Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

η άνοδος


* του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν,
απόσπασμα από το βιβλίο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ 1918-1956, μέρος IV 'Η ψυχή και το συρματόπλεγμα', κεφ. 1 'Η άνοδος'.
εκδ. Πάπυρος 2013, μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης



Και τα χρόνια περνούν...

Δεν είναι λογοπαίγνιο, όπως αστειεύονται στο στρατόπεδο -«χειμώνας-καλοκαίρι, χειμώνας-καλοκαίρι»- αλλά το μακρόσυρτο φθινόπωρο, ο ατελείωτος χειμώνα, η ανόρεχτη άνοιξη, και μόνο το καλοκαίρι είναι σύντομο.

Ακόμη και ένας μόνο χρόνος είναι, ωωω, πολύ μακρύς! Ακόμη και μέσα σε έναν μόνο χρόνο, σου απομένει τόσος πολύς χρόνος για να σκέφτεσαι... Τριακόσιες τριάντα φορές, ήδη, σ' έχουν σύρει στην αναφορά και κάτω από το βρομερό ψιλόβροχο, και μέσα στην ανεμοθύελλα, και μέσα στο κρύο που δαγκώνει, σταθερά κάτω από το μηδέν. Τριακόσιες τριάντα μέρες ήδη, γυροφέρνεις τη μισητή ξένη δουλειά με το μυαλό σου να είναι αλλού. Και τριακόσια τριάντα βράδια ήδη στριμώχνεσαι μουσκεμένος, μετά τη λήξη της εργάσιμης ημέρας, περιμένοντας να έρθουν οι φρουροί από τους απομακρυσμένους πυργίσκους. Και η πορεία εδώ. Και η πορεία πίσω. Και σκυμμένος πάνω από επτακόσιες τριάντα καραβάνες λαχανόσουπας, πάνω από επτακόσιες τριάντα μερίδες πλιγούρι. Ναι, στο βαγονέτο σου, πότε ξυπνάς και πότε αποκοιμιέσαι. Ούτε το ράδιο ούτε τα βιβλία μπορούν να σε αποσπάσουν από όλα αυτά, αφού δεν υπάρχουν. Δόξα τω Θεώ.

Και αυτά είναι μόνο ένας χρόνος. Μα τα χρόνια είναι δέκα. Είναι είκοσι πέντε.

[...]

Ανάμεσα σε όλες τις άλλες σκέψεις, μας αρέσει να θυμόμαστε το παρελθόν μας: Τι καλά που ζούσαμε! (ακόμη κι αν ζούσαμε άσχημα). Τόσες ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες! Πόσα λουλούδια που δεν πρόλαβαν να ανθίσουν! Πώς θα τα ξανακερδίσω όλα αυτά! Αν επιβιώσω, ω, όλα θα τα κάνω από την αρχή, έξυπνα θα ζω! Η ημέρα της αποφυλάκισης; Θα λάμπει σαν ανατέλλων ήλιος! Και το συμπέρασμα: να ζήσουμε μέχρι τη μέρα αυτή! Να ζήσουμε! Με οποιοδήποτε κόστος!

Είναι απλά μια έκφραση, μια συνήθεια: «με οποιοδήποτε κόστος». Και οι λέξεις αποκτούν το δικό τους πλήρες νόημα, και παράξενος είναι, τελικά, ο όρκος: να επιβιώσω με οποιοδήποτε κόστος! Είναι το μεγάλο σταυροδρόμι της ζωής στο στρατόπεδο. Από το σημείο αυτό, ξεκινούν δρόμοι, προς τα αριστερά και προς τα δεξιά, ο ένας πηγαίνει προς τα πάνω και ο άλλος προς τα κάτω. Διαλέγεις να πας προς τ' αριστερά - θα χάσεις τη ζωή σου, διαλέγεις να πας προς τα δεξιά - θα χάσεις τη συνείδησή σου. [...] Και «το οποιοδήποτε κόστος» σημαίνει: σε βάρος του άλλου.

