Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Επιχείρηση Ανθρωποειδές

Η ιστορία είναι η μόνη μοίρα που υπάρχει: μπορείς να την ξαναδιαβάσεις και να την ερμηνεύσεις όπως θες, μα δεν μπορείς να την ξαναγράψεις.


Η στιγμή πλησιάζει, το νιώθω. Η Μερσεντές είναι στο δρόμο. Έρχεται. Στον αέρα της Πράγας πλανιέται κάτι που με διαπερνά ως το κόκαλο. Οι στροφές του δρόμου ορίζουν τη μοίρα ενός ανθρώπου, και ενός άλλου, και ενός άλλου, και ενός άλλου. Βλέπω τα περιστέρια να απογειώνονται από το μπρούτζινο κεφάλι του Γιαν Χους και, σε δεύτερο πλάνο, το ωραιότερο σκηνικό του κόσμου, την Παναγία του Τυν, το μαύρο καθεδρικό ναό με τους πυργίσκους του που σκίζουν τον αέρα, το ναό που με κάνει να θέλω να πέσω στα γόνατα κάθε φορά που μπορώ να θαυμάζω το γκρίζο μεγαλείο της απόκοσμης πρόσοψής του. Η καρδιά της Πράγας χτυπάει στο στήθος μου. Ακούω το κουδουνάκι των τραμ. Βλέπω τους άντρες με τις γκριζοπράσινες στολές που οι μπότες τους αντηχούν στο οδόστρωμα. Είμαι σχεδόν εκεί. Πρέπει να πάω εκεί. Πρέπει να πάω στην Πράγα. Πρέπει να είμαι εκεί όταν θα συμβεί το γεγονός.

Πρέπει να το γράψω εκεί.

Ακούω τη μηχανή της μαύρης Μερσεντές που φιδοσέρνεται στο δρόμο. Ακούω την ανάσα του Γκάμπτσικ, που, τυλιγμένος σφιχτά στο αδιάβροχό του, περιμένει στο πεζοδρόμιο, βλέπω τον Κούμπις απέναντι, και τον Βάλτσικ να 'χει πάρει θέση ψηλά στο λόφο. Νιώθω την παγωμένη γυαλάδα του καθρέφτη του, βαθιά στην τσέπη του σακακιού του. Όχι ακόμα, όχι ακόμα, už nie, noch nicht.

Όχι ακόμα.

Νιώθω τον άνεμο που μαστιγώνει τα πρόσωπα των δύο Γερμανών μέσα στ' αυτοκίνητο. Ο οδηγός οδηγεί πολύ γρήγορα, το ξέρω, έχω χιλιάδες μαρτυρίες που το βεβαιώνουν, δεν ανησυχώ γι' αυτό. Η Μερσεντές τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, κι αυτό είναι το πολυτιμότερο κομμάτι του φαντασιακού μου, αυτό για το οποίο είμαι πιο περήφανος απ' όλα τα άλλα, αυτό που την ακολουθεί από πίσω σιωπηλά. Ο αέρας μπαίνει ορμητικά στο αυτοκίνητο, ο κινητήρας βρυχάται, ο επιβάτης λέει διαρκώς στον οδηγό του, έναν πραγματικό γίγαντα, «Schneller! Schneller!» Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, μα δεν ξέρει ότι ο χρόνος έχει αρχίσει κιόλας να κυλάει πιο αργά. Σε λίγο ο ρους του κόσμου θα παγώσει σε μια στροφή του δρόμου. Η γη θα σταματήσει να γυρίζει την ίδια στιγμή με τη Μερσεντές.

Μα όχι ακόμα. Το ξέρω καλά πως ακόμα είναι πολύ νωρίς. Δεν είναι ακόμα όλα στη θέση τους. Δεν έχουν ειπωθεί όλα. Είναι σίγουρο πως θα ήθελα να αναβάλλω αυτή τη στιγμή αιωνίως, ενώ το ίδιο λεπτό όλη μου η ύπαρξη τείνει αμετάκλητα προς αυτήν.

Ο Σλοβάκος, ο Μοραβός κι ο Τσέχος από τη Βοημία περιμένουν κι αυτοί, και θα πλήρωνα ακριβά για να νιώσω αυτό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή. Εμένα όμως με έχει διαβρώσει η λογοτεχνία. «Νιώθω μέσα μου ν' αναδεύεται κάτι κακό», λέει ο Άμλετ, κι ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή εκείνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι μια φράση του Σαίξπηρ. Να με σχωρνάτε. Ας με συγχωρήσουν κι εκείνοι. Όλα τα έκανα γι' αυτούς. Έπρεπε να βάλω μπρος τη μηχανή της μαύρης Μερσεντές - και δεν ήταν εύκολο. Χρειάστηκε να τα βάλω όλα στη θέση τους, να ασχοληθώ με την προετοιμασία, συμφωνώ, να υφάνω τον ιστό αυτής της περιπέτειας, να στήσω την κρεμάλα της Αντίστασης, να τυλίξω τη φριχτή περγαμηνή του θανάτου με το θαυμαστό περιτύλιγμα του αγώνα. Κι όλα αυτά, βεβαίως, δεν είναι τίποτα. Χρειάστηκε, αψηφώντας τις συστολές μου, να συναναστραφώ ανθρώπους τόσο ψηλούς, που, αν ποτέ κοιτούσαν κάτω το χώμα, δεν θα υποψιάζονταν καν την ύπαρξή μου, την ύπαρξη ενός ταπεινού εντόμου.

Μερικές φορές, χρειάστηκε να εξαπατήσω, να απαρνηθώ τα πιστεύω μου, διότι οι λογοτεχνικές μου πεποιθήσεις δεν έχουν καμιά αξία μπροστά σ' αυτό που διακυβεύεται ετούτη τη στιγμή. Σ' αυτό που θα παιχτεί σε λίγα λεπτά. Εδώ. Τώρα. Σ' αυτή τη στροφή, στην οδό Χολέσοβιτσε, στην Πράγα, εκεί όπου αργότερα, πολύ αργότερα, θα φτιάξουν κάτι σαν ανισόπεδη διάβαση, γιατί η μορφή μιας πόλης αλλάζει πιο γρήγορα, αλίμονο, απ' ό,τι η μνήμη των ανθρώπων.

Μα όλα αυτά δε έχουν σημασία. Το μόνο που μετράει από τώρα και στο εξής είναι μια μαύρη Μερσεντές που φιδοσέρνεται στο δρόμο. Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα πιο κοντά στην ιστορία μου.

Πράγα.

Νιώθω το μέταλλο να τρίβεται πάνω στο πετσί. Και την αγωνία που μεγαλώνει στα σωθικά των τριών αντρών, και την ψυχραιμία που προσπαθούν να δείξουν. Δεν πρόκειται για την αρσενική σιγουριά αυτών που ξέρουν ότι θα πεθάνουν, γιατί, αν και έχουν προετοιμαστεί γι' αυτό, η δυνατότητα διαφυγής δεν χάθηκε ποτέ εντελώς από τον ορίζοντα, κι είναι αυτό, κατά τη γνώμη μου, που καθιστά ακόμη πιο αφόρητη την ψυχολογική ένταση. Δεν ξέρω ποιες απίστευτες ψυχικές δυνάμεις επιστράτευσαν για να κατακτήσουν την αυτοκυριαρχία τους. Απαριθμώ νοερά, στα γρήγορα, τις περιπτώσεις στη ζωή μου που χρειάστηκε να δείξω ψυχραιμία. Η απόλυτη γελοιότητα! Κάθε φορά το διακύβευμα ήταν αστείο: το πόδι μου που είχα σπάσει, μια νύχτα στο αστυνομικό τμήμα ή, το πολύ, καμιά χυλόπιτα, αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι κίνδυνοι που διέτρεξα στην ταπεινή ζωή μου. Πώς λοιπόν θα μπορούσα εγώ να δώσω έστω την παραμικρή ιδέα για όσα έζησαν αυτοί οι τρεις άντρες;

Σίγουρα όμως δεν είναι ώρα για τύψεις κι ενοχές. Άλλωστε κι εγώ, αν το καλοσκεφτείς, έχω τις δυσκολίες μου και πρέπει να τις αντιμετωπίσω. Πρέπει ν' ακολουθήσω πιστά τη Μερσεντές. Να ακούσω τους θορύβους της ζωής αυτό το πρωινό του Μάη. Να νιώσω το αεράκι της Ιστορίας που σιγά σιγά αρχίζει να φυσάει. Να παρουσιάσω τον κατάλογο με όλους τους συντελεστές που ανέβηκαν στο προσκήνιο από τα βάθη του χρόνου, από το 12ο αιώνα ως τις μέρες μας και τη Νατάσα. Κι απ' όλους αυτούς να μην κρατήσω παρά πέντε ονόματα: Χάιντριχ, Κλάιν, Βάλτσικ, Κούμπις και Γκάμπτσικ.

Μέσα στη δίνη αυτή της ιστορίας, μόλις τώρα αυτοί οι πέντε αρχίζουν να βλέπουν το φως.


* Από το βιβλίο του Laurent Binet, HHhH - Himmlers Hirn heisst Heydrich (Ο Χάιντριχ είναι ο εγκέφαλος του Χίμλερ), που εξιστορεί με ακρίβεια τα γεγονότα γύρω από την απόπειρα δολοφονίας του Ράινχαρντ Χάιντριχ -του «ξανθού κτήνους», του «δημίου της Πράγας», του πιο επικίνδυνου άντρα του Γ' Ράιχ, αρχηγού των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών και δεξί χέρι του Χίμλερ- από δύο Τσεχοσλοβάκους αλεξιπτωτιστές, τον Μάη του 1942 στην Πράγα. Πρόκειται για την Επιχείρηση Ανθρωποειδές, μία από τις πιο τολμηρές και ηρωικές απόπειρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Γιώργος Ξενάριος.



Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Σκιές

Όλη μέρα κάτω απ' τον άσπρο ήλιο, αποζητάς το σούρουπο όπως η ξερή γη τη φθινοπωρινή βροχή. Η διαφορά με την τελευταία είναι ότι το γέρμα θα έρθει νομοτελειακά στο τέλος κάθε ημέρας.

Κοντοζύγωνε, λοιπόν, το σούρουπο κι ο ήλιος έσβηνε σαν ερυθρός νάνος πίσω απ' το άγριο βραχώδες βουνό, κάνοντας πλέον περιττή τη χρήση γυαλιών και κλιματισμού. Ο δρόμος κατέβαινε απότομα χαμηλά στον λόφο χαράσσοντας τη φιδωτή μαύρη γραμμή του στο καφετί της γης, την ώρα που το υψηλόστροφο μούγκρισμα της πρώτης ταχύτητας του κινητήρα του Megane εισχωρούσε ασίγαστο από τα κατεβασμένα παράθυρα. Σκόνη, αλμύρα κι ένα κάδρο τοπίου βγαλμένο απ' τη φαντασία των καλύτερων cinestudio της φύσης.

Είχε προηγηθεί ο διάσημος Μπάλος, είχε προηγηθεί η ξακουστή Σαμαριά, είχε προηγηθεί η κοσμοπολίτικη Παλαιοχώρα, μα τώρα όλη η κάψα του τριημέρου έσβηνε στον τεθλασμένο βραχώδη κόλπο της παραλίας του Στεφάνου.


>>>

Θυμάμαι μικρό παιδί στον Πύργο της βόρειας Εύβοιας, με τη φαμίλια και το σόι όλο διακοπές, ξαδέρφια μια ντουζίνα και ολημερίς παιχνίδι μέχρι εξαντλήσεως. Η αγαπημένη μας στιγμή της μέρας ήταν εκείνη που έφτανε στο συγκρότημα των σπιτιών το βανάκι του φούρναρη και βάζαμε τον καλύτερο εαυτό μας ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά ήρθε το ψωμιιιί!, να τ' ακούσει η γειτονιά να κατέβει για ζεστή φραντζόλα και το ταψί του μεσημεριανού φαγητού -με το εκάστοτε επώνυμο γραμμένο με μπλε μαρκαδόρο στο πλαϊνό- που είχε αφήσει ο πατέρας απ' το πρωί στο μαγαζί να ψηθεί στον ξυλόφουρνο. Μετά περιμέναμε το σούρουπο. Στήναμε τότε παιχνίδι στην αυλή μαζί με τα άλλα παιδιά που μέναν μόνιμα το καλοκαίρι στον οικισμό, κυνηγητό στην αρχή και ψείρες, και μόλις το σκοτάδι κέρδιζε τη μάχη με το φως ανάβανε οι φακοί για το κρυφτό. Οι σκιές, τα δέντρα, οι τοίχοι ήταν οι σύμμαχοί μας στη μάχη, μα κυρίως ο ασέληνος ουρανός, που έριχνε στη γειτονιά το μαύρο πέπλο του μυστηρίου. Αναγκαζόσουν τότε να πλησιάσεις τόσο πολύ την ανθρώπινη σκιά που στέκονταν λαμπάδα πίσω απ' το δέντρο, σχεδόν να την ψηλαφίσεις, για να μαντέψεις το πρόσωπο, να τρέξεις μετά να προλάβεις να μη σε "φτύσει" εκείνη πρώτη στο σημείο εκκίνησης.

Πήγαμε και το επόμενο καλοκαίρι στο ίδιο χωριό, στα ίδια σπίτια, ίσως και το μεθεπόμενο. Τα μεγαλύτερα ξαδέρφια δεν ακολούθησαν, η παρέα λιγόστεψε. Μεγάλωσαν και τα ντόπια παιδιά του οικισμού, αγόρια και κορίτσια, και άλλοι πόθοι ξύπνησαν στην θερμή καλοκαιρινή καθημερινότητά τους. Έπαψαν και τα έντονα παιχνίδια, ξέφτισε το κρυφτό· ίσως έφταιγε κι ο ουρανός που δεν έτυχε να είναι και πάλι ασέληνος. Κερδίζαμε πιο εύκολα ωστόσο στο ήρθε το ψωμί, που πεισματικά έμεινε να ενώνει την παιδική μνήμη με την πρόωρη εφηβική.

>>>

[♪] Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο, μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν
Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως, είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν [/♪]

Κατεβήκαμε τον απόκρημνο βράχο, αγνοήσαμε τις τρεις παρέες που χόρταιναν τη μέρα τους στη μικρή παραλία και ξεχυθήκαμε στα βαθυγάλαζα νερά του απόκοσμου κόλπου. Μέχρι να στρίψουμε δυο φορές κατά τη φορά που ορίζουν οι βράχοι και να βγούμε στο πέλαγος, η αίσθηση ήταν αυτή μιας υπόγειας λίμνης στα βάθη μεγάλης σπηλιάς· οι κάθετες παρειές του βράχου, ο αντίλαλος, τα ήρεμα νερά. Στην έξοδο προς τη μεγάλη θάλασσα μας περίμενε το φεγγάρι που ανέτελλε κάθετα μπρός μας, παραμονή του αυγουστιάτικου ολογεμίσματός του. Τις ακτίνες του υποδέχονταν στολισμένα τα ήσυχα νερά, τη σάρκα του έτεμναν τα αερόπλοια που έστρεφαν προσεγγίζοντας το κοντινό αεροδρόμιο.

Είναι στιγμές που ο χρόνος κάνει κράτηση, αιωρείται υποκλινόμενος στο Όμορφο και μετά επανακάμπτει επιταχυνόμενος να συναντήσει ξανά το σωστό χρονισμό του. Επιταχύναμε κι εμείς τις απλωτές μας προς τα ενδότερα του κόλπου να προλάβουμε το απόκρημνο μονοπάτι, προτού μας συναντήσει το ξεφτισμένο σκοτάδι της πανσέληνης βραδιάς. Ψηλά πάνω στον κάθετο βράχο, πάνω από τα νερά, δυο πρόσωπα έσμιξαν τις σκιές τους αντιφεγγίζοντας το άσπρο φως της σελήνης, παρατείνοντας το αιώρημα του χρόνου.

Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο. Μεταμορφώνεται. Για λίγο ξεγελιέσαι ότι το γέρμα ίσως δεν έρθει απόψε. Μετά επιταχύνεται και συναντά τη νομοτέλειά του.


* Το τραγούδι Ηλιόπετρα είναι ελληνική απόδοση ομώνυμου ποιήματος (Piedra de Sol, 1954), ένα από τα πιο γνωστά έργα του Οκτάβιου Πας, του περίφημου Μεξικανού νομπελίστα λογοτέχνη. 



Σάββατο 14 Μαΐου 2016

η μέρα η καλή, των Μυροφόρων

Η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται, λένε. Μην παρεξηγηθώ, δεν ξημέρωσε καθόλου καλή μέρα σήμερα. Μουντάδα και σκόνη, για πολλοστή ημέρα, με συνεχή υποψία ψιχάλας, από αυτή που πέφτει και εντυπώνεται για πάντα καφετιά σε αυτοκίνητα, μπαλκόνια και ρούχα. Η καλοσύνη της μέρας είναι λόγω διάθεσης. Με κάποιον περίεργο τρόπο η περασμένη νύχτα ξέπλυνε βάρη και εναπομείνασες τάσεις πολλών εβδομάδων· δεν ξέρω αν αυτό που μέτρησε ήταν η υπέροχη χθεσινή συνέντευξη του Σαββόπουλου στον Πετρίδη, την οποία απόλαυσα λεπτό προς λεπτό (επί εκατόν είκοσι) ξαπλωμένος ανάσκελα με τα μάτια μισόκλειστα και τις σταγόνες να δραπετεύουν από τη γωνία των ματιών προς το πίσω μέρος της κεφαλής, παραδομένες στον ανίκητο νόμο της βαρύτητας. Μην ήτανε ίσως η τελευταία συλλογή κειμένων του Νικολάου Μεσογαίας που διάβασα χωρίς διάλειμμα λίγο πριν τη Συννεφούλα και τον Μπάλο, ανάσκελα ξανά όπως σπάνια συνηθίζω, με το βιβλίο να παλαντζάρει αμφίβολα στα δάχτυλα του αριστερού χεριού· με το δεξί γυρίζω τις σελίδες. Και πολύ δεν ήθελε να επιβεβαιώσει με τη σειρά του τη βαρύτητα προσγειούμενο στα μάτια που το έγδυναν. Γι' αυτό πλέον διαβάζω στο πλάι.

Το ξέρω το γιατί. Κι εκείνη το ξέρει. Το γιατί της καλής διάθεσης εννοώ. Και όχι μόνο το ξέρει, αλλά και το παίζει, για να θυμηθώ και να επιβεβαιώσω έτσι τον παλιόφιλό μου Σπύρο και μια από τις μέγιστες ατάκες του. Το 'παιξε ξανά χθες βράδυ, γνωρίζοντας πολύ καλά το αποτέλεσμα· εγώ δεν ήμουν βέβαιος ότι το γνώριζα. Το έμαθα.

-Είσαι σπίτι; ... -Ναι ... -Τώρα γυρνώ κι εγώ, μπαίνω δηλαδή, είμαι μέσα. Είσαι σε υπολογιστή μπροστά; ... -(μα φυσικά, τι ρωτάει) Είμαι ... -Ωραία, γιατί θα σου στείλω ένα βίντεο να δεις· βίντεο-πρόσκληση.

Ήξερα πού το πήγαινε, αλλά πάντα το κάνει με τρόπο παιχνιδιάρικο, η φίλη μου η Φανή από την Κοζάνη. Είχε προηγηθεί κουβέντα εν γένει επί του θέματος και ήμουν ήδη στο ίδιο ..γήπεδο. Περίμενα τις λεπτομέρειες, να δω τι είχε πάλι σκαρφιστεί, τι είχε δει και της γυάλισε το μάτι.

-Τι βίντεο;, κάνω εγώ τάχα μου τον ανήξερο ... -Μμμμ ... (δυσκολεύεται να ξεκινήσει να περιγράφει, κι επειδή αντιλαμβάνομαι ότι αν ξεκινήσει, με τον ενθουσιασμό που έχει, τα μωρά της θα προλάβουν να ξυπνήσουν και να ξανακοιμηθούν δυο φορές, την διευκολύνω) ... -Βίντεο-έκπληξη; ... -Ναι! βίντεο-έκπληξη! Το στέλνω τώρα, είναι 30-35 λεπτά, δες το και τα λέμε μετά, εντάξει; Γεια!

Με τη Φανή δεν αποφασίζεις πότε θα τελειώσει η συνομιλία, απλά τελειώνει.

Σε τρία λεπτά έφτασε το email. Ανοίγω, διαβάζω μια γραμμή, μια διεύθυνση, zagorirace τελεία τζι-αρ, παραπομπή στο βίντεο ενός αγώνα trail στα Ζαγοροχώρια. Ογδόντα χιλιόμετρα, μαραθώνιος, ημιμαραθώνιος, δέκα χιλιόμετρα οι προσφερόμενες διαδρομές, δίπλα στα χωριά και στα γεφύρια, στα βουνά και τις δρακολίμνες, μες στο κατακαλόκαιρο. Τα μάτια μου γειατρεύονται αυτοστιγμεί από το πετάρισμα που τους είχε βρει από τα απανωτά ξενύχτια δουλειάς στον υπολογιστή, η καρδιά μου αλυχτά ασυγκράτητη. Τελειώνει το βίντεο, πράγματι ύστερα από τριάντα πέντε λεπτά.

Τα μετρούσε! Ήρθε ευθύς μήνυμα στο βίμπερ με τον χαρακτηριστικό ήχο.

-?

Αυτό όλο κι όλο. Κι εγώ να μη μπορώ να βγάλω τον ενθουσιασμό μου, γιατί από τότε που ήρθα στο νησί έχω κόψει όλα τα σχετικά τρεξίματα από έλλειψη διάθεσης.

-Ρε συ Κατσαμάκη... ξεκίνησα να της γράφω, και δεν έχω όρεξη για προπόνηση, και ο καιρός εδώ είναι χάλια ζεστός και υγρός, και πώς, και πότε, και με τι, και λοιπές ανοησίες.

-Και δεν είναι ακριβώς τρέξιμο, ανηφόρα, κατηφόρα, σκαλοπάτια, μονοπάτια, κοιτάς πού πατάς ... -Δηλαδή λίγο να χαζέψεις το τοπίο, πάρ' τον κάτω ... -Βλάξ! Θα 'ναι εμπειριάρα! Και από Γρεβενά τα Γιάννενα είναι δίπλα (γνωρίζοντας ότι και τα Γρεβενά από τα Τρίκαλα είναι επίσης δίπλα και ότι λατρεύω τη συγκεκριμένη διαδρομή). Και μετά μου αράδιασε το πόσο σημαντικό είναι να βάλω έναν στόχο και ύστερα μου έστειλε μια ντουζίνα φωτογραφίες από τον αγώνα της την περασμένη Κυριακή στα Γιάννενα και μετά ότι ο Μουρακάμι είπε αυτό και τ' άλλο για το πόσο βαριέται αλλά τρέχει βρέξει-χιονίσει δέκα χιλιόμετρα τη μέρα και στο τέλος της χρονιάς βγάζει μαραθώνιο. Ναι, ο συγγραφέας ο Μουρακάμης, το πρότυπό μας ερασιτέχνη δρομέα.

-Έλα, φύγαμε ... -Φύγαμε;;; Αλήθεια;;;;; ... Μα φυσικά και αλήθεια το είπα, τι νόμιζε ... - Για τα εικοσιένα; (χιλιόμετρα) ... - Χαχαχαχα! Είσαι πολύ αστείος.

***

Σοβαρά ή αστεία, σήμερα το πρωί έφαγα το πρωινό των πρωταθλητών, μέλι στη φέτα με βιτάμ και κοκτέιλ πορτοκαλιού και κόκκινου γκρέιπφρουτ στο ποτήρι, πρωτοφόρεσα το καινούριο μου αγωνιστικό σορτσάκι, την κατακίτρινη κοντομάνικη από τον τελευταίο μου μεγάλο αγώνα (προ διετίας ημιμαραθώνιο Καλαμπάκα-Τρίκαλα), τα ελαφρά μου nike, όρμηξα με το ποδήλατο ως το στάδιο στη Χανιόπορτα και έβαλα δώδεκα συναπτούς γύρους στον εξωτερικό διάδρομο και πέντε ανεβοκατεβάσματα στα σκαλιά της εξέδρας, σαν τον Τζακ στο Lost, λίγο πριν συναντήσει τον Ντέσμοντ. Και έθεσα για πολλοστή φορά στόχους, χιλιόμετρα ανά βδομάδα, τόσες εβδομάδες, τόσοι αγώνες, για το μεγάλο στόχο του Φθινοπώρου, τον νυχτερινό ημιμαραθώνιο στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο μαζί είχαμε τρέξει πρόπερσι με την καταφερντζού, αγκώνα-αγκώνα, για εκατόν σαράντα περίπου λεπτά.

