Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

When the stars go blue


Απόψε θα βγω. Έχει φεγγάρι απόψε. Θα βγω έξω, σ'το λέω να το ξέρεις. Και τι φεγγάρι..!

Dancing when the stars go blue,
dancing when the evening fell.

Εντάξει, δε θα χορέψω κιόλας, δεν ξέρω χορό όπως εσύ. Ίσως τίποτα δεν ξέρω να κάνω τόσο καλά όσο εσύ. Ίσως.. ίσως ξέρω ένα τελικά.. ίσως ξέρω να κοιτάζω όπως κανένας άλλος. Και αυτό θα κάνω κι απόψε, θα κοιτώ όπως άλλος κανείς το φεγγάρι. 

Laughing with your pretty mouth,
laughing with your broken eyes.

Κι εκεί που θα 'σαι απόψε, εκεί που θα χορεύεις και θα γελάς κάτω απ' το μελαγχολικό φεγγάρι και τ' αστέρια, να ξέρεις ότι αυτή δεν είναι άλλη μια συνηθισμένη βραδιά. Μπλε λέει ο κόσμος το φεγγάρι όταν εμφανίζεται για δεύτερη φορά ολόγιομο μέσα σ' ένα μήνα. Δε συμβαίνει συχνά, αλλά ούτε και σπάνια. Σπάνια συμβαίνει όμως να 'ναι και Αύγουστος, που 'χει το πιο όμορφο φεγγάρι! Σπάνια θα 'ναι απόψε λοιπόν, κι αφού το θέλουν μπλε, μπλε 'θε να 'ναι.

Where do you go when you're lonely?
Where do you go when you're blue?

Όμως πες μου, σε παρακαλώ, πες μου.. πού θα 'σαι απόψε; Πού θα γυρνάς, πού θα χορεύεις και θα γελάς μοναχικά, μακριά απ' τα κίτρινα φώτα του κόσμου;


Θυμάμαι πού συχνάζαμε μαζί, αλλά δεν έμαθα ποτέ μου σε ποια μέρη κρύβεσαι όταν έρχεται αυτή η γλυκιά μελαγχολία (..when you're blue), αυτή η εσωτερική μοναξιά που κάνει το φεγγάρι και τ' αστέρια να μοιάζουν μπλε όλες τις μέρες του χρόνου.

I'll follow you, when the stars go blue.

Απόψε θα μάθω, θα σ' ακολουθήσω! Θα 'ρθω να σε βρω, απόψε. Απόψε που τ' αστέρια και το πιο όμορφο φεγγάρι θα 'ναι μπλε (ή μήπως εμείς μόνο θα 'μαστε που θα τα βλέπουμε έτσι..). Και σ' το υπόσχομαι εσένα μόνο να κοιτάζω, όπως άλλος δε μπορεί κανείς.

When the stars go blue.


* Μπλε φεγγάρι απόψε και σας τραγούδησα το τραγούδι του Ryan Adams, "When the stars go blue". Επειδή είμαι σίγουρος ότι η οπτική μου γωνία το αδικεί, ακούστε το εδώ στην πιο γλυκιά διασκευή ever, από την Ιρλανδέζικη οικογενειακή μπάντα των Corrs και τη φιλική συμμετοχή του Bono (των U2). Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Αφιερωμένο στην αγαπητή μου Γ. που το περασμένο Σάββατο έγινε νυφούλα και τη γλυκύτατη Α. που θα το καταφέρει την ερχόμενη Κυριακή, με την ευχή τα καλά τους τα αγόρια να μην τις αφήσουν απ' τα μάτια τους ποτέ.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Κόκκινο ήτανε


Άνδρας λευκός, ετών 32, πεζός επί πεζοδρομίου, ώρα αργάμιση κάπου στην Τούμπα. Διασταύρωση. Κοντοστέκεται. Κοιτάει αριστερά (όπως έμαθε από μικρός). Δυο αυτοκίνητα περιμένουν στο κόκκινο φανάρι τους. Κοιτάει δεξιά, ψυχή δεν υπάρχει. Ξανακοιτάει αριστερά (αυτό το έμαθε μεγάλος). Τα δυο αυτοκίνητα ακόμα περιμένουν καρτερικά. Κοιτάει μπροστά. Δεν υπάρχει φανάρι για πεζούς. Αποφασίζει να περάσει. Κάνει ένα βήμα, κάνει και δεύτερο. Κάνει ίσως και τρίτο, δε θυμάται.

