Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Η δική μου

* του Α. Τσέχωφ

Αυτή, όπως κατηγορηματικά διαβεβαιώνουν οι γονείς και οι προϊστάμενοί μου, γεννήθηκε πριν από μένα. Δεν ξέρω αν έχουν ή όχι δίκιο, εκείνο που γνωρίζω μόνο είναι ότι δε θυμάμαι ούτε μία ημέρα της ζωής μου που να μην της ανήκει και να μην ένιωθα την εξουσία της πάνω μου.

Δεν με εγκαταλείπει ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας ∙ δεν αναφέρω καν το πώς σέρνομαι για να ξεφύγω από αυτή -η σχέση μας πάει να πει είναι δυνατή, στερεή.

Μα, μη ζηλεύετε νεαρή αναγνώστρια!

Η συγκινητική αυτή σχέση δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από τη δυστυχία. Πρώτον, η δική «μου», χωρίς να με αφήνει μόνο μου ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, δεν με αφήνει να ασχοληθώ με το έργο μου. Με εμποδίζει να διαβάσω, να γράψω, να κάνω περιπάτους, να απολαύσω τη φύση. Γράφω τις γραμμές αυτές, ενώ εκείνη σπρώχνει διαρκώς τον αγκώνα μου, σαν την αρχαία Κλεοπάτρα τον όχι λιγότερο αρχαίο Αντώνιο, με τραβάει στο θεωρείο. Δεύτερον, με καταστρέφει σαν γαλλίδα κοκότα. Εξαιτίας της αφοσίωσής της έχω θυσιάσει τα πάντα: τη σταδιοδρομία, τη δόξα, την άνεση… Για χάρη της κυκλοφορώ γδυτός, ζω σε ένα φτηνό δωμάτιο, τρώω ανοησίες, γράφω με χαλασμένη μελάνη.

Όλα, όλα τα καταβροχθίζει, η αχόρταγη! Τη μισώ, την περιφρονώ!

Από καιρό έπρεπε να τη χωρίσω, μα δεν τη χώρισα μέχρι σήμερα γιατί οι μοσχοβίτες δικηγόροι ζητούν τέσσερις χιλιάδες ως αμοιβή για το διαζύγιο. Προς το παρόν δεν έχουμε παιδιά…


Θέλετε να μάθετε το όνομα της; Παρακαλώ. Είναι ποιητικό και θυμίζει τη Λίλη, τη Λέλα, τη Νέλη…

Την λένε Τεμπελιά.


* Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Το ισορροπούν φεγγάρι

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δυο ημερομηνίες δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Γενέθλια; Ποια γενέθλια..

Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρίτη χρονιά, σαν σήμερα και τότε, εγώ κοιμάμαι του καλού καιρού τον ύπνο της λησμονιάς. Έπρεπε να το είχα καταλάβει όταν έστρεψα προς στιγμήν το βλέμμα μου στη δύση, προχθές το βράδυ στη δουλειά. Το φεγγάρι στεκόταν ψιλοστρόγγυλο πάνω απ' τον Ψηλορείτη, με προειδοποιούσε. Αλλά και μέρες πριν, όταν γυρνούσαμε με το αυτοκίνητο στο σπίτι, με τη Φώτω και τον Γιάννη και τον Σπύρο, στρίψαμε στο στενό του σπιτιού μου και το αντικρίσαμε να ισορροπεί σαν μισό πεπόνι πάνω στην άσφαλτο, στο τέλος της ανηφόρας. Μα ποιον επισκέπτεται το φεγγάρι στο σπίτι του επιτέλους; Και, κυρίως, γιατί;

Ή μήπως δεν ήτανε για μένα, αποκλειστικά και μόνο, η αφιέρωση του Βασίλη (τι ποιος Βασίλης;) εκείνο το βράδυ στη συναυλία, που τραγούδησε πρώτη φορά στα χρονικά τη Φεγγαρένια μου; Να μην πω ότι για μένα έγραψε, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν, για τις συγκυρίες στου καιρού τις συγχορδίες, που ταιριάξαμε μαζί στης σελήνης τη γιορτή.




Πανσέληνος και τότε, σαν σήμερα ακριβώς και εξαιρετικώς. Μου έχει μείνει εκείνη η μακρινή θέα της θάλασσας, με τ' αργυρό φεγγάρι να εκρήγνυται μέσα της, από νωρίς το απόγευμα ως το ξημέρωμα, στην ατέλειωτη -εκείνο το βράδυ- ισόρροπη πορεία του προς τη δική του δύση. Μια πορεία που δεν τη νίκησε ο ήλιος. Εμάς μας νίκησε.

>>>

Θέλω κι εγώ να βγω στου μπαλκονιού μου τη σκηνή, να πιάσω την ξεχασμένη κιθάρα μου και να αφιερώσω το αγαπημένο ρεφρέν του Βασίλη, στη Φεγγαρένια εκείνη που ισορροπία τελικά να βρούμε δεν καταφέραμε. Και δεν έφταιγε γι' αυτό το φεγγάρι.


πάμε με Sol και μετά La minore:
[♪] Φεγγαρένια, Φεγγαρένια,
γύρνα πίσω κι ας φοβάμαι
πως μονάχος κι έτσι θα 'μαι [/♪]