Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ντοματinio


Είναι μια ώρα της ημέρας στο χωριό που δεν ανταλλάζεται με τίποτα στον κόσμο.


Today's Soundtrack:
Ξαφνικά
Γρ. Κλιούμης | Ε. Τσαλιγοπούλου
"είναι τα χρόνια που περνάν
και μου λες
φεύγει η ζωή μας ξαφνικά
και όλα μοιάζουν μακρινά"



"Το έπαιξα" και φέτος αγρότης για λίγα μερόνυχτα και ξέθαψα μικρές-μικρές αισθήσεις χαμένες στο μακρινό παιδικό παρελθόν. Τότε που πασπάτευα με τα μαθημένα χεράκια μου το φρεσκοσκαμμένο χώμα κι όταν έβρισκα τη θαμμένη πατάτα ξεφώνιζα με 'κείνη τη χαρά έκπληξης ενός παιδιού που ανακαλύπτει τον κρυμμένο θησαυρό. Τότε που χωνόμουν στις διπλάσιες απ' το μπόι μου ντοματιές κι όταν ξεχώριζα την κατακόκκινη λαχταριστή ντομάτα, την έκοβα προσεχτικά απ' το μίσχο, τη σκούπιζα με τελετουργική αργότητα στο ξεχειλωμένο μου μπλουζάκι και ρουφούσα τα ζουμιά της που έτρεχαν γιομίζοντας το άτριχο πηγούνι μου. Κι ας με φώναζε μετά η μητέρα "πού έτρεχες πάλι μες στις ντοματιές, που να σε πάρει, κι έγινες όλος πράσινος, αχ!".

Τότε που έψαχνα στις δασειές χαμηλο-φυλλωσιές για κάποιο τεράστιο νεροκολόκυθο κι όταν το έβρισκα, το καβαλούσα, το έπιανα από τ' αυτιά και παρασερνόμουν σε μια κούρσα δίχως τέλος στους νοητούς χωματόδρομους του κήπου μας, γέρνοντας πότε 'δω, πότε 'κει, ν' αποφύγω τους άγριους δράκους που έμπαιναν στο διάβα μου. Τότε που αποβραδίς δίπλωνα το μέτρο να υπολογίσω το μήκος του βλασταριού που κρεμότανε τρυφερό στην κάτω αγγουριά κι όταν το επόμενο πρωί το ξαναμέτραγα διπλάσιο προσπαθούσα ειλικρινά μέσα μου να κατανοήσω ποια χοντρή πλάκα μου έκανε πάλι ο παππούς με τα αγγούρια.

Τότε που έκοβα με προσοχή ένα μεγάλο αγκαθωτό κάστανο κι όταν παρατούσα την προσπάθεια να μετρήσω τις βελόνες στο καβούκι του, το πετούσα ψηλά για να το ξαναπιάσω σφίγγοντας τα χείλη μην ξεφωνίσω από τα τσιμπήματα, κι όλο πιο ψηλά και πιο ψηλά και τα χέρια να μυρμηγκιάζουν γεμίζοντας μικρές μικρές κόκκινες τελίτσες. Τότε που έβαλα τον πατέρα να μου ξαναμάθει πώς να ξεχωρίζω τις κρανιές, "που παρότι στραβές, έχουν το καλύτερο, το δυνατότερο ξύλο" κι εγώ έβαλα τότε πείσμα κρυφά να πριονίσω μια ωραία κρανίσια διχάλα που στο μυαλό μου φάνταζε ως η καλύτερη και δυνατότερη σφεντόνα της γης και έγδαρα με το μπρατσιόλι τρία απ' τα δάχτυλα του αριστερού χεριού -πώς δεν τα 'κοψα πες- και πλάνταξα σε βουβό κλάμα, σκληρό αντράκι από μικρός.. και η σφεντόνα η καλυτερότερη και δυνατότερη που έφτιαξε χέρι ανθρώπου ποτέ, κι ας του 'μειναν τρία δάχτυλα σημαδεμένα.

Τότε που.. εντάξει δεν είμαι απ' αυτούς που βρίσκουν όμορφα όλα τα περασμένα. Είναι η επαφή με τη γη που προσφέρει μικρές ανεπανάληπτες χαρές. "Το έπαιξα" και φέτος αγρότης για δυο μερόνυχτα. Κατάφερα να μαζέψω ένα κουβαδάκι πατάτες και το πρόσθεσα στους τέσσερις κουβάδες που 'χαν ήδη γιομίσει απ' τα χαράματα, δε με βοήθησαν πολύ τα άμαθα χεράκια μου. Πρασίνισα το πόλο μπλουζάκι μου μες στις ίσια με το μπόι μου ντοματιές, προσπαθώντας νευρικά να αποκόψω μια κόκκινη ντομάτα απ' το κοτσάνι της, δε με βοήθησε πολύ η κουρασμένη μέση μου. Χαιρέτησα από μακριά τα κολοκύθια της νιότης μου, στενοχωρέθηκα που τα τρυφερά βλαστάρια της πέρα αγγουριάς δε μεγάλωσαν καθόλου στη διάρκεια της νύχτας, δεν έπιασαν φέτος οι αγγουριές. Αρρώστησαν και δύο καστανιές φέτος, απ' την ίδια αρρώστια που ξεράθηκαν πέρσι άλλες δυο, λίγα τα κάστανα φέτος μα τόσα-να μεγάλα, αλλά κατακόκκινες και βαρυφορτωμένες οι κρανιές και ήδη έρχεται στο στόμα μου η στιφάδα του καρπού και η γλυκόπικρη γεύση του ηδύποτου, όταν με το καλό, μάνα, το ετοιμάσεις..

Μα είναι μια ώρα της ημέρας στο χωριό που αλήθεια δεν ανταλλάζεται με τίποτα στον κόσμο. Το σούρουπο έρχεται αργά στο χωριό μα πέφτει γρήγορα σαν βασιλεύει ο ήλιος στο Μαυροπούλι και ανεβαίνει η φωτεινή γραμμή απέναντι στην Τύρνα. Ώσπου ν' ανάψουν φωτάκια μικρά οι στύλοι της ΔΕΗ. Είναι η ώρα εκείνη που τεντώνουν τα πόδια στο ξύλινο παγκάκι του μπαλκονιού, το κεφάλι γέρνει προς τα πίσω, τα χέρια ανοίγουν ν' αγκαλιάσουν τις σανίδες της πλάτης. Ο ήχος του νερού που κυλάει στο διπλανό αυλάκι, το μόνιμο 24ωρο soundtrack του χωριού, γίνεται τώρα αντιληπτός απ' το κέντρο των αισθημάτων της καρδιάς και ξεχύνει μέσα της ρυάκια αγαλλίασης, είναι η αποθεραπεία μιας μέρας έντονης, κουραστικής, άλλης μια τυπικής ημέρας στο χωριό. Τα μάτια υγραίνονται μην τολμώντας καν να μπούνε στη διαδικασία να χωρέσουνε τι.. Είναι η ώρα που οι καρποί της γης μετρώνται ένας ένας, οι πατάτες που βγήκαν καλές αν και μικρές, οι ντομάτες που δε χόρτασαν νερό, οι καστανιές που ξεραίνονται η μία πίσω απ' την άλλη, τα φασολάκια που αύριο πρέπει να μαζευτούν, τα καραμπουλάχανα που πρέπει να φυτευτούν.. Και τότε είναι που τις σκέψεις διακόπτει το δυνατό ροκάνισμα της βερβερίτσας που θα 'χει φαίνεται φωλιάσει στην απέναντι καρυδιά. Πολλά τα καρύδια και φέτος, ό,τι μάζεψες μάζεψες για γλυκό. Τα υπόλοιπα τα διέγραψες απ' το μυαλό σου εξαρχής, όπως και πέρσι και πρόπερσι και πάντα. Άλλοτε έπαιρνες το φλόμπερ των 9 χιλιοστών και σημάδευες στο ψαχνό και μάζευες μία μία τις βερβέρες απ' την ουρά. Για να γλιτώσεις τι.. ένα σακί καρύδια. Τώρα χαλάλι. Είναι το αντίδωρο σου στη φύση. Και τα φουντούκια επίσης, ξέχασα να πω, τα τσάκισαν οι μπλούχοι.

