Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Περαστικές

* του Κώστα Ουράνη (1890-1953)
Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·

γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:

Νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα - καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

* Ελαφρώς διασκευασμένο ως προς τους στίχους του, αποδόθηκε μουσικά από τον Παύλο Παυλίδη. Ακούστε το εδώ.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

mama, pipi!

- Γιωργάκη, πες μου, τι κάναμε εδώ στην Αθήνα;
- Πη-πή'αμε στο νοσο'ομείο.
- Σου άρεσε εκεί στο νοσοκομείο που πήγαμε;
- Ναι.
- Τι σου άρεσε;
- ...
- Που έπαιξες με τα άλλα παιδάκια;
- Ναι.
- Ποιο νοσοκομείο σου άρεσε περισσότερο, στην Αθήνα που ήμασταν τώρα ή το άλλο στο Ρίο;
- Στην Αθήνα μου άλεσε.

***

«Οι τουαλέτες των γυναικών στο μαγαζί του Σίκλερ ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλες με την κύρια αίθουσα του ρεστοράν, και, κατά μίαν ιδιαίτερη έννοια, έμοιαζαν σχεδόν το ίδιο ευρύχωρες. Ήταν ανεπιτήρητες κι εμφανώς ελεύθερες όταν μπήκε η Φράνι. Προς στιγμήν κοντοστάθηκε -θαρρείς και βρισκόταν στο προσυμφωνημένο σημείο κάποιου ραντεβού- καταμεσής του στρωμένου με πλακάκια δαπέδου. Το μέτωπό της τώρα ήταν κεντημένο με στάλες εφίδρωσης, το στόμα της μισάνοιχτο και άτονο, και ήταν ακόμα πιο χλομή απ' ό,τι πριν».

***

Η μπροστινή πρώτη σειρά καθισμάτων είχε το πλεονέκτημα της απρόσκοπτης θέας από τον επάνω όροφο του λεωφορείου, σύμμεικτο με το μειονέκτημα του ήλιου που κάρφωνε τις μετα-μεσημεριανές του ακτίνες στην πανοραμική τζαμαρία. Η τρίτη σειρά καθισμάτων φιλοξενούσε το μικρό Γιωργάκη δίπλα στο διάδρομο, τη μαμά του στο παράθυρο ακριβώς πίσω μου και τη γιαγιά του στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Βολεύτηκα, απομόνωσα νοητά τις ομιλίες που έρχονταν ανόθευτες από τα πίσω καθίσματα, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που θα συντρόφευε το ταξίδι μου -αγγίζοντας την άκρη του κομμένου εισιτηρίου που προεξείχε από τις πρώτες σελίδες επιτελώντας χρέη σελιδοδείκτη- και δεν το άνοιξα παρά μόνο τη στιγμή που οι ρόδες υπερέβησαν το βάρος του τριαξονικού λεωφορείου και την στατική τριβή μεταξύ ελαστικών και οδοστρώματος και κύλησαν ανάλαφρα προς τα εμπρός.

***

«Άξαφνα, τότε, κι αστραπιαία, προχώρησε και μπήκε στο πιο απόμακρο κι ανώνυμο στην όψη απ' τα επτά-οχτώ κουβούκλια -τα οποία, για καλή της τύχη, δε χρειάζονταν κέρμα για να μπεις-, έκλεισε την πόρτα πίσω της και, με μια σχετική δυσκολία, έσπρωξε το σύρτη στο πάσο του. Χωρίς καμία έκδηλη άποψη για την τουαλετοσύνη του περιρρέοντος χώρου, κάθισε στη λεκάνη. Έσφιξε τα γόνατά της όσο μπορούσε, λες και ήθελε να μεταμορφωθεί σε μια μικρότερη, πιο συμπαγή μονάδα. Έπειτα τοποθέτησε τα χέρια της, κατακορύφως, μπροστά στα μάτια της και πίεσε δυνατά με τις παλάμες, σαν να 'θελε να παραλύσει το οπτικό νεύρο και να πνίξει κάθε εικόνα σ' ένα κενοειδές μαύρο».

***

- Μα'ά;
- Ναι Γιώργο μου.
- Θέλω τσία.
(Ένα χαχανητό, στην αρχή έκπληξης, μετά αδιεξόδου ίσως και ολίγης ντροπής ξέφυγε της μαμάς).
- Τι θέλεις Γιώργο;
- Θέλω τσία μου.
- Τώρα;
- Ναι.
- Τώρα δεν γίνεται Γιώργο μου, τώρα ξεκινήσαμε, δεν έχουμε πού να πας να τα κάνεις.
- Εγώ θέλω τώ'α!

***

«Τα τεντωμένα δάχτυλά της, καίτοι τρεμάμενα, ή ακριβώς επειδή έτρεμαν, είχαν μιαν αλλόκοτη χάρη και ομορφιά. Παρέμεινε στην ίδια τεταμένη, σχεδόν εμβρυϊκή στάση για μιαν εκκρεμή στιγμή - κι έπειτα κατέρρευσε. Έκλαιγε επί πέντε ολόκληρα λεπτά με το ρολόι. Έκλαιγε χωρίς να προσπαθεί να καταπνίξει τις όποιες ρινικότερες εκφάνσεις του πόνου και της σύγχυσης, μ' όλους τους σπασμωδικούς λαρυγγισμούς που βγάζει ένα υστερικό παιδί όταν η ανάσα πασχίζει να διέλθει από μιαν εν μέρει κλειστή επιγλωττίδα».

***

- Γιώργο μπορείς να τα κάνεις στην πάνα σου, θα είναι εντάξει.
- Όοοοχι, θέλω τσία μου!
- Κάν' τα πάνω σου, μπορείς, γι' αυτό είναι η πάνα.
- Όχι, βαλέσεις. Θέλω τσία μου.
- Δε θα σε βαρέσω Γιώργο μου, τώρα σου το λέω εγώ ότι μπορείς να τα κάνεις πάνω σου, δεν πειράζει και μια φορά που σου το λέω να τα κάνεις, δε θα σε χτυπήσω.
- Θέλω τσία μου, θέλω τσία μου! Τώ'α, τώ'α, τώ'α, ΤΩ'Α!!

***

«Κι ωστόσο, όταν εντέλει σταμάτησε, απλώς σταμάτησε, χωρίς τις οδυνηρές σαν μαχαιριές εισπνοές που συνήθως ακολουθούν τις βίαιες εκρήξεις-συντριβές. Όταν σταμάτησε, ήταν θαρρείς και κάποια μνημειώδης αλλαγή πολικότητας είχε επισυμβεί στο εσωτερικό του νου της, μια αλλαγή με άμεση, κατευναστική δράση στο σώμα της. Με το πρόσωπό της δακρυσμένο μα πλήρως ανέκφραστο, κενό σχεδόν, μάζεψε την τσάντα της απ' το πάτωμα, την άνοιξε κι έβγαλε το μικρό μπιζελοπράσινο πανόδετο βιβλίο. Το ακούμπησε στα πόδια της -ή, μάλλον, στα γόνατά της- και, σκύβοντας, το περιεργάστηκε με προσήλωση, σαν να βρισκόταν στον ιδανικότερο απ' όλους τους δυνάμει χώρους για ένα μικρό μπιζελοπράσινο πανόδετο βιβλίο. Μετά από λίγο, το πήρε στα χέρια της, το κράτησε στο ύψος του στήθους και το πίεσε πάνω της - με δύναμη, και μόνο για μια στιγμή. Έπειτα το ξανάβαλε στην τσάντα, σηκώθηκε και βγήκε απ' το κουβούκλιο».

***

Πώπω ρεζίλι γίναμε, μάσησε μέσα από τα δόντια της η μαμά και ζήτησε από τη δική της μάνα που καθόταν παραδίπλα μετά το διάδρομο να της φέρει την τσάντα της. Έβγαλε από μέσα ένα μπουκάλι, απροσδιορίστου μεγέθους (φυσικά και δεν γύρισα ποτέ το κεφάλι να δω..) και στράφηκε στο γιόκα της. Γιώργο μου κράτα εσύ την μπλούζα σου, ναι; Κράτα την μη λερωθεί. Περίμενε.. γύρε προς τα εδώ.. έτσι.. έλα τώρα, κάνε τσίσα σου.
Δεν ξέρω στ' αλήθεια, εκείνη τη στιγμή -μέρα μεσημέρι, σ' ένα διώροφο λεωφορείο από την Αθήνα για την Πάτρα- τι ήταν πιο αστείο: ο ήχος των παιδικών τσισών που έτρεχαν κελαρυστά στο μπουκάλι και που όλο και άλλαζε χροιά όσο αυτό γέμιζε (κι ως πού θα έφτανε η στάθμη; θα έφτανε το μπουκάλι ή θα είχαμε υπερχείλιση;) ή το ακατάληπτο τραλαλά-τραλαλό που άρχισε να τραγουδά ο Γιωργάκης απολαμβάνοντας την ανείπωτη ηδονή ενός πολυ-αναμενόμενου κατουρήματος;

***

«Έβρεξε το πρόσωπό της με κρύο νερό, το σκούπισε με μια πετσέτα που βρήκε σ' ένα ράφι, έβαλε πάλι κραγιόν, χτένισε τα μαλλιά της και βγήκε απ' την τουαλέτα».


* Είχα την εντύπωση ότι στα αμέτρητα ταξίδια μου με τα τραίνα και τα λεωφορεία τα είχα δει και ακούσει όλα. Και είχα δει πολλά. Μα τούτο 'δω..
Την ίδια ώρα, με συντρόφευε ταιριαστά η αθεράπευτα σουρεαλιστική -και νοσταλγική- νουβέλα του J. D. Salinger, Φράνι & Ζούι (εκδ. Καστανιώτη, 2011), από την οποία σας διάβασα. Πρόκειται για το πιο -θα το πω- θεολογικό βιβλίο του Salinger (πραγματεύεται -λίγο ιδιόρρυθμα- τη χρησιμότητα της αδιάλειπτης προσευχής) και συνάμα το πιο τρυφερό του, σε ίσιες γενναίες ποσότητες γλυκύτητας με τον Φύλακα στη Σίκαλη. Σε μοναδική μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.
Το σκίτσο είναι από εδώ.