Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

καρδιά μου τρέχα

«Πάμε μωρή αεκάρα!»
«Ναι ρε αρρώστια!»
«Διπλό απόψε στο οάκα»
...

***

Σύντομος διάλογος μεταξύ μαραθωνοδρόμων, λίγο μετά την Αγία Παρασκευή, όταν πλέον είχε ξεκινήσει ο ευλογημένος κατήφορος. Είχα συναντήσει και την προηγούμενη φορά έναν δρομέα με τα χρώματα της αγαπημένης κιτρινόμαυρης. Ο διάλογος τότε, καθώς τον προσπερνούσα, είχε εξελιχθεί κάπως «πάμε ρε αεκάρα» (με τον ίδιο ενθουσιασμό) / «άντε να δούμε μωρέ». Είχα στενοχωρηθεί για λόγου του τότε· δεν ταιριάζει του αεκτζή η παραίτηση. Ο φετινός όμως με ξεσήκωσε. Ήμουν στη φάση των πολλών και μεγάλων προσπεράσεων, στην κατηφορική διαδρομή των τελευταίων δέκα χιλιομέτρων. Ένα διαρκές σλάλομ, ελιγμοί ανάμεσα σε καταπονημένους δρομείς που έτρεχαν ασταμάτητα τρεισήμισι ώρες ήδη και που είχαν παραδώσει τις έσχατες ανάσες τους στην τελευταία και χειρότερη ανηφόρα.

Τα είχε όλα η φετινή πορεία· ρεκόρ συμμετοχών, έντονους κόντρα νοτιάδες, βροχή πριν και κατά τη διάρκεια και φυσικά τις ίδιες καμπές, χεχ. Το team, όμως, είχε κι αυτή τη φορά αρχηγό, εμψυχωτή, συμβουλάτορα, μα πρωτίστως αγαπημένη παρέα. Κι ας μην είχε πολύ «ο Hal λέει..» φέτος· μάλλον έχουν εξαντληθεί τα τσιτάτα του. Τρέξαμε και φέτος ώμο με ώμο με την Φανή, που για ακόμη μία φορά έβαλε σωστό φρένο στις ορέξεις και στις δυνάμεις μου.
Είναι πολύ έντονο το δέσιμο μ' αυτόν που κοπιάζεις μαζί, που βρέχεστε και ιδρώνετε μαζί, που ανταλλάζετε τους χρόνους των σπλιτ απ' τα ρολόγια σας, που μοιράζεστε την τροφή και το μπουκάλι με το νερό, τις αγωνίες τις προπόνησης και τους πόνους του αγώνα, που μετράτε βήματα και αναπνοή λες και εξαρτάται το ζειν και των δυο σας απ' αυτό· πόσο μάλλον όταν είναι και χρόνια αγαπημένη φίλη.

Σοφά με συγκράτησε για τριάντα δύο χιλιόμετρα στον προσυμφωνημένο ρυθμό, κι ας ένιωθαν τα πόδια ασυγκράτητα να ορμήσουν στην άσφαλτο. Βγήκε το σωστό αρνητικό πέρασμα στο μισό του αγώνα, βγήκαν με σχετική άνεση και οι ανηφόρες, ώσπου στην καμπή της Αγίας Παρασκευής ήμουν έτοιμος για το ξεπέταγμα. Την κοιτάζω σκέφτομαι να δοκιμάσω να τρέξω μπροστά, μα πριν προλάβουν οι λέξεις να βγουν απ' τα χείλη, βγαίνουν κοφτές οι δικές της.

«Τώρα μπορείς να φύγεις,
δεν σε χρειάζομαι άλλο.
Άλλωστε,
και πέρυσι που δεν ήρθες
δεν σε χρειάστηκα..»

***

Είναι λίγες εβδομάδες πριν τον μαραθώνιο.
Είμαι στην Πάτρα, στο ενδιάμεσο της διαδρομής μεταξύ Ζακύνθου και Πειραιά.
Είναι στη μέση του πεζοδρόμου της Φεραίου και προτρέπει τους περαστικούς να δοκιμάσουν ένα νέο άρωμα.
Ψηλή, κοκκινομάλλα, διακριτικά χυμώδης, όμορφη, φιλική και ομιλητική. Με σταματάει.
«Μπορώ;»
«Μπορείτε;» Της επιτρέπω.
Της δίνω τον καρπό μου, δοκιμάζει με το πρώτο ψεκαστήρι.
«Σας αρέσει;»
«Μ' αρέσει».
Μου πιάνει τον άλλον καρπό, «θα δοκιμάσετε κι απ' αυτό;»
«Θέλω». Ψεκάζει.
Μυρίζω κάτι πολύ έντονο. Δακρύζω.
«Θέλετε να έρθετε στο κατάστημα να δοκιμάσετε όλη τη γκάμα μας;»
«Όχι».
«Μα γιατί;» με παράπονο που μοιάζει αληθινό.
«Γιατί δεν είναι ούτε λίγα λεπτά που γνωριζόμαστε και καταφέρατε να με κάνετε να δακρύσω».
Όπως όλες.

***

Άκου κει «δεν σε χρειάστηκα», χαχ!
Γυναίκες. Γυναίκες που περάσατε από δω. Ξέρουν να σε ετοιμάζουν, να σε φροντίζουν, να σε ανεβάζουν στο ύψος του αγώνα και μετά να σε κλωτσάνε το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.

Γέλασα πολύ με την ατάκα της (ήξερα ακριβώς πώς μου το έλεγε) και έβαλα φτερά στα πόδια, μ' ευγνωμοσύνη που μου είχε κρατήσει τις δυνάμεις σαν να μην είχα ήδη τρέξει τόσες ώρες, τόσα στάδια, κι άλλη τόση που μ' ένιωθε τι είχα ανάγκη εκείνη την ώρα να κάνω. Ως τον τερματισμό που ήρθε και πάλι ξέπνοος, φορτισμένος έντονα από τους κόπους τόσων μηνών στο Ηράκλειο και τη Ζάκυνθο κι απ' τις προσωπικές εσώτερες μάχες που αρνούνται τον αναπαμό.

Πώς να μην ξεσπάσει το μέσα σε γροθιά στον αέρα, σε κραυγή, σε αγκαλιές, σε ασυγκράτητα δάκρυα που ξανάβρεχαν με αλμύρα το πρόσωπο. «Είσαι παλικάρι Νικόλα, μπράβο!», ένας άγνωστος που με βλέπει παραδομένο στα συναισθήματά μου. «Έκλαψες πάλι;», ο Κωστής. Μας περίμενε στην έξοδο, όπου βγήκαμε σώοι, ένα κομμάτι αγκαλιασμένοι, ολόκληροι καίτοι τσαλακωμένοι.

***

«Θα τους πατήσουμε ρε!»

Δεν ήρθε τελικά το διπλό στο οάκα· ήρθε και για την ομάδα ο κατήφορος, μα ποιος στ' αλήθεια νοιαζόταν. Εκείνη τη μέρα η μεγάλη καψούρα ήταν η ίδια η καρδιά. 

Καρδιά μου άντεξες και πάλι. Με ακολούθησες ως εδώ, ως το τέρμα. Σ' ευχαριστώ.

Γιατί κι εσύ όταν πας μπροστά, πάντα εγώ -με ξέρεις- τρέχω.