***

Είναι και κάτι άλλο σήμερα, Σάββατο των Μυροφόρων, και ξύπνησα με διάθεση. Κλείνουμε τρία χρόνια βάπτισης, τρία χρόνια θαύματος. Η μικρή μου μπουμπού και το μεγάλο θαύμα. Τελικά νομίζω ότι αυτό είναι. Αύριο, άλλο θαύμα. Πάντα τέτοια, λοιπόν. Χριστός ανέστη.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

η λεβεντιά

«Από μικρός, μου άρεσε, χωρίς να ξέρω γιατί, η μαντινάδα:

Η λεβεντιά είναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
Θε' μου, και πώς τηνε βαστά εκείνος που την έχει.

»Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι μου άρεσε επειδή ήταν αντιηρωική. Δηλαδή, η λεβεντιά δεν είναι ένα πλεόνασμα, ένα εξόγκωμα, μια εξοχή. Δεν είναι τα φουσκωμένα μπράτσα του δυνατού, το επιβλητικό μπόι του ψηλού, η καθηλωτική ακτινοβολία του γόη. Αντίθετα, είμαι μια έλλειψη, μια πληγή, μια εσοχή, και μάλιστα, βασανιστική. Όπως κάθε οπή, κάθε σπηλιά, είναι σκοτεινή και απόκρυφη. Δεν έχει να κάμει με καμιά επίδειξη. Η λεβεντιά είναι έντονα παρούσα, κόκκινη τση φωθιάς, αλλά αθόρυβη, όπως το αίμα της πληγής που τρέχει. Η λεβεντιά είναι το ίδιον των πληγωμένων, των καταφρονεμένων, των νικημένων του κόσμου, αλλά που είναι συνάμα νικητές, γιατί πλήρωσαν το τίμημα-χαρακτηριστικό του υπερήφανου αριστοκράτη: Υποστήριξαν με τη ζωή τους μια χαμένη υπόθεση.

»Η μαντινάδα αυτή, αναστρέφοντας τη συνηθισμένη αναπαράσταση της λεβεντιάς που έχομε στο μυαλό μας, αναστρέφει ταυτόχρονα κι όλο το αξιακό μας σύστημα. Όπως ακριβώς η δύναμη του πλούτου των Ρωμαίων αναστράφηκε σε δύναμη της ακτημοσύνης των πρωτοχριστιανών. Ο άνθρωπος γίνεται αντιάνθρωπος για να φτάσει στον υπεράνθρωπο. Ο λεβέντης γίνεται αντιήρωας, για να φτάσει στον υπερήρωα, που δεν καταξιώνεται στην παροντική ζωή, αλλά ίσως σ' ένα μελλοντικό κόσμο, τον κόσμο των ονείρων μας».

[...]

»Τελευταία, κατάλαβα ότι αυτό που με συγκλονίζει βαθιά δεν είναι κάποιο ουσιαστικό, ούτε κάποιο ρήμα της συγκεκριμένης μαντινάδας. Με ταράζει συθέμελα το χρονικό επίρρημα 'πάντα'. Το αναπόδραστο, το τετελεσμένο, το αμετάβλητο, το ακατανόητο, το μοιραία προκαθορισμένο. Όλα αυτά μέσα στο 'πάντα'· αιώνιο, άφθαρτο».

Από το βιβλίο του Δημήτρη "Χαΐνη" Αποστολάκη, Φτου ξελευτερία για όλους!, εκδ. Καστανιώτης 2015.



Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

σιωπάς για να ακούγεσαι

«Ο άνθρωπος που ζει σ' έναν κόσμο εφήμερο, φαντάζεται και πιστεύει πως στην προσευχή το σημαντικό είναι να ακούσει ο Θεός αυτό που ο άνθρωπος του λέει. 
»Κι όμως, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο· η προσευχή δεν βασίζεται σε αληθινές βάσεις όταν ο Θεός ακούει τι του λέμε και τι του ζητάμε. Η προσευχή έχει βάσεις αληθινές όταν εκείνος που προσεύχεται δεν σταματά να προσεύχεται μέχρι να φτάσει να ακούσει ο ίδιος τι θέλει ο Θεός.
»Ο εφήμερος άνθρωπος σπαταλά τα λόγια του και κατά συνέπεια γίνεται απαιτητικός όταν προσεύχεται. Αυτός όμως που προσεύχεται αληθινά, περιορίζεται μόνο στο να ακούει».

Από το βιβλίο του Nikolae Steinhardt, Το ημερολόγιο της ευτυχίας, εκδ. Μαΐστρος 2007.
Ο τίτλος της ανάρτησης είναι δανεισμένος από το ομώνυμο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη.



Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

η άνοδος


* του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν,
απόσπασμα από το βιβλίο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ 1918-1956, μέρος IV 'Η ψυχή και το συρματόπλεγμα', κεφ. 1 'Η άνοδος'.
εκδ. Πάπυρος 2013, μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης



Και τα χρόνια περνούν...

Δεν είναι λογοπαίγνιο, όπως αστειεύονται στο στρατόπεδο -«χειμώνας-καλοκαίρι, χειμώνας-καλοκαίρι»- αλλά το μακρόσυρτο φθινόπωρο, ο ατελείωτος χειμώνα, η ανόρεχτη άνοιξη, και μόνο το καλοκαίρι είναι σύντομο.

Ακόμη και ένας μόνο χρόνος είναι, ωωω, πολύ μακρύς! Ακόμη και μέσα σε έναν μόνο χρόνο, σου απομένει τόσος πολύς χρόνος για να σκέφτεσαι... Τριακόσιες τριάντα φορές, ήδη, σ' έχουν σύρει στην αναφορά και κάτω από το βρομερό ψιλόβροχο, και μέσα στην ανεμοθύελλα, και μέσα στο κρύο που δαγκώνει, σταθερά κάτω από το μηδέν. Τριακόσιες τριάντα μέρες ήδη, γυροφέρνεις τη μισητή ξένη δουλειά με το μυαλό σου να είναι αλλού. Και τριακόσια τριάντα βράδια ήδη στριμώχνεσαι μουσκεμένος, μετά τη λήξη της εργάσιμης ημέρας, περιμένοντας να έρθουν οι φρουροί από τους απομακρυσμένους πυργίσκους. Και η πορεία εδώ. Και η πορεία πίσω. Και σκυμμένος πάνω από επτακόσιες τριάντα καραβάνες λαχανόσουπας, πάνω από επτακόσιες τριάντα μερίδες πλιγούρι. Ναι, στο βαγονέτο σου, πότε ξυπνάς και πότε αποκοιμιέσαι. Ούτε το ράδιο ούτε τα βιβλία μπορούν να σε αποσπάσουν από όλα αυτά, αφού δεν υπάρχουν. Δόξα τω Θεώ.

Και αυτά είναι μόνο ένας χρόνος. Μα τα χρόνια είναι δέκα. Είναι είκοσι πέντε.

[...]

Ανάμεσα σε όλες τις άλλες σκέψεις, μας αρέσει να θυμόμαστε το παρελθόν μας: Τι καλά που ζούσαμε! (ακόμη κι αν ζούσαμε άσχημα). Τόσες ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες! Πόσα λουλούδια που δεν πρόλαβαν να ανθίσουν! Πώς θα τα ξανακερδίσω όλα αυτά! Αν επιβιώσω, ω, όλα θα τα κάνω από την αρχή, έξυπνα θα ζω! Η ημέρα της αποφυλάκισης; Θα λάμπει σαν ανατέλλων ήλιος! Και το συμπέρασμα: να ζήσουμε μέχρι τη μέρα αυτή! Να ζήσουμε! Με οποιοδήποτε κόστος!

Είναι απλά μια έκφραση, μια συνήθεια: «με οποιοδήποτε κόστος». Και οι λέξεις αποκτούν το δικό τους πλήρες νόημα, και παράξενος είναι, τελικά, ο όρκος: να επιβιώσω με οποιοδήποτε κόστος! Είναι το μεγάλο σταυροδρόμι της ζωής στο στρατόπεδο. Από το σημείο αυτό, ξεκινούν δρόμοι, προς τα αριστερά και προς τα δεξιά, ο ένας πηγαίνει προς τα πάνω και ο άλλος προς τα κάτω. Διαλέγεις να πας προς τ' αριστερά - θα χάσεις τη ζωή σου, διαλέγεις να πας προς τα δεξιά - θα χάσεις τη συνείδησή σου. [...] Και «το οποιοδήποτε κόστος» σημαίνει: σε βάρος του άλλου.

***

Κι αν έστω και μια φορά απαρνήθηκες αυτό τον στόχο, «να επιβιώσεις πάση θυσία», και πήγες εκεί όπου πηγαίνουν οι ήρεμοι και οι απλοί, είναι εκπληκτικό το πώς αρχίζει να μεταμορφώνει η αβουλία τον παλιό σου χαρακτήρα. Τον μεταμορφώνει προς μια κατεύθυνση εντελώς αναπάντεχη για σένα. Δεν το παρατηρείς καν πως, στην αδιόρατη ροή του χρόνου, άθελά σου μεγαλώνουν μέσα σου οι βλαστοί αντιτιθέμενων αισθημάτων.

Ήσουν βιαστικός και αψίκορος κάποτε, μονίμως βιαζόσουν, και μονίμως δεν σου έφτανε ο χρόνος. Τώρα πια σε έχει κυριεύσει η μνησικακία, για μήνες και για χρόνια, πίσω και μπρος, και ως ευεργετικό καθησυχαστικό υγρό κυλάει στις φλέβες σου - η υπομονή. Εξυψώνεσαι.

Παλιά δεν συγχωρούσες τίποτα και σε κανέναν, ασκούσες ανελέητη κριτική και το ίδιο ασυγκράτητα καταδίκαζες, τώρα η πραότητα που κατανοεί τα πάντα έγινε η βάση των μη κατηγορηματικών σου κρίσεων. Αντιλήφθηκες πόσο αδύναμος είσαι, μπορείς να κατανοήσεις την αδυναμία του άλλου. Και να εντυπωσιαστείς με τη δύναμη του άλλου. Και να θελήσεις να τον μιμηθείς. Οι πέτρες κυλούν κάτω από τα πόδια. Εξυψωνόμαστε.

Η θωρακισμένη αντοχή ελαφραίνει με τα χρόνια την καρδιά και το δέρμα σου. Δεν βιάζεσαι με τις ερωτήσεις, δεν βιάζεσαι με τις απαντήσεις, η γλώσσα σου έχασε την ευκολία των ανάλαφρων ταλαντώσεων. Τα μάτια σου δεν δείχνουν χαρά όταν ακούν τα καλά νέα, μα ούτε και σκοτεινιάζουν όταν ακούν για τα δεινά. Γιατί θα πρέπει ακόμη να ελέγξεις αν έτσι έχουν τα πράγματα. Και θα πρέπει να ξεδιαλύνεις τι είναι χαρά και τι λύπη. Ο κανόνας της ζωής είναι τώρα πια για σένα ο εξής: μη χαίρεσαι όταν βρίσκεις, μη λυπάσαι όταν χάνεις.

***

Η ψυχή σου, στεγνή παλιά, σταλάζει από τα βάσανα.

«Ξέρετε, πείστηκα ότι καμιά τιμωρία σε αυτή την επί γης ζωή δεν μας επιβάλλεται χωρίς να το αξίζουμε. Φαινομενικά, μπορεί να μην έρθει για κάτι το οποίο όντως είμαστε ένοχοι. Αλλά αν επανεξετάσεις τη ζωή και στοχαστείς βαθιά, σίγουρα θα ανακαλύψεις το έγκλημα για το οποίο σε βρήκε αυτό το χτύπημα».

Έτεινα να αποδεχτώ στα λόγια αυτά τη σημασία ενός γενικού κανόνα της ζωής. [...] Τον έβδομο χρόνο του εγκλεισμού μου κατάφερα να αναλογιστώ τη ζωή μου και κατάλαβα γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά. [...] Κοιτώντας γύρω μου, είδα πως σε όλη τη συνειδητή μου ζωή δεν κατανοούσα ούτε τον εαυτό μου ούτε τις επιδιώξεις μου. Για πολλά χρόνια θεωρούσα αγαθό εκείνο που ήταν καταστροφικό για μένα, και πήγαινα πάντα προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που όντως ήταν χρήσιμη για μένα. Αλλά όπως η θάλασσα ρίχνει κάτω τον άπειρο κολυμβητή και τον ξεβράζει στην ακτή, έτσι κι εμένα με τα χτυπήματα της δυστυχίας οδυνηρά με έριχνε στη στεριά. Και μόνο έτσι μπόρεσα να διασχίσω εκείνο το δρόμο, τον οποίο ήθελα από πάντα.

Μου δόθηκε να κουβαλάω από τα χρόνια της φυλακής στη λυγισμένη, σχεδόν τσακισμένη από το βάρος της, πλάτη μου τούτη τη θεμελιώδη εμπειρία: πώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κακός και πώς μπορεί να γίνει καλός. Στη μέθη των επιτυχιών της νιότης ένιωσα ότι ήμουν αναμάρτητος και ως εκ τούτου ήμουν σκληρός. Κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας, ήμουν φονιάς και βιαστής. στις χειρότερες στιγμές μου πίστευα πως καλώς κάνω ό,τι κάνω, αρματωμένος με αυστηρά συμπεράσματα. Στο σάπιο αχυρένιο στρώμα του στρατοπέδου ένιωσα το πρώτο αργό σάλεμα του καλού. Σταδιακά μου αποκαλύφθηκε πως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλό και το κακό περνάει όχι μέσα από τα κράτη, ούτε ανάμεσα στις τάξεις, ούτε καν ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, αλλά περνάει από κάθε ανθρώπινη καρδιά - και μέσα από όλες τις ανθρώπινες καρδιές. Η γραμμή αυτή είναι κινητή, ταλαντεύεται μέσα μας για πολλά χρόνια. Ακόμη και στην καρδιά όπου το κακό ξεχειλίζει, υπάρχει ένα μικρό προγεφύρωμα του καλού. Ακόμη, όμως, και στην πιο αγαθή καρδιά υπάρχει μια γωνίτσα του κακού.

Μέχρι τώρα κατανόησα την αλήθεια όλων των θρησκειών του κόσμου: παλεύουν με το κακό μέσα στον άνθρωπο (σε κάθε άνθρωπο). Είναι αδύνατο να διώξεις το κακό για πάντα από τον κόσμο, μπορείς όμως να το στριμώξεις μέσα σε κάθε άνθρωπο.
Μέχρι τώρα κατανόησα το ψεύδος όλων των επαναστάσεων στην ιστορία: εξοντώνουν όχι μόνο τους συγκαιρινούς τους φορείς του κακού (κι επειδή βιάζονται, χωρίς να τους ξεχωρίζουν, και τους φορείς του καλού), το ίδιο δε το κακό, ακόμη πιο μεγάλο, το κληρονομούν.

***

Να γιατί επιστρέφω στα χρόνια του εγκλεισμού μου και λέω, αμέσως, προκαλώντας έκπληξη στο περιβάλλον μου: «Ευλογημένη να είσαι, φυλακή!»

Όλοι οι συγγραφείς που έγραψαν για τη φυλακή, αλλά οι ίδιοι δεν φυλακίστηκαν, θεωρούσαν χρέος τους να εκφράζουν τη συμπόνια τους στους κατάδικους, και να καταραστούν τη φυλακή. Εγώ, έκατσα αρκετά μέσα στη φυλακή, εκεί είδα την ψυχή μου να εξελίσσεται και λέω άτεγκτα:
«Ευλογημένη να είσαι, φυλακή, που βρέθηκες στη ζωή μου!»

(Και από τους τάφους μου απαντούν: Τι καλά που τα λες, αφού έμεινες ζωντανός!)



Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

sweet Sixteen

«Θα σου χτυπήσω αργότερα να σου δώσω λίγο φαγητό..»

Ωχ, όχι άλλο φαγητό, μπούχτισα πια! Ήρθε αυτόματη και αντανακλαστική η σκέψη. Μόλις είχα επιστρέψει από τα Τρίκαλα και την χριστουγεννιάτικη άδεια, έχοντας προλάβει να καταναλώσω ποσότητες γλυκών και φαγητών. Ονειρευόμουν για τις επόμενες ημέρες δροσερές σαλάτες και φρούτα της κρητικής γης. Όχι πάλι φαγητό Θεέ μου!

«..για τον γάτο. Θα λείψουμε λίγες μέρες. Μπορείς να τον αναλάβεις;»

Αποκλείεται! σκέφτηκα. Δεν μπορεί, κάποιος μου έκανε παιχνίδι παράξενο. Ζούσα στο βιβλίο ή ζούσα το βιβλίο; Στο ταξίδι της επιστροφής είχα αρχίσει το τελευταίο μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, του οποίου η ιστορία ξεκινά με τον γάτο μιας φίλης του πρωταγωνιστή που χάνεται ένα καλό πρωί στα στενά των Εξαρχείων. Είχε "αναγκαστεί" ο δόλιος να αναλάβει την υποχρέωση της φύλαξης του γάτου, όσο η κρυφή αγαπημένη του θα πήγαινε διακοπές. Μα ο γάτος το 'σκασε από μια ανοιχτή πόρτα και εξαφανίστηκε! Και τώρα οι σπιτονυκοκυραίοι μου έφευγαν κι αυτοί σε ταξίδι και μου ζητούσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και στο μυαλό μου ξεφύλλισαν νοερά οι πρώτες σελίδες του βιβλίου με τις περιπέτειες του γάτου. Και είπα, φυσικά, ναι.

***

«Πρόσεξε μόνο να μην τον αφήνεις να πολυβγαίνει έξω τώρα που θα λείπουμε», ήταν το μήνυμα που μου άφησαν, μαζί με δυο κονσέρβες βοδινό για γάτες και τις οδηγίες ταΐσματος. Και «καλή χρονιά».

