Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Σβήνω τα ίχνη


Είναι λίγος καιρός που το παλεύω να μάθω να διαβάζω τους χρησμούς,
με ανοιχτούς λογαριασμούς μια και καλή να ξεμπερδεύω.

Είναι αργά τη νύχτα. Οκτώ; Δέκα; Μία μετά τα μεσάνυκτα; Ποιος ξέρει.. στ' αλήθεια δεν έχει και πολύ σημασία. Στο μοναστήρι είναι νύχτα μόλις πέσει η νύχτα. Και σβήσουν τα ίχνη, τα φώτα. Αληθινή νύχτα. Και κάθε στιγμή της είναι αργά τη νύχτα.

Το στρώμα μου, τοποθετημένο κάτω ακριβώς απ' το φεγγίτη της σοφίτας, παραλαμβάνει τα φορτία και τους πόνους μιας μέρας, μιας ζωής. Τα μάτια μου καρφωμένα στο ανοικτό παράθυρο προσπαθούν να διαχωρίσουν τις τρεις αποχρώσεις μαύρου του οπτικού μου πεδίου. Το μαύρο του άσπρου των τοίχων, το μαύρο του μπλε των παραθυρόφυλλων και το μαύρο του μαύρου του έξω κόσμου, που περνά ανόθευτο τα όρια της μικρής σοφίτας και προβάλλεται σαν σε παλιά οθόνη πενήντα επί σαράντα. Όχι του κόσμου τούτου εδώ, του άλλου, αυτού που απλώνεται 'κει πάνω και παιχνιδίζει με τ' αστέρια. Μα τ' αστέρια πήραν ρεπό τούτο το βράδυ, δεν άναψαν φωτίτσες, δεν στέλνουν μηνύματα, σβήσαν τα ίχνη τους κι άντε βρες τα πού πήγαν τώρα.

Θα κάψω τα παλιά μου τα βιβλία κι όλους τους φίλους θα ξεγράψω,
τραγούδι δε θα ξαναγράψω για μια παλιά φωτογραφία.

Η μόνη μου συναλλαγή με την οθόνη είναι οι ριπές καθάριου αέρα που λούζουν το πρόσωπό μου, δροσίζουν το ξεσκέπαστο κορμί μου. Ένα ανεπαίσθητο μπουμπουνητό αντιλαλεί στους περικείμενους λόφους και είναι κι αυτή η αλάνθαστη μυρωδιά της βροχής που προκαλεί τη μνήμη, ειδοποιεί για τον σίγουρο ερχομό της, σαν ίχνος μοναδικού γυναικείου αρώματος της κοπέλας που πέρασε κι ακόμα δεν έσβησε.

Σβήνω τα ίχνη χάνομαι, σβήνω τα ίχνη.

Και τότε η συναλλαγή μου με την οθόνη γίνεται περισσότερο διαδραστική. Τα ίχνη παραμένουν σβηστά, το μαύρο παραμένει μαύρο, το αεράκι συνεχίζει ν' αγκαλιάζει το στρώμα μου κουβαλώντας τώρα σταγονίτσες βροχής, ψιλές ψιλές σαν κάποιο τρυπητό ποτιστήρι να σκαρφάλωσε στη μολυβένια μολυβιά σκεπή, έβαλε την κουκούνα του απ' τ' ανοιχτό παράθυρο και άρχισε να ραντίζει το μέσα κόσμο της μαύρης σοφίτας.

Όσο κι αν θέλω να θυμάμαι, ό,τι μ' αγάπησε ξεχνάω
κι ό,τι με πόνεσε αγαπάω, ο πόνος δείχνει ότι ζω.

Και οι σταγονίτσες όχι μόνο δροσίζουν το κορμί μου, αρχίζουν να τρυπώνουν και μέσα στον μαύρο κόσμο του, γαργαλώντας τις αισθήσεις του. Έναν μαύρο κόσμο σε τρεις αποχρώσεις. Το μαύρο του λευκού της αγάπης, το μαύρο του μπλε της μνήμης, το μαύρο του μαύρου του πόνου. Κι αρχίζουν να αναδύονται, σαν σκόνη απ' τους πόρους του, θύμησες ανακατεμένες με αισθήματα και δάκρυα και στροβιλίζονται μπλεγμένες στις ψιλές σταγόνες της βροχής που χορεύει σαν κριθάρι ο καθάριος άνεμος.

Δρόμοι ανοίγονται εντός μου, τώρα η σιωπή δε με τρομάζει
κι ο κόσμος μια φωτοτυπία, κάποιον θα βρείτε να μου μοιάζει.

Για λίγες στιγμές νιώθω σαν το πατάρι όπου μπήκε φουριόζα η νοικοκυρά, με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα πίσω τα μαλλιά, και ξεσήκωσε στρωσίδια, πέταξε σαβούρα, τίναξε σκεπάσματα κι άφησε ώρες διαμπερώς ανοικτό να φύγει ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε πολύς. Και τώρα στέκει στη χαμηλή πόρτα σκουπίζοντας διαδοχικά τα χέρια στη μακριά ποδιά της και με το ανάστροφο της παλάμης τον ιδρώτα που τρέχει στο κοκκινισμένο μέτωπο. Έχοντας πλάι της τα σύνεργα του πολέμου, χλωρίνη, σφουγγαρίστρα κι έναν κουβά νερό ίσα με 'κει πάνω, έτοιμη να σβήσει τα ίχνη της παλιάς χρήσης, ν' ανοίξει χώρους καινούς, καθάριους.

Είναι λίγος καιρός που το παλεύω..

* Σας τραγούδησα το «Σβήνω τα ίχνη» του Μίλτου Πασχαλίδη, από το δίσκο του «Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος», που κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες το 2003. Ακούστε το εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου