Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Τρεις μάγοι: το ταξίδι και το θαύμα


Πάντα ζήλευα του τρεις μάγους, από την ιστορία των Χριστουγέννων, αυτούς με τα δώρα. Σοφοί επιστήμονες, σεβαστοί διδάσκαλοι, ανατολίτες αστρολόγοι, ποιος ξέρει τι ήταν και τι σημασία έχει στο κάτω κάτω.

Αυτό που έχει σημασία, και που ζηλεύω, είναι που σαν εκπληρώθηκαν οι προφητείες και φάνηκαν τα σημεία, έφαγαν γη με τα πόδια και χόρτασαν ουρανό και αστέρια με τα μάτια τους, κάνοντας το ταξίδι των ονείρων τους· το μεγάλο της ζωής τους ταξείδιον! Ένα ταξίδι για το οποίο μπορεί ο προορισμός να ήταν το Α και το Ω, ωστόσο τελικά η πορεία η ίδια αποδείχθηκε μακρά και περιπετειώδης όσο από το βήτα στο ψι.

Κάποτε έφτασαν στον προορισμό τους, δεν άργησαν πολύ, μερικά χρόνια μόνο. Στο μεταξύ είχαν διαβεί όλες τις πιθανές εναλλαγές εικόνων και τόπων, δυσκολιών και εμποδίων, ανθρώπινων αισθήσεων και συναισθημάτων. Όταν έφτασαν έζησαν το θαύμα.

Και φτου κι απ' την αρχή τον γυρισμό. Άλλη διαδρομή, νέα περιπέτεια· ταξίδι δίχως τέλος.


Πάντα ζήλευα τους τρεις μάγους, αυτούς με τα δώρα. Για το ταξίδι και την εμπειρία του· για τον προορισμό και το θαύμα του. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένω, το κατάλληλο ίσως σημείο, να ζωστώ το backpack και την canon και να κινήσω, για το ταξίδι και το θαύμα.

Καλό ταξίδι, λοιπόν, στη χώρα των Χριστουγέννων.




Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

diario Peruano: Madre de Dios


Ο ποταμός Madre de Dios κυλούσε τα νερά του νωχελικά, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι. Η αποπνικτική υγρασία της προηγούμενης ημέρας έπιανε ξανά τα συνηθισμένα της μεγέθη, καθώς η γη εξάτμιζε την πρωινή καταιγίδα. Τα σοκολατένια νερά έσμιγαν χρωματικά με το καταπράσινο φόντο των δέντρων στο νησί των πιθήκων που απλωνόταν στην απέναντι όχθη, έκρυβαν μες στην αδιαφάνειά τους κάθε λογής υδρόφιλη ζωή που απέφευγε την μεσημεριάτικη έκθεση.

***

Το περασμένο απόγευμα, λίγο αφότου ο ήλιος είχε αφήσει τη θέση του στην πανσέληνο του Νοέμβρη, επιβιβαστήκαμε αθόρυβα στη μακρόστενη βάρκα που ήταν δεμένη στην άκρη της ξύλινης προβλήτας. Μοιρασμένοι στους πάγκους της δεξιάς και αριστερής πλευράς παλεύαμε να ισορροπήσουμε το ρηχό σκαρί, ενώ ταυτόχρονα δέναμε χαλαρά στο στήθος τα σωσίβια-γιλέκα. Ιδρώτας κυλούσε άφθονος στο μέτωπο, παρότι μόλις τελειώναμε το απογευματινό ντους-βάλσαμο στα ξύλινα καλυβάκια που μας φιλοξενούσαν όταν ακούσαμε τη χαρακτηριστική προτροπή του Βιτόρ, του οδηγού μας, «πάμε-πάμε-πάμε!». Πεταχτήκαμε απορημένοι στον πλακόστρωτο διάδρομο μπροστά από τις καλύβες και είδαμε φώτα από φακούς να πηγαινοέρχονται ως την άκρη του ποταμού. Η χαλάρωση του απογεύματος διαδέχτηκε γρήγορα την έξαψη της νέας αποστολής. Η έκτακτη βραδινή βαρκάδα στο ποτάμι είχε ως σκοπό την εξερεύνηση της νυχτόβιας ζωής της περιοχής και τον πιθανό εντοπισμό αλιγατόρων! Δεν περίμενα καλύτερη απάντηση στην απέλπιδα απορία «πού πάμε βρε παιδιά..».

