Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Τεχνολογικός και Πολιτικός Μεσαίωνας

* του Κώστα Καββαθά (Κ.Κ.)
 

Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στους 4Τροχούς το Δεκέμβριο του 2006. Επειδή τον τελευταίο καιρό έκαναν την εμφάνισή τους πολλοί προφήτες το αναδημοσιεύω πάλι και πάλι για να δείτε ποιος έλεγε τι και πότε._Κ.Κ.

Πάει καιρός τώρα που λέω ότι ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει και πως κάθε μέρα που περνάει οι συγκρούσεις θα γίνονται πιο άγριες. Σε αυτόν τον πρώτο πόλεμο του 21ου αιώνα αντιμέτωποι είναι ο Πρώτος και ο Τρίτος Κόσμος. Οι πολύ πλούσιοι και οι πολύ φτωχοί. Οι κατακτητές και οι λεηλατημένοι. Οι βιαστές και οι βιασμένοι. Αυτός ο πόλεμος δε θα τελειώσει σε τέσσερα, πέντε χρόνια, αλλά θα διαρκέσει πολλές δεκαετίες. Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με κάθε προηγούμενο, είναι πόλεμος ασύμμετρων απειλών, όπως εύστοχα τον αποκάλεσαν μετά την 11η/9 τα γεράκια στην Ουάσινγκτον. Από τη μία υπάρχουν οι οπλισμένες με όλα τα σύγχρονα όπλα στρατιές των Νέων Σταυροφόρων και από την άλλη οι ζωσμένοι με εκρηκτικά αποφασισμένοι παρίες του πλανήτη, από τους οποίους οι πρώτοι αφαίρεσαν τα πάντα, από τη γη που καλλιεργούν μέχρι τα γάλα των παιδιών τους, για να μην αναφερθώ στους 600.000 νεκρούς από την εισβολή στο Ιράκ και στις 18 γυναίκες και μωρά που εκτελέστηκαν από τους Ισραηλινούς στη Λωρίδα της Γάζας.

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, από την εκστρατεία εναντίον της Τροίας μέχρι τον τελευταίο «δίκαιο» πόλεμο, ο Γ΄ είναι αποτέλεσμα των φοβερών, απάνθρωπων ανισοτήτων που ο Δυτικός άνθρωπος επέβαλε στα δισεκατομμύρια που ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα - που δε θα ξεχάσω. Πριν από 10 χρόνια στην παρουσίαση στη Στουτγάρδη ενός πανάκριβου μοντέλου της Μercedes-Benz με κινητήρα V12 o υπεύθυνος ανακοίνωσε με υπερηφάνεια στους δημοσιογράφους ότι «η εξέλιξη μόνο του συστήματος που ανοίγει και κλείνει τις πόρτες κόστισε 5 εκατ. μάρκα»! Λίγοι από τους δημοσιογράφους κατάλαβαν την ύβρη. Πέντε εκατομμύρια μάρκα (ήταν προ του ευρώ) για μία μπετούγια! Ο υποψιασμένος αναγνώστης δεν έχει παρά να βάλει στη μία πλευρά της ζυγαριάς το κλείθρο και στην άλλη την κλοπή πλουτοπαραγωγικών πηγών από τις χώρες του αποκαλούμενου Τρίτου Κόσμου, που επιτρέπουν στο Γερμανό μηχανικό (και στον Έλληνα λωποδύτη, μεταπράτη ή κομπραδόρο) να κυκλοφορεί οδηγώντας την Ύβρη.

Χαμένοι στον ωκεανό των πιστωτικών καρτών, της φαινομενικής πραγματικότητας και του lifestyle τζατζίκι με Καγιέν, δεν είμαστε σε θέση, δε θέλουμε ή δε μας αφήνουν να δούμε την ανισότητα. Και δε μας αφήνουν γιατί, αν καταλάβουμε τι γίνεται, αν τρομάξουμε, συγκινηθούμε, συμπαρασταθούμε, θα χαλάσουμε τη σούπα των διεθνικών. Γι’ αυτό φροντίζουν να στέλνουν τους στρατούς τους σε χώρες που -ακόμη- διαθέτουν αποθέματα (ουρανίου, πετρελαίου, χρυσού, φθηνού δυναμικού κτλ.), τα οποία αρπάζουν για να μη χάσει ο βλάχος τη Μερσεντέ και ο γιάπης την Πόρσε.


Τα πράγματα εξελίσσονται όπως είχαν προβλέψει οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Τρομοκρατημένοι από τα εγκλήματά τους, οι «πολιτισμένοι» της Δύσης αναζητούν τρόπους για να προφυλαχθούν από τα χτυπήματα. Ο Επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ, Φ. Φρατίνι, πρότεινε να ψηφιστεί νόμος που να επιβάλει «... την καταγραφή και τη διατήρηση για ένα τουλάχιστον χρόνο όλων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τουλάχιστον για έξι μήνες του συνόλου της εμπορικής δραστηριότητας των πολιτών στο Ίντερνετ για κάθε χρήση...». Στο νέο Μεσαίωνα μια μικρή ομάδα ανθρώπων (όχι πάνω από 2.000.000) θα ελέγχει το σύνολο των πολιτών πρώτα του αναπτυγμένου και σιγά σιγά του Τρίτου Κόσμου. Με πρόφαση τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας», οι εχθροί της δημοκρατίας και της ελευθερίας απλώνουν τα πλοκάμια τους σε όλες τις πλευρές της ζωής μας. Οι χαρτογιακάδες των Βρυξελών λένε ότι είμαστε (όλοι) ύποπτοι για «τρομοκρατική ενέργεια», και γι’ αυτό πρέπει να παρακολουθούν κάθε μας κίνηση. Πανίσχυρα (και πάμφθηνα πλέον) συστήματα όπως το Echelon καταγράφουν σε τεράστιες βάσεις δεδομένων κάθε τηλεφώνημα, φαξ, e-mail, αλλά με τα εκατομμύρια κάμερες που έχουν τοποθετήσει στους δρόμους και στα κτίρια παρακολουθούν κάθε κίνηση, ακόμα και λέξη που λέμε. Οι τεχνολογίες παρακολούθησης κάνουν το Μεγάλο Αδελφό να μοιάζει με Μικρό Εξάδελφο, ιδιαίτερα αν κανείς κάνει το λάθος να ταξιδέψει στην κοιτίδα της... δημοκρατίας, τις ΗΠΑ. Όπως μου λένε, ο εξευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι απόλυτος, και αυτό στη χώρα που διαθέτει το απόλυτα καλύτερο Σύνταγμα στον κόσμο.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι πού πήγαν οι νέοι του Μάη του ’68, τι απέγινε η γενιά του Πολυτεχνείου, πού χάθηκε ο Αντρέας, ο Φοίβος, ο Γιώργος και η Καίτη (Γώγου). Γιατί ανταλλάξαμε τα όνειρά μας με Γκραν Τσερόκι, Καγιέν και BMW Χ5; Τι κάνει τον νέο να θέλει να γίνει πορτιέρης σε ξενυχτάδικο και την κοπελιά γλάστρα σε πρωινάδικο; Τι είναι αυτός ο εφιαλτικός κόσμος που λες και ξεπήδησε μέσα από τις -χειρότερες- σελίδες των βιβλίων επιστημονικής φαντασίας. Εκατομμύρια άνθρωποι της δικής μου και της επόμενης γενιάς αναρωτιούνται πού πάμε. Μα, πού αλλού παρά στο... διάβολο!_ Κ.Κ.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Πόσα χρόνια πέρασαν και τούτη τη χρονιά

Πόσο σου πήγαιν' η βροχή
'κείνο το βράδυ του Γενάρη
κι έλεγες μέσα στη βοή
«κανένα μέλλον δεν μπορεί αυτό που ζούμε να μας πάρει»

Πόσο της πήγαινε η βροχή, πράγματι. Της χρονιάς. Αυτής της χρονιάς που μ' όνειρα στριμωγμένα ξεκίνησε τον περασμένο Σεπτέμβρη κι έληξε ξέπνοη δυο ώρες νωρίτερα..