***

Κι αν έστω και μια φορά απαρνήθηκες αυτό τον στόχο, «να επιβιώσεις πάση θυσία», και πήγες εκεί όπου πηγαίνουν οι ήρεμοι και οι απλοί, είναι εκπληκτικό το πώς αρχίζει να μεταμορφώνει η αβουλία τον παλιό σου χαρακτήρα. Τον μεταμορφώνει προς μια κατεύθυνση εντελώς αναπάντεχη για σένα. Δεν το παρατηρείς καν πως, στην αδιόρατη ροή του χρόνου, άθελά σου μεγαλώνουν μέσα σου οι βλαστοί αντιτιθέμενων αισθημάτων.

Ήσουν βιαστικός και αψίκορος κάποτε, μονίμως βιαζόσουν, και μονίμως δεν σου έφτανε ο χρόνος. Τώρα πια σε έχει κυριεύσει η μνησικακία, για μήνες και για χρόνια, πίσω και μπρος, και ως ευεργετικό καθησυχαστικό υγρό κυλάει στις φλέβες σου - η υπομονή. Εξυψώνεσαι.

Παλιά δεν συγχωρούσες τίποτα και σε κανέναν, ασκούσες ανελέητη κριτική και το ίδιο ασυγκράτητα καταδίκαζες, τώρα η πραότητα που κατανοεί τα πάντα έγινε η βάση των μη κατηγορηματικών σου κρίσεων. Αντιλήφθηκες πόσο αδύναμος είσαι, μπορείς να κατανοήσεις την αδυναμία του άλλου. Και να εντυπωσιαστείς με τη δύναμη του άλλου. Και να θελήσεις να τον μιμηθείς. Οι πέτρες κυλούν κάτω από τα πόδια. Εξυψωνόμαστε.

Η θωρακισμένη αντοχή ελαφραίνει με τα χρόνια την καρδιά και το δέρμα σου. Δεν βιάζεσαι με τις ερωτήσεις, δεν βιάζεσαι με τις απαντήσεις, η γλώσσα σου έχασε την ευκολία των ανάλαφρων ταλαντώσεων. Τα μάτια σου δεν δείχνουν χαρά όταν ακούν τα καλά νέα, μα ούτε και σκοτεινιάζουν όταν ακούν για τα δεινά. Γιατί θα πρέπει ακόμη να ελέγξεις αν έτσι έχουν τα πράγματα. Και θα πρέπει να ξεδιαλύνεις τι είναι χαρά και τι λύπη. Ο κανόνας της ζωής είναι τώρα πια για σένα ο εξής: μη χαίρεσαι όταν βρίσκεις, μη λυπάσαι όταν χάνεις.

***

Η ψυχή σου, στεγνή παλιά, σταλάζει από τα βάσανα.

«Ξέρετε, πείστηκα ότι καμιά τιμωρία σε αυτή την επί γης ζωή δεν μας επιβάλλεται χωρίς να το αξίζουμε. Φαινομενικά, μπορεί να μην έρθει για κάτι το οποίο όντως είμαστε ένοχοι. Αλλά αν επανεξετάσεις τη ζωή και στοχαστείς βαθιά, σίγουρα θα ανακαλύψεις το έγκλημα για το οποίο σε βρήκε αυτό το χτύπημα».

Έτεινα να αποδεχτώ στα λόγια αυτά τη σημασία ενός γενικού κανόνα της ζωής. [...] Τον έβδομο χρόνο του εγκλεισμού μου κατάφερα να αναλογιστώ τη ζωή μου και κατάλαβα γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά. [...] Κοιτώντας γύρω μου, είδα πως σε όλη τη συνειδητή μου ζωή δεν κατανοούσα ούτε τον εαυτό μου ούτε τις επιδιώξεις μου. Για πολλά χρόνια θεωρούσα αγαθό εκείνο που ήταν καταστροφικό για μένα, και πήγαινα πάντα προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που όντως ήταν χρήσιμη για μένα. Αλλά όπως η θάλασσα ρίχνει κάτω τον άπειρο κολυμβητή και τον ξεβράζει στην ακτή, έτσι κι εμένα με τα χτυπήματα της δυστυχίας οδυνηρά με έριχνε στη στεριά. Και μόνο έτσι μπόρεσα να διασχίσω εκείνο το δρόμο, τον οποίο ήθελα από πάντα.

Μου δόθηκε να κουβαλάω από τα χρόνια της φυλακής στη λυγισμένη, σχεδόν τσακισμένη από το βάρος της, πλάτη μου τούτη τη θεμελιώδη εμπειρία: πώς ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κακός και πώς μπορεί να γίνει καλός. Στη μέθη των επιτυχιών της νιότης ένιωσα ότι ήμουν αναμάρτητος και ως εκ τούτου ήμουν σκληρός. Κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας, ήμουν φονιάς και βιαστής. στις χειρότερες στιγμές μου πίστευα πως καλώς κάνω ό,τι κάνω, αρματωμένος με αυστηρά συμπεράσματα. Στο σάπιο αχυρένιο στρώμα του στρατοπέδου ένιωσα το πρώτο αργό σάλεμα του καλού. Σταδιακά μου αποκαλύφθηκε πως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλό και το κακό περνάει όχι μέσα από τα κράτη, ούτε ανάμεσα στις τάξεις, ούτε καν ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, αλλά περνάει από κάθε ανθρώπινη καρδιά - και μέσα από όλες τις ανθρώπινες καρδιές. Η γραμμή αυτή είναι κινητή, ταλαντεύεται μέσα μας για πολλά χρόνια. Ακόμη και στην καρδιά όπου το κακό ξεχειλίζει, υπάρχει ένα μικρό προγεφύρωμα του καλού. Ακόμη, όμως, και στην πιο αγαθή καρδιά υπάρχει μια γωνίτσα του κακού.

Μέχρι τώρα κατανόησα την αλήθεια όλων των θρησκειών του κόσμου: παλεύουν με το κακό μέσα στον άνθρωπο (σε κάθε άνθρωπο). Είναι αδύνατο να διώξεις το κακό για πάντα από τον κόσμο, μπορείς όμως να το στριμώξεις μέσα σε κάθε άνθρωπο.
Μέχρι τώρα κατανόησα το ψεύδος όλων των επαναστάσεων στην ιστορία: εξοντώνουν όχι μόνο τους συγκαιρινούς τους φορείς του κακού (κι επειδή βιάζονται, χωρίς να τους ξεχωρίζουν, και τους φορείς του καλού), το ίδιο δε το κακό, ακόμη πιο μεγάλο, το κληρονομούν.

***

Να γιατί επιστρέφω στα χρόνια του εγκλεισμού μου και λέω, αμέσως, προκαλώντας έκπληξη στο περιβάλλον μου: «Ευλογημένη να είσαι, φυλακή!»

Όλοι οι συγγραφείς που έγραψαν για τη φυλακή, αλλά οι ίδιοι δεν φυλακίστηκαν, θεωρούσαν χρέος τους να εκφράζουν τη συμπόνια τους στους κατάδικους, και να καταραστούν τη φυλακή. Εγώ, έκατσα αρκετά μέσα στη φυλακή, εκεί είδα την ψυχή μου να εξελίσσεται και λέω άτεγκτα:
«Ευλογημένη να είσαι, φυλακή, που βρέθηκες στη ζωή μου!»

(Και από τους τάφους μου απαντούν: Τι καλά που τα λες, αφού έμεινες ζωντανός!)



Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

sweet Sixteen

«Θα σου χτυπήσω αργότερα να σου δώσω λίγο φαγητό..»

Ωχ, όχι άλλο φαγητό, μπούχτισα πια! Ήρθε αυτόματη και αντανακλαστική η σκέψη. Μόλις είχα επιστρέψει από τα Τρίκαλα και την χριστουγεννιάτικη άδεια, έχοντας προλάβει να καταναλώσω ποσότητες γλυκών και φαγητών. Ονειρευόμουν για τις επόμενες ημέρες δροσερές σαλάτες και φρούτα της κρητικής γης. Όχι πάλι φαγητό Θεέ μου!

«..για τον γάτο. Θα λείψουμε λίγες μέρες. Μπορείς να τον αναλάβεις;»

Αποκλείεται! σκέφτηκα. Δεν μπορεί, κάποιος μου έκανε παιχνίδι παράξενο. Ζούσα στο βιβλίο ή ζούσα το βιβλίο; Στο ταξίδι της επιστροφής είχα αρχίσει το τελευταίο μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, του οποίου η ιστορία ξεκινά με τον γάτο μιας φίλης του πρωταγωνιστή που χάνεται ένα καλό πρωί στα στενά των Εξαρχείων. Είχε "αναγκαστεί" ο δόλιος να αναλάβει την υποχρέωση της φύλαξης του γάτου, όσο η κρυφή αγαπημένη του θα πήγαινε διακοπές. Μα ο γάτος το 'σκασε από μια ανοιχτή πόρτα και εξαφανίστηκε! Και τώρα οι σπιτονυκοκυραίοι μου έφευγαν κι αυτοί σε ταξίδι και μου ζητούσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και στο μυαλό μου ξεφύλλισαν νοερά οι πρώτες σελίδες του βιβλίου με τις περιπέτειες του γάτου. Και είπα, φυσικά, ναι.

***

«Πρόσεξε μόνο να μην τον αφήνεις να πολυβγαίνει έξω τώρα που θα λείπουμε», ήταν το μήνυμα που μου άφησαν, μαζί με δυο κονσέρβες βοδινό για γάτες και τις οδηγίες ταΐσματος. Και «καλή χρονιά».

Από την πρώτη φορά που είχαμε συστηθεί με το γατί είχε προκύψει μέγα θέμα. Εγώ βιαζόμουν για τη δουλειά κι εκείνο το δύσμοιρο, λιλιπούτειο και φοβισμένο, είχε κρυφτεί πίσω από τη ρόδα του Ρενώ μου. Κι όταν πήγαμε να το μαζέψουμε για να μην το λιώσω στις μανούβρες εξόδου από το πάρκινγκ, εκείνο ανέβηκε στη ρόδα και φώλιασε μέσα στην ανάρτηση! Βρε ψιτ-ψιτ-ψιτ, βρε ψου-ψου-ψου, δεν έβγαινε με τίποτα. Και τα λεπτά κυλούσαν κρίσιμα και απειλητικά, όχι ότι δεν συμβαίνει να αργεί κάποιος στη δουλειά του (όχι εγώ!) Χώθηκε τότε από κάτω ο αφέντης του, σύρθηκε ως την πίσω ρόδα, το άρπαξε από το σβέρκο και το ανέβασε κατσιασμένο και σπαραξιάρικο στο σπίτι. Μια άλλη φορά που επέστρεφα από ξενύχτι, είχε βρει μακαρία νυχτερινή ανάπαυση στο χαλάκι της εισόδου. Νύχτα, σκοτάδι, στο τελευταίο μου βήμα πριν τη σκάλα βρέθηκα να πατώ στα μαλακά. Δεν θυμάμαι ποιανού τρομάρα ήταν μεγαλύτερη, εκείνου ή η δική μου. Η στριγγλιά σίγουρα εκείνου.

Τα άλλα θέματα με το γατί ήταν δύο και αλληλοσυνδεόμενα. Δεν ήξερα ούτε πώς το λένε, ούτε τι γένους είναι. Θα μου πείτε, το δεύτερο λύνεται εύκολα, μα το πρώτο; Και το τελευταίο που ήθελα, κυνηγώντας το στις χαμένες του διαδρομές, είναι να το φωνάζω κι εγώ ψιτ-ψιτ. Ούτε γάτος, ούτε γάτα, λοιπόν, σκέτο γατί. Το γατί. Δυο μέρες τα πήγαμε φίνα. Του έβαζα το φαγητό του, του άλλαζα το νερό του στο πλατύσκαλο της ταράτσας όπου είναι η φωλίτσα του και όλα όμορφα. Ενίοτε υπέκυπτα και στη χαδιάρικη διάθεσή του. Όταν το άκουγα να σκούζει, κατέβαινα και του άνοιγα να βγει στην αυλή· μετά από λίγη ώρα το μάζευα πίσω. Μια χαρά. Άρχισα να του μιλάω κιόλας..

Σήμερα με τρόμαξε όμως, χρονιάρα μέρα. Γυρνώντας απ' την εκκλησιά, τον βρήκα να παραμονεύει πίσω από την εξώπορτα. Έτσι όπως άνοιξα να μπω, πετάχτηκε προς τα έξω και χάθηκε προς την πίσω πόρτα της αυλής. Άσ' τονε να εκτονωθεί, σκέφτηκα, με σκοπό να επιστρέψω μετά από λίγο να τον γυρέψω. Και μια και δυο και τρεις κατέβηκα, πριν το μεσημέρι, μετά το μεσημέρι, νωρίς το απόγευμα, τίποτα! Πού είν' το γατί; Και ψιτ-ψιτ-ψιτ και ψου-ψου-ψου, πουθενά. Βγήκα τριγύρω από το οικόπεδο, βρήκα δυο τρεις ..φίλους του γάτους, μα δεν τον είχανε δει καθόλου σήμερα. Και θα 'ταν και πεινασμένο, γιατί από χθες είχε φάει όλη την ημερήσια μερίδα του. Φουρκισμένος από τη συμπεριφορά του, έκανα άλλη μια προσπάθεια και τον είδα στην πίσω γωνία του οικοπέδου να σκαλίζει ένα σωρό από φύλλα. Του χτύπησα παλαμάκια, όπως κάνουν στα μικρά παιδιά, και έτρεξε πάνω μου. Καλή χρονιά γατένιε μου! του φώναξα με συγκρατημένη τσατίλα και τον έσπρωξα στη φωλιά του. Όρμηξε στο φαγητό του κι εγώ στο ζεστό σπίτι μου. Δεν φορούσα μπουφάν.

***

Τελικά ζούσα το βιβλίο μου. Γιατί και ο λογοτεχνικός γάτος είχε βρεθεί χωρίς πολλές περιπέτειες. Κι αν όλα συμβαίνουν και για κάποιον άλλο λόγο, τριγυρνώντας στην αυλή βρήκα την εβδομαδιαία αλληλογραφία σε μια γωνιά του μαντρότοιχου, καταμουσκεμένη, παρασυρμένη από τον αέρα στα λασπόνερα. Μεταξύ των φακέλων από τράπεζες και λογαριασμούς, και μια κάρτα από τη Θεσσαλονίκη, με γνώριμη διεύθυνση και ονόματα. Με συγκίνησαν τα παλιόπαιδα, ο Γιώργης και η Δήμητρα, χαλάλι η λαχτάρα με το γατί. Με συγκίνησαν και ο Μέρκος με την Όλγα, συνταξιδιώτες στο Περού, που τηλεφώνησαν πριν από λίγα λεπτά για τις ευχές τους· από Θεσσαλονίκη κι αυτοί, όχι τυχαίο.

Τον ακούω τώρα να κλαψουρίζει. Θα θέλει πάλι να ξεμυτίσει στην αυλή. Κι αύριο μέρα είναι· και σίγουρα όχι πρωτοχρονιά.

***

Χαρούμενο '16. Sweet sixteen!

Την υγεία μας, τον νου μας, τις δυνάμεις μας, τη χαρά μας. Και για πότε θα 'ρθει άνοιξη και Μάης, καλοκαίρι και Σεπτέμβρης..

Σας φιλώ τον πρώτο του Χρόνου ασπασμό, παρέα με το πιο γλυκό (και πιο σύντομο) τραγούδι των Simon & Garfunkel.

[♪] May, she will stay, resting in my arms again [♪]