Άνδρας λευκός, αγνώστου ηλικίας, στο δρόμο επί μοτοσικλέτας. Χωρίς κράνος, χωρίς φως, την ίδια ώρα στην Τούμπα. Στο ίδιο σταυροδρόμι. Κοιτάει μπροστά(;) μακριά, δυο αυτοκίνητα περιμένουν στο κόκκινο(;) φανάρι. Πλησιάζει με φόρα, χώνεται στο κενό που αφήνουν τα δυο αυτοκίνητα από το δεξί πεζοδρόμιο. Ξανακοιτάει μπροστά. Βλέπει άνδρα λευκό να διασχίζει πεζός το δρόμο.. να κάνει ένα βήμα.. αντανακλαστική βίαιη αντίδραση στις μανέτες των φρένων. Να κάνει δεύτερο βήμα.. η μηχανή σέρνεται με μπλοκαρισμένους τροχούς. Να κάνει τρίτο (και σωτήριο όπως αποδείχθηκε) βήμα.. το ανεξέλεγκτο φρενάρισμα συνεχίζεται μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο.

Ακολουθεί σύντομος σουρεάλ διάλογος αυτής της ζωής -που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και της άλλης.
- Καλά, δεν είχες κόκκινο;
- Αν είχα κόκκινο...;!


Today's Soundtrack:
"Sure as I am breathing, sure as I'm sad,
I leave here believing more than I had
and there's a reason I'll be back" 


Ανάβει πράσινο.
Τα δύο αυτοκίνητα διασχίζουν τη διασταύρωση και συνεχίζουν το δρόμο τους. Ο άνδρας ετών 32 περνά επιτέλους απέναντι και συνεχίζει την πορεία του που είχε διακοπεί. «...ῥῦσαί με ξ αμάτων, Θες Θες τς σωτηρίας μου», συνεχίζει και την προσευχή του που είχε διακοπεί.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

αύρα λεπτή


Είναι αυτή που τρυπώνει από τα γερμένα παραθυρόφυλλα, δυναμώνει δειλά και ανασηκώνει ελαφρά τα χρωματιστά χαρτάκια που συνθέτουν την ακατάστατη τάξη στο γραφείο μου, ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου. Κι εγώ αφήνω το χοντρό βιλίο που με συντροφεύει πιστότερο κι από άνθρωπο να στηριχτεί πάνω στο πληκτρολόγιο, τοποθετώντας λοξά στη γωνιά των σελίδων του τον υφασμάτινο σελιδοδείκτη που κάποτε μου χάρισε ο Σ και ψάχνω πετρούλες και κοχυλάκια να ταπεινώσω τα χαρτάκια και να.. σε λίγο το γραφείο μου μοιάζει με ακατάστατη ακρογυαλιά που ξέβρασε στην αμμουδιά τον πλούτο του γυαλού της. Είναι η αύρα που συνεχίζει να γλύφει τα χρωματιστά χαρτάκια που με κάνει να μην ξαναπιάσω αμέσως το βιβλίο.. μην είναι η έλλειψη θάλασσας από τις φετινές μου διακοπές.. τι να σας πω, μη με ρωτήσετε, δεν ξέρω.

Είναι αυτή που στεγνώνει τις χοντρές στάλες ιδρώτα που άρχισαν να παίρνουν τον κατήφορο στο μέτωπό μου, κυκλώνουν και γαργαλούνε τα αυτιά και κάνουν τα μάτια μου να τσούζουν, ένα καυτό καλοκαιρινό μεσημέρι. Κι εγώ παρατώ στη μέση τη δουλειά, ανασηκώνω τ' αδύνατα μπράτσα μου και σκουπίζω με τα κοντά μανίκια τους υγρούς κροτάφους. Κάθομαι στην ακμή ενός κιβωτίου με τα χέρια τεντωμένα στους μηρούς και γέρνω κάτω το κεφάλι μου. Μια μεγάλη βε στάμπα έχει αποτυπωθεί εδώ και ώρα στο μπλουζάκι μου, τη βλέπω να απλώνεται προς όλες τις μεριές, και υγραίνει το στέρνο μου, το ίδιο και χειρότερα θα συμβαίνει μάλλον και στην πλάτη που κολλάει στο ρούχο. Είναι η καλοκαιρινή αύρα που δροσίζει το ιδρωμένο μου κορμί που με κάνει να μη συνεχίσω αμέσως τη χειρονακτική εργασία.. μην είναι η έλλειψη αληθινής σωματικής ξεκούρασης αυτό το καλοκαίρι.. μη με ρωτάτε σας είπα, δεν ξέρω.

Είναι αυτή που ανακατώνει τα μαλλιά της κοπέλας που κάθεται δίπλα μου στο ξύλινο παγκάκι, ένα ήσυχο βράδυ στην παραλία. Και με τ' ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού προσπαθεί να οδηγήσει στην άκρη τις άτακτες αφέλιες που μπερδεύονται συνεχώς μπρος στα μάτια της, καθώς συνεχίζει ανενόχλητη το θάψιμο της προσφοράς του Λαρς φον Τρίερ στην έβδομη τέχνη. Είναι η θαλασσινή αύρα που δεν καταλαβαίνει από επιδέξια ακροδάχτυλα και επιμένει στο ανακάτεμα της απείθαρχης αφέλιας που με κάνει να μην προσέχω τα τελευταία της λόγια.. μην είναι οι άτακτες αυτές αφέλιες που ξυπνούν στους ιστούς της καρδιάς μου αντίστοιχες άτακτες θύμησες.. να σας πω αν ξέρω μη με ρωτάτε, δε θα σας πω.



Today's Soundtrack:
Νίκος Ζούδιαρης | Αλκίνοος Ιωαννίδης
"κι αν τα σημεία ερμήνευσες, η γνώση δε σε σώνει,
ένα αδέξιο παρελθόν, σε πνίγει, σε θυμώνει"


Είναι αυτή που τώρα δυνάμωσε και τρέχει αχόρταγη πάνω απ' τα χωράφια της γης και παρασέρνει τον χνουδωτό ανθό μιας γαλατσίδας, έναν κλέφτη, και τον φέρνει και τον κυκλώνει μπρος στα μάτια μου. Κι εγώ λοξοκοιτάω να δω πού θα πάει να σταθεί να τον πιάσω και απλώνω το χέρι προς τα 'κει να τον χουφτώσω κι όλο μου φεύγει, βρε τον κλέφτη! Είναι η ψυχωμένη πρωινή αύρα που δίνει φτερά στον κλέφτη συνέχεια να μου φεύγει να μην τον φυλακίσω και μετά να τον αφήσω κάνοντας μια ευχή να πιάσει, έναν πόθο να γίνει.. μην είναι οι λάθος ευχές κι οι ταπεινοί πόθοι που καλλιεργεί πάντα η καρδιά μου και σκάνε και πετάνε 'δω κι εκεί σαν τον κλέφτη.. ψέμματα θα σας πω αν σας πω, μπορεί, δεν ξέρω.

Δεν είναι, πάντως, αυτή η αύρα.. η άλλη είναι που θέλω, αυτό τουλάχιστον το ξέρω.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Σε είδα χθες βράδυ


Σε είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ. Και δεν ήταν πολύ ευχάριστο. Στη βουή, στο μπλέξιμο των βημάτων του πολυσύχναστου δρόμου, έπιασα το βήμα σου ν' ανοίγει νευρικά προς κατεύθυνση άγνωστη, ακαθόριστη.
Πού πας; Φεύγεις ή έρχεσαι; Κοντεύεις ή απομακρύνεσαι;
Στην κίνηση, στη διασταύρωση χιλιάδων ματιών, είδα το βλέμμα σου αδειανό, κενό συναισθημάτων.
Τι κοιτάς; Ψάχνεις ή ντρέπεσαι; Θυμάσαι ή ξέχασες;
Έκανα να σε φωνάξω, μα την άλλη στιγμή άρχισα να αμφιβάλλω αν πράγματι ήσουν εσύ. Πέρασες δίπλα μου. Τα βήματά σου διασταυρώθηκαν με τα δικά μου, το βλέμμα μου γύρεψε το δικό σου. Δε με είδες, ούτε στάθηκες καν. Κι εγώ δυο λέξεις να μιλήσω δεν κατάφερα, βουβή φώναζε η φωνή από μέσα μου.. τι κακό κι αυτό με τα όνειρα!

Και έμεινα να κοιτώ μια πλάτη, μια φιγούρα να χάνεται στριμωγμένη στο βάθος του δρόμου. Και έμεινα με την απορία.. Ήσουν εσύ;


Today's Soundtrack:
Βαγγέλης Γερμανός - Το γράμμα
"πήρα τη γεύση σου χτες βράδυ,
τη μυρωδιά σου που πότιζε το γκρι χαρτί"


Σε είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ. Στο χαμό, στην πλοκή των σωμάτων στην πολύβουη πόλη, είδα τα μάτια σου να με ψάχνουν με αγωνία 'δω κι εκεί.
-Πού είσαι; -Να 'μαι.. με βλέπεις ή μ' έχασες;
Στη διασταύρωση, στο σμίξιμο των δρόμων, είδα τα χέρια σου ανοιχτά, τα δάχτυλα τεντωμένα.
Τι αναζητάς; Προσμένεις ή εύχεσαι;
Έκανα να σταθώ να σου μιλήσω και δεν πρόλαβα να δοκιμάσω αν μπορώ. Τα βήματά σου διασταυρώθηκαν με τα δικά μου, το βλέμμα σου ενώθηκε στο δικό μου. Και μ' αγκάλιασες σφιχτά όσο ποτέ άλλοτε, κλαίγοντας ένα βουβό κλάμα, δυο λέξεις ψιθυρίζοντας μονάχα, όπως ποτέ άλλοτε.


Σε είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ, ξανά, ναι-αμέ, ήσουν εσύ και ήταν τόσο ευχάριστο, τόσο γλυκό. Κι έσφιξα κι εγώ τα χέρια μου στην τρεμάμενη πλάτη σου.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ντοματinio


Είναι μια ώρα της ημέρας στο χωριό που δεν ανταλλάζεται με τίποτα στον κόσμο.


Today's Soundtrack:
Ξαφνικά
Γρ. Κλιούμης | Ε. Τσαλιγοπούλου
"είναι τα χρόνια που περνάν
και μου λες
φεύγει η ζωή μας ξαφνικά
και όλα μοιάζουν μακρινά"



"Το έπαιξα" και φέτος αγρότης για λίγα μερόνυχτα και ξέθαψα μικρές-μικρές αισθήσεις χαμένες στο μακρινό παιδικό παρελθόν. Τότε που πασπάτευα με τα μαθημένα χεράκια μου το φρεσκοσκαμμένο χώμα κι όταν έβρισκα τη θαμμένη πατάτα ξεφώνιζα με 'κείνη τη χαρά έκπληξης ενός παιδιού που ανακαλύπτει τον κρυμμένο θησαυρό. Τότε που χωνόμουν στις διπλάσιες απ' το μπόι μου ντοματιές κι όταν ξεχώριζα την κατακόκκινη λαχταριστή ντομάτα, την έκοβα προσεχτικά απ' το μίσχο, τη σκούπιζα με τελετουργική αργότητα στο ξεχειλωμένο μου μπλουζάκι και ρουφούσα τα ζουμιά της που έτρεχαν γιομίζοντας το άτριχο πηγούνι μου. Κι ας με φώναζε μετά η μητέρα "πού έτρεχες πάλι μες στις ντοματιές, που να σε πάρει, κι έγινες όλος πράσινος, αχ!".

Τότε που έψαχνα στις δασειές χαμηλο-φυλλωσιές για κάποιο τεράστιο νεροκολόκυθο κι όταν το έβρισκα, το καβαλούσα, το έπιανα από τ' αυτιά και παρασερνόμουν σε μια κούρσα δίχως τέλος στους νοητούς χωματόδρομους του κήπου μας, γέρνοντας πότε 'δω, πότε 'κει, ν' αποφύγω τους άγριους δράκους που έμπαιναν στο διάβα μου. Τότε που αποβραδίς δίπλωνα το μέτρο να υπολογίσω το μήκος του βλασταριού που κρεμότανε τρυφερό στην κάτω αγγουριά κι όταν το επόμενο πρωί το ξαναμέτραγα διπλάσιο προσπαθούσα ειλικρινά μέσα μου να κατανοήσω ποια χοντρή πλάκα μου έκανε πάλι ο παππούς με τα αγγούρια.

Τότε που έκοβα με προσοχή ένα μεγάλο αγκαθωτό κάστανο κι όταν παρατούσα την προσπάθεια να μετρήσω τις βελόνες στο καβούκι του, το πετούσα ψηλά για να το ξαναπιάσω σφίγγοντας τα χείλη μην ξεφωνίσω από τα τσιμπήματα, κι όλο πιο ψηλά και πιο ψηλά και τα χέρια να μυρμηγκιάζουν γεμίζοντας μικρές μικρές κόκκινες τελίτσες. Τότε που έβαλα τον πατέρα να μου ξαναμάθει πώς να ξεχωρίζω τις κρανιές, "που παρότι στραβές, έχουν το καλύτερο, το δυνατότερο ξύλο" κι εγώ έβαλα τότε πείσμα κρυφά να πριονίσω μια ωραία κρανίσια διχάλα που στο μυαλό μου φάνταζε ως η καλύτερη και δυνατότερη σφεντόνα της γης και έγδαρα με το μπρατσιόλι τρία απ' τα δάχτυλα του αριστερού χεριού -πώς δεν τα 'κοψα πες- και πλάνταξα σε βουβό κλάμα, σκληρό αντράκι από μικρός.. και η σφεντόνα η καλυτερότερη και δυνατότερη που έφτιαξε χέρι ανθρώπου ποτέ, κι ας του 'μειναν τρία δάχτυλα σημαδεμένα.

Τότε που.. εντάξει δεν είμαι απ' αυτούς που βρίσκουν όμορφα όλα τα περασμένα. Είναι η επαφή με τη γη που προσφέρει μικρές ανεπανάληπτες χαρές. "Το έπαιξα" και φέτος αγρότης για δυο μερόνυχτα. Κατάφερα να μαζέψω ένα κουβαδάκι πατάτες και το πρόσθεσα στους τέσσερις κουβάδες που 'χαν ήδη γιομίσει απ' τα χαράματα, δε με βοήθησαν πολύ τα άμαθα χεράκια μου. Πρασίνισα το πόλο μπλουζάκι μου μες στις ίσια με το μπόι μου ντοματιές, προσπαθώντας νευρικά να αποκόψω μια κόκκινη ντομάτα απ' το κοτσάνι της, δε με βοήθησε πολύ η κουρασμένη μέση μου. Χαιρέτησα από μακριά τα κολοκύθια της νιότης μου, στενοχωρέθηκα που τα τρυφερά βλαστάρια της πέρα αγγουριάς δε μεγάλωσαν καθόλου στη διάρκεια της νύχτας, δεν έπιασαν φέτος οι αγγουριές. Αρρώστησαν και δύο καστανιές φέτος, απ' την ίδια αρρώστια που ξεράθηκαν πέρσι άλλες δυο, λίγα τα κάστανα φέτος μα τόσα-να μεγάλα, αλλά κατακόκκινες και βαρυφορτωμένες οι κρανιές και ήδη έρχεται στο στόμα μου η στιφάδα του καρπού και η γλυκόπικρη γεύση του ηδύποτου, όταν με το καλό, μάνα, το ετοιμάσεις..

Μα είναι μια ώρα της ημέρας στο χωριό που αλήθεια δεν ανταλλάζεται με τίποτα στον κόσμο. Το σούρουπο έρχεται αργά στο χωριό μα πέφτει γρήγορα σαν βασιλεύει ο ήλιος στο Μαυροπούλι και ανεβαίνει η φωτεινή γραμμή απέναντι στην Τύρνα. Ώσπου ν' ανάψουν φωτάκια μικρά οι στύλοι της ΔΕΗ. Είναι η ώρα εκείνη που τεντώνουν τα πόδια στο ξύλινο παγκάκι του μπαλκονιού, το κεφάλι γέρνει προς τα πίσω, τα χέρια ανοίγουν ν' αγκαλιάσουν τις σανίδες της πλάτης. Ο ήχος του νερού που κυλάει στο διπλανό αυλάκι, το μόνιμο 24ωρο soundtrack του χωριού, γίνεται τώρα αντιληπτός απ' το κέντρο των αισθημάτων της καρδιάς και ξεχύνει μέσα της ρυάκια αγαλλίασης, είναι η αποθεραπεία μιας μέρας έντονης, κουραστικής, άλλης μια τυπικής ημέρας στο χωριό. Τα μάτια υγραίνονται μην τολμώντας καν να μπούνε στη διαδικασία να χωρέσουνε τι.. Είναι η ώρα που οι καρποί της γης μετρώνται ένας ένας, οι πατάτες που βγήκαν καλές αν και μικρές, οι ντομάτες που δε χόρτασαν νερό, οι καστανιές που ξεραίνονται η μία πίσω απ' την άλλη, τα φασολάκια που αύριο πρέπει να μαζευτούν, τα καραμπουλάχανα που πρέπει να φυτευτούν.. Και τότε είναι που τις σκέψεις διακόπτει το δυνατό ροκάνισμα της βερβερίτσας που θα 'χει φαίνεται φωλιάσει στην απέναντι καρυδιά. Πολλά τα καρύδια και φέτος, ό,τι μάζεψες μάζεψες για γλυκό. Τα υπόλοιπα τα διέγραψες απ' το μυαλό σου εξαρχής, όπως και πέρσι και πρόπερσι και πάντα. Άλλοτε έπαιρνες το φλόμπερ των 9 χιλιοστών και σημάδευες στο ψαχνό και μάζευες μία μία τις βερβέρες απ' την ουρά. Για να γλιτώσεις τι.. ένα σακί καρύδια. Τώρα χαλάλι. Είναι το αντίδωρο σου στη φύση. Και τα φουντούκια επίσης, ξέχασα να πω, τα τσάκισαν οι μπλούχοι.

>>>

Είναι τρία τα είδη ντοματιάς που φύτρωσαν δίπλα-δίπλα στον κήπο του χωριού. Η μία απ' τον παλιό ντόπιο σπόρο που ανέκαθεν ευδοκιμούσε στο χωριό. Και βγάζει ντομάτα μεγάλη και αλλόκοτη, σχεδόν εξωγήινη. Με εξογκώματα και σκισμές, απ' τη μία κόκκινη κι απ' την άλλη ροζ, χτυπημένη, δαρμένη, άλλοτε μισοσάπια και μαυρισμένη. Η άλλη από σπόρο υβριδικό, η γνωστή εξευγενισμένη ντομάτα. Με στρόγγυλο σχήμα και ομοιόμορφο χρώμα σε μέγεθος τυπικό και επαναλαμβανόμενο. Και σώμα στιλπνό δίχως στίγματα, όμορφη ντομάτα. Και τέλος τα ντοματίνια, η αδυναμία μου! Που βγαίνουν σε τσαμπιά σαν σταφύλια, μικρά γυαλιστερά σαν ξεβαμμένα κεράσια. Η αυθεντική γεύση της παλιάς καλής ντομάτας μαζεμένη και κρυμμένη σε ένα λιλιπούτειο κόκκινο σβώλο που μεμιάς βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια και σκάει πλημμυρίζοντας χυμούς τον ουρανίσκο.