>>>

Είναι τρία τα είδη ντοματιάς που φύτρωσαν δίπλα-δίπλα στον κήπο του χωριού. Η μία απ' τον παλιό ντόπιο σπόρο που ανέκαθεν ευδοκιμούσε στο χωριό. Και βγάζει ντομάτα μεγάλη και αλλόκοτη, σχεδόν εξωγήινη. Με εξογκώματα και σκισμές, απ' τη μία κόκκινη κι απ' την άλλη ροζ, χτυπημένη, δαρμένη, άλλοτε μισοσάπια και μαυρισμένη. Η άλλη από σπόρο υβριδικό, η γνωστή εξευγενισμένη ντομάτα. Με στρόγγυλο σχήμα και ομοιόμορφο χρώμα σε μέγεθος τυπικό και επαναλαμβανόμενο. Και σώμα στιλπνό δίχως στίγματα, όμορφη ντομάτα. Και τέλος τα ντοματίνια, η αδυναμία μου! Που βγαίνουν σε τσαμπιά σαν σταφύλια, μικρά γυαλιστερά σαν ξεβαμμένα κεράσια. Η αυθεντική γεύση της παλιάς καλής ντομάτας μαζεμένη και κρυμμένη σε ένα λιλιπούτειο κόκκινο σβώλο που μεμιάς βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια και σκάει πλημμυρίζοντας χυμούς τον ουρανίσκο.

>>>

Είναι ακριβώς οι μικρές αυτές χαρές που δίνουν αυθεντική γεύση στη ζωή. Ο ήχος του νερού που μέρα-νύχτα τρέχει στο χορταριασμένο αυλάκι, ένα καβούκι κάστανου και οι μικρούλικες τρυπίτσες που άφησε στο εσωτερικό της παλάμης, ένα σκιουράκι που κρατά τον καρπό ανάμεσα στα δύο μπροστινά του πόδια και τον ροκανίζει αμέριμνο, η λαχτάρα της αληθινής γεύσης ντομάτας που, χεχ, δεν κρύβεται ούτε στη μεγαλύτερη ούτε στην πιο όμορφη. "Μην ισχύει άραγε το ίδιο και για τους ανθρώπους;", αναρωτήθηκα και το ευαίσθητο -πλέον- μικρό αντράκι ανασκουμπώθηκε να ψάξει στα παλιά παιχνίδια την παιδική του σφεντόνα.


* "Και για πείτε τώρα σε ποιον μοιάζει.." έπεσε η πολυαναμενόμενη ερώτηση, πριν καλά καλά το νεογέννητο της οικογένειας συμπληρώσει την πρώτη του μέρα στον θαυμάσιο τούτο κόσμο. Ευτυχώς όχι τη δική μου ασχημόφατσα, συμπλήρωσα μυστικά και χάιδεψα με το δείκτη μου το εσωτερικό της μικροσκοπικής του παλάμης. Κι εκείνο έσφιξε γύρω τα δακτυλάκια του εξερευνώντας με την αφή τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά του. Κι έχει -γερό να 'ναι- να δει ακόμα και να νιώσει.. Να του αφιερώσω έχω μονάχα τούτο το αυθεντικό ντοματίνι, που κλείνει μέσα του όλες τις γεύσεις και τ' αρώματα, τις μνήμες και τα χρόνια, τις χαρές που πέρασαν κι εκείνες που θα 'ρθουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου