Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Τρεις μάγοι: το ταξίδι και το θαύμα


Πάντα ζήλευα του τρεις μάγους, από την ιστορία των Χριστουγέννων, αυτούς με τα δώρα. Σοφοί επιστήμονες, σεβαστοί διδάσκαλοι, ανατολίτες αστρολόγοι, ποιος ξέρει τι ήταν και τι σημασία έχει στο κάτω κάτω.

Αυτό που έχει σημασία, και που ζηλεύω, είναι που σαν εκπληρώθηκαν οι προφητείες και φάνηκαν τα σημεία, έφαγαν γη με τα πόδια και χόρτασαν ουρανό και αστέρια με τα μάτια τους, κάνοντας το ταξίδι των ονείρων τους· το μεγάλο της ζωής τους ταξείδιον! Ένα ταξίδι για το οποίο μπορεί ο προορισμός να ήταν το Α και το Ω, ωστόσο τελικά η πορεία η ίδια αποδείχθηκε μακρά και περιπετειώδης όσο από το βήτα στο ψι.

Κάποτε έφτασαν στον προορισμό τους, δεν άργησαν πολύ, μερικά χρόνια μόνο. Στο μεταξύ είχαν διαβεί όλες τις πιθανές εναλλαγές εικόνων και τόπων, δυσκολιών και εμποδίων, ανθρώπινων αισθήσεων και συναισθημάτων. Όταν έφτασαν έζησαν το θαύμα.

Και φτου κι απ' την αρχή τον γυρισμό. Άλλη διαδρομή, νέα περιπέτεια· ταξίδι δίχως τέλος.


Πάντα ζήλευα τους τρεις μάγους, αυτούς με τα δώρα. Για το ταξίδι και την εμπειρία του· για τον προορισμό και το θαύμα του. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένω, το κατάλληλο ίσως σημείο, να ζωστώ το backpack και την canon και να κινήσω, για το ταξίδι και το θαύμα.

Καλό ταξίδι, λοιπόν, στη χώρα των Χριστουγέννων.




Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

diario Peruano: Madre de Dios


Ο ποταμός Madre de Dios κυλούσε τα νερά του νωχελικά, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι. Η αποπνικτική υγρασία της προηγούμενης ημέρας έπιανε ξανά τα συνηθισμένα της μεγέθη, καθώς η γη εξάτμιζε την πρωινή καταιγίδα. Τα σοκολατένια νερά έσμιγαν χρωματικά με το καταπράσινο φόντο των δέντρων στο νησί των πιθήκων που απλωνόταν στην απέναντι όχθη, έκρυβαν μες στην αδιαφάνειά τους κάθε λογής υδρόφιλη ζωή που απέφευγε την μεσημεριάτικη έκθεση.

***

Το περασμένο απόγευμα, λίγο αφότου ο ήλιος είχε αφήσει τη θέση του στην πανσέληνο του Νοέμβρη, επιβιβαστήκαμε αθόρυβα στη μακρόστενη βάρκα που ήταν δεμένη στην άκρη της ξύλινης προβλήτας. Μοιρασμένοι στους πάγκους της δεξιάς και αριστερής πλευράς παλεύαμε να ισορροπήσουμε το ρηχό σκαρί, ενώ ταυτόχρονα δέναμε χαλαρά στο στήθος τα σωσίβια-γιλέκα. Ιδρώτας κυλούσε άφθονος στο μέτωπο, παρότι μόλις τελειώναμε το απογευματινό ντους-βάλσαμο στα ξύλινα καλυβάκια που μας φιλοξενούσαν όταν ακούσαμε τη χαρακτηριστική προτροπή του Βιτόρ, του οδηγού μας, «πάμε-πάμε-πάμε!». Πεταχτήκαμε απορημένοι στον πλακόστρωτο διάδρομο μπροστά από τις καλύβες και είδαμε φώτα από φακούς να πηγαινοέρχονται ως την άκρη του ποταμού. Η χαλάρωση του απογεύματος διαδέχτηκε γρήγορα την έξαψη της νέας αποστολής. Η έκτακτη βραδινή βαρκάδα στο ποτάμι είχε ως σκοπό την εξερεύνηση της νυχτόβιας ζωής της περιοχής και τον πιθανό εντοπισμό αλιγατόρων! Δεν περίμενα καλύτερη απάντηση στην απέλπιδα απορία «πού πάμε βρε παιδιά..».

Η μηχανή κροτάλιζε ρυθμικά καθώς η βάρκα έπλεε με χαμηλή ταχύτητα κατά μήκος της όχθης. Το γεμιστό φεγγάρι είχε ανατείλει και πρόβαλε περήφανο πάνω από τις πανύψηλες σεκόιες και τους φίκους της ζούγκλας, κρύβοντας ωστόσο τα ασθενικά αστέρια του ουράνιου στερεώματος που ανεμπόδιστο καπέλωνε εκείνη τη νύχτα την ασημαντότητά μας. Πού και πού ομιλίες και γελάκια από κάποιο πηγαδάκι της παρέας έσμιγαν με τα κρωξίματα των άγριων πουλιών και τις απόκοσμες ιαχές των πιθήκων. Η δέσμη του φακού του Βιτόρ φώτιζε συγκεκριμένα σημεία, πότε στις όχθες, πότε στην επιφάνεια των νερών· με τις αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση έψαχνε να νιώσει την παρουσία των αμφίβιων κοντά μας. Ξαφνικά ένα «σσσ, σσσ!» έπαψε τις ομιλίες και ασφάλισε πιεσμένη την ανάσα μες στα στήθια μας. Η δέσμη του φακού επάνω στα νερά, δυο μάτια σαν περισκόπιο ξεπρόβαλαν σκανάροντας το πεδίο μπρος τους και ξαναβυθίστηκαν στην προστασία του σκουρόχρωμου ποταμού. Λίγοι τα είδαν, ακόμη λιγότεροι τα ένιωσαν, όλοι τράβηξαν αντανακλαστικά τα χέρια και τους αγκώνες από το στηθαίο της βάρκας· τα συρσίματα και οι θόρυβοι από την όχθη πρόσφεραν το δικό τους φορτίο στην ένταση των στιγμών.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε λίγες φορές, μέχρι η βάρκα να πάρει τον ρου της επιστροφής. Τώρα πηγαίναμε στην ίδια φορά του ρεύματος του ποταμού, γεγονός που μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε ανόθευτους τους ήχους της ζούγκλας, όταν ο Βιτόρ έκλεισε τη μηχανή της βάρκας. Το σμίξιμο του τραγουδιού των πουλιών με τους λαρυγγισμούς των αθέατων ζώων και το δίχως μπούσουλα σύρσιμο της βάρκας στα νερά του ποταμού, δημιουργούσε μια σπάνια νυχτερινή μουσική σύνθεση της φύσης, δώρο απλόχερο στην αργυρή ταπεινότητα της σελήνης. Αυθόρμητη η δική μας ταπεινή σιωπή όταν η φύση εκφράζεται. Με τις πέντε αισθήσεις συντονισμένες σ' αυτό που ξεδιπλωνόταν στον έξω κόσμο μου, η έκτη αίσθηση ξύπνησε στην καρδιά μου καθάρια δοξολογία, όμοια μ' αυτή που είχε ξαναγευτεί κάμποσες ημέρες νωρίτερα, μες στο άγριο ξημέρωμα, αγρυπνία στο "υψηλότερο σημείο τούτης της γης". Αν το ορατό, το αισθητό φάσμα της φύσης μπορούσε να είναι τόσο όμορφο, τόσο προκλητικά αισθαντικό, πόσο ανυπολόγιστα υπέροχο θα ήτανε την ίδια στιγμή το μη ορώμενο μέρος της φύσης, αυτό πέραν του ένα τοις εκατό που -όπως διατυπώνουν οι επιστήμονες- μπορούν να γευτούν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Δάκρυσα.

***

Ο ποταμός Madre de Dios κυλούσε τα νερά του νωχελικά, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι, στην πορεία του από τη χώρα του Περού μες στη βόρεια Βολιβία, και χιλιάδες χιλιόμετρα κατοπινά στη σύνδεσή του με τον Αμαζόνιο. Πρώτη φορά καφετιά νερά ήταν τόσο δελεαστικά. Χωρίς τον φόβο του αναπάντεχου που κρύβεται μέσα τους, μια βουτιά θα ήταν δίχως άλλο απολαυστική. Τα ρούχα ήδη κολλούσαν στο ιδρωμένο κορμί, καθώς ο ήλιος στέγνωνε το χώμα από τη βροχή που όσο βιαστικά ήρθε και εναρμονίστηκε με τους αλαλαγμούς των ζωντανών κατά το πρωινό ξημέρωμα, τόσο γρήγορα έφυγε αφήνοντας χοντρές σταλαγματιές να σχηματίζουν λιμνούλες κάτω από τις σκεπές των καλυβιών. Οι καπνιστές της παρέας είχαν τότε ξεπηδήσει από τα δωμάτια και έκαναν το πρωτοκαλύτερο ίσως τσιγάρο όλων εκείνων των περουάνικων πρωινών, επικοινωνώντας σιωπηλά το βλέμμα τους με τα στοιχειά της φύσης. Στο κρεβάτι μου ξαπλωμένος, ξερνούσε η μνήμη μου θύμησες από τα παιδικά χρόνια στο χωριό και τις ατελείωτες ζεστές αυγουστιάτικες μπόρες, που χοροπηδούσαν τις στάλες τους στον τσίγκο της σκεπαστής βεράντας και γράμμωναν στον αγέρα πυκνές παράλληλες υγρές τροχιές· είν' η πιο βαθιά κι ανείπωτη χαρά της ζωής μου, το τραγούδι της βροχής. Κι εκείνο το πρωί, μαζί με τα πουλιά της ζούγκλας, είχε παίξει σαν μόνο για μένα. Βούρκωσα ξανά, για το ξενύχτι και το ξημέρωμα μαζί.

Φορώντας γαλότσες έσυρα το βήμα μου στην άκρη της αυλής που οδηγούσε στην προβλήτα και κατέβηκα τα ξύλινα σκαλοπάτια. Η πρωινή καταιγίδα είχε φουσκώσει το ποτάμι καλύπτοντας τα τελευταία σκαλιά, οι βάρκες που είχαμε αφήσει αποβραδίς τραβηγμένες στην όχθη στέκονταν τώρα δεμένες στο νερό. Τα μάτια μισόκλειναν, λιγότερο από την αντηλιά· μάλλον από τις ελάχιστες ώρες νυχτερινού ύπνου που είχα καταφέρει το περασμένο βράδυ. Η εξέδρα με τις αιώρες και τους ξύλινους καναπέδες που είχε θέα το ποτάμι, ήταν το καλύτερο καταφύγιο χαλάρωσης και ονειροπόλησης. Το φεγγάρι και η γλυκιά παρέα είχαν κάνει το ξενύχτι "να μην τελειώσει". Κοίταξα προς τη μεριά του ποταμού κάτω από την εξέδρα· ένα γερμένο δέντρο βουτούσε τα κλαδιά του στο νερό, ενώ από πάνω κρεμόταν μια μεγάλη γερή κληματσίδα, έτοιμη να υποδεχθεί τον γενναίο ταρζάν που θα τολμούσε να πιαστεί στην ορμή της, να ταλαντευτεί πάνω από το νερό. Από την άλλη μεριά τρεις βάρκες λικνίζονταν δεμένες κοντά στην όχθη. Ένα νεαρό παιδί πήδησε από τη μια στην άλλη και βρέθηκε στη λασπερή όχθη. Καθισμένος στα τελευταία σκαλάκια της προβλήτας, του κούνησα φιλικά το χέρι. Ανταποκρίθηκε σηκώνοντας την παλάμη και συνέχισε την εργασία του. Αναλογίστηκα για μια στιγμή τι διαβήκαμε τις περασμένες μέρες και πού τελικά φτάσαμε σ' εκείνο το σημείο της γης. Θα μπορούσαμε άραγε ποτέ να χωνέψουμε μέσα μας τις εικόνες που ρούφηξαν οι αισθήσεις μας, τα βιώματα που άγγιξαν την καρδιά μας, τα συναισθήματα που γέννησε η ψυχή μας; Και μάλιστα στο ακέραιο; Στο σύνολο της αλήθειας τους;

Δεν πρόλαβα παρά μόνο να θέσω σιωπηλά το ερώτημα στη δική μου καρδιά. Ευτυχώς γιατί απαντήσεις δεν είχα, δεν ήταν δυνατό να είχα· κι αν θα 'χω ποτέ, αμφιβάλω. Το «πάμε, πάμε» του Βιτόρ ακούστηκε από μακριά και κύλησε την ιστορία στο επόμενο δευτερόλεπτο, στην επόμενη στιγμή, στο επόμενο βίωμα· «πάμε, πάμε» - κάλεσμα για μια νέα διαδρομή στα μονοπάτια της ζούγκλας, στις λίμνες με τα καϋμάν και τα χοαξίν, τους γιγαντιαίους φίκους και τα δέντρα που περπατάνε, τους κόκκινους πιθήκους. Αυτή είναι όμως μια άλλη ιστορία που δεν έχει ακόμα σταλάξει μέσα μου, μια επόμενη διήγηση.

***

Κάθε τι, βέβαια, που αποτελεί μυστικό-προσωπικό βίωμα, όταν σχηματίζεται σε λέξεις και βγαίνει στην επιφάνεια, αρχίζει να χάνει σιγά σιγά την αξία του, το ξέρουμε όλοι πολύ καλά. Εντούτοις ο λόγος καταφέρνει κάποιες φορές να ανακαλύπτει σπάνιες μνήμες, τόσο μικρές και λεπτές, θαμμένες θαρρείς στα σοκολατένια νερά ενός ποταμού· και τις ξετρυπώνει. Και αυτό το φλερτ με το ξεγύμνωμα της μνήμης είναι αρκούντως δελεαστικό για τη συνέχιση των ιστοριών από το ταξίδι στη μακρινή χώρα του Περού.



Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ο καπετάν Μηνάς

Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυτα αγριεμένο πέλαγο· κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας. Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε· κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό από πάνω του νόμο· Κάποιος απάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο έναν άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου. Όλη τη μέρα στέκουνταν αυτός ακίνητος στο κόνισμά του, μέσα στη μικρούλικη εκκλησιά του, καβάλα σε ψαρί άλογο, και κρατούσε όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης, ηλιοκαμένος, αγριομάτης. Όλη τη μέρα καταφορτωμένος με τ' ασημένια ταξίματα, χέρια, πόδια, μάτια, καρδιές, που οι Καστρινοί είχαν κρεμάσει στη χάρη του και του ζητούσαν να τους γιάνει· έμενε ακίνητος, καμώνουνταν πως ήταν τάχα μονάχα ζωγραφιά - μπογιά και σανίδι· μα ευτύς ως έπεφτε η νύχτα και μαζεύουνταν οι χριστιανοί στα σπίτια τους κι ένα ένα έσβηναν τα φώτα, έδινε μια, αναμέριζε τ' ασημένια ταξίματα και τις μπογιές, σπιρούνιζε το άλογό του κι έφερνε βόλτα τους ρωμαίικους μαχαλάδες. Έβγαινε περιπολία. Σφαλνούσε τις πόρτες, όσες είχαν ξεχάσει οι χριστιανοί ανοιχτές, σφύριζε στους νυχτοπαρωρίτες να γυρίσουν πια στα σπίτια τους, στέκουνταν απόξω από τις πόρτες κι αφουγκράζουνταν ευχαριστημένος όταν άκουγε τραγούδι· γάμος θα γίνεται, μουρμούριζε, ας έχουν την ευκή μου και να κάμουν παιδιά, να πληθύνει η χριστιανοσύνη. Ύστερα έπαιρνε σβάρνα τα μπεντένια που έζωναν το Κάστρο, και πριν χαράξει η μέρα, στο πρωινό λάλημα του πετεινού, έδινε ένα σάλτο του αλόγου του, έμπαινε στην εκκλησιά κι ανηφόριζε στο κόνισμά του. Κι έκανε πάλι τον αδιάφορο· μα το άλογό του είχε ιδρώσει, στόμα και στήθια του ήταν γεμάτα αφρούς, κι όταν πρωί πρωί έμπαινε ο εκκλησιάρης, ο κυρ Χαράλαμπος, να σκουπίσει και να γυαλίσει τα μανουάλια, έβλεπε το άλογο του Αι-Μηνά μουσκεμένο, μα δεν ξαφνιάζουνταν· το 'ξερε αυτός, όλος ο κόσμος το 'ξερε, πως ο Άγιος γυρίζει όλη τη νύχτα περιπολία. Κι όταν οι Τούρκοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζουνταν να ριχτούν στους χριστιανούς, πετιόταν ο Αι-Μηνάς πάλι από το κόνισμά του να διαφεντέψει τους Καστρινούς. Δεν τον έβλεπαν οι Τούρκοι, μα άκουγαν το άλογό του να χλιμιντρίζει, γνώριζαν τη φωνή του, έβλεπαν τις σπίθες που πετούσαν τα πέταλά του αλόγου του στο καλντερίμι, και τρύπωναν κατατρομαγμένοι στα σπίτια τους.

Όμως πριν από λίγα χρόνια τον είδαν με τα μάτια τους· συντάζουνταν πάλι να κάμουν σφαγή, κι ο Αι-Μηνάς, καβάλα στο άλογό του, χίμηξε κατά τον τούρκικο μαχαλά· τη στιγμή που πρόβαινε από τη γωνιά του δόμου, τον είδε ο μισοπάλαβος χοτζα-Μουσταφάς, πήρε δρόμο κι άρχισε τις φωνές: «Αλλάχ, Αλλάχ, ο Αι-Μηνάς κατεβαίνει!» Ακράνοιξαν οι Τούρκοι τις πόρτες, παρακάτσεψαν και τον είδαν με τη χρυσή του αρμάτα, με τα σγουρά του γκρίζε γένια, με τον κόκκινο κοντάρι· κόπηκαν τα γόνατά τους κι έβαλαν τα μαχαίρια στο θηκάρι.

Δεν ήταν μονάχα άγιος ο Αι-Μηνάς για τους Καστρινούς, ήταν ο καπετάνιος τους· καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν κρυφά τ' άρματά τους να τα βλογήσει· κι ο πατέρας μου του άναβε κερί, κι ο Θεός ξέρει το θα του 'λεγε και τι παράπονα θα του 'χε που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη.

Αυτός ήταν ο καπετάνιος των χριστιανών· κι ο Χασάνμπεης, ο αιμοβόρος χριστιανομάχος, ήταν γείτονάς του, κολλητά στην εκκλησιά ήταν το κονάκι του, και μια νύχτα άκουσε χτύπους στον τοίχο, απάνω από το κρεβάτι του· κατάλαβε, ήταν ο Αι-Μηνάς που τον φοβέριζε, γιατί ίσια ίσια τη μέρα εκείνη είχε κατασκοτώσει στο ξύλο έναν χριστιανό. Είχε θυμώσει λοιπόν ο καπετάν Μηνάς και του χτυπούσε τώρα τον τοίχο. Σήκωσε κι ο Χασάνμπεης τη γροθιά του κι άρχισε να χτυπάει κι αυτός τον τοίχο. «Ε, ε γείτονα, του φώναξε, έχεις δίκιο· ναι, μα την πίστη μου, δίκιο· μα μη μου καταχτυπάς τον τοίχο, κι εγώ θα σου φέρνω κάθε χρόνο δυο ασκιά λάδι για το καντήλι σου κι είκοσι οκάδες κερί, να μερώσεις. Γειτόνοι είμαστε, μη μαλώνουμε!» Κι από τη μέρα εκείνη ο σκύλος ο Χασάνμπεης πέμπει στη γιορτή του Αι-Μηνά, στις 11 του Νοέμπρη, το δούλο του και ξεφορτώνει στην ευλή της εκκλησιάς δυο ασκιά λάδι κι είκοσι οκάδες κερί· κι ο Αι-Μηνάς δεν του ξαναχτύπησε τον τοίχο.


Υπάρχει κάποια φλόγα στην Κρήτη, ας την πούμε ψυχή, κάτι πιο δυνατό από τη ζωή κι από το θάνατο· υπάρχει η περφάνια, το πείσμα, η παλικαριά, και μαζί τους κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι και συνάμα να τρομάζεις που είσαι άνθρωπος.

Ο κρητικός αγέρας, όταν ήμουν παιδί, μύριζε το χνότο του θεριού, του Τούρκου· κι απάνω από το κάθε κεφάλι ένα τούρκικο γιαταγάνι. Ύστερα από χρόνια πολλά, όταν είδα το Τολέδο στην καταιγίδα, κατάλαβα τι αέρα ανάπνεα όταν ήμουν παιδί και τι άγγελοι αστροβολίδες κρέμουνταν απάνω από την Κρήτη.


* Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
* Πίνακας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, Άποψη του Τολέδο σε ώρα καταιγίδας (1596-1600), Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης



Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

τσαφ!

«Ωραία, και τώρα γυρίστε από την άλλη. Ξαπλώστε».
«Ορίστε; Είπατε να ξαπλώσω;»
«Μα ναι, να κάνουμε τα άλλα δύο».
«Εχμ, και πού ακριβώς θα γίνουν τα άλλα δύο;»
«Εεε.. από πίσω».
«Μα δεν γίνεται να τα κάνουμε στο μπράτσο και αυτά;»
«Μα φυσικά και όχι, δεν κάνουμε τίποτα μετά!»
«...»
«...»
«Δηλαδή να ..ξεκουμπωθώ;»
«Ε.. χαλαρώστε το λιγάκι!»

>>>

Μου θύμισε την πολύ πρόσφατη -εξαιρετική από κάθε άποψη- εμπειρία που είχα με οδοντίατρο. Που «γεια σας, θα ήθελα να κλείσω ένα ραντεβού για καθαρισμό» ήταν η πρώτη κουβέντα και το πλάνο στο σύνολό του μαζί με ένα γενικό τσεκάπ, για να καταλήξει η υπόθεση ένα μήνα μετά να φεύγω από το ιατρείο με ένα σφράγισμα και δύο εξαγωγές. Και έναν καθαρισμό φυσικά. Όμως επρόκειτο για πέρα ως πέρα επιτυχημένη διάγνωση ενός σοβαρού προβλήματος, σωστή συμβουλή και εντελώς ανώδυνη εμπειρία στην -κατά τα φαινόμενα και χωρίς υπερβολή- καλυτερότερη οδοντίατρο του κόσμου. Τση κρήτης τουλάχιστον!

Με διάθεση μικρής αμφιβολίας έφτασα, λοιπόν, στα γραφεία πρόληψης νοσημάτων του υγειονομικού, προκειμένου να λάβω τη ..δόση μου κίτρινου πυρετού, ως προληπτική ετοιμασία για μακρινό ταξίδι. Εγώ που μικρός, όπως κάθε μικρός που σέβεται τα νιάτα και τους φόβους του, έτρεμα στην αίσθηση της βελόνας, παρότι με εξίταρε ιδιαίτερα η θέα της μυτερής άκρης που καρφώνεται στο στόμιο του φυαλιδίου, που γεμίζει αργά αργά τον εσωτερικό της θάλαμο καθώς το έμβολο οπισθοχωρεί και, τέλος, που ρεύεται δυο τρεις σταγόνες στη δοκιμαστική συμπίεση του τελευταίου στα δάχτυλα του ειδικού. «Ένα τσίμπημα είναι» σκεφτόμουν και προετοίμαζα το λιπόσαρκο μπράτσο μου για τούτη τη λεπτότατη μυική διακόρευσή του. Νόμιζα.. Ήταν να μην καθίσω στην καρέκλα του γραφείου ενημέρωσης. Πρώτη δουλειά: ιστορικό.


Να μην τα πολυλογώ, όλα τα τσιμπήματα που έκανα (και άλλα τόσα που απέφυγα) από τότε που ήμουν παιδί αποδείχτηκαν ληγμένα και ανενεργά. «Μα στο στρατό κάναμε τρία εμβόλια», αναφώνησα με παρρησία, «δεν μετράνε;» Φρούδες οι ελπίδες να βγω δικαιωμένος, πολλά τα περασμένα χρόνια. Λίγα κλικ αργότερα τυπώθηκε η συνταγή για τον φαρμακοποιό: τρία τσιμπηματάκια συν φυσικά το ένα για το οποίο εξαρχής είχα πάει.

>>>

«Θέλω να καθίσετε στο κρεβάτι», μου είπε. «Σηκώστε το αριστερό μανίκι και χαλαρώστε το χέρι. Όσο πιο χαλαρό, τόσο λιγότερο θα πονέσετε. Δεν θα πονέσετε δηλαδή, αλλά θα το νιώσετε πολύ λιγότερο».

«Με ποιο θα ξεκινήσουμε»; ρώτησα, έχοντας επίμονα καρφωμένο το βλέμμα μου στις τέσσερις βελόνες που ήταν στη σειρά τοποθετημένες στο ειδικό σκεύος. Τις οποίες με λαχτάρα είχα προσέξει, με κάθε λεπτομέρεια, καθώς τις προετοίμαζε η ευγενική ιατρός.

«Μμμ, λέω να ξεκινήσουμε με αυτό της ηπατίτιδας». Χαλαρώστε το χέρι, πάρτε μια ανάσα τώρα» και τσαφ! Πρώτα το τσίμπημα, μετά η διείσδυση, τρίτη η συμπίεση, τέλος το τράβηγμα. «Αυτό ήταν. Πόνεσε;»

«Καθόλου» αποκρίθηκα, σχεδόν αλήθεια δηλαδή, έκπληκτος με τον εαυτό μου που είχε παρακολουθήσει όλη τη διαδικασία, αντί να στρέψω αντανακλαστικά το κεφάλι από την άλλη μεριά.

Ακολούθησε το δεύτερο εμβόλιο στο δεξί μπράτσο, με την ίδια σβέλτη και άψογη-ανώδυνη εκτέλεση της ιατρού. «Αναμφίβολα δεξιοτέχνης», σκέφτηκα και αναθάρρησα. 

«Ωραία, και τώρα γυρίστε από την άλλη, ξαπλώστε, να κάνουμε τα άλλα δύο» είπε με τον πιο φυσικό και ανάλαφρο τρόπο και έκλεισε τη μισάνοιχτη πόρτα.

>>>

Πρέπει να έχουν περάσει καμιά τριανταριά χρόνια από την τελευταία φορά που θυμάμαι να μου κάνουν εμβόλιο στον πισινό, με δέλεαρ μια καραμέλα ή ένα σοκολατάκι. Ήταν εκείνος ο υπερήλικας παιδίατρός μας, ο Γρηγορίου -κι αν δεν τον έλεγαν έτσι, ως τέτοιον εγώ θα τον θυμάμαι- ο οποίος κάθε φορά μας προκαλούσε το γέλιο γιατί επέμενε να φωνάζει την αδερφή μου Αναστασία. Κι ήταν αυτά τα τσιμπήματα στον πισινούλη μου που μ' έκαναν να απεχθάνομαι τις βελόνες. Και μόλις τις προάλλες αντιλήφθηκα ότι το πρόβλημα της απέχθειας έγκειτο στο γεγονός ότι στην ..πισινή ένεση δεν υπάρχει η δυνατότητα παρακολούθησης! Και ως εκ τούτου δεν είναι κανείς ποτέ έτοιμος για την κρίσιμη εκείνη στιγμή που η κορυφή της βελόνας διαπερνά τα ανώτερα στρώματα του δέρματος και σημαίνει συναγερμό στα τοπικά νεύρα.

>>>

«Χαλαρώστε ξανά.. Μια ανάσα πάλι» και τσαφ! Μια σύσπαση των μυών που διατρέχουν τον γλουτό ξέφυγε από τον περιορισμό της χαλάρωσης και παραδόθηκε στο ξάφνιασμα του τσιμπήματος. «Δεν πόνεσε, ε;»

>>>

Από τη στιγμή εκείνη ο κίτρινος πυρετός άρχισε να κυλά στις φλέβες μου. Πάντα κυλούσε τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα πιο έντονα τώρα που πλησιάζουν και τα ντέρμπι της κιτρινόμαυρης ομάδας :-) |Περιμένω πλέον με αγωνία τον οργανισμό μου να παράξει αντισώματα καταπολέμησης του ιού. Αυτό κι αν θα 'ναι ντέρμπι. Αλλά εδώ νικήσαμε τις βελόνες, τι άλλο να φοβηθούμε;!

Αν και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μιλώντας για φόβο, πρέπει να έχουν περάσει καμιά τριανταριά επίσης χρόνια από το τελευταίο μου υπόθετο..


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Time won't wait for me


Το δωμάτιο βρισκόταν στο τέλος του μακρόστενου διαδρόμου, στο πίσω μέρος ενός άνετου σπιτιού, με ξεχωριστή κουζίνα, μεγάλο χωλλ εισόδου και σαλόνι στη φάτσα του κτιρίου, όπου η θέα από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου ήταν ανεμπόδιστη προς το κέντρο της πόλης και το λιμάνι. Το εσωτερικό περιείχε ένα κρεβάτι με ξύλινο ανοιχτοκίτρινο πλαίσιο, μια μεγάλη ντουλάπα σε όλο το μήκος του τοίχου και ένα γραφείο κατακλυσμένο από μια παλαιού τύπου οθόνη υπολογιστή με τα παρελκόμενά του. Η καρέκλα απουσίαζε. Απέναντι από το γραφείο υπήρχε μια βιβλιοθήκη ξεχειλισμένη από παιχνίδια και βιβλία κιτρινισμένα από το πέρασμα του χρόνου και του ήλιου που απλόχερα έμπαινε από την πλαϊνή μπαλκονόπορτα. Η τελευταία οδηγούσε σε ένα μικρό στενό μπαλκόνι που κοιτούσε στον πίσω ακάλυπτο και χρησίμευε για το άπλωμα των ρούχων πάνω σε παράλληλα σύρματα τα οποία είχαν δεθεί στα κάγκελα για το συγκεκριμένο σκοπό. Στους τοίχους διάσπαρτες φωτογραφίες από οικογενειακές στιγμές και βυζαντινές εικόνες. Δίπλα από την ανοιχτή πόρτα ένα κάδος άχρηστων χαρτιών πάνω στο ξύλινο λουστραρισμένο πάτωμα.

Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Στενό, μακρύ όσο έπρεπε, με ιδιαίτερα σκληρό στρώμα. Δίπλα στο κεφάλι μου, όρθιο στον τοίχο, το μαξιλάρι που δεν χρησιμοποιούσα λόγω του υπερβολικού πάχους και της ακαμψίας του. Με γυρισμένη την πλάτη στην πόρτα του δωματίου, στο δεξί πλευρό με το δεξί χέρι να τελεί χρέη μαξιλαριού και τα πόδια ελαφρώς λυγισμένα, κοιμόμουν τον δύσκολο ύπνο του μεσημεριού που τόσο είχα πεθυμήσει εκείνη την κουραστική πρώτη μου μέρα στο νησί.

[♪] the dreams of the night time will vanish by dawn [/♪]

Τον είδα πρώτα σαν στον ύπνο μου. Είναι εκείνη η παράξενη αίσθηση ότι κάτι, κάποιος σε παρακολουθεί σαν κοιμάσαι και με τη βεβαιότητα αυτή γυρνάς το κεφάλι και τον βλέπεις μπρος σου. Άνοιξα τα μάτια εστιάζοντας στον κοντινό τοίχο που ορθωνόταν λίγα εκατοστά μακριά από το κεφάλι μου. Κι αν έχω συνηθίσει πλέον λόγω ωραρίων μερικές στιγμές μεσημεριανού ύπνου, δεν έχω καταφέρει ως τώρα να συνηθίσω το vertigo των πρώτων λεπτών του ξυπνήματος. Αφουγκράστηκα την αναπνοή μου, προσπάθησα να ξεπεράσω τη θολούρα των πρώτων λεπτών που ο εγκέφαλος διατρέχει όλες τις φάσεις μεταξύ νωχελικότητας και εγρήγορσης· και συνειδητοποίησα χωρίς έκπληξη ότι ήταν εκεί. Με κοιτούσε, με παρατηρούσε, ήμουν σίγουρος γι' αυτό, χωρίς καν να τον κοιτάξω. Σιγά σιγά έστρεψα το σώμα μου σε ανάσκελη θέση. Χαμήλωσα αργά το βλέμμα προς την πόρτα και τον είδα να στέκεται έξω από αυτήν· λίγα μόλις εκατοστά.

Ήτανε σιωπηλός, σχεδόν ντροπαλός θα έλεγε κανείς. Ακίνητος στήριζε το κορμί του στον πλαϊνό τοίχο ή τουλάχιστον τον άγγιζε με τον δεξί του ώμο. Στα χέρια του κρατούσε ένα λούτρινο κίτρινο παπάκι, περασμένο από την κόκκινη θηλιά στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού. Φορούσε λευκή φανέλα με λεπτές τιράντες και ασορτί εσώρουχο. Τα πόδια γυμνά από τους μηρούς μέχρι τις πατούσες απολάμβαναν το δροσερό μωσαϊκό. Μόλις το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου, παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ευθύ και έπειτα χαμήλωσε στα ποδαράκια του. Αυτά έκαναν δυο τρεις ανεπαίσθητες κινήσεις και βημάτισαν αθόρυβα λίγα εκατοστά προς τα πίσω. Έφερε ξανά το κεφάλι και το βλέμμα σε όρθια θέση και με κοίταξε κατάματα. Εγώ είχα ήδη έρθει σε ημιπλαγιαστή θέση ακουμπώντας τον αριστερό αγκώνα στο στρώμα, ανασηκώνοντας το κορμί μου. Συνεχίσαμε να κοιτιόμαστε σιωπηλά. Ήμουν ο πρώτος που έσπασα τον κανόνα των βλεφάρων, της ακινησίας και της σιωπής. Όλα ταυτόχρονα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, του έγνεψα με το δεξί χέρι λέγοντάς του έλα 'δω! ψιθυριστά. Η αντίδρασή του ήταν να κάνει λίγα ακόμη βήματα προς τα πίσω. Μετά ξανά σιωπή, που συνοδεύτηκε από λίγα ντροπαλά βήματα εμπρός.

[♪] hours are like diamonds, don't let them waste [/♪]

Κάθε έλα και όπισθεν, κάθε σιωπή και μπρος. Είχαμε αποκαταστήσει μια κάποιου είδους επικοινωνία, έναν κώδικα ανταλλαγής σιωπηλών μηνυμάτων, που δεν θα μπορούσαν να είναι και αλλιώτικα μιας και το στόμα του σφράγιζε μια πιπίλα κρεμαστή με πλαστική αλυσίδα από την τιράντα της φανέλας του. Θα μείναμε σ' αυτές τις στάσεις περισσότερο από δέκα λεπτά ή έτσι γιγαντώθηκε στην αίσθησή μου το πέρασμα αυτών των λεπτών, διανθισμένων από μνήμες και επιθυμίες που εκπληρώνονταν, να ξαναδώ, να ξανανιώσω τους δικούς μου έπειτα από τρεις μήνες απόστασης. Και πιο πολύ εκείνον. Τον μεγάλο απ' τους μικρούς, με τα γαλανά μάτια και τις καφετόξανθες μπούκλες, που στην αρχή κάθε δυο-τρεις μήνες που επέστρεφα να τον δω, και παρότι με αναγνώριζε και παρότι συχνά με αναζητούσε και με έβρισκε στο τηλέφωνο, έπρεπε να κάνω όλα τα βήματα της προσέγγισης από την αρχή.

Πίστευα ότι είχαμε πια ξεπεράσει αυτό το στάδιο της ντροπής της πρώτης επαν-επαφής. Πίστευα ότι δεν θα χρειαζόταν άλλη προσπάθεια από μέρους μου, ότι πλέον θα αποτελούσα για εκείνον ένα οικείο πρόσωπο άμεσης αναφοράς. Όπως το ίδιο πίστευα ότι γινόταν σιγά σιγά και με τη μικρή μου μπουμπού που αγαπώ και συναντώ το ίδιο τακτικά και έντονα. Με τη μπουμπού ακόμα δυσκολεύομαι. Με τον μικρούλη πολύ λιγότερο· κάθε φορά και καλύτερα. Οι μέρες μου όμως μακριά τους είναι συχνά από ανεξήγητες έως ανυπόφορες. Η αγάπη τους με συγκινεί, οι ντροπές τους με γλυκαίνουν.

[♪] time waits for no one, and it won't wait for me [/♪]

Ύστερα, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα στα πνευμόνια του, ξεφύσηξε φωναχτά με αναστεναγμό, στράφηκε και χάθηκε στον μακρόστενο διάδρομο.


Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

standing alone

Έκανα ένα καυτό ντους, με τα μπράτσα τεντωμένα μπροστά και τις παλάμες να ακουμπούν στα πλακάκια για να στηρίζω το σώμα μου· ακίνητος, με τον σβέρκο λυγισμένο και τα πόδια ανοικτά, κοιτούσα το νερό να κυλά στα πόδια μου και σκεφτόμουν τον Τζιν Κέλυ να χορεύει και να τραγουδά μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, ενώ εγώ μετά βίας κρατιόμουν όρθιος κάτω από το νερό.

Σήκωσα το κεφάλι μου. Πάνω στα λευκά πλακάκια ξετυλίγονταν εικόνες από μια ταινία των αδερφών Μαρξ στην οποία ο Γκρούτσο, ακουμπώντας στον τοίχο ενός σπιτιού και απευθυνόμενος στον μπάτσο που τον ρώτησε «Τι κάνετε εκεί;», απάντησε «Κρατάω το σπίτι...».

«Φύγετε, αλλιώς θα σας συλλάβω», διέταξε ο μπάτσος· ο Γκρούτσο απομακρύνθηκε και το σπίτι κατέρρευσε...

Ήμουν ο Γκρούτσο, και το σπίτι ήταν το κορμί μου.

* Από το βιβλίο του Maurice Attia, Η κόκκινη Μασσαλία, εκδ. Πόλις.



Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Αυγουστιάτικη ελπίδα

Η ελπίδα είναι εύθραυστο πράγμα, το ίδιο εύθραυστο όσο ένα λουλούδι. Η ευθραυστότητα της την κάνει εύκολο στόχο χλευασμού από ανθρώπους που βλέπουν τη ζωή σαν μια σκοτεινή και δύσκολη δοκιμασία, ανθρώπους που θυμώνουν όταν κάτι στο οποίο δεν μπορούν οι ίδιοι να πιστέψουν δίνει παρηγοριά σε άλλους. Προτιμούν να συνθλίψουν το λουλούδι με το πόδι τους, σάμπως για να πουν: «Δείτε πόσο αδύναμο είναι αυτό το πράγμα, δείτε πόσο εύκολα καταστρέφεται». Κι όμως, στην πραγματικότητα, η ελπίδα είναι ένα από τα δυνατότερα πράγματα στο σύμπαν. Αυτοκρατορίες καταρρέουν, πολιτισμοί αφανίζονται, αλλά η ελπίδα πάντα επιστρέφει, ξεπηδάει από τις στάχτες, βλασταίνει από σπόρους που είναι αόρατοι και ακατάβλητοι.
* από «Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων», του Michel Faber, εκδ. Λιβάνη, μέσω του Σελιδοδείκτη της Πολιτείας.

Έτσι, επειδή ξεπήδησε ξανά από μέσα μου αυγουστιάτικα. Μέχρι να ξαναθαφτεί, καλό δεκαπενταύγουστο.


Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Χίλια καλώς θα σμίξουμε

Πρόλαβα και προεξόφλησα ότι η φετινή δε θα 'ναι σαν την περσινή. Γιατί, πώς να το κάνουμε, η πρώτη φορά είναι πάντα η καλύτερη, η πιο αναπάντεχα εκπληκτική κι ανεπανάληπτη. Κι ας ήταν πιο ανώριμη, πιο άγουρη, λιγότερο μελετημένη.

Πρόσεχε, θα διαψευστείς, με μάλωσε μετρημένα ένας παλιόφιλος κι εγώ είπα θα το ρισκάρω για να διαψευστώ!

Ξεδιπλώνοντας απ' τα πριν τις πτυχές μιας ανυπόμονης αναμονής, το ρίσκο για μένα -έναν γραφιά συναισθημάτων και αναμνήσεων- είναι εκ των προτέρων ασφαλισμένο. Είναι αυτό που λένε οι σύγχρονοι win-win situation. Γιατί αν η επερχόμενη εμπειρία ξεπεράσει σε ορμή και σε ζέση το πρότερο βίωμα, τότε ρισκάρω με μια πιθανή εμπλοκή συναισθημάτων και περιγραφών· να είναι τέτοια η παραζάλη και η μέθη που να μην βρίσκει διέξοδο λυτρωτική ο φουσκωμένος χείμαρρος των λέξεων. Αν πάλι τα γεγονότα δεν φτάσουν το αποκορύφωμα του περασμένου καλοκαιριού, τότε δεν θα 'χω τι άλλο να προσθέσω στην περσινή ανταπόκριση.

[♪] πού 'ναι ο καιρός πουλάκι μου, πού 'ναι ο καιρός πουλί μου,
που σ' έκαμα βασιλικό και σ' έβανα στ' αυτί μου

έτσα παρέα όμορφη κι όποιος μονομεριάσει,
βαρέλια να 'χει τη ρακή όλη θα την ξοδιάσει [♪]

Πώς περιμένω αυτό το γαργάλημα στο αυτί από τις μελωδίες, άλλες έντεχνες, άλλες λαϊκές, άλλες παραδοσιακές κρητικές, πλεγμένες ματσάκια-ματσάκια σαν μοσχοβόλιστη ρίγανη απ' τσι κορφές του βουνού· να τρίβονται και να μεθούνε τις πιο ακριβές αισθήσεις μου. Άλλο το θέατρο φέτος, παρόμοια η εποχή. Αγκαλιά με την πανσέληνο τότε, κάτω από βροχή περσείδων φέτος, που έφεραν για στόλισμα οι μακρινοί κομήτες.

[♪] ξελησμονώ και τραγουδώ κι ύστερα το λογιάζω
πως έχω αγάπη στα μακρυά και βαριαναστενάζω

απόψε είν' η βραδιά καλή μα είναι μικιές οι ώρες
και δεν σας εχορταίνουνε των αμαθιώ μου οι κόρες [♪]

Δεν έχω αμφιβολία ότι μέχρι τις ώρες τις μικρές θα σιγοψέλνουμε συνοδεία λαούτου και ασκομαντούρας, παρακαλώντας με λαχτάρα το κι άλλο - κι άλλο τελειωμό να μην έχει, απόψε, παρέα με τ' αμούστακο βοσκαρουδάκι.


Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

1111 μέρες..

..έχουν περάσει. Και συνεχίζω!

Όχι ότι τις μετρώ, αλί και τρις αλί αν το έκανα. Αλλά να, είναι κάτι παράξενες στιγμές που σκέψη-ανάμνηση-λήθη, που ούτως ή άλλως είναι όλα κουλουβάχατα στο μυαλό μου, εμπλουτίζονται από μικρές φωτίτσες αλήθειας που ξερνά το υποσυνείδητο στο συνειδητό και φωτοβολούν ηλεκτρισμένες στο προσκήνιο.

Κι αυτή τη φορά, πλάκα που έχει κι αλήθεια, δεν είναι ο αριθμός στρόγγυλος βρε παιδί μου· πεντακόσιες, χίλιες, δυο χιλιάδες ας πούμε. Ήρθε το αναβόσβημα στις χίλιες εκατόν δέκα και μία· τέσσερις άσσοι, ένα καρέ. Πώς μου αρέσουν αυτοί οι μικροί πικάντικοι αριθμοί!