>>>

Είναι ακριβώς οι μικρές αυτές χαρές που δίνουν αυθεντική γεύση στη ζωή. Ο ήχος του νερού που μέρα-νύχτα τρέχει στο χορταριασμένο αυλάκι, ένα καβούκι κάστανου και οι μικρούλικες τρυπίτσες που άφησε στο εσωτερικό της παλάμης, ένα σκιουράκι που κρατά τον καρπό ανάμεσα στα δύο μπροστινά του πόδια και τον ροκανίζει αμέριμνο, η λαχτάρα της αληθινής γεύσης ντομάτας που, χεχ, δεν κρύβεται ούτε στη μεγαλύτερη ούτε στην πιο όμορφη. "Μην ισχύει άραγε το ίδιο και για τους ανθρώπους;", αναρωτήθηκα και το ευαίσθητο -πλέον- μικρό αντράκι ανασκουμπώθηκε να ψάξει στα παλιά παιχνίδια την παιδική του σφεντόνα.


* "Και για πείτε τώρα σε ποιον μοιάζει.." έπεσε η πολυαναμενόμενη ερώτηση, πριν καλά καλά το νεογέννητο της οικογένειας συμπληρώσει την πρώτη του μέρα στον θαυμάσιο τούτο κόσμο. Ευτυχώς όχι τη δική μου ασχημόφατσα, συμπλήρωσα μυστικά και χάιδεψα με το δείκτη μου το εσωτερικό της μικροσκοπικής του παλάμης. Κι εκείνο έσφιξε γύρω τα δακτυλάκια του εξερευνώντας με την αφή τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά του. Κι έχει -γερό να 'ναι- να δει ακόμα και να νιώσει.. Να του αφιερώσω έχω μονάχα τούτο το αυθεντικό ντοματίνι, που κλείνει μέσα του όλες τις γεύσεις και τ' αρώματα, τις μνήμες και τα χρόνια, τις χαρές που πέρασαν κι εκείνες που θα 'ρθουν.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Το κόκκινο μπαλόνι


Μια φορά κι έναν καιρό είδα στο δρόμο να στέκει ένα κόκκινο μπαλόνι. Όχι σαν οποιοδήποτε μπαλόνι. Αυτό το κόκκινο είχε κάτι το μοναδικό πάνω του, κάτι το ιδιαίτερο. Το σχήμα του; Το χρώμα του; Ή μήπως οι κινήσεις του; Έμοιαζε να έχει καρδιά αυτό το μπαλόνι, απ' τις καρδιές που λυγίζουν, που νιώθουν. Ήταν όμορφο εκείνο το κόκκινο μπαλόνι.

«Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» του είπα μια μέρα κι εκείνο δέχτηκε με χαρά. Και έκτοτε αποφάσισα ότι αυτό θα ήταν το δικό μου κόκκινο μπαλόνι.

Κάθε μέρα τριγυρίζαμε μαζί στα σοκάκια, μπαίναμε σε σπίτια και μαγαζιά, απολαμβάναμε τη θέα στην άκρη της πόλης. Κι εγώ το κρατούσα απ' το σκοινί, όχι φυσικά μη μου φύγει.. Μου το 'χε πει άλλωστε, ότι μαζί μου ένιωθε ασφάλεια, ότι μαζί μου απολάμβανε την κάθε μέρα και έκανε όνειρα για το αύριο. Και αμφιβολία να μην είχα καμία γι' αυτό, έλεγε.. Κι εγώ το κρατούσα σφιχτά απ' το σκοινί περήφανος και συγκινημένος συνάμα.

Αλήθεια σας λέω αυτό το μπαλόνι είχε καρδιά! Είχε αισθήματα. Και χαρά και δάκρυ και πόνο. Άλλοτε το έβλεπα ζωηρό και φουντωμένο, άλλοτε ζαρωμένο και θαμπό. Ήταν αληθινά όμορφο, ανθρώπινο το κόκκινο μπαλόνι κι εγώ προσπάθησα να του ανταποδώσω ό,τι μπορούσα σε συναίσθημα. Στη χαρά του συμμετοχή, στον πόνο ανακούφιση, στο δάκρυ παρηγοριά. Με το σκοινί του πάντα σφιχτά πλεγμένο στα δάχτυλά μου.