Στο μεσοδιάστημα γιόμισε στιγμές, ευκαιρίες κι εμπειρίες. Και τρέξιμο. Άπειρο τρέξιμο και ένταση κι αγχωμένες αγωνίες. Να βγει το πρόγραμμα. Αυτό το πρόγραμμα που τόσο μαεστρικά στήθηκε χωρίς απώλειες, αλλά και χωρίς ελευθερίες. Να 'ξερα πόσα χρόνια πέρασαν τούτη τη χρονιά..

Και τώρα.. τώρα που το πρόγραμμα ξήλωσε τις κλωστές του κι η βροχή κρύφτηκε, κάθομαι και μετρώ τις ευκαιρίες. Όχι αυτές, τις άλλες. Εκείνες που δεν μπόρεσα να.. εκείνες που δεν θέλησα να.. εκείνες που δεν πρόλαβα να..
Μετρώ τις ελευθερίες που ..να τις βράσω τώρα, τι να τις κάνω..
Να που ήρθε, λοιπόν, αυτό το μέλλον και μου πήρε αυτό που ζούσα.

Θέλω πίσω τη βροχή μου.
Θέλω πίσω τις αγχωμένες μου στιγμές, τις τοσοδούλικες, τις τιμημένες βιαστικές στιγμές μου!

Τι να σου λέω για το χτες, για τις καμένες μας Ιθάκες
τώρα γυρεύω παρτενέρ για να μου δίνει τις ατάκες.
Πόσο της πήγαινε το φως..

* Οι στίχοι, ελαφρώς παραποιημένοι, είναι από το ποίημα του Άλκη Αλκαίου «Ατάκες», που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και ερμήνεψε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Ακούστε το εδώ.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Από τρελό κι από παιδί

* του Μίλτου Πασχαλίδη

Δύο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ειδήσεις, μου τριβελίζουν το μυαλό από προχθές.
Η πρώτη: κινδυνεύει σοβαρά να κλείσει ή να υπολειτουργεί το «Χαμόγελο του παιδιού».
Η δεύτερη: φίλος εγκάρδιος με πληροφόρησε ότι κλείνουν δύο ψυχιατρικά ιδρύματα στην επαρχία, ένα στη Λαμία και ένα στην Πελοπόννησο. 
Αμφότερα για οικονομικούς λόγους.

Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να ξεκολλήσω απ το νου μου την παροιμία: από τρελό κι από παιδί, μαθαίνεις την αλήθεια

Προφανώς, παρόλο που οι πάντες κόπτονται για το αντίθετο, σ' αυτό τον τόπο, κανένας δεν θέλει να μάθει την αλήθεια. Αλλιώς, δεν εξηγείται πως τα πρώτα θύματα των οικονομικών μέτρων είναι τα παιδιά -σε λίγο θα πληρώνουν φόρο για την γκαζόζα, οι ψυχικά ασθενείς και οι γέροι. Εξολόθρεψε τα παιδιά -ήδη όσοι είναι πολύτεκνοι αισθάνονται εντελώς μαλάκες- εξόντωσε τους γέρους με συντάξεις πείνας, καθάρισε τους τρελούς, σε λίγο θα μείνουν μόνο οι στατιστικά μετρήσιμοι από την AGB, οι 18-44, έτσι κι αλλιώς ο στόχος είναι να ζούμε τηλεοπτική ζωή, η άλλη, η αληθινή, είναι και επικίνδυνη και ασύμφορη.

Το τελείως τρελό, είναι πως όλοι -μα όλοι, ακόμα και οι Πασόκοι- παραδέχονται ότι με τον τρόπο που πάει η κυβέρνηση να λύσει το πρόβλημα της χώρας, δημιουργεί μεγαλύτερο. Και ο Γιώργος, με βλέμμα αποφασισμένου Φόρεστ Γκαμπ, απλά καμώνεται πως ζει σε άλλη χώρα. Προφανώς, σ' αυτήν που θα πάμε να ζήσουμε όλοι, όταν βαρεθούμε να κατεβαίνουμε ειρηνικά στο Σύνταγμα και να μουντζώνουμε κατά το δοκούν.

Ζούμε την τραγική ειρωνεία σε όλο της το μεγαλείο. Ηθοποιοί και θεατές σε μια αέναη κωμικοτραγική σύμβαση. Αυτοί, το έργο το έχουν ξαναπαίξει. Εμείς, το έχουμε ξαναδεί. Παλιά, μας έλεγαν ψέματα κι εμεις ήμαστε ή αδαείς, ή απροετοίμαστοι ή έστω λιγάκι καχύποπτοι. Τώρα μας λένε ψέματα, το ξέρουμε ότι μας λένε ψέματα και μας έχει τελειώσει το σάλιο: δεν μπορούμε να ντραπούμε ούτε για λογαριασμό τους -αυτοί δεν ντρέπονται έτσι κι αλλιώς, ένα ρόλο παίζουν και θα φύγουν νύχτα, το ξέρουν και το ξέρουμε.

Απλά, όπως και να το κάνουμε, αλλιώς είναι να βλέπεις Παπαγιανόπουλο, αλλιώς Σεφερλή. Άλλο είναι να σε κοροϊδεύει ο Ανδρέας Παπανδρέου, κι άλλο ο Γιωργάκης. Θα πείτε, και οι δυo στο ίδιο αποτέλεσμα σε οδηγούν. Σωστά.

Αλλά, άλλο να σε κλέβει επαγγελματίας χαρτοπαίκτης κι άλλο αρχάριος παπατζής.
Στην πρώτη περίπτωση λες: δεν είχα ελπίδα, κακώς έπαιξα μαζί του.
Στη δεύτερη λες: αν χάνω κι απ αυτόν, είμαι άξιος της μοίρας μου.

Και το χειρότερο. Συνεχίζεις να παίζεις το ίδιο στημένο παιχνίδι. Και σε λίγο, δεν θα υπάρχουν ούτε παιδιά, ούτε τρελοί για να σου πουν την απλούστερη αλήθεια: Με σημαδεμένη τράπουλα, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ρεφάρεις.

* Άρθρο στο e-tetRadio. Θα το βρείτε μαζί με άλλα σχόλια εδώ.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Στο "μπαλκόνι" με παρέα

Όχι ένα, ούτε δύο.. τρία και φαρμακερά άκυρα έφαγα χθες το απόγευμα. «Πάει, πέρασε η μπογιά μου πια», σκέφτηκα, αλλά δε λάκισα. Έσφιξα καλά στη μέση την μπανάνα και συνέχισα τη διαδρομή που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου. Προσπέρασα τον άγ. Νέστορα, εκεί όπου τόσες και τόσες μεγαλοσαρακοστές λάμβαναν το τέλος που τους άξιζε, κάπως έτσι κι εγώ μ' αυτή τη διαδρομή έδινα το τέλος που του έπρεπε στο δικό μου φετινό γολγοθά.

>>>

«Κερνάω απόψε βόλτα, σπίτι-κάστρα-σπίτι, τι λες;» Η πρώτη κρούση. Χλωμή απάντηση.
«Κι αν σου πω ότι θα περιλαμβάνει ..pit-stop μπύρας στο "Τοίχο-Τοίχο" και απονομή σαμπάνιας στο μπαλκόνι σου, τι ξαναλες; Δεν σε πείθει;», η δεύτερη απανωτή κρούση. Ξανά αρνητική απάντηση και γείωση Νο1. Δε θα το έβαζα κάτω.

>>>

Η αγ. Δημητρίου έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα.. φαρδύ πεζοδρόμιο. Που από πέρσι με την εφαρμογή του ποδηλατόδρομου αυξήθηκε αισθητικά η απόσταση πεζού-αυτοκινήτου. Και δέντρα. Που το καλοκαιράκι φουντώνουν τα φύλλα τους σε σημείο ενοχλητικό! Δεν ξέρουμε τι θέλουμε μου φαίνεται.. Μέχρι να φτάσω στη Φυσικομαθηματική είχα καταφέρει να μουσκέψω τις μασχάλες και τον ξυρισμένο σβέρκο μου. Κουφόβραση, και δεν ευνοούσε καθόλου το στενούτσικο παντελόνι και το εφαρμοστό (απ' το πλύσιμο) τι-σέρτ. Ε, δε μπορούσα να πάω και με βερμούδα στα Ινστιτούτα! Τι.. σερτ; χεχ! Ας όψεται η ελπίδα της δροσιάς εκεί ψηλά. Μ' αυτή την ελπίδα συνέχισα.

>>>

«Μετά τα προφορικά ξεκινώ για ονειρεμένη βόλτα σπίτι-κάστρα-σπίτι.. θα 'θελες να γεμίσεις το διάλειμμά μου;» Είπαμε, με την ελπίδα σα μόνιμη οδοντογλυφίδα στα χείλη ήμουν απ' το πρωί. «Για τι ώρα μιλάμε;» Άσε, κατάλαβα, δεν κατάλαβα; Δεν ήθελε και πολύ φαντασία να προβλέψει κανείς την εξέλιξη. «Λυπάμαι πολύ..», ήρθε sms λίγο πριν ξεκινήσω, «..δεν θα μπορέσω». Κρίμα, κι εγώ λυπάμαι.. «καλή καρδιά», απάντησα. Γείωση Νο2.. ν' αρχίσω ν' απογοητεύομαι;

>>>

Πήρα λοξά την Ολυμπιάδος και την περπάτησα ανηφορο-κατηφορίζοντας μέχρι τον προφήτη Ηλία. Εκεί κάπου έστριψα δεξιά και σε λίγα δευτερόλεπτα χάθηκα στα στενά του τσιναριού. Άλλος κόσμος, άλλη αίσθηση εντελώς. Σοκάκια, πλακόστρωτα, πέτρινα σπίτια, γραφικά ταβερνάκια, επ! να κι ο "Κήπος". Κι όλο ανηφόρα ε.. Ξέφυγα απ' την κεντρική διαδρομή να εξερευνήσω τα πέριξ. Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα έβγαιναν ήχοι τηλεόρασης, μαχαιροπήρουνα που βροντούσαν σε πιάτα, διακριτικές συζητήσεις. Ήσυχη γειτονιά, παρότι σφιχτομαζεμένη. Μου άρεσε.

>>>

«Έλα βρε, τι γίνεται.. περνώ από το σπίτι σου κάτω.. σε μαζεύω και πάμε βόλτα στα κάστρα, χμ;» Ήμουν σίγουρος ότι αυτό το πρόσωπο δεν θα με απογοήτευε. Χεχ-φευ-και όλα τα ξέπνοα τριγράμματα! Το τελειωτικό άκυρο ήρθε και προστέθηκε στ' άλλα δύο. Δε βαριέσαι.. Υπάρχει καλύτερη παρέα απ' τη μοναξιά μου; «Δεν υπάρχει», σκέφτηκα, σαν άλλοτε που απολάμβανα μονάχος σινεμά στον Έσπερο και το Μακεδονικόν.

>>>

Τώρα πια έσταζα για τα καλά.. αλλά η διαδρομή έφτανε στο τέλος της. Χώθηκα στο μισού μέτρου πλάτους στενάκι που βγάζει σε μια παραπόρτα στα Τείχη και πέρασα απ' την άλλη μεριά! Ένας καλός χαμός από παιδάκια-μητέρες-παπούδες και μια φασαριόζικη παρέα στο "Τοίχο-Τοίχο". Χωρίς χασομέρια κίνησα για τον Πύργο Τριγωνίου, στη βορειοανατολική γωνιά των τειχών, για το καλύτερο μπαλκόνι προς την πόλη. Το σκηνικό μου θύμισε Οία. Με τον κόσμο να κοιτάει το πουθενά, τα ζευγαράκια ν' αγκαλιάζονται, οι παρέες να σιωπαίνουν τις κουβέντες. Μόνο η θέα. Και οι φωτογραφίες. Ευτυχώς χωρίς χειροκροτήματα!

Έμεινα τριάντα λεπτά εκεί, να χαζεύω κι εγώ την άγνωστη πόλη μου. Τις διαδρομές της, το πράσινο, την ασχήμια της.. Είχε περάσει πια το ηλιοβασίλεμα, στέγνωσε και το τι-σερτ απ' το αεράκι. Μπορεί να μην έσβησε ο κόπος μιας χρονιάς, με μιας. Θα επιστρέφω, όμως, εκεί, μέχρι να σβήσει.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Πού π.α.τ.ε. ρε!

Σύγκρουση πολιτισμών σήμερα το πρωί. Στην Αριστοτέλους, ω, ναι!

Από τη μια μεριά μια φιλαρμονική του δήμου Βεροίας, που με τα χάλκινά της έκανε τον περαστικό κόσμο να χαμογελάσει πρωινιάτικα.Μια ντουζίνα όργανα και κάμποσες ευγενικές κοπελίτσες που μοίραζαν το πρόγραμμα εκδηλώσεων «Βέροια, εύηχη πόλη». Πράγματι, εύηχη και ιδιαίτερα όμορφη πόλη -και προσωπική μου αγαπημένη- η Βέροια. Κι ένα πρόγραμμα μουσικής δρόμου που θα ζήλευαν πολλές επαρχιακές ευρωπαϊκές πόλεις.

Ο κόσμος χειροκροτούσε αυθόρμητα, σχεδόν συγκινημένος στις μουσικές του Κουστουρίτσα, του Μίκη και του Μάνου, που τόσο όμορφα και χαρούμενα και ..αλέγκρα αποδίδονταν από τη μπάντα.. εύγε στα παιδιά! Ναι, ναι, παιδιά, από 20 ως 26-27 το πολύ.

Ανεβαίνοντας στην ευωδιαστή γωνία του Τερκενλή, οι αισθήσεις μου έπιασαν μια κίνηση στο βάθος της. Μια όχληση. Κοντοστάθηκα και προσπάθησα να ξεχωρίσω την ερχόμενη βαβούρα, από το Εντερλέζι που τόσο μαγευτικά έπαιζε στο μπακγκράουντ. Σε λίγο τα μάτια μπόρεσαν να διακρίνουν τις κόκκινες σημαίες και το μακρύ πανό. «Να πτωχεύσει η πλουτοκρατία, όχι ο λαός» ήταν το μήνυμά τους. Και η βαβούρα των συνθημάτων έγινε θόρυβος ενοχλητικός, αποκρουστικός. Άι... Π.Α.Τ.Ε..... να χαθείτε από κει!!


Κι έτσι η καλυτερότερη έκπληξη του πρωινού, βγαλμένη απ' τα χωνιά των χάλκινων και τις τρομπέτες και τα τύμπανα, έγινε νεύρο και τσατίλα και αηδία που ξεπήδησε από τις σηκωμένες γροθιές και τα συνθήματα του δρόμου για «μπινέδες» και «εργάτες» και «δίκαια».


«Θεσσαλονίκη, κακόηχη πόλη», πόλη των πτωχευμένων μυαλών, χεχ!

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Η φόρα που έσωσε την παρτίδα

Σήμερα παραλίγο να ξεπεράσω τα όρια. Όλη η μέρα ακροβατούσε σ' ένα όριο, σε μια αυστηρή μα έθραυστη ισορροπία, σ' έναν χρονισμό ακριβείας που δε χωρούσε παρεκκλίσεις.
>>>
Είμαι νευρικός χωρίς λόγο. Χωρίς εμφανή λόγο. Είναι η ώρα που καθένας θα ζήλευε μια σιέστα διαρκείας, ο ήλιος χτυπάει ψιλο-κάθετα στο παρμπριζ, κι εγώ κινούμαι αργά -αναγκαστικά!- στην έξοδο προς τον περιφεριακό. Ανηφόρα ατελείωτη.
>>>
Σήμερα η εργασία ήτανε ..τσόντα. Όχι τσόντα με την τρέχουσα έννοια του όρου (όχι ότι κι αυτό απέχει πολύ από την περιγραφή), μα την άλλη, την αρχική. Έξτρα, βερεσέ που λένε. Έξι ώρες για 4 ζητήματα. Σχέδια, κοστολογήσεις, αναζητήσεις, επιστολές, e-mails, διευθετήσεις, προγραμματισμός, ουφ! Απ' το πρωί με το κεφάλι χωμένο στην οθόνη και τα δάχτυλα βουτηγμένα στο πληκτρολόγιο, και μια ένταση παρασκευιάτικα να τελειώσω στην ώρα μου. Μήνες είχα να νιώσω αυτή την ένταση της παρασκευής. Μήνες.. από την τελευταία φορά που εργάστηκα παρασκευη, χεχ!
>>>
Η 4η ταχύτητα παρα-είναι μακριά για να με βγάλει ως το γεφυράκι που σηματοδοτεί το τέλος της ανηφόρας και την απότομη κάθοδο-είσοδο στον περιφεριακό. 70...65...60...55 κι όλο και πέφτει. Πίσω μου βλέπω ..τ' Άστρα να με πλησιάζει διστακτικό, να περάσει-να μην περάσει, ούτε και ξέρει. Λίγο ακόμα εγώ και στην κατηφόρα θα τον έχω, λίγο ακόμα! Δεν κατεβάζω σε 3η, χάσιμο χρόνου.
>>>
Είχα καλοσυνηθίσει να έχω μες στη βδομάδα δύο ..σάββατα! Το ένα -της παρασκευής- το αφιέρωνα σε μια ατελείωτη πρωινή βόλτα στην εργαζόμενη Θεσσαλονίκη. Η βόλτα που λατρέυω από τα φοιτητικά μου χρόνια. Και το άλλο Σάββατο αφιερωμένο στο διάβασμα.. φυσιολογικό Σάββατο. Γι' αυτό και το σημερινό σκάσιμο, από χθες ήδη όταν μου ανακοινώθηκε το «χώσιμο» της επομένης.
>>>
Καβαλάω το σαμαράκι στην κορυφή της γέφυρας και ετοιμάζομαι για την αριστερή καμπή. Το Άστρα με πλευρίζει και νομίζει θα προσπεράσει. Βυθίζω το δεξί πόδι στο πετάλ και το ρενάκι μπαλαντσάρει καθώς με μικρο-διορθώσεις προσπαθώ να εναρμονίσω τις τριβές με τη φυγόκεντρο που απειλεί να μ' αγκαλιάσει με τη δεξιά μπαριέρα. Αλλά μοιάζει να τα καταφέρνω. Ολισθαίνοντας στη ζεστή άσφαλτο πιάνω την κατηφορκή ευθεία. Το πεδίο ανοιχτό. Το πόδι απέχει ακόμα απ' το πάτωμα. Το Άστρα αρχίζει να μικραίνει στον κεντρικό μου καθρέφτη.
>>>
Σε πεντέμιση ώρες καταφέρνω να τελειώσω με 2 εκ των 4 υποθέσεων. Τα κουκιά δεν βγαίνουν. Θα χρειαστεί νέα τσόντα, χχχεχ! Με μιας αποφάσισα να επιταχύνω, να συντονίσω καλύτερα τις κινήσεις. Στο μισάωρο που απομένει να ξεπετάξω τα υπόλοιπα. Γίνεται;
>>>
Στη μακριά ευθεία εισόδου με πλευρίζει από αριστερά άλλο κόκκινο Όπελ και μπαίνει μπροστά μου. Τα μάτια μου αρχίζουν και γυαλίζουν, ο καυτός ήλιος ιδρώνει το μεγάλο μου κούτελο που φυσικά και δεν κλιματίζεται! Λίγος αέρας από τις μπροστινές περσίδες και πολύ είναι! Νιώθω αντί για τον περιφεριακό, να έχω μπροστά μου την ευθεία της Μόντσα και την αντίπαλη Φεράρι που πρέπει να ξεπεράσω!. Κόβω απότομα αριστερά το τιμόνι και το ρενάκι ταλαντεύεται στις μαλακές αναρτήσεις. Με φοβίζει. Αλλά δεν χάνω τη φόρα. Η φόρα! Το πολυτιμότερο ατού ενός αδύναμου αυτοκινήτου. Η φόρα που σώζει την παρτίδα.
>>>
Δεν γίνεται. Ξεπέταξα το ένα όμως. Άθλος! Το άλλο θα το ..τσοντάρω στη Δευτέρα.
>>>
Στη δεξιά λωρίδα του περιφεριακού ένα τριαξονικό με προσπερνάει μουγκρίζοντας στην ανηφορική ξανά ευθεία. Έχοντας αποφύγει τη ..Φεράρι έχω μία επιλογή. Να κόψω και να τοποθετηθώ αριστερά πίσω από τη νταλίκα. Η βοηθητική μου ευθεία έχει ακόμα 100 μέτρα. Προλαβαίνω άνετα. Η νταλίκα τελειώνει 20 μέτρα μπροστά μου, αλλά εγώ σκέφτομαι τη φόρα. Αυτή που θα μου κόψει το τριαξονικό. Και παίρνω απόφαση δευτερολέπτου να μην το επιτρέψω, να μη χάσω τη Φόρα! Για πρώτη φορά ίσως που θυμάμαι, βυθίζω το γκάζι και το αγγίζω στο πάτωμα. Το ρενάκι επιταχύνει λυσσασμένα.. ή τουλάχιστον αυτό μπορώ να φανταστώ από το ουρλιαχτό των βαλβίδων και των εμβόλων που δουλεύουν στο χίλια τοις εκατό.

Έχω μόλις λίγα μέτρα να φτάσω, να ξεπεράσω την νταλίκα και να στρίψω αριστερά, προτού τελειώσει η βοηθητική μου ευθεία.

Τα κουκιά δεν βγαίνουν.
Θα χρειαστεί νέα τσόντα, χχχεχ! Δεν υπάρχει άλλη τσόντα, όχι εδώ.
Πρέπει να επιταχύνω, δεν χωράει άλλη επιτάχυνση. Τα έμβολα χτυπιούνται στο φουλ.

Η νταλίκα μουγκρίζει, την πλευρίζω. Η ευθεία τελειώνει. Ο ιδρώτας παγώνει στο μέτωπό μου, το νιώθω. Κοντεύω να καταρρίψω το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, αν και θα προτιμούσα να ανακαλύψω ένα νέο αξίωμα πρόσθετης ενέργειας από το πουθενά.

>>>

Δεν ξέρω αν έκοψε. Κι αν έκοψε δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες, από αίσθημα αυτοσυντήρησης! Άλλη επιλογή δεν είχα, αφότου επέλεξα την επιλογή που δεν είχα. Κι ούτε ξαναΐδρωσα στη σύντομη διαδρομή. Αλλά διατήρησα τη φόρα. Μερικοί τη λένε «κεκτημένη ταχύτητα». Και, ναι, με οποιοδήποτε όνομα, αυτή είναι που σώζει την παρτίδα!

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Την ίδια μέρα που θα αναλάμβανα, θα...

* συνέντευξη του Στέφανου Μάνου

Στην πιο κρίσιμη συγκυρία στη μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου, ο Στέφανος Μάνος, πρώην υπουργός Οικονομίας και μία από τις λίγες αυθεντικά και σταθερά φιλελεύθερες φωνές στην ελληνική πολιτική σκηνή, μιλά στην «F.S.» για τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής και τις δικές του προτάσεις για έξοδο από τη βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση.

Αν βρισκόσασταν σήμερα στη θέση του υπουργού Οικονομικών, ποιες θα ήταν οι άμεσες προτεραιότητές σας;
Θα καταργούσα άμεσα το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας, την ίδια μέρα που θα αναλάμβανα. Ο φόρος αυτός, πέρα από τις μεγάλες αδικίες που δημιουργεί, είναι ένας φόρος που υποβιβάζει την αξία της ακίνητης περιουσίας. Το Δημόσιο έχει πολύ μεγάλη ακίνητη περιουσία και στηρίζεται στην πώλησή της για να ορθοποδήσει. Κι όμως, με το φόρο αυτό που έχει επιβάλει, έχει κόψει την αξία της στο μισό ή και περισσότερο.

Μιλήστε και για τις αδικίες...
Η αδικία συνίσταται στο ότι με τον τρόπο που επιβάλλεται αυτός ο φόρος –2%– για πολλούς ιδιοκτήτες, π.χ. ανθρώπους που κληρονόμησαν τα σπίτια τους, η φορολογική επιβάρυνση υπερβαίνει, συχνά κατά πολύ, τη φοροδοτική τους ικανότητα. Στο τέλος φαντάζομαι ότι πολύς κόσμος απλώς δεν θα πληρώσει. Δεν το έχουν καταλάβει αυτό ακόμα στην κυβέρνηση, γιατί δεν έχουν σταλεί ακόμα τα σημειώματα. Στη Γαλλία, σημειώστε, πέρασαν διάταξη που ορίζει ότι ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να ξεπερνά το 50% του εισοδήματος του φορολογούμενου.

Το άλλο που θα έκανα από την πρώτη μέρα είναι ότι θα ξεκινούσα τη δραστικότατη περικοπή δαπανών.

Από αυτά που συζητούνται, τουλάχιστον σε σχέση με το Μεσοπρόθεσμο, η έμφαση είναι πάλι σε νέους φόρους. Γιατί;
Όντως, οι μόνες λεπτομέρειες που διαρρέουν είναι για τους φόρους, και προσθέτουν αορίστως ότι θα κόψουν κάποιες δαπάνες. Αυτή τη στιγμή είμαστε σαν το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του: βάζουμε φόρους για να καλύψουμε τις δαπάνες, που μεγαλώνουν, οι φόροι ρίχνουν την οικονομία, άρα μειώνονται τα έσοδα, επειδή μειώνονται αυξάνουμε κι άλλο τους φόρους, με αποτέλεσμα να πέφτει κι άλλο η οικονομία κ.ο.κ. Όλα αυτά επειδή κανείς δεν θέλει να μειώσει τις δαπάνες. Κι όταν μιλάμε για μείωση των δαπανών, ας μην κοροϊδευόμαστε, μιλάμε για μείωση του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο, δηλαδή απολύσεις, και μάλιστα μαζικές. Όπως έχω εξηγήσει, πρέπει να διευκολύνουμε αυτούς που θα βρεθούν σε αυτή τη δυσκολία πληρώνοντάς τους για 3 χρόνια το 70% των τακτικών τους αποδοχών και στα 3 χρόνια πάνω να απολυθούν με την αποζημίωση του ιδιωτικού τομέα, που ισοδυναμεί περίπου με αποδοχές άλλων δύο ετών.
 
Οι μισθοί στο Δημόσιο είναι 2-2,5 φορές υψηλότεροι από τους αντίστοιχους ιδιωτικούς. Άρα, για να επιδοτηθεί μία περισσευούμενη θέση των 3.000 ευρώ στο Δημόσιο, μια ιδιωτική επιχείρηση που είναι «ίσα βάρκα, ίσα νερά» θα πρέπει να απολύσει δύο εργαζόμενους των 1.500. Πρέπει να επανέλθει η ισορροπία στην απασχόληση, κάτι που θα οδηγήσει και σε σημαντική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, λόγω αξιοκρατικών επιλογών, παροχής οικονομικών κινήτρων κτλ.

Πώς εξηγείτε την άποψη, ευρέως διαδεδομένη και μεταξύ των Αγανακτισμένων, ότι για το έλλειμμα φταίνε οι τόκοι που μας επιβάλλουν;
Αυτές είναι οι συνηθισμένες ανοησίες, η ροπή η δική μας, ως λαού, να λέμε πάντα ότι φταίει κάποιος άλλος. Τα πράγματα είναι απλά: αν δεν χρωστούσαμε, δεν θα είχαμε τόκους.  Γιατί χρωστάμε; Γιατί ξοδεύουμε περισσότερα απ’ όσα κερδίζουμε. Μάθαμε να ζούμε με λεφτά τα οποία δεν έχουμε. Πέρυσι, με το μνημόνιο, ξοδεύαμε κάθε μέρα 66 εκατ. ευρώ που δεν είχαμε. Αλλά, δυστυχώς, κανείς δεν εξηγεί αυτό το αυτονόητο στον κόσμο.
 
Για μένα οι ξένοι κάνουν λάθος που μας δίνουν τράτο. Δεν θα έπρεπε. Μας αφήνουν να παρασυρθούμε στην καταστροφή. Πέρυσι, από το έλλειμμα των 24,2 δισ., τα 14 ήταν τόκοι και τα 10 ήταν νέο έλλειμμα. Εγώ θα προτιμούσα οι ξένοι να μας πουν: «Σας δίνουμε λεφτά για να πληρωθούν μόνο τοκοχρεολύσια. Ούτε ένα ευρώ για νέα ελλείμματα».

