνης» ανάλογα με τις οπαδικές προτιμήσεις ή φυσικά «Σούμποτιτς για τρεις..» όταν βαρούσαμε απ' τη γωνία και η μπάλα κατέληγε κάπου πίσω απ' το ταμπλώ ή έβγαινε με περίσσεια δύναμη άουτ από την άλλη πλευρά.

Στα mid '00s στην κατασκήνωση, όμως, όλα μα όλα τα παιδιά ένα όνομα είχαν στα χείλη τους. Και στις φανέλες τους, φυσικά, αρκετά από αυτά.
«Κόμπε για τρειιιιιις!»
«Σπάσιμο της μέσης και Κόμπε για δύο..»
«Φεύγει στον αιφνιδιασμό και Κόμπε αφήνει τη μπάλα στο καλάθι»
.

Το Νεραϊδοχώρι σε τίμησε θρύλε Κόμπε, έτσι, με στο τέλος, όπως σου έπρεπε όλα αυτά τα χρόνια. Και ήσουν εκεί, κάθε χρόνο, στα best-of της καλοκαιρινής σεζόν.

Ευχαριστούμε για τις αναμνήσεις και την παρουσία σου στ' αμέτρητα μονά· ψήλωνες περισσότερο το μπόι μας, έμπαιναν και καναδυό κουφά παραπάνω.
Ώρα καλή.



Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

nobody's second choice



- Better than when we were married.
- How about that?
- It isn't always there for us. Maybe that's why it's good.
- Yeah, well.. I mean.. we're older now.
- Older is better?
- More like smarter. You know. I mean, maybe if, maybe if we'd been what we are now back then things would have played out differently. Just something to think about.
- I guess. But now it is what it is, Vin.


- Hm. Why, you don't think we could, though?
- I think it's like we took what we had, and we dropped it on the floor, like it was some old teacup or something.
- Hm.
- And now, with the kids grown and the years gone, we could sit there on the floor with the glue and put it all back together again, every piece where it needs to go. And then, at the end, after all that work, you'd still see all the cracks and the missing pieces. You and Abby?
- Nah.


- Nobody wants to be anybody's second choice, Vin. That never works.
- Easier to just.. buy a new teacup?
- Yeah. Easier.


* Andrea and Vincent, The Deuce, 3rd season - 7th episode, "That's a wrap"



Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Μάντεψε ποιος



Θυμάστε όταν ήμαστε παιδιά, ερχόταν κάποιος από πίσω μας, έκλεινε τα μάτια μας με τις παλάμες του και το παιχνίδι ξεκινούσε, να προσπαθούμε να σκεφτούμε ποιος ήταν αυτός που μας αγκάλιαζε κρυφά. Οι πρώτες μαντεψιές ήταν οι πιο προφανείς, των κοντινών φίλων, των κολλητών. Στις επόμενες ο νους διερευνούσε μακρινές εκπλήξεις. Μήπως ο ένας; Μήπως ο άλλος; Ή άραγε εκείνη; Όσο πιο πολύ κρατούσε η σιωπή του κρυμμένου, τόσο πιο δύσκολη ήταν και η σωστή πετυχεσιά. Κι έμενε πάντα ο φουντωμένος πόθος μην ήτανε άραγε το κορίτσι ή το αγόρι που είχαμε κρυφά ερωτευτεί. Μα στους διάφανους κοντινούς μας δεν πήγαινε εύκολα η σκέψη.

Δεν ξέρω τι μας εκνεύριζε περισσότερο όταν δυσκολευόμασταν να βρούμε τον "ένοχο", που χάναμε και βρισκόμασταν σε αδιέξοδο μνήμης ή ότι συνειδητοποιούσαμε τη φτώχεια μας σε ανθρώπους σημαντικούς και αγαπημένους.

***

Πόσους θα θυμόμασταν να αριθμήσουμε σήμερα αν μας έκλειναν τα μάτια; Μέχρι πού θα πήγαινε ο νους μας; Η καρδιά μας; Ή μήπως «στενεύουν τα περάσματα κι οι φίλοι μου φαντάσματα» για να μνημονεύσω τον Θάνο που θα μας λείψει. Ή το εγώ μας συμπλήρωσε όλα τα κενά της ζωής και ζορίζεται να χωρέσει άλλον.

Αγαπημένοι μου, μες στο δυο-φορές-20 συνεχίζουμε φωτισμένοι το δικό μας άδειασμα, αφήνοντας χώρο για να αναπαύεται δίπλα μας η παρουσία των αγαπημένων μας. Αυτό σας εύχομαι.

Κι ας μην είναι πάντα πετυχημένη η μαντεψιά.