Λέω να γιορτάσω το γεγονός της έξαφνης συγκυρίας της ανάμνησης μ' ένα τραγούδι. Ένα ταιριαστό τραγούδι. Πολλά μου έρχονται στο νου, κάτι από Adele ή Lana Del Ray που θα ήταν πράγματι ταιριαστό. Γιατί όχι μια Monika; Ψάχνω μετά κάποιο ελληνικό στις καινούριες λίστες τραγουδιών που έφτιαξα πριν λίγες μέρες, μήπως να βάλω το Πηγάδι της Μητρίτσα και του Πασχαλίδη (που τρικαλινά χέρια το έγραψαν άλλωστε), γιατί όχι το Αστέρι της Μποφίλιου, που είναι και το αγαπημένο μου τραγούδι της.
Η Παλιά πληγή του Θανάση μπαίνει με άνεση στα play-off, απ' όπου αποκλείστηκε κάθε τραγούδι του Χαρούλη (που υπόσχομαι όμως ότι θα παίξει στη μεθαυριανή ανάρτησή μου). Πασχαλίδηδες και Καζούληδες, ειδικά ο δεύτερος, θα πρόδιδαν την ιστορία· τους κλειδώνω στα αποδυτήρια. Επίσης το κολλητικό τραγούδι εκείνου του ..τρυφερού Gotye, που έκανε θραύση τότες, δεν συμμετέχει καν στην εκλογή· θα ήταν σαν να παίζει η Μπαρτσελόνα με τα όλα της στη γ΄ εθνική.

Στον τελικό προκρίθηκε η υπέροχη και μελαγχολική Amy, που έκλεισε τέσσερα χρόνια φευγάτη αυτές τις μέρες, με ένα από τα πολλά γλυκά της τραγούδια. Στα πέναλτι, στο τελευταίο καλάθι με buzzer-beater, όμως, υπερισχύει ένα τραγούδι που τυχαίνει να αναβοσβήνει στο νου μου παράλληλα με τους τέσσερις άσσους που ξέβγαλε το υποσυνείδητο μανίκι μου. Το ξανάβαλε τις προάλλες ο Προβατάς και μου 'μεινε. Ελπίζω μ' αυτό να καταφέρω να νικήσω το καρέ που στρώθηκε μπροστά μου ακάλεστο, κι ας μην ξέρω τον παραμικρό κανόνα του πόκερ.

The living tree, από το γυναικείο ντουέτο Never the bride, ορίστε, σε καλή live ακουστική βερσιόν. Ελπίζω θα με βοηθήσει να περάσω στη λήθη το μεσοδιάστημα των δέκα χιλιάδων ημερών μέχρι τις 11.111.

>>>

Στη σελίδα του youtube μου ξέμεινε μονάχα η Μποφίλιου και το αστέρι της. Άλλο και τούτο πάλι..


Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

το δίδυμο δευτερόλεπτο που κράτησε οκτώ μήνες

Η είδηση.
«Την τελευταία ημέρα του Ιουνίου ο χρόνος θα κάνει ένα άλμα και το τελευταίο ακριβώς λεπτό του μήνα δεν θα διαρκέσει 60, αλλά 61 δευτερόλεπτα. Ένα ακόμα δευτερόλεπτο, δηλαδή, θα προστεθεί στον παγκόσμιο χρόνο σήμερα, προκειμένου να διορθωθεί η απόκλιση που έχει συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στην αστρονομική ώρα, η οποία υπολογίζεται με βάση την περιστροφή της Γης, και τον λεγόμενο Συγχρονισμένο Παγκόσμιο Χρόνο (UTC). Έτσι απόψε το βράδυ η ώρα UTC θα περάσει από τις 23.59.59 στις 23.59.60 και μετά στις 00.00.00 της 1ης Ιουλίου».

>>>

Ήτανε, θυμάμαι..., έτσι ξεκινάνε όλες οι όμορφες ιστορίες που αφήνουν μόνο γλυκύτητα στο πέρασμά τους, σαν ίχνος γυμνοσάλιαγκα που σέρνει λαμπερή την τροχιά του στην τσιμεντένια αυλή. Ήτανε λοιπόν μια μέρα μετά την παρέλαση του Οκτώβρη, θυμάμαι. Το ξημέρωμα με βρήκε να συγυρίζω τις τελευταίες λεπτομέρειες στο σπίτι, την ώρα που ο ήλιος άρχιζε να ανατέλλει καθάριος μετά από ένα τριήμερο συννεφιάς εμπλουτισμένο με πιτσιλιές λερωμένης βροχής. Λίγα λεπτά αργότερα η μηχανή ενός αυτοκινήτου πλησίαζε, μαρσάριζε στην ανηφόρα μπροστά από το σπίτι και έσβηνε ξανά στην ησυχία του πρωινού. Το λευκό fiat έστεκε ταιριαστό και βαρυφορτωμένο κάτω από το μεγάλο πεύκο στην απέναντι μεριά του δρόμου· το είδα βγαίνοντας στη βεράντα, έχοντας ακούσει γνώριμο ήχο ιταλικής μηχανής. Δυο κουρασμένα πρόσωπα βγήκαν από τις μοναδικές κανονικές πόρτες του τρίθυρου κουπέ. Λίγη ώρα μετά απολαμβάναμε τη ζεστασιά του πρωινού ήλιου στο μπαλκόνι, συνοδεία τσιγάρου και πίτας σπιτικής, η οποία είχε ταξιδέψει μερικές εκατοντάδες οδικά χιλιόμετρα και δέκα-τόσες ώρες υγρής διαδρομής μέχρι να καταλήξει στον πρώτο όροφο ενός σπιτιού στο νότιο Ηράκλειο. Τρία ζευγάρια μάτια έτρωγαν με χαρά τα απέναντι πρόσωπα, άλλα παλιά και αγαπημένα, άλλα καινούρια και υποσχόμενα, σε μια προσπάθεια να εξατμιστούν η κούραση, ο φόβος, η αγωνία ενός νέου ξεκινήματος, οι πρώτες ημέρες μιας βιαστικής προσαρμογής.

Και ήτανε χθες, αυτό το θυμάμαι το ίδιο καλά, που τα ίδια ζευγάρια μάτια θόλωσαν και μίκρυναν στην τελευταία χόρταση των αγαπημένων προσώπων, την ώρα εκείνη του αναπόφευκτου αποχωρισμού, εκκρίνοντας δάκρυα και ένα τσουβάλι συμπυκνωμένες θύμησες οκτώ ολόκληρων μηνών στο σαλόνι ενός πλοίου που ζέσταινε τις μηχανές για ένα πρόωρα βιαστικό φευγιό. Μέχρι να επιστρέψω στο αυτοκίνητο που περίμενε τη μοναξιά μου, αναλογίστηκα τους μεγάλους αποχωρισμούς που κάθε χρόνο τελευταία σημαδεύουν τις εποχές μου. Και είναι κάθε φορά τόσο μεγάλοι, όσο πιο ανέμελη και στενή και ανεπιτήδευτα αδερφική είναι η καθημερινή σχέση που αναγκάζεται να σπάσει. Κράτησα με βία το κεφάλι μου να μην κοιτάξει πίσω, μην πάρουνε την όπισθεν και τα πόδια μου.

Από το ήτανε θυμάμαι... μέχρι το χθες μαζεύτηκαν σωρό οι αναμνήσεις, ατέλειωτες οι ώρες οι κοινές. Χιλιάδες τα βήματα που μέτρησε το κινητό στις νωχελικές μας βόλτες ως το λιμάνι και στα πλακόστρωτα στενά του κέντρου, αμέτρητες οι μουσικές ώρες στο δυάρι της κνωσσού· τότε που μια καινούρια μελωδία είχε ξεπηδήσει απ' την έμπνευση της περασμένη νύχτας και συναντούσε τις συγχορδίες και τα όργανα στο ακούραστο i-book που κοσμούσε το βαρύ γυάλινο τραπέζι στο μέσο της κουζίνας. Χάνεται ο αριθμός και των υποσχέσεων που δόθηκαν «αυτή τη φορά τέλος, από αύριο δίαιτα», μέχρι μια πίτσα, μια μπύρα, ένα μίνι κοτοσουβλάκι ή μια συσκευασία καινούριου οικογενειακού παγωτού κανταΐφι να μετατρέψει την πρόσφατη υπόσχεση σε αμφίβολη ανάμνηση. Αξέχαστες και οι πρώτες κοινόβιες εβδομάδες στις Μεσαμπελιές, η μοναδική φορά στους Σταμνούς που δεν προφτάσαμε να επαναλάβουμε· το επαναλάβαμε όμως στα σπίτια μας με χίλιες και μία συνταγές. Και άλλα και άλλα και τόσα πολλά, ο Πορτοκάλογλου και οι Foo Fighters, ο Δούκας Χατζηδούκας και ο Μάκης Δημάκης, ο Χλαπάτσας, ο Χαρούλης. Και το φαράγγι, ναι, ήτανε και το φαράγγι!

>>>
«Είναι κάποιες μέρες που στροβιλίζονται πιο γρήγορα από κάποιες άλλες. Μερικές φορές υπάρχουν ώρες που μεγαλώνουν στην κοιλιά τους δίδυμα δευτερόλεπτα. Τότε ο χρόνος περισσεύει και είναι σαν η ζωή να μεγεθύνεται και να τρέχει. Τα μαλλιά της, τα νύχια της, μακραίνουν, και φαίνεται σαν να πέρασαν βδομάδες, μήνες... Είναι κάποιες μέρες που από μόνες τους συμπυκνώνονται και μπερδεύουν τα ρολόγια».
(Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. πατάκης).
>>>

Χαίρομαι πολύ που η τελευταία μας δυνατή εμπειρία ήτανε το διάβα του φαραγγιού· του μεγάλου φαραγγιού· απ' το πρωί στο δρόμο για τον Ομαλό και απ' το πρώτο χιλιόμετρο στο μονοπάτι η γκρίνια και το λύγισμα μπρος στα δεκάξι που υπολείπονταν· τότε που λέγαμε σχεδόν προφητικά ότι θα μπούμε στην είσοδο του φαραγγιού με ευρώ και θα βγούμε ποιος-ξέρει-με-τι, τόσο μεγάλο το πέρασμα, τόσο επίπονη η διαδικασία. Οι πονεμένες γάμπες, τα χτυπημένα νύχια, ο ζαλιστικός ήλιος και τα σερνάμενα πόδια, όλα γιατρεύτηκαν στη δροσερή θάλασσα του νότου κι ας έμειναν τα πιασμένα μέλη να δαγκώνουν μέρες μετά σε κάθε κατέβασμα σκαλοπατιού. Το ίδιο βράδυ, όταν κατάκοποι διαβήκαμε και την τελευταία πόρτα, αυτή του σπιτιού μας, στις τηλεοράσεις ο πρωθυπουργός ξεκινούσε το διάγγελμα για το δημοψήφισμα. Μετά οι μέρες κύλησαν τόσο γοργά, μα τόσο γοργά σαν σκάρτα δευτερόλεπτα.

>>>

Τούτη εδώ η ώρα, αυτό το ακροτελευταίο λεπτό του μήνα, γέννησε επίσημα ένα δίδυμο δευτερόλεπτο, ένα έξτρα δευτερόλεπτο, που έκανε το χρόνο αυτής της στιγμής να μεγεθυνθεί τόσο πολύ ώστε να χωρέσει να τρέξει στις στιγμές των μηνών που περάσαμε παρέα. Ελπίζω να καταφέρει έτσι να διορθώσει την «απόκλιση» που συσσωρεύτηκε μέσα μου, να επαναφέρει τους δείκτες μου, να ξαναρυθμίσει το χρονισμό μου σ' αυτόν τον τόπο, που τόσο όμορφα και απαλά είχε συντονιστεί στη μόνιμη παρουσία σας.

Χρωστάμε κάμποσες συναυλίες και μερικές ακόμα χιλιάδες βημάτων, Άκη και Χρύσα. Τούτο το ξεχωριστό δίδυμο δευτερόλεπτο, που κράτησε ίσαμε οκτώ μήνες, δυστυχώς εξαντλείται από στιγμή σε στιγμή· δίνει τη θέση του στο επόμενο λεπτό της επόμενης ώρας ενός άλλου μήνα, που θα μοιάζει σαν όλα τα άλλα που προηγήθηκαν πριν απ' αυτό. Στην επόμενη ευκαιρία θα τα προσπαθήσουμε όλα ξανά. Ως τότε υπομονή και δύναμη· το φαράγγι μας δείχνει τον τρόπο.

Κι άντε τώρα πάλι απ' την αρχή τα βήματα.


Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

του ανέμου λόγια

«Μη μείνουμε μόνο να ρουφάμε μια ζωή τις ανάσες των βιβλίων, αντί για τα χείλη τα κερασένια κάποιας ξωθιάς», έφτασε με μια δόση ισχυρά ποιητική το μήνυμα του Αντώνη στο viber. Ήταν η απάντησή του στον δικό μου ενθουσιασμό από την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος του Ισίδωρου Ζουργού, Ανεμώλια· στα αναπάντεχα δάκρυα που φούσκωσαν στις κόγχες μου και μούσκεψαν το μαξιλάρι τούτο το μουντό απόγευμα.  Και σ' αυτό το εσώτερο άδειασμα που συνοδεύει την τελευταία σελίδα, λες και όλη η ζωντάνια μας εγκλωβίζεται στα κενά μεταξύ των σελίδων, ανάμεσα στις γραμμές και στα γράμματα, κάθε που κλείνει ερμητικά το οπισθόφυλλο και το βιβλίο παίρνει τη θέση του στη μικρή βιβλιοθήκη.

«Τα βιβλία σπάνια απογοητεύουν», σε αντίθεση με τους ανθρώπους ήθελα να πω, «η συντροφιά τους μένει τίμια ως το τέλος». Μα και ποιος δεν ορέγεται τέτοια χείλη! Ονειρεμένα..

Σαν τα όνειρα που αναφέρει η γλυκιά αφιέρωση της Μαρίνας, να τα ζω με μάτια ανοιχτά και χαμόγελα.

«Η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει με τον άνθρωπο· ο εικοσιτετράωρος κύκλος υπομνηματίζει, ή μάλλον υπαινίσσεται, τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του. Τα πρωινά έχουν ένα βρεφικό ψέλλισμα, απ' τα πουλιά συνήθως, ένα αντανακλαστικό τίναγμα στα πόδια κι ένα κλάμα, όπως η ώρα που ξεκινούν τα αστικά λεωφορεία. Τα πρωινά έχουν ένα σαλιωμένο δάχτυλο και μια αθωότητα, γιατί ο άνθρωπος στο ωράριό του είναι ανεξίκακος, οι άνθρωποι αμαρτάνουν συνήθως την ώρα της σχόλης. Το μεσημέρι πάλι ταυτίζεται με το μεσουράνημα του ανθρώπινου κόπου. Το απόγευμα προοιωνίζεται τα γηρατειά, την απελπισία της μέσης ηλικίας, όπως είναι η δική μου. Το σούρουπο καλεί τον χάλκινο ύπνο».
σημειώνω από τις σελίδες του βιβλίου, τούτη ακριβώς την ώρα που στο ραδιόφωνο ο Neil Young κεντάει τις νότες σε παλιό αγαπημένο τραγούδι και ο εγκέλαδος κουνάει τραπέζια, τρίζει πιάτα και κεντρίζει συναγερμούς αυτοκινήτων, πενήντα ένα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ρίχνω τη ματιά μου έξω από το στρογγυλό σαν φινιστρίνι παράθυρο της κουζίνας να επιβεβαιώσω ότι η γειτονιά στέκει στη θέση της. Τα μπαλκόνια παραμένουν σκοτεινά και ήσυχα, το κούνημα του σεισμού μάλλον νανούρισμα θα προκάλεσε παρά άκαιρο ξύπνημα. Όμως
«Οι ουρανίωνες θεοί δεν ησυχάζουν ποτέ και το εργαστήρι της μοίρας μας διανυκτερεύει».
όπως διανυκτερεύω τώρα κι εγώ γράφοντας αυτό το σημείωμα, αυτή τη μαρτυρία μεταξύ ξενυχτιού, σεισμού και ραδιοφώνου, παραβαίνοντας τον άγραφο εργασιακό κανόνα μου να μην αγρυπνώ εν μέσω βαρδιών.
«Η κάθε παράβαση των κανόνων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ξέσπασμα της εσωτερικής ελευθερίας. Η μοιχεία, το έγκλημα, η οδική παράβαση, ένα σκουπίδι σ' ένα καθαρό πεζοδρόμιο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αφροί της ψυχής όταν εκείνη είναι ταραγμένη, γιατί η κάθε μέρα είναι προπέλα που γυρνάει ακατάπαυστα και τη βασανίζει όπως τα καράβια τα νερά της θάλασσας».

Συμμαζεύω κι εγώ την κυματισμένη ψυχή μου κι οδεύω προς τον γλυκό -όχι βέβαια τον χάλκινο*, όχι ακόμη!- ύπνο. Να ετοιμαστεί για την αυριανή προπέλα που θα γυρνά για άλλη μια φορά ακατάπαυστα. Τσαλακώνω και πετώ το πηγαινέλα εισιτήριο του μετρό προς αεροδρόμιο που τέλεσε χρέη σελιδοδείκτη για μια βδομάδα στα Ανεμώλια*. Ρίχνω άλλη μια ματιά στην ολιγόφωτη γειτονιά απ' το φινιστρίνι της κουζίνας και σβήνω το φως. Συγκρατώ τα μάτια μου ανοιχτά και χαμογελώ, περιμένοντας τις ξωθιές και τα όνειρα. Μέχρι να 'ρθουν, και σαν τελευταία πράξη τούτης της μέρας, διαλέγω τον επόμενο Ζουργό από τη στοίβα των βιβλίων που μαζεύτηκαν στο κομοδίνο.


* χάλκινος ύπνος στην Ομηρική γλώσσα είναι ο θάνατος,
ανεμώλια είναι τα ανεμώδη λόγια, τα επιπόλαια.

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, εκδ. Πατάκη.


Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

όνειρο ήτανε

Ήτανε κάποτε περιπέτειες, με κυνηγητά στους δρόμους και πτώσεις από θεόρατα κτήρια· άλλοτε ερημικές περιπλανήσεις σε δάση και χαμένα μονοπάτια. Πότε πότε έρχονταν πρόσωπα από το παρελθόν και γέμιζαν δευτερόλεπτα στιγμών με χαμόγελα κι επιθυμίες. Ήτανε -σταθερά στα χρόνια- σκηνές απ' τα βιβλία που έμεναν μισάνοιχτα καθώς τα βλέφαρα έκλειναν κουρασμένα, περασμένα μεσάνυχτα.

Χθες για πρώτη φορά ήταν ένα αεροπλάνο. Ένα αεροπλανάκι δηλαδή, μινιατούρα, αλλά αληθινό στο σουρεάλ σκηνικό της τελευταίας νυχτερινής μου περιπέτειας. Ένα αεροπλανάκι που έλαχε στην προσοχή μου να το φέρω ήσυχα κι ωραία στο υπερ-αληθινό αεροδρόμιο μινιατούρα που έστεκε μπρος μου. Το παρακολουθούσα με προσοχή να πετάει στο κλειστό δωμάτιο, λευκό ήτανε το θυμάμαι. Και όταν κάποτε ευθυγραμμίστηκε στην τελική ευθεία για προσγείωση, το ξέχασα, χμ!

Θυμάμαι να πιάνω την κουβέντα με τη Μαρίνα και τη Στέλλα, την εκπαιδεύτρια και προϊσταμένη μου αντίστοιχα, με τις οποίες κάναμε βάρδια. Θυμάμαι επίσης να νιώθω τέτοια άνεση, τέτοια σιγουριά ότι όλα σε 'κείνη τη βάρδια πηγαίνανε ρολόι, ότι άρχισα να πατώ στα πόδια μου επιτέλους και φόβο να μην έχω.

Νίκο, μήπως ξέχασες κάτι; Ήρθε το ευγενικό καμπανάκι της Μαρίνας. Στην ερώτηση αυτή άρχισε ο νους μου να κάνει την ωραία εκείνη όπισθεν διαδικασία, μια αναδρομή δηλαδή, στα τελευταία δρώμενα. Το αεροδρόμιο, τα αεροπλάνα, τον έλεγχο. Και βλέπω νοητά ένα αεροπλάνο ξεχασμένο στην τελική διαδικασία για προσγείωση, το οποίο επειδή ποτέ δεν του μίλησα και δεν μου μίλησε, επειδή ποτέ δεν το μεταβίβασα για προσγείωση, εκείνο σβούριζε πάνω από το αεροδρόμιο ξανά και ξανά αναμένοντας άδεια προσγείωσης. Και τελικά στη νοητική ανασκόπηση που εκείνη την ώρα τελείωνε μπρος μου, το είδα να πέφτει με φλόγες στο διάδρομο.

Ήταν που είχα αρχίσει να αισθάνομαι σίγουρος, να πατώ στα πόδια μου. Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι αυτό στο οποίο πατούσα -σταθερά δήθεν- άρχισε να γκρεμίζεται σαν παγόβουνο που βυθίζεται με πάταγο στη θάλασσα.

Τα είχα κάνει θάλασσα.

Μα η Μαρίνα και η Στέλλα ατάραχες. Μια ηρεμία, μια ψυχραιμία, σαν να μην υπήρχε συμβάν, σαν να μην υπήρχε ατύχημα. Ωστόσο μια πλήρης απογοήτευση αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους. Που αποδεικνυόμουν λίγος γι' αυτό το έργο, που δεν είχα καταφέρει ένα έρημο αεροπλανάκι να φέρω σωστά στον προορισμό του. Ένα αεροπλανάκι που αποκαλύφθηκε ότι ήταν υπό τον πλήρη έλεγχό τους, σ' ένα τύπου virtual reality εξομοιωτή που έπαιζε μπρος μας.

Μάζεψα τα μπογαλάκια μου και έφυγα γι' άλλη παραλία.

Φορτωμένος με τη μνήμη της πρόσφατης ολοκληρωτικής αποτυχίας μου, βρέθηκα να περπατώ ειρηνικός, σχεδόν ευτυχισμένος, στην οδό Αλεξάνδρου Σβώλου στη Θεσσαλονίκη, τον ωραιότερο ίσως δρόμο του κέντρου της πόλης. Έναν δρόμο κατάφυτο από εσπεριδοειδή και γιγάντιες ροδιές, βαρυφορτωμένες με τεράστιους καρπούς που έγερναν απ' τα κλαδιά σαν πορτοκαλιοί ήλιοι. Ελαφροπατούσα στο μαλακό χώμα ανάμεσα σε χωράφια με ξύλινους φράχτες, καλησπέριζα γνωστούς και αγνώστους στο διάβα μου προς την αγια-Σοφιά, ανοιγοκλείνοντας -με τον κωδικό που απασφαλίζει την πόρτα του Πύργου στο αεροδρόμιο- τα ξύλινα πορτόφυλλα...


Είσαι στο σωστό δρόμο. Εγώ ακόμα βλέπω! Ήρθε αμέσως η σχεδόν στοργική απάντηση της Στέλλας, όταν της εξιστόρησα τα δρώμενα της περασμένης βραδιάς. Και ψέματα θα σου πει, όποιος δεν έχει δει παρόμοια. Μου έμεινε όμως λιγάκι, όπως πάντα μένει σαν απτή επίγευση η επιρροή ενός τόσο έντονου ονείρου, μου 'μεινε αυτή η αίσθηση της απογοήτευσης, της αποτυχίας. Αλλά και της αποφασιστικότητας τίποτα να μην ξεφεύγει πλέον της προσοχής μου.

Μου 'μεινε και η αίσθηση της παραδεισένιας Θεσσαλονίκης. Με τις λεμονιές και τα ρόδια σαν ήλιους. Το ξάνοιγμα της ονειρικής Σβώλου προς την αγια-Σοφιά και η γαλήνη στην καρδιά μου. Σ' αυτήν την πόλη έχει αποθέσει πράμα η καρδιά μου.

Μα και η γενναιότητα να πατήσω ξανά τον κωδικό που ξεκλειδώνει την πόρτα, που με επαναφέρει δυναμικά στο χώρο του "φόβου" και της ευθύνης μου. Εκεί που ευτυχώς θα συνεχίσουν να με περιμένουν υπομονετικά η Μαρίνα και η Στέλλα. Πόσο χαρούμενος είμαι που τις έχω να με προσέχουν.

Τούτη η ανάρτηση ολο-δική τους.


Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

every summer has its sunset

Διέσχισαν τον δρόμο, δρασκέλισαν τις μάνικες του νερού που φιδογύριζαν ακόμα προς το φλεγόμενο κτίριο.
«Πότε έπαψες να την αγαπάς;» 
Προχώρησε λίγο προτού επιβραδύνει το βήμα του και χαλαρώσει κοιτάζοντας ίσια μπροστά του.
«Ποτέ δεν παύεις ν' αγαπάς. Ο άλλος παύει να σ' αγαπάει, αυτό είν' όλο. Και μετά γαντζώνεσαι απ' τα κλαδιά, πείθεις τον εαυτό σου για τη λήθη. Αν είσαι τυχερός αφήνεσαι σε μια άλλη περιπέτεια, σε ένα άλλο χαμόγελο. Όσο για το αν παύεις ν' αγαπάς, άσ' το, είναι μια άλλη ιστορία...»
[♪] We live and die like all the rest
every summer has its sunset every year [♪]
Πλησίασαν στα αυτοκίνητα και μπήκαν μέσα. 
Θα 'θελε να της πει ότι μετά την κατρακύλα οι άντρες μαθαίνουν ξανά να βαδίζουν μόνοι. Μήνες ολάκεροι αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις, υπερνικώντας τον θυμό, το γινάτι. Μήνες και μήνες, σαν αργόσυρτη ανάρρωση από βαριά αρρώστια. Και μετά βγαίνεις μουδιασμένος, διστακτικός, κάπως γερασμένος. 
Αργότερα ξαναβρίσκεις τις κινήσεις σου. Δίνεις το χέρι, γίνεσαι ποθητός, προσφέρεις τα μισάνοιχτα χείλη σου. Παίζεις το ρόλο του γόη, του αρσενικού που η άλλη -η καινούρια- περιμένει ν' ανταμώσει το απόβραδο. Γίνεσαι ο πρωταγωνιστής της δικής σου επιβίωσης, ξέρεις απέξω όλες τις σκηνές, τους ρόλους, τα ανοίγματα της αυλαίας. Ο έρωτας είναι μια κωμωδία με αποχρώσεις τραγωδίας. Όταν σε παραμερίζει, όταν ο άλλος κλείνει την πόρτα και δεν ξαναγυρίζει, η φλόγα παραμένει εκεί σαν την κατασιγασμένη ανθρακιά, έτοιμη να φουντώσει με την πρώτη ευωδιαστή πνοή του αγέρα.
[♪] And I loved you long ago, and I love you still,
but the roads that we have travelled took us far apart,
someday we will find the time to heal [♪]
Δεν παύεις ποτέ ν' αγαπάς. Ποτέ.
Αυτό ήθελε να της πει προτού τα αμάξια ξεκινήσουν και χαθούν μες στην υγρή πόλη.

* Συνέπεσε η ανάγνωση της καινούριας noir έκδοσης του Καστανιώτη, Το φιλί του θανάτου του Ζιλ Βενσάν, με την αφιέρωση που μας έκανε ο Μάκης Προβατάς κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας του Απρίλη: Acoustic song του Bruce Dickinson. Η σύνδεσή τους αναπόφευκτη!



Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

soft promises


«Θα προσπαθήσω».
Ήταν η πιο πρόσφατη υπόσχεσή μου.


[♪] All my soft wild promises were words,
birds endlessly in flight,
thoughts in time and out of season
in the common calculus of reason [♪]
Απόσπασμα από ποίημα του πιο γνωστού Τζιμάκου της παγκόσμιας ροκ σκηνής
και δεν εννοώ του Πανούση.


«Δεν μπορώ άλλο να σας τάξω... οι υποσχέσεις μου, έχουν πλέον εξαντληθεί». Ξοδεύτηκαν μία προς μία σε ένα αδηφάγο άχρονο παρόν, δίχως καν μια προσπάθεια υλοποίησης.
Ήταν η πιο ειλικρινής πραγματικότητά μου.

>>>

Ήταν -εκείνη τη στιγμή στο τηλέφωνο- η πιο αγαπημένη δασκάλα της ώριμης νιότης μου. Η δασκάλα της κιθάρας, Ζαχαρούλα όνομα και πράγμα ένα. Η Ζαχαρούλα της έμπνευσης, της επίμονης ώθησης, της πίστης, της απλότητας. Η δασκάλα που δυο χρόνια μας ανέχτηκε με τον Σπύρο, που διόρθωνε τα λάθη μου εξ' ακοής την τρίτη χρονιά που τριγυρνούσα στην Αθήνα και με "υποχρέωσε" να συνεχίσουμε τα μαθήματα τηλεφωνικά («την επόμενη Πέμπτη θα σε ακούσω, κανόνισε την πορεία σου» ήταν η συνηθισμένη τελεσίγραφη ατάκα της). Ήταν το πρόσωπο που ασυναίσθητα είχα ψάξει, με το νου μου να στάζει από νοσταλγία, όταν προ δύο μηνών είχα βρεθεί εκτάκτως στη Θεσσαλονίκη έναντι του αγίου Δημητρίου, περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό την άφιξη του κουμπάρου να με παραλάβει. Και ήταν ακριβώς εκείνο το πρόσωπο που ο άγιος είχε φέρει ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπροστά μου, έτσι για να βουρκώσουμε δυο-τρία λεπτά ώσπου να έρθει η κούρσα να με πάρει.
Ήταν η πιο θαυμαστή συγκίνησή μου.

>>>

Ήταν τα δικά μου ακροδάχτυλα που πίεσαν διαδοχικά την οθόνη αφής του πανέξυπνου κινητού μου ψάχνοντας για το τηλέφωνό της. Είχε περάσει ακριβώς ένας μήνας που σκόπευα να της τηλεφωνήσω για την πρώτη γιορτή της κορούλας της, μια βδομάδα από τη δεύτερη γιορτή της ίδιας κορούλας της· τελικά δεν είχα προλάβει καμία από τις δύο. Με είχε προλάβει.
Ήταν η πιο μισή-μισή χαρά και ντροπή μου.

>>>

Ήταν ένα μήνυμα από την προτελευταία μάλλον που θα περίμενα εκείνη την ώρα να στείλει (για την τελευταία είμαι σίγουρος ποια θα ήταν και άλλο τόσο σίγουρος ότι δεν θα έστελνε). Αλλά και που πάλι περίμενα ότι θα ερχόταν από μέρα σε μέρα, όσο εγώ μετέθετα κάθε φορά "για αύριο" τη δική μου επικοινωνία. «Χριστός ανέστη. Τι κάνεις; Τι κάνει η Κρήτη; Περιμένω τηλέφωνο για μάθημα...». Ήταν η γνωστή γλυκιά σκλαβωτική επιμονή, συνεπής στο χρόνο, κι ας ήταν καμιά εικοσαριά μήνες νωρίτερα η εμπειρία του τελευταίου ακουστικού μαθήματος. Και πολλοστή έκτοτε η υπομονετική υπενθύμιση «περιμένω τηλέφωνο για μάθημα...». Ήταν και αυτές οι τρεις τελίτσες σημάδι ανεξάντλητης διάθεσης από μέρους της, δηλωτικές μιας προσπάθειας που θα άγγιζε αβίαστα το διηνεκές.
Ήταν οι πιο πιεστικές μου τελίτσες.

>>>

Ήταν το κινητό τηλέφωνο αυτό που βούισε καθώς η δόνηση συντονίστηκε στο ψευτο-ξύλινο τραπέζι· κατάφερε να αποσπάσει το βλέμμα μου από την οθόνη του αργοκίνητου υπολογιστή στο γραφείο της υπηρεσίας. Ήταν η γνωστή καθημερινή / εβδομαδιαία / μηνιαία αγγαρεία που μου έβαζε ο προϊστάμενος, να στείλουμε ένα επείγον χαρτί στην Αθήνα, να φτιάξουμε το πρόγραμμα του επόμενου μήνα (που θα μας έρθει έτοιμο την άλλη μέρα), να βγάλουμε ένα υπηρεσιακό σημείωμα (που μπορούσε να περιμένει ως τη Δευτέρα και την επιστροφή της αδειούχου γραμματέως). Ήταν μαζί φορεμένη η γνωστή δικαιολογία «εσύ τα ξέρεις καλύτερα». Ήταν ένα μεγάλο διάλειμμα από την πιο ενδιαφέρουσα -εργασιακά- βάρδια της σύντομης καριέρας μου, τόσο μεγάλο που κατάφερε να με βγάλει εκτός ρυθμού και ενδιαφέροντος.
Ήταν το πιο ανεπιθύμητο διάλειμμά μου.

>>>


Ήταν ο μεγαλύτερος καημός μου από τότε που άρχισα να στρώνω τη νέα μου ζωή στο Νότο. Νέοι άνθρωποι, καινούριος τόπος, παλιές συνήθειες, άγνωστη δουλειά, ο ίδιος εγώ. Ένα πράγμα να με καίει όμως κάθε φορά που έμπαινα στο δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Στη γωνία η κιθάρα στη θήκη της. Καμιά φορά της άλλαζα θέση, για να δείχνω στον εαυτό μου ότι νοιάζομαι, ότι είμαι σε διαδικασία επανέναρξης των παιξιμάτων. Την ξεσκόνιζα κιόλας, τακτοποιούσα τα βιβλία και τα τετράδια της μουσικής, τα άφηνα ανοικτά σε αγαπημένα μου κομμάτια περιμένοντας μιαν αύρα να χαϊδέψει τις χορδές στα δικά τους μέτρα. Να, σκοπό το είχα, «την άλλη βδομάδα ξεκινώ». Μετά η "άλλη βδομάδα" έγινε "με το τέλος της εκπαίδευσης που θα έχω και χρόνο", κατόπιν "με την αρχή της άλλης εκπαίδευσης που θα είμαι σε φόρμα". Και οι εκπαιδεύσεις περνούσαν μεν επιτυχώς, η θήκη ξεσκονιζόταν μεν συστηματικώς, τα βιβλία αναδιαταζόντουσαν μεν διαρκώς, μα οι χορδές σιγούσαν δε πεισματικώς. Κάθε φορά οι ίδιες χαζές μου υποσχέσεις, εύκολες και μαλθακές, απ' αυτές που είναι εξαρχής σίγουρα μη τετελεσμένες. Αποτυχημένες σαν άγριο άκαρπο δέντρο.
Ήταν ο πιο πιεστικός καημός μου.

>>>

Ήταν και εκείνη η ευγενική προτροπή του Δημήτρη, παραμονές Χριστουγέννων, όταν έφευγε ύστερα από σύντομη διαμονή στο σπίτι, «την επόμενη φορά που θα έρθω, θα μας παίξεις κάτι στην κιθάρα». «Θα γίνει και αυτό».
Ήταν η πιο πρόσφατη -τότε- κούφια υπόσχεσή μου.

* Το σκίτσο το βρήκα εδώ.



Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

μοίρα

"Τα χρόνια περνούν και οι παλιές υποσχέσεις ξασπρίζουν σαν τα καραβόξυλα στον ήλιο. Όλα είναι μια ιδέα, οι άνθρωποι συνηθίζουν να ζουν αδιαμαρτύρητα κάτω από το στέγαστρο της αναγκαιότητας. Άλλες φορές αυτός ο σκιερός τους χώρος είναι ελάχιστος, ώστε ούτε τον παρατηρούν, ή άλλοτε κάνουν πως δεν έχουν καταλάβει, για να νιώθουν τάχα ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Υπάρχει μια σκιά που μόνο όσοι έχουν χάρισμα και περίσκεψη μπορούν να τη διακρίνουν την άνοιξη στα λιβάδια, είναι η σκιά κάποιας πεταλούδας κάτω στο χόρτο, τόσο μικρή που θυμίζει τελεία σε σελίδα τετραδίου. Όσοι προσπάθησαν να την εξευμενίσουν δίπλωσαν στα δύο, αυτοί που της αντιτάχθηκαν διαμελίστηκαν."
 * Από το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού, Στη σκιά της πεταλούδας.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

σαν βέλος

«Πριν φύγω από το Παρίσι, πήγα ένα δειλινό ν' αποχαιρετήσω τη Notre-Dame. Θα την ευγνωμονώ πάντα για τη συγκίνηση που μου 'δωκε σαν την πρωτόδα· ο θόλος στις δικές μας εκκλησιές είναι θαρρείς μια χαριτωμένη συμφιλίωση του περιορισμένου με το απεριόριστο, του ανθρώπου με το Θεό· τινάζεται προς τ' απάνω ο ναός, θαρρείς και φιλοδοξεί να φτάσει στον ουρανό, και ξαφνικά, με θεοφοβούμενη εγκαρτέρηση, υποτάζει την ορμή του στο άγιο μέτρο, υποκλίνεται και καμπυλώνεται μπροστά στην άφταστη απεραντοσύνη, γίνεται θόλος και κατεβάζει στην κορφή του τον Παντοκράτορα.»
«Ολότελα πιο περήφανη μου φαίνουνταν η παράτολμη φιλοδοξία της γοτθικής μητρόπολης· τινάζεται από το χώμα, επιστρατεύοντας, θαρρείς, όλες τις πέτρες της γης, για να τις πειθαρχήσει να καταλήξουν σε βέλος, που χιμάει στον ουρανό, μυτερό, τολμηρό, σαν αλεξικέραυνο. Όλα στην άγια ετούτη αρχιτεκτονική αποκορυφώνουνται και γίνουνται βέλος· όχι πια η ισιόγραμμη, τετράγωνη λογική του ελληνικού ρυθμού, που βάζει ανθρώπινη τάξη στο χάος, τέλεια ισορροπώντας την ομορφιά με την ανάγκη κι εγκαινιάζοντας λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό· μα κάτι παράφορο, παράλογο, μια ένθεη αλλοφροσύνη, που συνεπαίρνει ξάφνου τους ανθρώπους και τους σπρώχνει να επιχειρήσουν έφοδο στην επικίντυνη γαλάζια ερημία, για να κατεβάσουν το μέγα Κεραυνό, το Θεό.»
«Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να 'ναι κι η προσευκή· τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας...»
* Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
Καλή Σαρακοστή. 

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ωδή στην αποκριά

Σε οκτώ βδομάδες πάλι
Μ' αναστενάζουσα καρδιά κι ένα βαρύ στομάχι
έριξα στάχτη και νερό στα λιπαρά 'ποφάγια.
Μπούχτισα μέχρι το λαιμό, αντικριστά και σφάγια
κι επήρα την απόφαση σε οκτώ βδομάδες πάλι.
***
Ξεκίνησα με λάχταρο και ελαφρύ κεφάλι
ξαπόσταινα πιπιλίζοντας στα δάχτυλα τη λίπα·
μα ούτε στιγμή δεν στάθηκα, δε ρώτησα, δεν είπα
- καλά, πότε ξανάρχεται; - σε οκτώ βδομάδες πάλι!
Μάσησα, καταπόντισα, σωστό 'να καρναβάλι
που όμοιο ποτέ δεν έγινε σε γειτονιά, σε σπίτι.
Μα όταν εξεχείλισε, ξεπόρτισε απ' τη μύτη
ο κόψιδος βασίλεψε, σε οκτώ βδομάδες πάλι.
***
Τότες μόνο-μετάνιωσα που ζήτηξα τρία κιλά να βάλει
απ' το καλό το σύγκλινο και το 'κλεκτό απάκι·
που όλα μαζί τα σιάξαμε προχθές στου φίλου μου του Άκη
αναφωνώντας λέφτεροι σε οκτώ βδομάδες πάλι!



Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Η μικρή μπουμπού

Έχοντας για λίγα μόλις λεπτά χάσει το προηγούμενο δρομολόγιο, μ' έπιασε γρήγορα το μεσημέρι στο δρόμο για το χωριό της, μια γλυκιά μέρα στην καρδιά του φθινοπώρου.

Να, ήδη διασχίζω γοργά το οδόστρωμα της εθνικής και κατεβαίνω τον κόμβο της γέφυρας, που οδηγεί στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κοιτώ αυθόρμητα δεξιά κι αριστερά καθώς πατώ στις ράγες της παλιάς γραμμής του τραίνου, που ποιος θυμάται πότε έπαψε να λειτουργεί και ανηφορίζω στον δεξιό παράδρομο που οδηγεί στο σπίτι της. Η φύση στέκει ακόμη περήφανη στις αρχές του Οκτώβρη, οι μουριές σκιάζουν το στρατί σ' όλο του το μήκος. Από τα διπλανά σπίτια ακούγονται πιρούνια να κροτούν αποφασιστικά στη λευκή πορσελάνη, ποτήρια να γεμίζουν πιοτό. Γνέφω χαμογελαστά σε μια γειτόνισσα, αφήνοντάς την στην απορία ποιος να 'μαι. Κοντεύω το βήμα, ανασηκώνω το μικρό μου σακίδιο, ισιώνω τη ζακέτα που κρέμεται στο λουρί του· η κουκούλα της σχεδόν γλύφει το τσιμεντόστρωτο δρομάκι.

Στα τελευταία μέτρα σταματώ. Την έχω ήδη δει από μακριά, μα πλησίασα κοντά αθόρυβα. Καθισμένη ανάποδα στην πλαστική καρέκλα, κάνει τα συνηθισμένα καλοκαιρινά ανέμελα νάζια της κάθε φορά που το υπομονετικό κουταλάκι με το κριθαράκι πλησιάζει το στόμα της. Θέ μου πώς μεγάλωσε! Μάκρυναν τα μαλλάκια της, ψήλωσαν τα ποδαράκια της, μόρφυνε το πρόσωπό της. Στέκουμαι και χαμηλώνω φέρνοντας τις παλάμες στα γόνατά μου· και την κοιτώ χαμογελαστός. Θα με θυμηθεί; Εκεί που χαζεύει στριφογυρνώντας το κεφαλάκι της, η έκτακτη παρουσία μου τραβά το βλέμμα της· τα μάτια της ανοίγουν μεγάλα καστανά, τα χαμόγελα περιορίζονται, τα χείλη της ανοίγουν ελαφρά. Θα με θυμηθεί; Τα δευτερόλεπτα περνούν αργά. Στο επόμενο φέρνει το δαχτυλάκι της στο κάτω χείλος, ποιος ξέρει σε τι στροφές θα λειτουργούν τώρα οι μηχανισμοί της μνήμης της. Θα με θυμηθεί;

(Αυτό ήταν πάντα το όνειρό μου. Κυριολεκτικό όνειρο, ύπνου όνειρο. Ότι την επισκέπτομαι στο σπίτι στο χωριό, κι όσο ακόμα βαδίζω στο δρομάκι που οδηγεί στην αυλή του σπιτιού, εκείνη με βλέπει από μακριά και τρέχει να κρυφτεί στην αγκαλιά μου.)

Και την επόμενη στιγμή μου χαρίζει το ομορφότερο χαμόγελό της. Και το δαχτυλάκι που σκάλιζε το χείλος της τώρα με δείχνει, ακροδείχτης στο τεντωμένο χεράκι της. Και μετά οι δικοί μου μηχανισμοί μνήμης χάνονται στις παιδικές φωνούλες της, στις αγκαλίτσες της, στα νάζια της. Στον παιδικό της λαιμό που δεν χορταίνω να φιλώ.

Το κριθαράκι έμεινε μισό.

* Για τη μικρή μπουμπού μου, που σήμερα κλείνει τα δυο της χρόνια.