>>>

Μια μέρα το είδα έξω απ' το μπαλκόνι μου θαμπό. Δακρυσμένο, μαζεμένο, σκληρό και ευάλωτο ταυτόχρονα, δίχως τίποτα να θυμίζει την πρότερη ζωντάνια του. Έκανα να το πιάσω και τραβήχτηκε. Έκανα να του μιλήσω και απομακρύνθηκε. Γύρισε μια, με κοίταξε βουρκωμένο και έστριψε στο πρώτο στενό. Και χάθηκε.


:Today's Soundtrack
Θ. Παυλάκος | Μ. Πασχαλίδης
Έτσι που ήρθες κι έφυγες"
"δε σ' έμαθα ποτέ



Ξέρετε την αδυναμία μου για τα μπαλόνια. Τι να κάνω, είμαι αμετανόητος.. θέλω ακόμα εκείνο το κόκκινο μπαλόνι, που μια μέρα έφυγε και πίσω δε γύρισε ποτέ. Κι ας έκανα όμως ό,τι περνούσε από το χέρι μου, κι ας έβαλα όση δύναμη είχα, φαίνεται τελικά ότι δεν ήμουν άξιος να το κρατήσω. Τόσες αδυναμίες και πόσα λάθη.. Και είναι αυτό τελικά που κοστίζει. Ότι παρά τη συναισθηματική επένδυση, το ειλικρινές δόσιμο, έρχεται η στιγμή που αντιλαμβάνεται κανείς ότι κι αυτό ακόμα δεν αρκεί για να φτάσει το κόκκινο μπαλόνι, είναι πολύ λίγο. Είμαι πολύ λίγος.

Μα αυτό κάνω μια ζωή, αυτό και θα εξακολουθήσω. Να δίνομαι κι ας μου κοστίζει, άλλο δρόμο δεν ξέρω. Κι ας μη φτάνω το κόκκινο μπαλόνι. Κι ας μη το φτάσω ποτέ.

Και δεν υπάρχουν -να ξέρετε- σκληρά μπαλόνια, πονεμένα υπάρχουν. Κι ο πόνος, εκτός από φόβο, γεννά και τοπικά σκληράδια. Που δε φεύγουν με τίποτα αν δε διαχειριστεί κανείς την αιτία που τα δημιούργησε, τον πόνο. Κι εγώ αυτό δεν το κατάφερα με το κόκκινο μπαλόνι.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που δε θα την πούμε τώρα να μη μας ακούσει. Ελπίζω να τριγυρνά ακόμη στα σοκάκια της πόλης, όρθιο και ζωηρό, μακάρι χαρούμενο, κι ας μην περνά πια απ' τη δική μου γειτονιά. Είναι και άσχημη ούτως ή άλλως. Κι ας μην μπλέκεται το σκοινί του στο χέρι μου. Είναι και αδύναμο ούτως ή άλλως. Μοιάζουν κι οι μέρες μου σ' αυτή την πόλη μετρημένες, ούτως ή άλλως..

* Ο τίτλος, το κείμενο και οι φωτογραφίες παραπέμπουν ευθέως στην υπέροχη ταινία "Le ballon rouge" (1956), του Albert Lamorisse, βραβευμένη με Όσκαρ καλύτερου σεναρίου. Ευχαριστώ τον Β. που άθελά του μου τη θύμισε. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Το sms του Αυγούστου


Δεν είναι εύκολο να ξεκαθαρίσεις μέσα σου ποιο είναι το νόημα του καλοκαιριού, το ξέρω. Χάνεται ο νους, σκεδάζεται το βλέμμα..


..στη λεπτόκοκκη άμμο που θερμά υποδέχεται
..στην αχόρταγη θάλασσα που αγκαλιάζει γλυκά,
..στο κορμί που ν' αποκαλύψει δεν ντρέπεται
..στο βιβλίο που κρατάει πιστή συντροφιά.


Πες μου, στ' αλήθεια.. πού ταξιδεύει το δικό σου βλέμμα καρδιά μου, τι αγναντεύει, με τι δακρύζει, που ξενυχτά; Πες μου..