Από την πρώτη φορά που είχαμε συστηθεί με το γατί είχε προκύψει μέγα θέμα. Εγώ βιαζόμουν για τη δουλειά κι εκείνο το δύσμοιρο, λιλιπούτειο και φοβισμένο, είχε κρυφτεί πίσω από τη ρόδα του Ρενώ μου. Κι όταν πήγαμε να το μαζέψουμε για να μην το λιώσω στις μανούβρες εξόδου από το πάρκινγκ, εκείνο ανέβηκε στη ρόδα και φώλιασε μέσα στην ανάρτηση! Βρε ψιτ-ψιτ-ψιτ, βρε ψου-ψου-ψου, δεν έβγαινε με τίποτα. Και τα λεπτά κυλούσαν κρίσιμα και απειλητικά, όχι ότι δεν συμβαίνει να αργεί κάποιος στη δουλειά του (όχι εγώ!) Χώθηκε τότε από κάτω ο αφέντης του, σύρθηκε ως την πίσω ρόδα, το άρπαξε από το σβέρκο και το ανέβασε κατσιασμένο και σπαραξιάρικο στο σπίτι. Μια άλλη φορά που επέστρεφα από ξενύχτι, είχε βρει μακαρία νυχτερινή ανάπαυση στο χαλάκι της εισόδου. Νύχτα, σκοτάδι, στο τελευταίο μου βήμα πριν τη σκάλα βρέθηκα να πατώ στα μαλακά. Δεν θυμάμαι ποιανού τρομάρα ήταν μεγαλύτερη, εκείνου ή η δική μου. Η στριγγλιά σίγουρα εκείνου.

Τα άλλα θέματα με το γατί ήταν δύο και αλληλοσυνδεόμενα. Δεν ήξερα ούτε πώς το λένε, ούτε τι γένους είναι. Θα μου πείτε, το δεύτερο λύνεται εύκολα, μα το πρώτο; Και το τελευταίο που ήθελα, κυνηγώντας το στις χαμένες του διαδρομές, είναι να το φωνάζω κι εγώ ψιτ-ψιτ. Ούτε γάτος, ούτε γάτα, λοιπόν, σκέτο γατί. Το γατί. Δυο μέρες τα πήγαμε φίνα. Του έβαζα το φαγητό του, του άλλαζα το νερό του στο πλατύσκαλο της ταράτσας όπου είναι η φωλίτσα του και όλα όμορφα. Ενίοτε υπέκυπτα και στη χαδιάρικη διάθεσή του. Όταν το άκουγα να σκούζει, κατέβαινα και του άνοιγα να βγει στην αυλή· μετά από λίγη ώρα το μάζευα πίσω. Μια χαρά. Άρχισα να του μιλάω κιόλας..

Σήμερα με τρόμαξε όμως, χρονιάρα μέρα. Γυρνώντας απ' την εκκλησιά, τον βρήκα να παραμονεύει πίσω από την εξώπορτα. Έτσι όπως άνοιξα να μπω, πετάχτηκε προς τα έξω και χάθηκε προς την πίσω πόρτα της αυλής. Άσ' τονε να εκτονωθεί, σκέφτηκα, με σκοπό να επιστρέψω μετά από λίγο να τον γυρέψω. Και μια και δυο και τρεις κατέβηκα, πριν το μεσημέρι, μετά το μεσημέρι, νωρίς το απόγευμα, τίποτα! Πού είν' το γατί; Και ψιτ-ψιτ-ψιτ και ψου-ψου-ψου, πουθενά. Βγήκα τριγύρω από το οικόπεδο, βρήκα δυο τρεις ..φίλους του γάτους, μα δεν τον είχανε δει καθόλου σήμερα. Και θα 'ταν και πεινασμένο, γιατί από χθες είχε φάει όλη την ημερήσια μερίδα του. Φουρκισμένος από τη συμπεριφορά του, έκανα άλλη μια προσπάθεια και τον είδα στην πίσω γωνία του οικοπέδου να σκαλίζει ένα σωρό από φύλλα. Του χτύπησα παλαμάκια, όπως κάνουν στα μικρά παιδιά, και έτρεξε πάνω μου. Καλή χρονιά γατένιε μου! του φώναξα με συγκρατημένη τσατίλα και τον έσπρωξα στη φωλιά του. Όρμηξε στο φαγητό του κι εγώ στο ζεστό σπίτι μου. Δεν φορούσα μπουφάν.

***

Τελικά ζούσα το βιβλίο μου. Γιατί και ο λογοτεχνικός γάτος είχε βρεθεί χωρίς πολλές περιπέτειες. Κι αν όλα συμβαίνουν και για κάποιον άλλο λόγο, τριγυρνώντας στην αυλή βρήκα την εβδομαδιαία αλληλογραφία σε μια γωνιά του μαντρότοιχου, καταμουσκεμένη, παρασυρμένη από τον αέρα στα λασπόνερα. Μεταξύ των φακέλων από τράπεζες και λογαριασμούς, και μια κάρτα από τη Θεσσαλονίκη, με γνώριμη διεύθυνση και ονόματα. Με συγκίνησαν τα παλιόπαιδα, ο Γιώργης και η Δήμητρα, χαλάλι η λαχτάρα με το γατί. Με συγκίνησαν και ο Μέρκος με την Όλγα, συνταξιδιώτες στο Περού, που τηλεφώνησαν πριν από λίγα λεπτά για τις ευχές τους· από Θεσσαλονίκη κι αυτοί, όχι τυχαίο.

Τον ακούω τώρα να κλαψουρίζει. Θα θέλει πάλι να ξεμυτίσει στην αυλή. Κι αύριο μέρα είναι· και σίγουρα όχι πρωτοχρονιά.

***

Χαρούμενο '16. Sweet sixteen!

Την υγεία μας, τον νου μας, τις δυνάμεις μας, τη χαρά μας. Και για πότε θα 'ρθει άνοιξη και Μάης, καλοκαίρι και Σεπτέμβρης..

Σας φιλώ τον πρώτο του Χρόνου ασπασμό, παρέα με το πιο γλυκό (και πιο σύντομο) τραγούδι των Simon & Garfunkel.

[♪] May, she will stay, resting in my arms again [♪]