Η μηχανή κροτάλιζε ρυθμικά καθώς η βάρκα έπλεε με χαμηλή ταχύτητα κατά μήκος της όχθης. Το γεμιστό φεγγάρι είχε ανατείλει και πρόβαλε περήφανο πάνω από τις πανύψηλες σεκόιες και τους φίκους της ζούγκλας, κρύβοντας ωστόσο τα ασθενικά αστέρια του ουράνιου στερεώματος που ανεμπόδιστο καπέλωνε εκείνη τη νύχτα την ασημαντότητά μας. Πού και πού ομιλίες και γελάκια από κάποιο πηγαδάκι της παρέας έσμιγαν με τα κρωξίματα των άγριων πουλιών και τις απόκοσμες ιαχές των πιθήκων. Η δέσμη του φακού του Βιτόρ φώτιζε συγκεκριμένα σημεία, πότε στις όχθες, πότε στην επιφάνεια των νερών· με τις αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση έψαχνε να νιώσει την παρουσία των αμφίβιων κοντά μας. Ξαφνικά ένα «σσσ, σσσ!» έπαψε τις ομιλίες και ασφάλισε πιεσμένη την ανάσα μες στα στήθια μας. Η δέσμη του φακού επάνω στα νερά, δυο μάτια σαν περισκόπιο ξεπρόβαλαν σκανάροντας το πεδίο μπρος τους και ξαναβυθίστηκαν στην προστασία του σκουρόχρωμου ποταμού. Λίγοι τα είδαν, ακόμη λιγότεροι τα ένιωσαν, όλοι τράβηξαν αντανακλαστικά τα χέρια και τους αγκώνες από το στηθαίο της βάρκας· τα συρσίματα και οι θόρυβοι από την όχθη πρόσφεραν το δικό τους φορτίο στην ένταση των στιγμών.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε λίγες φορές, μέχρι η βάρκα να πάρει τον ρου της επιστροφής. Τώρα πηγαίναμε στην ίδια φορά του ρεύματος του ποταμού, γεγονός που μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε ανόθευτους τους ήχους της ζούγκλας, όταν ο Βιτόρ έκλεισε τη μηχανή της βάρκας. Το σμίξιμο του τραγουδιού των πουλιών με τους λαρυγγισμούς των αθέατων ζώων και το δίχως μπούσουλα σύρσιμο της βάρκας στα νερά του ποταμού, δημιουργούσε μια σπάνια νυχτερινή μουσική σύνθεση της φύσης, δώρο απλόχερο στην αργυρή ταπεινότητα της σελήνης. Αυθόρμητη η δική μας ταπεινή σιωπή όταν η φύση εκφράζεται. Με τις πέντε αισθήσεις συντονισμένες σ' αυτό που ξεδιπλωνόταν στον έξω κόσμο μου, η έκτη αίσθηση ξύπνησε στην καρδιά μου καθάρια δοξολογία, όμοια μ' αυτή που είχε ξαναγευτεί κάμποσες ημέρες νωρίτερα, μες στο άγριο ξημέρωμα, αγρυπνία στο "υψηλότερο σημείο τούτης της γης". Αν το ορατό, το αισθητό φάσμα της φύσης μπορούσε να είναι τόσο όμορφο, τόσο προκλητικά αισθαντικό, πόσο ανυπολόγιστα υπέροχο θα ήτανε την ίδια στιγμή το μη ορώμενο μέρος της φύσης, αυτό πέραν του ένα τοις εκατό που -όπως διατυπώνουν οι επιστήμονες- μπορούν να γευτούν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Δάκρυσα.

***

Ο ποταμός Madre de Dios κυλούσε τα νερά του νωχελικά, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι, στην πορεία του από τη χώρα του Περού μες στη βόρεια Βολιβία, και χιλιάδες χιλιόμετρα κατοπινά στη σύνδεσή του με τον Αμαζόνιο. Πρώτη φορά καφετιά νερά ήταν τόσο δελεαστικά. Χωρίς τον φόβο του αναπάντεχου που κρύβεται μέσα τους, μια βουτιά θα ήταν δίχως άλλο απολαυστική. Τα ρούχα ήδη κολλούσαν στο ιδρωμένο κορμί, καθώς ο ήλιος στέγνωνε το χώμα από τη βροχή που όσο βιαστικά ήρθε και εναρμονίστηκε με τους αλαλαγμούς των ζωντανών κατά το πρωινό ξημέρωμα, τόσο γρήγορα έφυγε αφήνοντας χοντρές σταλαγματιές να σχηματίζουν λιμνούλες κάτω από τις σκεπές των καλυβιών. Οι καπνιστές της παρέας είχαν τότε ξεπηδήσει από τα δωμάτια και έκαναν το πρωτοκαλύτερο ίσως τσιγάρο όλων εκείνων των περουάνικων πρωινών, επικοινωνώντας σιωπηλά το βλέμμα τους με τα στοιχειά της φύσης. Στο κρεβάτι μου ξαπλωμένος, ξερνούσε η μνήμη μου θύμησες από τα παιδικά χρόνια στο χωριό και τις ατελείωτες ζεστές αυγουστιάτικες μπόρες, που χοροπηδούσαν τις στάλες τους στον τσίγκο της σκεπαστής βεράντας και γράμμωναν στον αγέρα πυκνές παράλληλες υγρές τροχιές· είν' η πιο βαθιά κι ανείπωτη χαρά της ζωής μου, το τραγούδι της βροχής. Κι εκείνο το πρωί, μαζί με τα πουλιά της ζούγκλας, είχε παίξει σαν μόνο για μένα. Βούρκωσα ξανά, για το ξενύχτι και το ξημέρωμα μαζί.

Φορώντας γαλότσες έσυρα το βήμα μου στην άκρη της αυλής που οδηγούσε στην προβλήτα και κατέβηκα τα ξύλινα σκαλοπάτια. Η πρωινή καταιγίδα είχε φουσκώσει το ποτάμι καλύπτοντας τα τελευταία σκαλιά, οι βάρκες που είχαμε αφήσει αποβραδίς τραβηγμένες στην όχθη στέκονταν τώρα δεμένες στο νερό. Τα μάτια μισόκλειναν, λιγότερο από την αντηλιά· μάλλον από τις ελάχιστες ώρες νυχτερινού ύπνου που είχα καταφέρει το περασμένο βράδυ. Η εξέδρα με τις αιώρες και τους ξύλινους καναπέδες που είχε θέα το ποτάμι, ήταν το καλύτερο καταφύγιο χαλάρωσης και ονειροπόλησης. Το φεγγάρι και η γλυκιά παρέα είχαν κάνει το ξενύχτι "να μην τελειώσει". Κοίταξα προς τη μεριά του ποταμού κάτω από την εξέδρα· ένα γερμένο δέντρο βουτούσε τα κλαδιά του στο νερό, ενώ από πάνω κρεμόταν μια μεγάλη γερή κληματσίδα, έτοιμη να υποδεχθεί τον γενναίο ταρζάν που θα τολμούσε να πιαστεί στην ορμή της, να ταλαντευτεί πάνω από το νερό. Από την άλλη μεριά τρεις βάρκες λικνίζονταν δεμένες κοντά στην όχθη. Ένα νεαρό παιδί πήδησε από τη μια στην άλλη και βρέθηκε στη λασπερή όχθη. Καθισμένος στα τελευταία σκαλάκια της προβλήτας, του κούνησα φιλικά το χέρι. Ανταποκρίθηκε σηκώνοντας την παλάμη και συνέχισε την εργασία του. Αναλογίστηκα για μια στιγμή τι διαβήκαμε τις περασμένες μέρες και πού τελικά φτάσαμε σ' εκείνο το σημείο της γης. Θα μπορούσαμε άραγε ποτέ να χωνέψουμε μέσα μας τις εικόνες που ρούφηξαν οι αισθήσεις μας, τα βιώματα που άγγιξαν την καρδιά μας, τα συναισθήματα που γέννησε η ψυχή μας; Και μάλιστα στο ακέραιο; Στο σύνολο της αλήθειας τους;

Δεν πρόλαβα παρά μόνο να θέσω σιωπηλά το ερώτημα στη δική μου καρδιά. Ευτυχώς γιατί απαντήσεις δεν είχα, δεν ήταν δυνατό να είχα· κι αν θα 'χω ποτέ, αμφιβάλω. Το «πάμε, πάμε» του Βιτόρ ακούστηκε από μακριά και κύλησε την ιστορία στο επόμενο δευτερόλεπτο, στην επόμενη στιγμή, στο επόμενο βίωμα· «πάμε, πάμε» - κάλεσμα για μια νέα διαδρομή στα μονοπάτια της ζούγκλας, στις λίμνες με τα καϋμάν και τα χοαξίν, τους γιγαντιαίους φίκους και τα δέντρα που περπατάνε, τους κόκκινους πιθήκους. Αυτή είναι όμως μια άλλη ιστορία που δεν έχει ακόμα σταλάξει μέσα μου, μια επόμενη διήγηση.

***

Κάθε τι, βέβαια, που αποτελεί μυστικό-προσωπικό βίωμα, όταν σχηματίζεται σε λέξεις και βγαίνει στην επιφάνεια, αρχίζει να χάνει σιγά σιγά την αξία του, το ξέρουμε όλοι πολύ καλά. Εντούτοις ο λόγος καταφέρνει κάποιες φορές να ανακαλύπτει σπάνιες μνήμες, τόσο μικρές και λεπτές, θαμμένες θαρρείς στα σοκολατένια νερά ενός ποταμού· και τις ξετρυπώνει. Και αυτό το φλερτ με το ξεγύμνωμα της μνήμης είναι αρκούντως δελεαστικό για τη συνέχιση των ιστοριών από το ταξίδι στη μακρινή χώρα του Περού.