Μια άλλη άποψη που διακινείται, ακόμα κι από σοβαρούς οικονομολόγους, είναι ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με έξοδο από το ευρώ και με υποτίμηση του νομίσματος. Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Νομίζω ότι δεν ξέρουν τι λένε. Είναι γνωστό ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι από αυτούς στην Ευρώπη, αλλά αυτά που φτιάχνουμε κοστίζουν περισσότερο. Γιατί; Λόγω των εξόδων που φορτώνει στην επιχείρηση η ύπαρξη του κράτους, τα οποία είναι απίστευτα και πολλά από αυτά είναι αχρείαστα. Η ανταγωνιστικότητα λοιπόν δεν είναι να κάνουμε υποτίμηση – είναι να βγάλουμε τα ανόητα στοιχεία κόστους. Αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει αυτή την τρομερή σπατάλη, δεν αντιδρούμε. Όχι μόνο αυτό, αλλά έχουμε κάνει χειρότερη την κατάσταση τον τελευταίο χρόνο. Παράδειγμα: ο κ. Παπακωνσταντίνου έχει φέρει στη Βουλή 10 φορολογικά νομοσχέδια, συνολικά περίπου 1.500 σελίδες. Καθεμία από αυτές τις σελίδες δημιουργεί πρόβλημα σε κάποιον.
 
Και αντί να διαμαρτύρεται γι’ αυτά ο κόσμος, διαμαρτύρεται για το αποτέλεσμα, το μνημόνιο, όχι για τα αίτια που το προκάλεσαν.

Άρα δεν είστε αισιόδοξος για τη νέα γενιά, ότι θα προκύψει από κει μία αυθεντική φιλελεύθερη πρόταση…
Το πιο σημαντικό σήμερα για τους νέους είναι να διευκολυνθούν στην εύρεση εργασίας. Εμείς, ως Δράση, είχαμε προτείνει να αλλάξει εκ βάθρων το ασφαλιστικό σύστημα, να καταργηθούν τελείως οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων και να καλύπτεται η σύνταξη από τη γενική φορολογία. Η σύνταξη αυτή θα ήταν μία για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους, ας πούμε 700 ευρώ το μήνα, την οποία θα λάμβανες στα 67 σου είτε είχες εργαστεί είτε όχι. Εφόσον εφαρμοζόταν κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν οι επιχειρήσεις και να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους και να δώσουν καλύτερες αποδοχές στους εργαζόμενους.  Άρα το μέτρο θα είχε τρομακτική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα, θα οδηγούσε σε μεγάλη αύξηση της απασχόλησης και θα έδινε σύνταξη σε κόσμο που σήμερα παίρνει γελοία ποσά. Αυτό που δεν θα υπήρχε θα ήταν κρατικά εγγυημένες υψηλές συντάξεις.

Θα μετετίθετο η ευθύνη στον κάθε ασφαλισμένο…
Ναι, αν θες μεγαλύτερη σύνταξη θα πρέπει να φροντίσεις μόνος σου, ή με τον εργοδότη σου. Δηλαδή να έρθεις σε μια συλλογική συμφωνία με τον εργοδότη για την ασφάλιση όλων των εργαζομένων. Ένα επιπρόσθετο όφελος αυτής της πρότασης είναι ότι απλοποιεί πολύ το σύστημα και μειώνει το κόστος για τις εταιρείες.  

Γιατί δεν έχει υπάρξει πρόοδος κατά της φοροδιαφυγής, όταν υπάρχει έντονη πίεση από την τρόικα αλλά και κεφαλαιώδες ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης;
Έχουμε υπηρεσίες σε διάλυση και κανείς δεν ασχολείται με το να τις φτιάξει. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να υπάρχει άλλο πειθαρχικό δίκαιο. Θα έπρεπε να μπορεί ο διευθυντής μιας εφορίας να ασκήσει το διευθυντικό δικαίωμα. Ακόμα δεν ξέρουμε πού πηγαίνουν τα λεφτά που πληρώνουμε στο κράτος.
 
Το δεύτερο σκέλος είναι οι περιβόητοι φοροφυγάδες. Θα περιοριστώ στους εκ συστήματος φοροφυγάδες, π.χ. τον μεγαλογιατρό που δεν δηλώνει τίποτα. Αντί να γίνονται τόσες κουβέντες, θα έπρεπε δυο-τρεις να τους πιάσουν και να τους τιμωρήσουν, να τους κόψουν τα πόδια. Είδατε τι συνέβη με τον Στρος-Καν στις ΗΠΑ; Κατάλαβε όλη η υφήλιος ότι, όσο ισχυρός και να είσαι, στην Αμερική ο νόμος είναι νόμος. Κάτι ανάλογο θα έπρεπε να γίνει με τους μεγαλοφοροφυγάδες.

Γιατί δεν το κάνουν λοιπόν; Για τον κ. Παπακωνσταντίνου θα ήταν ένας θρίαμβος…
Γιατί δεν θέλουν. Οι γιατροί του ΕΣΥ απαγορεύεται να έχουν ιδιωτική πελατεία, αλλά όλοι έχουν. Έχει πιαστεί κανένας; Οι δάσκαλοι του Δημοσίου δεν επιτρέπεται να κάνουν ιδιωτικά μαθήματα. Όλα αυτά είναι μαύρα λεφτά. Δεν έχει βρεθεί ποτέ κανένας; Σίγουρα κάποιοι δάσκαλοι κάνουν ιδιαίτερα μαύρα στους εφοριακούς της περιοχής τους. Λοιπόν, δεν έχει να κάνει με το τι λέει ο Παπακωνσταντίνου. Πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα που λειτουργεί, και το σύστημα δεν λειτουργεί. Δεν υπάρχει κράτος.

* Συνέντευξη στον Γιάννη Παλαιολόγο, από την εφημερίδα Free Sunday, της 11ης Ιουνίου 2011. Το βρήκα εδώ.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Ο Τοίχος, ο Κήπος και άλλες κακές συνήθειες

Ήταν, λέει, κάποτε ένας ζωγράφος, που πάνω στον οίστρο του τον μεγάλο, τον καλλιτεχνικό, θέλησε να ζωγραφίσει ένα άλογο αφηνιασμένο. Ένα στιγμιότυπο που θα εκπέμπει όλη αυτή την ωμή δύναμη και βιαιότητα του ζώου. Έβαλε όλη του τη μαεστρία και όλες του τις καλλιτεχνικές δεξιότητες κι όταν προς το τέλος κοίταξε από απόσταση τον καμβά ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα. Είχε πετύχει να αποτυπώσει ακριβώς εκείνο που ήθελε. Την ορμή, το πάθος, την υπερβολική ένταση. Με όλες τις λεπτομέρειες, τα διογκωμένα μάτια, τις φουσκωμένες φλέβες, τη σύσπαση των μυών.

Ήθελε, τώρα, να βάλει και την τελευταία πινελιά που θα ολοκλήρωνε αυτό που είχε στο νου του. Ήθελε να αποτυπώσει τον αφρό που διέφευγε απ΄ τα χείλη του μανιασμένου ζώου, χαρακτηριστικό στοιχείο του συγκεκριμένου έργου του. Προσπάθησε μια και δυο, αλλά δεν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα. Δεν είχε ούτε τη φυσικότητα ούτε την τυχαιότητα - τη διασπορά που επιθυμούσε. Και διόρθωνε τον καμβά και ξαναπροσπαθούσε από την αρχή. Μάταια! Μετά από πολλές προσπάθειες απελπίστηκε από την αδυναμία του να ζωγραφίσει τον αφρό. Και νευριασμένος σαν ήταν, πέταξε το πινέλο του με μανία προς τον πίνακα και έφυγε από το δωμάτιο. Αφού δεν μπορούσε να αποτυπώσει αυτή τη λεπτομέρεια, κι ολόκληρος ο πίνακας δεν άξιζε για κείνον.

Όταν, όμως, αργότερα ξαναγύρισε να συμμαζέψει τα εργαλεία του, παρατήρησε έναν τέλεια σχηματισμένο αφρό να ξεπετάγεται από το μισάνοικτο στόμα του αλόγου, ακριβώς έσι όπως τον είχε φανταστεί! Το πινέλο, που είχε πετάξει προς τον πίνακα και τώρα έστεκε ξερό στο πάτωμα, είχε αφήσει στον καμβά την τέλεια αποτύπωση της λεπτομέρειας που ώρες προσπαθούσε να συμπληρώσει.

>>>

Ένα τυχαίο γεγονός, μια φορά, το πέταγμα του πινέλου προς τον καμβά, μπόρεσε να φέρει ένα ιδανικό αποτέλεσμα, τον αφρό στα χείλη του αλόγου. Το ίδιο πέταγμα του πινέλου, όμως, αποκλείεται ποτέ να κατάφερνε να σχηματίσει όλο τον υπόλοιπο πίνακα, το άλογο με όλες του τις ορμές και τα μάτια και την ένταση και τη σύσπαση της στιγμής. Εκεί οπωσδήποτε χρειαζόταν η παρέμβαση του ζωγράφου, οι επιλογές του, η διάθεσή του, η θέλησή του, η ικανότητά του.

Το «τυχαίο» και οι συγκυρίες έχουν ένα -μικρό- όριο στο βαθμό επηρεασμού της ζωής μας. Κατεξοχήν καθοριστικές είναι οι δικές μας επιλογές, η διάθεση, η θέληση.

Αφιερωμένο στην όμορφη παρέα που δημιουργήθηκε τον περασμένο Νοέμβρη και χτίστηκε και δέθηκε αβίαστα και αυθόρμητα όλους αυτούς τους μήνες. Μέχρι χθες που έκλεισε τον επίσημο κύκλο της.

Τίποτα δεν έγινε τυχαία ή -αν θέλετε- ελάχιστα έγιναν τυχαία. Η σύνθεση του τμήματος, το θρανίο που καθίσαμε από την πρώτη ως την τελευταία μέρα, οι γνωριμίες, οι επιμέρους παρέες.. Όλα μα όλα καθορίστηκαν από ένα μάτσο ανθρώπινες επιλογές. Και πολύ θέληση και διάθεση και κόπο, φυσικά, από όλους μας.

Ακόμα-ακόμα και οι όμορφες «κακές» μας συνήθειες, ο «Τοίχος-Τοίχος» και ο «Κήπος», το «Sugar», είναι βγαλμένες μέσα από τις πιο ειλικρινείς μας διαθέσεις. Κι όπως λέει το τραγούδι του Μίλτου, οι «κακές» συνήθειες και όλες οι άλλες που ζήσαμε μες στη χρονιά, αυτές είναι που θα μας δένουν με τα παλιά, τα περασμένα.

Ραντεβού, πλέον, εκτός ασπαίτε. Το αξίζουμε.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Τι γίνονται τα μολύβια όταν μεγαλώνουν;


Το κοίταξα με δυσπιστία. Πάτησα ξανά και ξανά το μεταλλικό κουμπί στο πάνω μέρος, αλλά ο γραφίτης δεν έλεγε να φανεί στην λεπτή μύτη. Την ξεβίδωσα βιαστικά και την έστρεψα ανάποδα στο φως της ημέρας. Μπορούσα να δω την τοσοδούλικη τρυπούλα της, φωτεινή, αδειανή από γραφίτη. Άλλη μια φορά με απογοήτευε το μηχανικό μου μολύβι, εκείνο το λευκό, δώρο της Μις Ντέμπορα τότε για τις εξετάσεις του Lower. Γυμνάσιο θα 'τανε..

>>>

Περπάτησα δειλά και δήθεν αδιάφορα. Έστριψα δεξιά στο χωλ και άνοιξα μια πιθαμή τη συρόμενη διάφανη πόρτα του σαλονιού. Ο πατέρας διάβαζε τον ξάδερφό μου. Στο μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι είχαν αραδιάσει μια στίβα βιβλία και διάβαζαν λέξη-λέξη μια έκθεση απ' το χοντρό τετράδιο, το κατοστάφυλλο. Σαν άνοιξα, ο πατέρας γύρισε το κεφάλι να δει τι το τόσο σημαντικό ζητούσα και τους διέκοπτα. Το «έπαιξα» για άλλη μια φορά αδιάφορος. Δείχνοντας φρόνιμος και πατώντας στις μύτες των ποδιών, κατευθύνθηκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη πίσω από την καρέκλα του πατέρα. Εκείνοι ξαναβούτηξαν στα ακαταλαβίστικα βιβλία. Έσκυψα στο κάτω συρόμενο ράφι, το άνοιξα με προσοχή και τράβηξα έξω το κουτί με τα μολύβια. Λεπτό, μακρόστενο, μέσα του κροτάλισαν τα ξύλινα μολύβια. Άνοιξα το πάνω μέρος και το έγειρα στη χούφτα μου. Μαύρα μυτερά κεφαλάκια ξεπρόβαλαν απ' το άνοιγμα, μυτερά και φρεσκοξυσμένα, τράβηξα ένα κι ευθύς το έφερα στη μύτη μου. Γεύση από ξύλο και μπογιά.. σούφρωσα το πάνω μου χείλος και ισορρόπησα το μολύβι πιέζοντάς το προς τη μύτη μου. Αλληθωρίζοντας μπορούσα να δω τις διαμήκεις μαυροκίτρινες ρίγες του με τα χρυσαφένια γράμματα και στην κορφή το κόκκινο καμπυλωτό τελείωμα.

Τ' αγαπούσα τα μολύβια, από μικρός. Απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι ένα μολύβι σφηνωμένο στο πάνω μέρος του αυτιού του πατέρα, τα καλοκαίρια στο χωριό. Πόση εντύπωση μου είχε προκαλέσει αυτό. Πώς στηρίζονταν εκεί το μολύβι! Και ήταν πάντοτε μικρό, τόσοδά, κι όταν ήθελε να σημαδέψει πού θα πριονίσει το καδρόνι, το 'πιανε με τα χοντρά του δάχτυλα και τραβούσε τη γραμμή, μια και δυο, στο κίτρινο ξύλο. Και μετά πάλι στο αυτί. Ενίοτε το ξεχνούσε εκεί όλη μέρα.. και το 'ψαχνε εναγωνίως, και του 'δειχνα τότες εγώ το αυτί κι εκείνος γελούσε! Πάντα είχε ένα μικρό μολύβι στ' αυτί. Κι ο θείος μου το ίδιο. Κι ο παππούς μου το ίδιο. Τόσο που πίστευα ότι αυτή η προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού ήταν ακριβώς για να φωλιάζουν τα μολύβια!

