Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Όταν δυο πόδια συνάντησαν την μη πληρότητα, μια μέρα στο τραίνο

Δυο πόδια.

Δυο όμορφα λευκά γυναικεία πόδια μπαινοβγαίνουν στο οπτικό μου πεδίο. Δεν είμαι σε θέση να διακρίνω σε ποιαν ανήκουν, εκτός κι αν αλλάξω θέση. Και αυτό δεν το θέλω. Ξαφνικά το μεσημεριανό ταξίδι με το τραίνο αποκτά ενδιαφέρον.

>>>

Μελετώ τις τελευταίες σελίδες του καλύτερου βιβλίου του Δοξιάδη, δώρο της Φωτεινής, και δε θέλω να τελειώσει. Προσπαθώ να μην τελειώσει. Κάθε παράγραφος και μια καινούρια ιστορία, κάθε πρόταση και δεύτερη ανάγνωση. Απομακρύνω το βλέμμα μου στην εξοχή που παρελαύνει έξω από το παράθυρό μου, μα η άκρη του αριστερού ματιού μου φυλακίζεται στα δύο πόδια που διακρίνω μέσα από τη φαρδιά χαραμάδα που αφήνουν τα δύο μπροστινά καθίσματα. Εκείνη κάθεται στην απέναντι μεριά, στη μέση του βαγονιού, με το κάθισμα γυρισμένο ανάποδα στη φορά του τραίνου. Κι εγώ δε διακρίνω ούτε πρόσωπο, ούτε σώμα. Δυο πόδια μονάχα.


[♪] στο background τώρα παίζει, Το σαράκι του Ρεμπώ,
μα τι λέω, στη μισή ζωή μου το τραγούδι αυτό παίζει, ψέμματα; [/♪]

Κι όμως κινούνται. Κάποιες στιγμές τεντώνουν τα δάχτυλα πάνω-κάτω σαν να θέλουν να ξεπιαστούν. Άλλες φορές γλιστρά η μια πατούσα πάνω στα ακροδάχτυλα της άλλης, αργά, νωχελικά, σχεδόν ερωτικά. Ξέχασα να πω ότι είναι (ξ)απλωμένα πάνω στο κάθισμα που έχει καταλάβει διπλό, άλλος δεν κάθεται δίπλα τους. Ούτε δίπλα μου. Υπολόγισα καλά -σχεδόν μαθηματικά, με γωνίες και μοίρες, επηρεασμένος από το περιεχόμενο του βιβλίου μου- ότι αν μετακινηθώ στο διπλανό μου κάθισμα, το αριστερό κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας, θα μπορώ να διακρίνω ανεμπόδιστα τις κινήσεις των δύο πατουσών χάνοντας όμως πίσω από το μπροστινό της κάθισμα όλο το υπόλοιπο των ποδιών. Έτσι μένω στη θέση μου προτιμώντας τη -διακοπτώμενη έστω- θέα όλου του μήκους των ποδιών μέσα από τη χαραμάδα, την οποία επιτυγχάνω με ένα ανεπαίσθητο σχεδόν στρίψιμο του κεφαλιού μου.


[♪] Γυρεύω μάταια την κρυμμένη σου εικόνα,
σε ποιο καινούργιο παραμύθι να δοθώ [/♪]

Ξέχασα επίσης να πω ότι τα δυο πόδια είναι γυμνά. Και λεία -πώς να το πω σε απλά ..μηχανικά- στιλπνά και στιλβωμένα. Πόδια ψηλής νεαρής κοπέλας. Εντελώς γυμνά. Χωρίς οτιδήποτε να τα καλύπτει, σκέτο λαχταριστό νεανικό δέρμα. Χωρίς παπούτσια, πάνω στο κάθισμα είπαμε, με νύχια βαμμένα κοραλί ή καρπουζί, δεν ξέρω τη διαφορά των δύο, συμπαθάτε με. Και τώρα ανασηκώνονται, το ένα τεντώνεται και τ' άλλο μαζεύει και ξανασμίγουν πάλι τα γόνατα σε μια στάση ανέμελη, ανεπιτήδευτη και τόσο μα τόσο αθώα προκλητική.

>>>

Ξαναγυρνώ στην ασφάλεια των σελίδων του βιβλίου του Δοξιάδη, που ασχολείται με τη ιστορία της αναζήτησης των θεμελίων των μαθηματικών και τη βόμβα που έριξε σε αυτά το Θεώρημα της Μη Πληρότητας του Κουρτ Γκέντελ.
Η αλήθεια, στο σύνολό της, ξεπερνά τη λογική. Ακόμη και στην πιο λογική θεωρία θα υπάρχει πάντα κάτι που δεν αποδεικνύεται λογικά.
Για να δείξω ότι η λογική δεν είναι πλήρης αυτό που έκανα ήταν να βρω μια πρόταση που να μην είναι αποδείξιμη... Και τη βρήκα. Για την ακρίβεια, απέδειξα ότι η συγκεκριμένη πρόταση είναι μη αποδείξιμη. Και εφόσον έχει δειχθεί ότι έστω και μία πρόταση είναι μη αποδείξιμη, τότε έχει αποδειχτεί: Η λογική είναι μη πλήρης.
Δηλαδή, σε κάθε κόσμο που λειτουργεί με ορισμούς και με κανόνες, αν θέλει κανείς να προχωρήσει μόνο με αυτούς, πάντα κάποιος προορισμός θα μένει απροσπέλαστος. Η αλήθεια θα μένει πάντα λειψή...