>>>

«Τι ψάχεις εκεί;» με ρώτησε ενοχλημένος που διέκοπτα το μάθημα. Έστρεψα το κεφάλι μου, με το μολύβι να στέκει ακόμα μεταξύ άνω χείλους και μύτης. Ο ξάδερφός μου δεν κατάφερε να κρύψει ένα πνιχτό γέλιο. Ο πατέρας ξεφύσηξε «καλά, κι αυτό που σου έδωσα χθες το πρωί τι το έκανες;», όλο απορία και παραίτηση συνάμα. Έβαλα το χέρι στην τσέπη της βερμούδας και έβγαλα από μέσα ένα μολυβάκι δυο-τρία εκατοστά, καλοξυμένο. Το κράτησα όρθιο μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, χωρίς να βγάλω μιλιά. «Πότε πρόλαβες..» ήταν η μόνη ικανή αντίδρασή του. Τι να εξηγήσω εγώ.. ότι το είχα ξύσει μέχρι εξαντλήσεως, ότι ήθελα ένα καινούριο μικρό μολύβι; Ή ότι ήθελα να μπορώ να το ισορροπώ κι εγώ στο αυτί μου, σαν μαστόρι του χωριού; «Είναι το τελευταίο που σου δίνω..», είπε αυστηρά, «..γι' αυτή τη βδομάδα, δεν έχει άλλο!», κι εγώ έφυγα ικανοποιημένος από την επιτυχή κατάληξη του σχεδίου μου. Θυμάμαι έκανα υπόκλιση, έκλεισα πίσω μου τη συρόμενη πόρτα και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα από το διαφανές κουτάκι με το μαύρο καπάκι την καινούρια μου ξύστρα. Είχα να ασχοληθώ με το νέο μου απόκτημα. Το μόνο πράγμα που όταν «μεγαλώνει» μικραίνει! Θα 'μουν τότε 5-6 χρονών..

>>>

Βρήκα το μικρό κουτάκι με το γραφίτη, το κούνησα, τίποτα, κανένας ήχος. Το άνοιξα για να επιβεβαιώσω ότι ήταν άδειο. Έτσι παράτησα το λευκό μηχανικό μολύβι στην άκρη και γύρεψα το τελευταίο μολυβένιο! Μου το είχε δώσει αναπάντεχα ο Α. τη μέρα που είχε πάρει πτυχίο. Είχε την καλή σκέψη να δωρίσει σε καθηγητές και φίλους από ένα μολύβι, χρήσιμο δώρο γεμάτο συμβολισμούς. Και μάλιστα από τα μαυροκίτρινα εκείνα, τα καλά, με το κόκκινο καμπυλωτό κεφάλι. Το πήρα στα χέρια και κοίταξα τη χοντρούλα μύτη του. Κάπου πρέπει να την είχα φάει τελευταία. Προσπάθησα να βρω μια ξύστρα στα ανακατωμένα συρτάρια μου, μα δεν κατάφερα. Πάει καιρός που είχα χρησιμοποιήσει μολυβένιο μολύβι. Χρόνια τώρα τα μηχανικά είχαν βρει θέση στις κασετίνες μου. Από το πανεπιστήμιο, κι ακόμα πιο νωρίς. Από παραμονές του Lower και το δώρο της Μις Ντέμπορα. Το πρώτο μου μηχανικό μολύβι!

Πήρα ένα μαχαίρι απ' την κουζίνα και άρχισα να ξύνω με προσοχή τη φθαρμένη μύτη, όπως έκανε παλιά στο χωριό ο πατέρας. Κι όταν η μύτη έγινε αρκετά κοφτερή επιδοκίμασα το αποτέλεσμα. Θυμήθηκα τότε το κουτί. Ένα κουτί μολύβια, αδειανό. Που το είχα μαζέψει μια μέρα απ' τα σκουπίδια του πατέρα, μικρός. Έψαξα καλύτερα στα συρτάρια και τα ανακάτωσα ακόμα χειρότερα. Αλλά το βρήκα. Κουνώντας το κροτάλισαν μέσα του μικρά χοροπηδηχτά ξυλάκια. Άνοιξα με προσοχή το πάνω μέρος και το έγειρα στη χούφτα μου. Απ' το καπάκι ξεχύθηκαν μικρά καμαρωτά μολυβάκια. Άλλα μαυροκίτρινα, άλλα χρυσοκόκκινα. Να κι ένα μαύρο! Δυο-τρεις-τέσσερις το πολύ πόντους. Κι ένα με γομολάστιχα στο πίσω μέρος. Άλλα ξεφλουδισμένα με σουγιά, άλλα σκαλιστά με χαρτοκόπτη. Κατρακυλούσαν τώρα λέφτερα από το μακρόστενο κουτί και ξεχείλιζαν στην απροετοίμαστη χούφτα μου. Πόσες μυτούλες καλοξυμένες! Ούτε μία στρογγυλή, ούτε μία σπασμένη. Τα άδειασα όλα και βάλθηκα να τα βάλω στη σειρά. Όπως έκανα παλιά, προσπαθώντας να τα ξύσω έτσι ώστε κανένα να μην έχει το ίδιο ύψος με τ' άλλο. Έβαλα από κάτω το χάρακα και ευθυγράμμισα την πίσω πλευρά. Κι ορθώθηκαν οι μύτες και μπήκαν στη σειρά καθ' ύψος. Θόλωσαν τα μάτια μου, βούρκωσα. Είχα μπροστά μου τα μικρά μου παιδικά μολύβια. Που είχαν μικρύνει «μεγαλώνοντας», περνώντας ώρες μεταξύ ξύστρας αντίχειρα και δείκτη. Τα μέτρησα ένα-ένα, τα έπιασα στο χέρι. Διάβασα τα σκαλίσματά τους. Πέρασε μπροστά μου το σχολειό, η τάξη και μετά η μεγάλη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Το χωριό.

Πήρα ένα από τη μέση και το εφάρμοσα στο δεξί μου αυτί. Σαν τότε. Σαν άλλοτε. Και στάθηκε εκεί πεισματικά και σίγουρα, στη θέση που φτιάχτηκε εξαρχής για μολύβια.

>>>

Σάββατο πρωί και βγήκα για τα ψώνια του σαββατοκύριακου. Στο γυρισμό έκανα μια στάση στο βιλιοπωλείο της γειτονιάς και χάζεψα το σταντ με τα μολύβια. Μηχανικά διάφορα κι άλλα με γομολάσιχα στο πάνω μέρος. Χα, να και τα κόκκινα στρογγυλά κεφαλάκια! Άπλωσα το χέρι μου παραδίπλα και βρήκα το κατάλληλο πάχος γραφίτη για το μηχανικό μου μολύβι και επέστρεψα στο ταμείο. Κάτι με τράβηξε πίσω, κάτι που είδα με την άκρη του ματιού μου. Ήταν εκεί, σε μικρό διάφανο κουτάκι με μαύρο καπάκι. Λαμπερή ασημένια, με ανταλλακτικό ξυραφάκι.

«Ένα κουτάκι μύτες 0,5Β..», είπα στο ταμείο, «..και μια ξύστρα». Για μολύβια μολυβένια, που όταν «μεγαλώνουν» μικραίνουν!