Η αλήθεια θα μένει πάντα λειψή, όπως αυτό που πάντα μοιάζει να λείπει από την αλήθεια της ζωής μας. Αυτό που πάντα λείπει από την καρδιά μας, από τη σκέψη μας. Το σαράκι του Ρεμπώ γίνεται ένα με τη μη πληρότητα του Γκέντελ και δυο πόδια στο βαγόνι ενός τραίνου συσπώνται όλο και πιο συχνά.

[♪] Δρόμοι και σπίτια και μορφές μιας άλλης μέρας,
χρώματα, αρώματα, φωνές και μουσικές,
ξυπνούν ξανά της νοσταλγίας μου το τέρας [/♪]

>>>

«Επόμενος σταθμός Παλαιοφάρσαλος. Έξοδος από τις αριστερές πόρτες κατά τη φορά της αμαξοστοιχίας». Η δυνατή φωνή με έβγαλε από τη ζάλη των σκέψεων. Η επικείμενη αποβίβασή μου θα με έβγαζε απότομα και από την απορία σε ποιον ανήκουν τα δυο πόδια που στοίχειωσαν το ταξίδι μου. Σηκώνομαι αποφεύγοντας να κοιτάξω προς τα εκεί. Κατεβάζω το σακίδιό μου και το φορώ με μιας στη πλάτη. Σκύβω, μαζεύω το βιβλίο, το τσαντάκι και τη φωτογραφική μηχανή που πήρα μαζί μου με την ελπίδα ότι την επομένη θα βγάλω μερικές φωτογραφίες στο χωριό και στο γάμο του Βίκτωρα. 

Προχωρώ στο διάδρομο ρίχνοντας τυπικά ισόποσα αδιάφορα βλέμματα δεξιά κι αριστερά. Ένα ακόμα δεξιά και τώρα το κρίσιμο αριστερά. Βλέπω. Δυο πόδια, ένα κοντό γαλάζιο σορτσάκι, ανάλαφρο φαρδύ τοπ (κόκκινο;), μακριά μαλλιά καστανά, γυμνός μακρύς λαιμός, μεγάλα μάτια, πρόσωπο (όμορφο;). Και δυο χέρια, μακριά σαν τα πόδια. Στις άκρες τους κρατούν ένα βιβλίο του οποίου η ράχη αναπαύεται ανάμεσα στους μηρούς. Τους οποίους μηρούς πρώτη φορά διακρίνω στην ολότητά τους, αλλά είναι φύσει αδύνατο να καταγράψω λεπτομέρειές τους μέσα σε μια στιγμή. Δυο χέρια, λοιπόν, που διαβάζουν ένα βιβλίο. Δυο πόδια και δυο χέρια που διαβάζουν. Διαβάζω, οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι.

(...ισόποσα αδιάφορα βλέμματα δεξιά κι αριστερά είπαμε και το εφαρμόζω μην καρφωθώ)
Έστρεψα δεξιά -ήταν η στιγμή του. Και μετά κοίταξα ίσα μπρος και κατέβηκα απ' το τραίνο.


[♪] Μας κλέψαν' τ' αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα
κι εσύ φρικάρεις που σου λέω σ' αγαπώ,
πες το ανόρεχτα το ναι κι ας είναι ψέμα,
ό,τι μας έδεσε για πάντα είναι εδώ [/♪]


* Σου διάβασα από το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη, Από την παράνοια στους αλγόριθμους, εκδ. Ίκαρος και σου τραγούδησα από Το σαράκι του Ρεμπώ, σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσικής Μίλτου Πασχαλίδη, από τον δίσκο του τελευταίου Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος (2003).

** Ανάρτηση αφιερωμένη στον Βίκτωρα και τη Σοφία που ένωσαν τις ζωές τους πριν από μερικές ημέρες. Τους εύχομαι στο εξής η δική τους κοινή αλήθεια να μη λειτουργεί με περιορισμούς και κανόνες τούτης της ζωής, να μη βρει πάνω τους εφαρμογή η μη πληρότητα. Αλλά αενάως να πορεύονται μαζί προς τους απροσπέλαστους προορισμούς της άλλης Αλήθειας. Γένοιτο.


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

βραδΥτητα


«Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.» 

«Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;»

«Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό.»

Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε.

«Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ’ το βάρος.»

«Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;» ψιθύρισε το σαλιγκάρι.

«Α, σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου» είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις.

* Σου διάβασα το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας», του Λουίς Σεπούλβεδα (εκδ. Opera).