Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

χρονιάρες μέρες

​Ήταν η χρονιά του Σκύλου, που σαν τον σκύλο περιπολούσα στα παγωμένα σύνορα ξέφραγου στρατοπέδου. Υπηρετούσα στην ελίτ της Εβρολίγκας, μ' ένα επαναληπτικό μονόκανο, μια ξιφολόγχη και τρεις ραμμένους τελαμώνες φυσιγγίων, τους οποίους ένας Θεός ξέρει αν θα μπορούσα να ξεσκίσω στην περίπτωση που η ζωή μου κρεμόταν μοναχά απ' αυτούς. Περίπολα, παγωνιά και εμπλοκή, το μόνιμο θέμα.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων όταν βγήκα στην αναφορά να ζητήσω από τον τότε υποδιοικητή άδεια χριστουγεννιάτικου εκκλησιασμού. Εκείνος, βλοσυρός, γεροδεμένος, με επώνυμο βαρύ σαν ιστορία και την πουλάδα των αλεξιπτωτιστών στο στήθος, ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η ακριτική μονάδα μας. Θεσσαλονικιός. Με είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Την επόμενη μέρα έπρεπε να ήμουν στις πέντε τ' αξημέρωτο στο γραφείο του, μου πρόσταξε, να μου δώσει το πασσαπόρτι. Δεν ήταν και το πιο απλό πράγμα αυτό που μου επέτρεπε να κάνω.. Πυκνή σκοτεινιά κι ο ήλιος μακριά ακόμα να φανεί, θερμόμετρο στα πλην πολλά, τρία χιλιόμετρα περπάτημα περίπου στα τυφλά, με τα σκυλιά των αγρών ν' αλυχτάνε πεινασμένα στο διάβα μου. Άνοιξα την εκκλησία με τον παπά, ευτυχής που μου δινόταν η δυνατότητα. Την έκλεισα τρεις ώρες αργότερα, τρέχοντας για ακόμη μία ένοπλη υπηρεσιά. Ήταν Χριστούγεννα και ήμουν για πρώτη φορά μακριά απ' το σπίτι μου χρονιάρες μέρες. Ήταν επιλογή μου.

Ήθελα να πω ότι φέτος, που ποιανού ζώου τη χρονιά τελειώνουμε στο κινέζικο ημερολόγιο δεν ξέρω, φέτος λοιπόν ήταν μόλις η δεύτερη φορά στη ζωή μου που πέρασα Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι μου. Πολύ μακριά και μάλιστα αντιδιαμετρικά μακριά απ' τον τόπο της πρώτης φοράς, αν υποθέσει κανείς ότι το σπίτι μου είναι το κέντρο του κόσμου (μου). Ήταν και πάλι επιλογή μου.

Μας μάζεψε η Ζωή την παραμονή, εμάς τα ορφανά και μοναξιάρικα αυτής της πόλης, να γιορτάσουμε και να παίξουμε με τα τρίσχαρα γλυκύτατα παιδάκια της, κόντρα στις αποφάσεις και τις ριπές του καιρού που έπαιζε παγωμένα ριφ στη μελαγχολική κιθάρα του. Να 'ναι καλά όλοι τους. Κι από κει στ' απάνεμο μετοχάκι τ' Αγιοματθαίου που θα φιλοξενούσε τους στεναγμούς και τις ελπίδες μου στην πιο διάσημη αγρυπνία του Χρόνου. Κι ανήμερα της βασίλισσας των εορτών, απλά και ζεστά στου Νικολή, για το νιώσιμο της κοινής γιορτινής τράπεζας.

​​​Σου γράφω τώρα μέσα απ' το λεωφορείο, που με φέρνει από την πρωτεύουσα στο σπίτι. Κόντυνε η διαδρομή, λένε, πλησίασε η επαρχία στο μεγάλο αστικό κέντρο, θα γίνει έτσι και η προσμονή μικρότερη. Αν ήμουν ο Μίλτος θα σκάρωνα στη λευκή οθόνη του κινητού ένα ακόμη στιχάκι, που θα γεννιόταν για να μπει κατευθείαν στον πάνθεον των τραγουδιών. Είμαι αυτός που είμαι, ο εαυτός μου, για σπάνια φορά εδώ και πολύ καιρό, και σου γράφω αυτό το χρονιάρικο ραβασάκι. Για να σου ξαναπώ ότι πουθενά σαν το σπίτι δεν έχει. Και παρότι για τις δυο δύσκολες επιλογές που σου περίγραψα δεν μετανιώνω, τρέμω στην ιδέα ότι θα ακολουθήσει κάποτε μια τρίτη (και φαρμακερή..). Τρέμω στην ιδέα, όχι ότι θα είμαι μακριά, ότι θα συνηθίσω να ε π ι λ έ γ ω να είμαι μακριά.

Καλή φώτιση.


Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

ένα-δύο, ένα-δύο

Το πρώην αυτοκίνητο ενός νυν φίλου είχε στην πινακίδα του τους αριθμούς 1212. Το φέρνει λοιπόν, κατακίτρινο όπως ήτανε, μια μέρα στο παντοπωλείο που ακόμα διατηρεί άλλος κοινός μας φίλος (όλοι τους νεανικοί μου αγαπημένοι, νυν και αεί) και μας το δείχνει. Μετά τις ευχές και τα πειράγματα, του κάνει μια στιγμή ο άλλος "ένα-δύο, ένα-δύο", με φωνή και στυλ σαν να κάνει δοκιμή ήχου σε μικροφωνική εγκατάσταση. Στην αρχή το προσπεράσαμε, σαν να μην ειπώθηκε κάτι, μια πλακίτσα της στιγμής όπως αμέτρητες άλλες στην κοινή μας καθημερινότητα. Μετά από λίγες κουβέντες, ξαναλέει πάλι εκείνος "ένα-δύο, ένα-δύο", οι δοκιμές φαίνεται συνεχίζονταν, να βγει ο ήχος τέλειος! Και ξανά, και ξανά.

"Τι ένα-δύο ρε μλκ.. λες και ξαναλές" του αποκρίνεται ο πρώτος, λες και όλα τα άλλα που λέγαμε ήταν της προκοπής και της σύνεσης λόγια. Τονε παίρνει τότε ο άλλος από το μπράτσο και τον βγάζει με το ζόρι έξω από το μαγαζί ως το απέναντι πεζοδρόμιο που είχε παρκάρει το γυαλιστερό κατακίτρινο κουπέ του. Και με το δάχτυλο τεντωμένο του δείχνει την πινακίδα του, 1212, ένα-δύο-ένα-δύο.

***

Είναι όμορφες στον νου μου αυτές οι ημερομηνίες, αυτοί οι αριθμοί. Δώδεκα δωδεκάτου, ένα τέλειο "ένα-δύο, ένα-δύο" δηλαδή, σχεδόν όσο και το έντεκα ενδεκάτου, για το οποίο όμως σου έγραψα μιαν άλλη φορά. Και είναι ακόμα πιο όμορφο που τέτοια μέρα, όπως και την άλλη, γιορτάζει αγαπημένος φίλος. Στις χαρές του, λοιπόν.

Και δεν μπορώ να μην αναφέρω και τη σημειολογία των αριθμών της ημέρας αυτής, ένα-δύο ένα-δύο, στην περίσταση του εορτάζοντα φίλου, ο οποίος τους τελευταίους μήνες από ένα αρχίζει να γίνεται δύο και σε λίγο καιρό συνυφασμένο θα έχουμε ελπίζω το ένα με το άλλο. Δηλαδή το ένα τείνει διαρκώς στο δύο, να το πω "μαθηματικά". Στο ευχόμαστε φίλε!

Για να μην σου πω και ότι αυτό το δύο στο οποίο τείνει το ένα, γιορτάζει στις πέντε πέμπτου! Τρέλα!



Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Πρόσεχε..

«Πρόσεχε σου λέω... Και κάτι άλλο: να θυμάσαι τους μενεξέδες που φυτέψαμε, δεν έχει πιο ταπεινό λουλούδι απ' αυτό. Έτσι να 'σαι στη ζωή σου· το κεφάλι μην το σηκώσεις πάνω από κει που βαστάει ο λαιμός σου.

«Κι αν ο λαιμός σου ψηλώνει γρήγορα σαν τ' αγριόχορτα ύστερ' από βροχή, πώς καταφέρνεις να κρυφτείς; Πώς μπορεί κανείς να να φυλαχτεί απ' τα όνειρά του; Δεν είναι κεραυνός να χώσεις το κεφάλι κάτω απ' τα κεραμίδια, δεν είναι κάψα του καλοκαιριού που δίνει σημάδι απ' το πρωί ώστε να βρέξεις ένα ψάθινο καπέλο και να το φοράς κάτω απ' το λιοπύρι. Τα όνειρα έρχονται νύχτα και σε πνίγουν με καπνό. Είσαι μια εργατική μέλισσα κι αυτά σε ναρκώνουν. Η ψυχή σου είναι το μέλι που σου το κλέβουν. Πίσω απ' τη μάσκα με το τούλι του μελισσοκόμου, τα όνειρα κρύβουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Μαθαίνεις την αλήθεια γι' αυτά όταν σε έχουν πια λεηλατήσει».

* Από το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού, "λίγες και μία νύχτες", εκδ. Μεταίχμιο.



Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Σόρυ που σας περνάμε!

Κοίτα να δεις, μου λέει, μη στενοχωριέσαι που μας περνάνε τώρα, στο τέλος θα δεις τι θα γίνει.

Είμαστε περίπου στο 10ο χιλιόμετρο, επί της Μαραθώνος, κι έχουμε αφήσει πίσω μας τον τύμβο της περίφημης μάχης. Είναι η φάση εκείνη που το σώμα έχει ήδη πιάσει τη σωστή θερμοκρασία, τα πόδια έχουν ήδη βρει τα σωστά τους πατήματα, ο νους έχει συντονιστεί στην αποστολή και δίνει τον ρυθμό. Όλα σε πλήρη αρμονία και συνεννόηση να μου λένε «τρέξε ρε!» κι εγώ να 'χω τη Φανή στο πλάι μου, αγκώνα με αγκώνα, να μου λέει κόψε, κράτα δυνάμεις, θα δούνε τι έχει να γίνει στο τέλος. Ο στρατηγός της αποστολής. Κι εγώ ένα φανταράκι που ακούει· ακούει και εκτελεί· και τρέχει.

 Μαραθώνιος, ο των Αθηνών, ο κλασσικός. Ο Αυθεντικός ντε.

>>

Ο Χαλ λέει, μου λέει και μου ξαναλέει και περνάει έτσι μια ώρα τρέχοντας στην παραλιακή της Θεσσαλονίκης, πριν κάμποσο καιρό, λέγοντάς μου αναλυτικά τι λέει ο Χαλ για κάθε πιθανή και απίθανη περίσταση.

Αλλά ένα-ένα, ποιος είναι ο Χαλ αναρωτιέσαι και δεν έχεις άδικο. Ο Χαλ είναι ο προπονητής μας, από τους πιο διάσημους στον κόσμο· και δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από εκείνη. Τον διάλεξε και μου τον ανακοίνωσε λίγες μέρες αφότου μας δήλωσε για τον μεγάλο αγώνα. Στο έχω ξαναπεί πώς έγινε, θα το θυμάσαι. Δηλαδή το πρόγραμμά του μου ανακοίνωσε μια καλή μέρα του Μάη, το οποίο θα έβαζε έκτοτε ταφόπλακα σε κάθε ποθούμενη καλοκαιρινή ξεκούραση. Αναλογίσου λίγο τη συνθήκη, προσπάθησε: καλοκαίρι, βιδωμένος στο νησί, συνεχόμενες βάρδιες μέρα-νύχτα, ατέλειωτος ήλιος και ακρογυαλιές, τουρίστες και τουρίστριες μιλιούνια, φαγητά-πανηγύρια-ρακές, και μια καλή Τρίτη 11 Ιουλίου (κι άγιος Παΐσιος που το ίδιο βράδυ γιορτάζει βοήθειά μας) να πρωτοσέρνω τα ποδάρια μου στο καυτό ταρτάν του σταδίου. Οι πρώτοι έντεκα γύροι, και την επομένη άλλοι δεκαενιά, μετά πάλι έντεκα και το Σαββάτο τριάντα.
Έσταξα ένα καλοκαίρι στην άσφαλτο και στο ταρτάν. Δεκαοκτώ βδομάδες αγκαλιά με τον Χαλ (καλή του ώρα), με ζέστη, με βροχή, ξημερώματα και βραδινά στο Ηράκλειο, με τον Χαλ στο Φραγκοκάστελλο, με τον Χαλ στα Τρίκαλα, με τον Χαλ απ' το χωριό στην Τύρνα και όπισθεν να μ' αλυχτάνε τα σκυλιά, με τον Χαλ στην Πάτρα.

Με τον Χαλ, φυσικά, στη Θεσσαλονίκη, στον μεγάλο ημιμαραθώνιο. Γιατί ο Χαλ λέει, μου λέει, και πέρασε άνετα ο μισός αγώνας. Στον άλλον μισό με αποδέσμευσε και έτρεξα για το ρεκόρ έχοντας στον νου μου την απορία, τώρα που έμεινα μόνος τι ακριβώς λέει ο Χαλ γι' αυτό;

>>

Θα δούνε τι έχει να γίνει στο τέλος. Μόνο που έχουμε μπροστά μας άλλα τριάντα δύο χιλιόμετρα και αυτό που έχει να γίνει στο τέλος είναι άγνωστο και σε μένα. Έχει περάσει από δέκα και μισή, είμαστε ξύπνιοι από τις πέντε τη νύχτα, και έχουμε ακόμα ποδαρόδρομο μέχρι τις δύο το μεσημέρι τουλάχιστον. Στους σταθμούς περπατάμε, πίνουμε το νερό μας, τρώμε τα τζελάκια μας, κάνουμε το πιπί μας· συνεχίζουμε την τρεχάλα πιο δυνατοί. Τι κι αν στο 14ο την άκουσαν τα γόνατά μου; Της το λέω, δεν λέει τίποτα. Μια ώρα μετά έχουν γιατρευτεί μόνα τους. Ή το πιο πιθανό είναι ότι άλλοι πόνοι αντικατέστησαν τους πρότερους, το μυαλό τους ξέχασε. Πρόσεχε το γόνατό σου, μου λέει, σε κάθε ανάποδη κλίση του δρόμου. Δεν της λέω τίποτα.

Στα μισά του αγώνα έχουμε βάλει καπέλο είκοσι λεπτά στον χρόνο μας. Ό,τι ακριβώς είχαμε υπολογίσει. Στρατηγός είπαμε, η τακτική θα έβγαινε έστω και ..επί τας. Περπάτημα στους σταθμούς, ενυδάτωση, χρόνος, πάμε πάλι, ξανά και ξανά και φτου κι απ' την αρχή. Έτσι περνάνε τα χιλιόμετρα και πού και πού, ο Χαλ λέει, να μην ξεχνιόμαστε· ή μάλλον ακριβώς για να ξεχνιόμαστε. Να ξεχνώ ότι τώρα τα πέλματα έχουν πάρει φωτιά και πονάει το παλιό τραύμα, να ξεχνά τους πόνους στην κοιλιά της που άρχισαν να τσιμπάνε.

Το 32ο είναι σημαδιακό χιλιόμετρο. Εκεί τελειώνουν τα ανηφορικά βάσανα του αγώνα, με την πιο απότομη ανηφόρα. Μετά καβάλα στον κατήφορο και ο τερματισμός πλησιάζει. Εκεί όμως τελειώνει και η γνώριμη από τις προπονήσεις απόσταση. Γιατί ο Χαλ λέει ότι προπόνηση θα κάνεις μέχρι τα τριάντα δύο. Μετά στοπ. Ο αγώνας θα σε σπρώξει άλλα δέκα να τερματίσεις καμαρωτός. Τι γίνεται μετά τα τριάντα δύο λοιπόν; Κανείς πρωτάρης δεν ξέρει. Το σώμα δεν ξέρει, τα πόδια δεν ξέρουν, το μυαλό μπερδεύεται δεν ξέρει. Ο Μαραθώνιος αρχίζει στα τριάντα δύο, λένε οι παλιοί. Κι ο κακός ο τοίχος εμφανίζεται στα τριάντα δύο, λένε οι παθόντες. Τα φτάνουμε, τα περνάμε, και συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ακόμα τις δυνάμεις ακμαίες. Ποιος τοίχος, ποιοι πόνοι, ποια κούραση. Συνεχίζουμε το ίδιο βιολί, στον κατήφορο όμως: περπάτημα στο σταθμό, νερό, τελευταίο τζελάκι. Ανοίγω το βήμα και φεύγω δέκα μέτρα μπροστά· τα μάτια μου έχουν βουρκώσει, αισθάνομαι πλέον τον τερματισμό και δεν βαστιέμαι· τα σφουγγίζω με την ανάστροφη της παλάμης να μη με δει. Μη βιάζεσαι, μου λέει· ο Χαλ λέει..

Έχουμε μπει για τα καλά στην καρδιά της Αθήνας, κόσμος πολύς χειροκροτά και εμψυχώνει. Στο ύψος της Μαβίλη ο φίλος μου ο Θανάσης πετάγεται από το πλήθος και ορμά πάνω μας. Τρέχει μερικά μέτρα μαζί μας, με το κινητό στο χέρι τραβάει βίντεο και μας δυναμώνει. Τον αγκαλιάζω τρέχοντας και συνεχίζουμε. Έχω πεθάνει, της λέω. Έχω πεθάνει βασικά από ανυπομονησία. Θέλω να αντικρίσω το στάδιο, να δω τον τερματισμό, δεν αντέχω άλλο στο περίμενε, περίμενε και τρέχα και λίγο ακόμα θα δεις. Τρέχουμε όμως, κι αυτό είναι θαύμα. Και προσπερνάμε σωρηδόν σαν κινητά εμπόδια αργότερους δρομείς. Στρίβουμε στην Ηρώδου Αττικού, τελευταία στροφή και τελευταία πεντακόσια μέτρα. Στο βάθος το στάδιο, η βουή του κόσμου. Ανατριχίλα.

>>

Χέσε το γόνατο!

Πάει ώρα που ο Χαλ δεν λέει· πάει ώρα που δεν έχω πει τίποτα για το πέλμα, τίποτα για το γόνατο. Τρέχουμε σαν τρελοί στο κατήφορο της Ηρώδου Αττικού και προσπαθούμε να μην τρακάρουμε με τα κινητά εμπόδια. Και μου λέει ξαφνικά, χέσε το γόνατο; Και φεύγει ακόμα πιο μπροστά. Κι εγώ που δεν νιώθω καν ότι έχω γόνατο ακολουθώ και προσπερνάω και της κάνω νόημα να πάει πιο γρήγορα ακόμα. Νιώθω σαν τον Μπολτ στην κούρσα-ρεκόρ των εκατό μέτρων. Αν και στην πραγματικότητα μοιάζω με ..χοχλιό που βγήκε βόλτα μετά τη βροχή. Το νιώθουμε, όμως, και η πραγματική πραγματικότητα είναι ότι πάμε πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους χοχλιούς που βγήκαν την ίδια μέρα για σουλάτσο.

Σόρυ! Σόρυ που σας περνάμεεεεε! Την ακούω έκπληκτος δίπλα μου να ξεφωνίζει. Σόρυ που σας περνάμε, γιούχου! Συγγνώμη! Συγγνώμη! Πάψε βρε, της λέω, και τρέχα, αλλά εκείνη έχει πάθει ντελίριο, είναι αλλού, ο στρατηγός τρελάθηκε που έχει βγει η τακτική κατά γράμμα και δεν κρατιέται να το διαλαλίσει στα σύμπαντα. Το πιο επικίνδυνο εκείνη την ώρα είναι να βρεθεί κάποιος στο διάβα μας. Έτσι πώς έχουν τσακίσει τα πόδια, στον παραμικρό ελιγμό θα σκορπίσουν στην άσφαλτο, και μετά ποιος μαραθώνιος και ποιος τερματισμός.

Στρίβουμε, μπαίνουμε στο στάδιο, πατάμε στο μαύρο ταρτάν για τα τελευταία εκατό μέτρα. Όλα πια είναι πίσω μας. Οι σταθμοί, τα νερά, τα τζελάκια, το κατούρημα, ο τύμβος, η εκκίνηση, οι διατάσεις στο γρασίδι, το νυχτερινό ξύπνημα, το ταξίδι στην Αθήνα, οι αγωνίες, η προετοιμασία στην κάψα ενός καλοκαιριού που έσταξε από πάνω μας με τον ιδρώτα, η τρέλα εκείνου του Μάη όταν δηλώσαμε συμμετοχή· και φυσικά ο Χαλ, που όλο λέει και λέει και λέει.

Όλα είναι πίσω μας· μπροστά μας μόνο ο τερματισμός και τον διαβαίνουμε χέρι-χέρι, όπως όλους αυτούς τους μήνες, που ενώσαμε Ηράκλειο με Κοζάνη και Τρίκαλα με Νικήτη. Και στο τέλος μια αγκαλιά που τα σβήνει όλα. Λίγα μέτρα πιο κάτω ο Κωστής με τον Άλεξ· άλλες αγκαλιές εκεί, φωτογραφίες, κλάματα ατελείωτα, και τω Θεώ δόξα.

>>

Τα στατιστικά έδειξαν ότι στα τελευταία πέντε χιλιόμετρα περάσαμε χίλιους τριακόσιους και πλέον δρομείς. Κι ότι το δεύτερο μισό ήταν πιο γρήγορο από το πρώτο. Ω της τακτικής το θαύμα. Ο Χαλ λέει, η Φανή λέει, τι να πω εγώ ο δόλιος. Υποκλίνομαι, κι ας μην έχω γόνατα ή πέλματα να περπατήσω. Την τελευταία φορά που θυμάμαι, απλά ..τα 'χεσα.

Σόρυ που σας περάσαμε, και συγγνώμη που όχι μόνο το κάναμε αλλά σας το φωνάζαμε κιόλας, αλήθεια τώρα. Μα δεν κρατιόμασταν, ήμασταν εκτός πραγματικού εαυτού μας. Και μένει ως τα τώρα, μια βδομάδα μετά που σου τα διηγούμαι, η απορία μέσα μου μεγάλη, αν κι αυτό πράγματι ο Χάλ το λέει..


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

η σταγόνα που συνειδητοποίησε το νόμο της βαρύτητας

Τις είδα παραταγμένες όμορφα σε ευθεία κάθετη γραμμή.
Πάνω πάνω η μεγάλη, η στρουμπουλή· εκμεταλλεύτηκε την μικρότερη κλίση και στάθηκε περήφανα γεμάτη στην γλιστερή παρειά.
Από κάτω της μια πιο συμμαζεμένη, κανονική, με τέλειο στρογγυλό περίγραμμα και διάφανη επιδερμίδα· έμοιαζε ακλόνητα αιωρούμενη στη μεγάλη γλίστρα.
Λίγο πιο κάτω η τρίτη της σειράς, πιο μικρούλα και σφικτή, με νεανικά σχεδόν χαρακτηριστικά, ισορροπούσε με μαεστρία στην πλαγιά που τώρα είχε πολύ απότομη κλίση.
Τέλος, στο άκρο της κάθετης παράταξης η πιο μικρή, η πιο δεμένη, η πιο αιχμηρή, στα όρια του υπερφυσικού να στέκει απόλυτα προσαρμοσμένη, συνυφασμένη με την σχεδόν κάθετη επιφάνεια.
Και οι τέσσερις εκεί, σταγόνες, στα μάτια μου μπροστά τολμηρές, σ' ένα που μόλις απομακρύνθηκε απ' τα χείλη μου ποτήρι, σκαρφαλωμένες στην κρύα γυάλινη εσωτερική παρειά του· να νικούν τους νόμους της βαρύτητας.
Ώσπου μια πεταλούδα ανοιγόκλεισε τα φτερά της στα βάθη της Ανατολής κι η βλεφαρίδα μου πετάρισε αντανακλαστικά τινάζοντας το αριστερό μου βλέφαρο· το βάρος του προκάλεσε μια ανεπαίσθητη ταλάντωση του κεφαλιού, μεταδόθηκε ταχύτατα στους αγκώνες που ακουμπούσαν νωχελικά στην επιφάνεια του γραφείου. Την ταλάντωση μετέφερε το στέρεο υλικό στη βάση του ποτηριού, που χόρεψε κι αυτό στους ρυθμούς της.

Και τότε την είδα· τη χοντρή. Να λικνίζει τους γοφούς της, να παραμορφώνει το σχήμα της, να τραμπαλίζεται επικίνδυνα γύρω από την εύθραυστη ισορροπία της. Και στο τέλος να καταρρέει πανηγυρικά προς το χάος. Στο διάβα της συνάντησε πρώτα την τέλεια στρογγυλή και διάφανη· αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, ενώθηκαν σχεδόν ερωτικά -ο χρόνος υποκλινόμενος θυσίασε για χάρη τους μιαν αιώνια θα λεγες στιγμή- και βούτηξαν μαζί σε αναπόφευκτη πτώση. Επόμενος σταθμός η σφριγηλή νεάνιδα, μόνο που εδώ δεν υπήρξε καν στάση ούτε χαμένη στιγμή. Η αχόρταγη συσσωματωμένη ορμή τους έπεσε στη νεαρά σταγόνα, ωσάν χιονοστιβάδα σε απότομη πλαγιά. Κι εκείνη καταβροχθίστηκε δίχως φιλί και χάθηκε στην καλπάζουσα μάζα τους. Έντρομη η πιο μικρή και μοναχική πλέον σταγόνα έβλεπε το μοιραίο να 'ρχεται τρομακτικό και ταχύ· γύρισε το βλέμμα της προς τον πυθμένα του ποτηριού, μάζεψε τις δυνάμεις και κίνησε για την οδό της περηφάνιας. Της έμεινε, όμως, μονάχα η γενναία απόφαση· η πραγματικότητα αμείλικτη την παρέσυρε μαζί στου θανάτου τη βουτιά.

Με μια εξίσου αποφασιστική κίνηση σήκωσα και πάλι το ποτήρι, ρίχνοντας δυο στάλες στα διψασμένα χείλη· και το απίθωσα ξανά στη γνώριμη θέση του. Και τότε τις είδα παραταγμένες όμορφα σε ευθεία κάθετη γραμμή.
Πάνω πάνω η μεγάλη, η στρουμπουλή...

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Να μη γυρίσεις

Εκείνο το καλοκαίρι ο Γουές νοίκιασε ένα επιπλωμένο σπίτι βόρεια του Γιουρίκα από έναν πρώην αλκοολικό που τον έλεγαν Σεφ. Μου τηλεφώνησε λοιπόν και μου ζήτησε να τα παρατήσω όλα και να πάω εκεί πέρα και να ζήσω μαζί του. Είπε πως είχε κόψει το ποτό. Ήξερα τι κόψιμο ήταν αυτό. Αλλά δεν δεχόταν κουβέντα. Τηλεφώνησε ξανά και είπε, Έντνα, από το μπροστινό παράθυρο βλέπεις τον ωκεανό. Μυρίζεις το αλάτι στον αέρα. Τον άκουγα να μιλάει. Δεν μπέρδευε τα λόγια του. Του είπα, θα το σκεφτώ. Και το σκέφτηκα. Μια βδομάδα αργότερα τηλεφώνησε ξανά και είπε, θα έρθεις; Του είπα πως το σκεφτόμουν ακόμα. Είπε, θα ξεκινήσουμε πάλι απ' την αρχή. Είπα, αν είναι να έρθω εκεί, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Πες το, είπε ο Γουές. Είπα, θέλω να προσπαθήσεις και να είσαι ο Γουές που ήξερα κάποτε. Ο παλιός Γουές. Ο Γουές που παντρεύτηκα. Ο Γουές έμπηξε τα κλάματα, κι εγώ το πήρα σαν ένδειξη των καλών του προθέσεων. Κι έτσι είπα, καλά λοιπόν, θα έρθω.
Ο Γουές είχε παρατήσει τη φιλενάδα του, ή τον είχε παρατήσει εκείνη - δεν ήξερα και δεν μ' ένοιαζε. Απ' τη στιγμή που πήρα απόφαση να πάω με τον Γουές, έπρεπε να αποχαιρετήσω τον φίλο μου. Ο φίλος μου είπε, κάνεις λάθος. Είπε, μην μου το κάνεις αυτό. Τι θα γίνει μ' εμάς; είπε. Είπα, πρέπει να το κάνω για το καλό του Γουές. Προσπαθεί να ξεκόψει απ' το ποτό. Θυμάσαι πώς είναι αυτό. Θυμάμαι, είπε ο φίλος μου, αλλά δεν θέλω να φύγεις. Είπα, μόνο για το καλοκαίρι. Μετά βλέπουμε. Θα ξαναγυρίσω, είπα. Είπε, κι εγώ τι θα γίνω; Το δικό μου καλό; Να μη γυρίσεις, είπε.

Από το διήγημα του Raymond Carver «Το σπίτι του Σεφ», συλλογή «Καθεδρικός ναός», μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης, Μεταίχμιο.



Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

my modular biblio project




Ήταν αρχές του περασμένου Νοέμβρη. Η κρητική παρέα πείστηκε να ακολουθήσει δυο τρικαλινούς σ' ένα ταξίδι στα θεσσαλικά λημέρια, στα βουνά, τις λίμνες, τις γεύσεις και τις πόλεις. Ένα από τα βράδια μας σε γνωστό μπαράκι της κεντρικής πλατείας Τρικάλων, γυρνώντας ο Δημήτρης από το μέρος εκείνο όπου -λέγεται ότι- και ο βασιλιάς πηγαίνει(;) μόνος του, μου ανακοινώνει ότι υπάρχει μια σύνθεση στο πίσω μέρος που θα μου άρεσε. Ήξερε για την αγωνία μου να σχεδιάσω μια βιβλιοθήκη για τα καινούρια μου έντυπα αποκτήματα, η οποία όλο καθυστερούσε και χρόνιζε σαν βαριά ασθένεια που δεν φεύγει. Είχε έρθει η ώρα να επισκεφτώ κι εγώ τα μέρη μοναξιάς του βασιλιά.

Επανήλθα στην πόλη μερικές βδομάδες αργότερα, καφές με Γιώργο και Άκη και Λάμπρο και Βάιο(;). Πλησίασα τη σύνθεση, τη μελέτησα από κοντά. Θέλετε κάτι κύριε, να βοηθήσουμε; Θα ήμουν από παράξενο μέχρι θλιβερό θέαμα. Μέτρησα πάχη και συνδέσεις, χοντρικά τις διαστάσεις.

Με την επιστροφή στον Νότο έγιναν τα πρώτα σκαριφήματα, τα δεύτερα. Τράβηγμα από δω, τέντωμα από κει, απλοποίηση παραπέρα. Τσάτρα-πάτρα βγήκε το πρώτο ικανοποιητικό σχέδιο, τα χριστούγεννα το έδειξα στον ξυλουργό ξάδερφο. Εύκολο! Πώς σου το στέλνω είναι το θέμα. Ε μα, αυτό ήταν το θέμα. Ξανά στον Νότο, με τις τελικές προσαρμογές στο σχέδιο, το οποίο έδειχνα δω κι εκεί, καμωμένο τρισδιάστατο στο autocad. Ο πατέρας μου θα στο κάνει! Μαζί με τον Μίλτο. Η Μαρία.

Σχέδιο 1:1 -για να μου φύγει η όποια αμφιταλάντευση είχα για τις διαστάσεις- κρίθηκε απαραίτητο. Κι άλλες διορθώσεις, τελευταίες πινελιές, έτοιμο. Μετά να μιλήσουμε με τον Μίλτο για υλικά και, το σημαντικότερο, για χρώματα. Ζόρι. Από μονόχρωμη σε δίχρωμη· κατέληξε πεντάχρωμη. Διαστάσεις κουτιών, αγορά υλικών, μεταφορά στο εργαστήρι. Σε μια βδομάδα έτοιμη, όρθια! Μεγάλη συγκίνηση, να την βλέπω όρθια και στεκούμενη, με τους όγκους και τις ακμές της, τα βάθη της. Έτοιμες και οι συνδέσεις της, έξυπνα και απλά.

Και μετά στον λακαδόρο για βαφή. Επί τόπου στο δεκάλεπτο επιλέξαμε τα χρώματα και χαιρετήσαμε. Το βράδυ κάτι με τριβέλιζε, μια ανικανοποίητη αίσθηση για τις επιλογές, τις αποχρώσεις, λατέρνα με τόσα χρώματα. Έστειλα ραβασάκι στον λακαδόρο να μην προχωρήσει. Κι αφού τρέλανα τον Σπύρο -μέχρι που βαρέθηκε- και την Φανή -τότε που τρέξαμε στην Κοζάνη, τι διαδρομή κι αυτή!- άλλαξα τα πάντα και ανηφόρισα ξανά στο χώρο του βαφείου με τις νέες επιλογές.

Δέκα μέρες πέρασαν και τα κουτιά παραδόθηκαν έτοιμα, γυαλιστερά και φρεσκομύριστα στο καθιστικό μου. Και λίγες ακόμα μέρες έπειτα (συναρμολόγηση, στερέωση), αυτό.

Την βλέπω μπροστά μου τώρα, που χτυπώ αυτές τις λέξεις στο πληκτρολόγιο. Απέναντί μου. Φορτωμένη με τα βιβλία των τριών και κάτι χρόνων που έχω βλέποντας την πατρίδα απ' τα κάτω προς τα πάνω. Πάνω της βρήκε θέση και το δώρο των κουμπάρων, μάλλον ειδικά γι' αυτό σχεδιάστηκε μια εξοχή, αλλά και τα σουβενίρ από το Περού, την Αλεξάνδρεια (αχ..). Όλα τους να θυμίζουν κάτι, να στέκουν σημάδια βιωμάτων και συναισθημάτων· ωρών ατελείωτων βύθισης σε λευκές σελίδες και πολύχρωμα εξώφυλλα.

Μου μπαίνουν κάποιες σκέψεις ..αριστερές, ότι αντί των βιβλίων -έτσι θα πρέπει- είναι η βιβλιοθήκη ο πρωταγωνιστής. Τις αντιπαρέρχομαι με αποφασιστικότητα, ότι θα εμπλουτιστεί με τέτοια βιβλία που θα κρατούν πάντα τον πρώτο ρόλο. Ώρες καλές και ατελείωτες, των πολύχρωμων βιβλίων με τις σελίδες τις λευκές!


Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Night falls

"Night falls. Or has fallen."
>>>

Για πεντηκοστή, εκατοστή φορά το δισκάκι ξεκίνησε από την αρχή, η μικρή οθόνη στο κεντρικό ταμπλώ φώτισε τον αριθμό ένα. Τη μικρή παύση διαδέχτηκαν ρυθμικά τύμπανα και έγχορδα· γέμισαν το κρύο εσωτερικό του αυτοκινήτου που διάβαινε ήσυχα την έρημη νύχτα.

[♪] Πάνω στο μπράτσο χάραξε η μέρα μιαν ευχή
για το χορό που στήσανε στ' αστέρια οι Περσείδες [/♪]

Πυκνή, ήσυχη, ανέφελη νύχτα. Δίχως αστέρια, χωρίς φεγγάρι, έπεσε.
Στη βάρδια.

>>>
"Night falls. Or has fallen. Why is it that night falls, instead of rising, like the dawn? Yet if you look east, at sunset, you can see night rising, not falling; darkness lifting into the sky, up from the horizon, like a black sun behind cloudcover. Like smoke from an unseen fire, a line of fire just below the horizon, brushfire or a burning city. Maybe night falls because it’s heavy, a thick curtain pulled up over the eyes. Wool blanket. I wish I could see in the dark, better than I do."
Margaret Atwood, The Handmaid’s Tale, 1985
>>>

Και μετά αχνοφαίνεται το πρώτο φως, η Ηώ, η πρόδρομος του Ήλιου, που ρίχνει μια σταγόνα θαμπού μπλε αραιώνοντας τη σκουρόχρωμη ανατολή πάνω απ' τη μαύρη θάλασσα. Και η αυγή ανεβαίνει, ανατέλλει γοργά, ώσπου οι πρώτες βαθυκίτρινες ακτίνες σαρώνουν με τη δέσμη τους τα ήρεμα νερά. Ώσπου το φως διαλύει τις σκιές που ξεγελούν τα μάτια.
"I wish I could see in the dark, better than I do."
Ή όπως καρδιακά το εξέφρασε ο θεολόγος του Ησυχασμού, φώτισόν μου το σκότος.


Σάββατο 6 Μαΐου 2017

ψηφίδες

Παράξενη μέρα η σημερινή. Η χθεσινή δηλαδή, γιατί και πάλι μεταμεσονύκτια σου γράφω. Φόρτωσα στον κόκκορα μισή ντουζίνα εκκρεμότητες και πήγα για τρέξιμο το πρωί, με τη Μαρίνα και τη Ζωή. Εντάξει, δεν βάλαμε και φωτιά στο ταρτάν, αλλά όμορφα ήταν. Πάντα είναι, όταν μάλλον και η παρέα είναι αντίστοιχα.

«Ξέρεις τι έκανα σήμερα;» μου είπε πριν λίγες μέρες η φωνή στο τηλέφωνο. «Δήλωσα. Πάει ο νους σου για ποιον αγώνα;».
«Για λέγε μου γιατί δεν είμαι σε φάση», της λέω.
«Βγήκαν οι δηλώσεις για το Μαραθώνιο βρε χαζό!».
«...»
«Κι εκεί προς το τέλος που συμπληρώνουμε με ποιον άλλον αθλητή θέλουμε να μας βάλουν στο ίδιο γκρουπ εκκίνησης, εγώ έβαλα...»
«Ωχχ..»
«Εσέναααα!»

Την επόμενη μέρα, φυσικά, δήλωσα κι εγώ. Αυτή είναι η Φανή, της ασπαίτε, της Κοζάνης, των παιδιών της, των βιβλίων, των ημιμαραθωνίων, τώρα και των μαραθωνίων.

«Στο λέω να το ξέρεις, εσύ θα φταις για όλα».
«Χαχα! Put the blame on mame boy».

Αυτή ήταν η τελευταία μας επικοινωνία.

***

Μα για άλλα ήθελα απόψε να γράψω και διέκοψα την πνευματική μου εργασία, το παζλ που βάλθηκα νυχτιάτικα να φτιάξω. Παρασυρμένος και προπονημένος με εκείνα των ογδόντα τεμαχίων που φτιάχνουμε με την λατρεμένη μου μπουμπού, πήρα ένα από το Μουσείο Guggenheim κατά το πρόσφατο ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Εικονίζει τον πίνακα Yellow-Red-Blue του Kandinsky, που άκρη δε βγάζω τι θέλει ο ποιητής να δείξει, όμως είναι πανέμορφος. Στην αρχή είχα σταμπάρει ένα αντίγραφο του υπέροχου πίνακα του Paul Klee, Red Balloon, αλλά φοβήθηκα ότι δεν θα επιζήσει του υπερατλαντικού ταξιδιού. Κι έτσι βρέθηκα με χίλια κομματάκια τέχνης.
Σκορπίζοντας τις ψηφίδες στο τραπέζι του σαλονιού ανακατεύτηκαν κει μέσα κι οι μνήμες απ' το ταξίδι, οι εικόνες και τα αμέτρητα βήματα στις λεωφόρους. Κυρίως αυτά, τα βήματα. Και μάλιστα τα μαραθώνια σαράντα δυόμιση χιλιάδες που κατέγραψε προτελευταία μέρα το ..ρουθιανάκι που έχω γαντζωμένο στον αριστερό μου καρπό.

***

Μια μουντή συννεφιά σκέπαζε τον λιγοστό ουρανό που κατάφερναν να διακρίνουν τα μάτια μεταξύ των πολυόροφων κτιρίων. Και λέω κατάφερναν γιατί ήθελε κόπο και πόνο να στρέψεις τόσο πολύ το κεφάλι να δει το τέλος κάθε ουρανοξύστη, την αρχή του ουρανού. Μεσημέρι Δευτέρας στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Δώσαμε ραντεβού με τον άλλον Νίκο ώρα οκτώ παρά τέταρτο στον αριθμό 245 της 44ης οδού, δίπλα στην Μπρόντγουεϊ Στρητ, όπου και είχαν κλείσει απ' το πρωί εισιτήριο με την παρέα για βραδινή παράσταση. Είχα περίπου δυο ώρες να βολτάρω μόνος, προτού τους συναντήσω. Περιπλανήθηκα για λίγο στο διπλανό πάρκο του Δημαρχείου και κατόπιν χώθηκα στα στενά προς τη Γουόλ Στρητ. Εκείνη την ώρα σχολούσαν οι εργαζόμενοι από τις δουλειές· κατά χιλιάδες άδειαζαν τους ορόφους και τα κτίρια των δικαστηρίων και των χρηματιστηρίων με τις μαρμάρινες προσόψεις. Κουστούμια, γραβάτες, χαρτοφύλακες, από κάθε πιθανό στενό, με κοινή κατεύθυνση, τους κοντινούς σταθμούς του μετρό.

Άλλαξα την αρχική μου απόφαση -να χρησιμοποιήσω κι εγώ το μετρό- και συνέχισα περπατώντας μέχρι στο σημείο των δίδυμων πύργων, το ground zero, με τους ολοκαίνουριους ουρανοξύστες και το συγκινητικό μεμόριαλ για τα γεγονότα και τα θύματα εκείνου του Σεπτέμβρη. Ήθελα να ξαναδώ με το φως της μέρας την ευρύτερη περιοχή και τις νέες αρχιτεκτονιές του Καλατράβα. Κοίταξα το ρολόι μου, είχα μια ώρα στη διάθεσή μου. Άνοιξα το χάρτη να δω πού είμαι και πού πρέπει να φτάσω στην προκαθορισμένη ώρα, έκανα ένα ..προτζέκσιον και αποφάσισα με γρήγορες διαδικασίες να περπατήσω όλο το οικονομικό κέντρο και μετά τους 45 δρόμους που με χώριζαν από την παρέα.

Και ξεκίνησα γοργά, μα χαζεύοντας συνάμα, να πιάσω την Μπρόντγουεϊ Στρητ που θα με έβγαζε καρφί στον προορισμό. Αυτή την απείθαρχη οδό, που κόντρα στον ορθοκανονικό καμβά των λεωφόρων και των οδών, διασχίζει διαγώνια όλο το Μανχάταν και χάνεται στις βόρειες περιοχές της ΝΥ. Τριμπέκα, Τσάινατάουν και Σόχο ενώθηκαν ως την Πλατεία Ουάσιγκτον, απ' όπου περίπου αρχίζει η κανονική αρίθμηση των οδών. Τα πόδια πατούσαν ανάλαφρα στα nike free, χωρίς να υπολογίζουν τα υπερβολικά χιλιόμετρα που είχαν κάνει από το πρωί. Μόνο δεκαδώδεκα ήταν εκείνα του Σέντραλ Παρκ και τον μεγάλο γύρο του πάρκου τα ξημερώματα. Μοναδικό φως, ιδανικό τοπίο, απόλαυση, άλλη φορά θα σου γράψω γι' αυτό. Και συνέχιζαν τώρα, πάνω από τριάντα χιλιάδες καταχωρημένα στο τριανταδύο γραμμαρίων βάρους γκατζετάκι με τη μικρή led οθόνη.

Προσπερνώντας το Empire State building για τελευταία μάλλον φορά, λοξοδρόμησα προς το αγαπημένο μου σημείο της πόλης, το Bryant Park. Υποθέτω όχι του Κόμπε Μπράιντ! Δίπλα του η Εθνική Βιβλιοθήκη και μια σειρά ιδιαίτερων κτιρίων γύρω από την φυτεμένη πλατεία, του δίνουν έναν αέρα πολιτισμού, ηρεμίας και ανάπαυσης. Δοκίμασα να μπω στη βιβλιοθήκη και στο κατάστημα δώρων της, μα είχε κλείσει από ώρα. Περπάτησα για λίγο στους ψηλοτάβανους διαδρόμους της και βγήκα ξανά να συναντήσω την 44η οδό και την παρέα έξω από το πολύκοσμο θέατρο.

Επόμενος και τελικός προορισμός, επιτέλους, το σπίτι, που δεν απείχε περισσότερο από είκοσι λεπτά. Παραδίπλα στην 44η σταμάτησα σε μία από τις διάσπαρτες μικρές καντίνες που πουλούσαν τα πάντα σε πίτα. Ο Αλί από το Μπαγκλαντές, με αδέρφια και θείους στην Ελλάδα, μου ετοίμασε το πιο νόστιμο φαλάφελ που είχα δοκιμάσει στη ΝΥ τις μέρες εκείνες, ρωτώντας με τι πράγμα μου είχε αρέσει περισσότερο στο ταξίδι μου.

***

«Για πες, Νέα Υόρκη;...!»

Με το αριστερό της χέρι περασμένο αγκαζέ στο δικό μου δεξί, που τα δάχτυλά του φύλαγα στην τσέπη του μπουφάν, περπατούσαμε σκυφτοί στον πεζόδρομο της Ρήγα Φεραίου. Πάτρα και ψιλόβροχο και κρύο, Απρίλη μήνα. Καθόλου πρωτότυπο. Κι η Φωτεινή να επιμένει, "για πε!".

«Ε, τι να πω, λόγια δεν βρίσκω εύκολα».
«Εσύ;;»
«Εγώ».
«Θα ξαναπήγαινες;»
«Την επόμενη βδομάδα».

Ήταν η τέταρτη φορά που με ρωτούσε κάποιος το ίδιο πράγμα και η απάντηση ήταν κάθε φορά και πιο βεβαία.

«Και τι ήταν αυτό που σου άρεσε πιο πολύ;»
«Το περιδιάβαιμα στην πόλη. Και..» -αυθόρμητα- «..το Guggenheim».

***

To Μουσείο Guggenheim, με τους κατάλευκους τοίχους και το λιτό στήσιμο των έργων σε μια συνεχή ανοδική σπείρα από το μηδέν στο πολύ, από τη γη στο ψηλά. Κάθε βήμα και ένας διαφορετικός πίνακας, κάθε βήμα και η ίδια σταθερά ανηφορική πορεία. Και μετά από μια περιστροφή στη σπείρα, να 'σαι πάλι στην ίδια μεριά, μόνο που αυτή τη φορά ένα επίπεδο πιο πάνω. Κι όταν φτάνεις στο τέλος της σπείρας, σαν υγρασία που σκαρφαλώνει το σπείρωμα ενός κοχλία να βρει διαφυγή, η δική σου διαφυγή είναι η ικανοποίηση, το γέμισμα από αυτή την προς τα άνω πορεία, μεταφορική και κυριολεκτική. Και μετά τοίχος. Και εκεί δίπλα το ασανσέρ ξανά για τη γη. Οι περισσότεροι επισκέπτες παρατήρησα ότι ακολουθούσαν την αντίθετη πορεία: από το ισόγειο με το ασανσέρ για το άνω άκρο της σπείρας και έπειτα μελέτη των έργων με καθοδική πορεία. Είναι όμως άλλες οι προσλαμβάνουσες όταν υπάρχει και σωματική συμμετοχή στον κόπο της κατανόησης. Είναι αλλιώτικο το βίωμα. Για τον ίδιο λόγο που μια ντομάτα είναι πιο νόστιμη όταν έχεις μοχθήσει να την καλλιεργήσεις ή μια αγάπη πιο ισχυρή όταν έχεις κοπιάσει να την αναζητήσεις. Και ένα φαλάφελ πιο λαχταριστό μετά από σαρανταδυό χιλιάδες βήματα..

Αυτά σκεφτόμουν βαδίζοντας προς το διαμέρισμα που μας φιλοξενούσε, στον 15ο όροφο ενός χαμηλού κτιρίου στη γωνία 54ης και Λέξιγκτον, κατά τις μέρες που διαβαίναμε την ανηφορική σπειροειδή πορεία προς το Πάσχα. "Unless we live with art, we cannot understand it", έγραφε μια πινακίδα στο Μουσείο, και γιατί να μην το γενικεύσει κανείς για κάθε τι σ' αυτή την ακατανόητη ζωή, σ' αυτό το διαρκές ανοδικό σπειροειδές παρόν, που ξανά και ξανά μας φέρνει στο ίδιο μέρος, σ' άλλο όμως επίπεδο, σε επόμενο χρόνο, με άλλες συνθήκες, διαφορετική οπτική. Είναι τελικά το ανέβασμα που κάνει τη διαφορά, όχι η επανακύκλωση. Αυτό ακριβώς το ανέστη.

***

Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτά ήθελα να γράψω απόψε, μα να 'μαι που ανακατώνω μικρά ακανόνιστα κομμάτια από το παζλ των θυμησών και των βιωμάτων, ψάχνοντας εκείνο το μικρούλι που θα ενώσει τα ασύνδετα. Την ώρα που ο Μίλτος στο ραδιόφωνο σιγοντάρει διασκευάζοντας Ερωτόκριτο.

«Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,
μα πιο καλά και πιο μακριά θωρεί η καρδιά τ΄ ανθρώπου
εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
και σ' έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει».


Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Υπέροχα μονάχοι

[♪] Γείρε στο πλάι μου παλιέ μου πόθε
και μέχρι να 'ρθει η ανατολή, λύσε τα φρένα τα σκοινιά μου κόψε [/♪]


Ήταν η ώρα που η γλυκιά φωνή του Μανώλη Μητσιά γέμιζε τα μπάσα στο σι-ντι πλέιερ του μεγκάν, μεσημέρι Σαββάτου. Βρωμόκρυο κι αέρας, μέρες και νύχτες πολλές στη σειρά δίχως ήλιο, σκουρόγκριζα σύννεφα φοβέριζαν απ' το πρωί χαμηλωμένα πάνω από την πόλη. Με πουκάμισο, θαλασσί πουλόβερ με κόψιμο βε και μπουφανάκι, ακόμα δεν είχα πιάσει θερμοκρασία άνεσης, όσο το καλοριφέρ του αυτοκινήτου ανέβαζε ράθυμα τους πρώτους του βαθμούς. Ράθυμες και οι δικές μου κινήσεις στα στενά της πόλης με κατεύθυνση την εθνική οδό, με τις πρώτες χοντρές ψιχάλες να διακόπτουν απρόσμενα την πορεία τους στο παρμπρίζ και να κυλούν βασανιστικά προς τα κάτω. Ο δείκτης του δεξιού χεριού συνάντησε το μικροσκοπικό κοίλο μπουτόν ον-οφφ του ραδιοσιντί, που τις τελευταίες δέκα μέρες φιλοξενούσε ένα δισκάκι του Θάνου και του Άλκη αγορασμένο για ενάμιση ευρώ από ένα στοκάδικο στην Αιόλου, κατά διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού στην Αθήνα. Όσα σιντί δεν είχα αγοράσει στη ζωή μου, τα έχω πάρει τα τελευταία τρία χρόνια, να συντροφεύουν τις σύντομες διαδρομές μου στο νησί, να παίζουν ξανά και ξανά από το τέλος στην αρχή και πάλι στο τέλος, μέχρι οι μελωδίες και τα λόγια να σταλάξουν, ν' αναπαυτούν στη μνήμη μου. Και μετά το άλλο και ύστερα το επόμενο, μέχρι να ξανάρθει η επιθυμία για κάποιο παλιό. Ένα είναι σίγουρο, μετά από δεκάδες συνεχόμενα ακούσματα, όλα τα τραγούδια γίνονται αγαπημένα· απλά μερικά έχουν φτιαχτεί να σ' αγγίζουν αλλιώτικα.

Η φωτεινή ένδειξη στην στενόμακρη οθόνη έδειξε τον αριθμό δώδεκα δίπλα στο σύμβολο ενός δίσκου που περιστρέφεται, το τελευταίο τραγούδι. Με το ένα χέρι βρήκα τη θήκη του δίσκου και διάβασα στο οπισθόφυλλο τον τίτλο· Σιντάρτα· αναφορά μάλλον στον αρχαίο δάσκαλο του βουδισμού, μα ο δικός μου νους ανακάλεσε ταχύτατα μνήμες από Θεσσαλονίκη και τη λέσχη ανάγνωσης που κάποτε είχαμε φτιάξει με την υπέροχη παρέα, τους ασπαίτες μου, τα σαμιαμίδια μου τα αγαπημένα, που κάποτε είχανε διαλέξει με μία ψήφο διαφορά τον Λύκο της Στέπας από τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι. Τον Λύκο που κατασπάραξε την τριλογία των γκρι, του Έρμαν Έσσε, συγγραφέα μεταξύ άλλων και του Σιντάρτα. Να τι ωραίες εμπλοκές και πολυδαίδαλους ελιγμούς έκανε ο νους μου βουτώντας οργιαστικά στα ωραία χρόνια της πρώτης νιότης, προτού καν απλωθούν στην ήσυχη καμπίνα τα πρώτα λόγια με τη βραχνή φωνή του Θάνου,

[♪] Χίλια τα πλάνα σου τα χρώματα κι οι τόποι, Ελένη Κίρκη Ναυσικά και Πηνελόπη
Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη, μ' άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντίλι
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο, κάποιον κρυμμένο θησαυρό να βρεις στο Νότο [/♪]


Είμαι στο Νότο και είμαι σε κατάσταση αυτόματου πιλότου. Δίχως Ναυσικά και Κίρκη να με πλανεύουν ή Πηνελόπη και Ελένη να με περιμένουν. Έχω θησαυρό τις θύμησες που σ' αυτές ο νους μου ταξιδεύει, την ώρα που κι εγώ ο ίδιος ταξιδεύω. Χαζεύω την υγρά αχλύδα που σηκώνεται σαν πέπλο από την καταρρακτώδη βροχή που ξέσπασε μέχρι να περάσει το τραγούδι απ' το κουπλέ στο ρεφρέν και αναπηδάει τώρα με ορμή στο οδόστρωμα μετατρέποντας την εθνική οδό σε υδάτινη πίστα. Το δεξί ρεύμα προς Ρέθυμνο έχει μαζέψει κάθε λογής χοχλιούς που ετοιμάζονται για την πρώτη έξοδο, τη δεύτερη και την τρίτη που είναι η μία δίπλα στην άλλη, κι έτσι επιλέγω την αριστερή λωρίδα βυθίζοντας ευγενικά το δεξί μου πόδι στο μικρό πεντάλ. Οι αισθητήρες που ελέγχουν την κίνηση των καθαριστήρων δίνουν εντολή για λειτουργία σε μανιώδη ταχύτητα, τέτοια που το παρμπρίζ μοιάζει αδειανό από νερό αλλά γεμάτο από πανταχού παρούσες ελαστικές ακτίνες. Και χτυπάει το κινητό και το σηκώνω. Και μιλάω αγέρωχος και άνετος στον φίλο που καλεί. Τώρα το δισκάκι έχει τελειώσει και έχει μπει στην επανάληψη, από την αρχή, για πολλοστή φορά στο πρώτο τραγούδι, την Αργώ, που πλέει μαζί μου σε θυμωμένα νερά. Ελέγχω την κυκλοφορία πίσω μου από τον μεσαίο καθρέφτη, ο δρόμος καθαρός· αριστερά μου πάντα το τοιχίο της εθνικής οδού, στα δεξιά αφήνω πίσω έναν σκούρο ανθρακί χοχλιό με κούρσα και πορεύομαι προς τον άδειο δρόμο μπρος μου. Αριστερό χέρι στο τιμόνι ώρα εννιά, δεξί χέρι στο κινητό κι όλο μαζί δυο πόντους απ' τ' αυτί μου, έκτη στο εξατάχυτο του Μεγκάν, καμιά ενενηνταριά χιλιόμετρα την ώρα στο ταχύμετρο.

[♪] Μες στο μυαλό μου έγιναν κουβάρι όσα έζησα κι όσα έχω ονειρευτεί,
του χρόνου όλα τα σβήνει το σφουγγάρι κι εσύ Αργώ με χάρτινο πανί
σε σκοτεινά νερά έχεις σαλπάρει [/♪]


Στα ίδια σκοτεινά νερά πάτησαν κι οι ρόδες του αυτοκινήτου, που ακυβέρνητο πια πορεύτηκε, σαν Αργώ σε μπάρκο για άγνωστο λιμάνι. Το αριστερό χέρι έσφιξε δυνατά το τιμόνι, πάντα ώρα εννιά, κι ούτε κούνησε ποτέ από εκεί. Το δεξί χέρι παρέμεινε στο κινητό που εξακολουθούσε να εκπέμπει ομιλία στο αυτί που εξακολουθούσε να απέχει μόλις δυο πόντους μακριά μα σταμάτησε να λαμβάνει κάθε ηχητικό κύμα. Και το δεξί πόδι παρέμεινε πεισματικά βυθισμένο στο πεντάλ της ισχύος. Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά έγιναν από σύστημα, μεθοδευμένα και αντανακλαστικά υπολογισμένα. Γιατί ήταν αυτά που ίσιωσαν το σκαρί του Μεγκάν αφότου είχε πάρει επικίνδυνη κλίση πολλών μοιρών προς τον αριστερό τοίχο, την ώρα που υδρολίσθαινε βασανιστικά προς τα δεξιά μπρος από τον σκουρόχρωμο χοχλιό που μόλις είχε προσπεράσει. Το μεσημεριανό μενού περιλάμβανε χοχλιό γιαχνί ή πίτα τοίχο. Των δύο αυτών επιλογών επικράτησε μια ελπίδα, υποβοηθούμενη από τη χαλάρωση της στιγμής και τη ραθυμία που μπλόκαρε τον όποιο πανικό. Και ξανάστρεψε το σκαρί σε ευθεία πορεία και ξαναγύρισαν τα κύματα του ήχου στο αυτί μου που επιλεκτικά διάλεξε όσα ταξίδευαν από τα μπροστινά ηχεία, αποκλείοντας εκείνα του κινητού που έσβησε μ' ένα πάτημα κουμπιού.

[♪] Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι μ' ένα παλιό τραγούδι χαρωπό,
το τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι και λέει στο γλυκό του το σκοπό
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει [/♪]


Έφτασα, στάθμευσα στον προορισμό μου με τη μηχανή κλειστή. Οι υαλοκαθαριστήρες σταμάτησαν να γεμίζουν το διάφανο τζάμι που αμέσως άρχισε να κατακλύζεται από αμέτρητες βροντόφωνες σταγόνες. Μια ευχάριστη δροσιά άρχισε να σπάει τη ζεστασιά της καμπίνας που είχε φτιάξει το σβησμένο πλέον σύστημα θέρμανσης. Έκλεισα τα μάτια και αναλογίστηκα το όλα είναι δρόμος αυτής της ζωής, κι ότι είτε μόνοι, είτε υπέροχα μονάχοι, σίγουρα, μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει.

* Ο τίτλος είναι δανεισμένος από τον ομώνυμο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου, σε στίχους Άλκη Αλκαίου, με τις φωνές των Μανώλη Μητσιά και Χρήστου Θηβαίου.


Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Φιλίας τέχνασμα

«Ξέρεις, Φίλιξ» ξεκινάει «ούτε εγώ είχα ποτέ μου φίλους, για πολύ καιρό, όχι πριν γίνω πολύ μεγαλύτερος από σένα». Καταλαβαίνει πιο πολύ, παρά βλέπει, τον Φίλιξ να στήνει αυτί, τον νιώθει να ακούει. «Κι εγώ τους ήθελα» συνεχίζει, και μιλάει αργά τώρα, επειδή θέλει να επιβεβαιώσει ότι τα λόγια του θα ακουστούν σωστά. «Και πάντα αναρωτιόμουν αν θα έβρισκα ποτέ έναν φίλο, και πώς, και πότε». Διατρέχει με τον δείκτη του το σκούρο καρυδόξυλο του τραπεζιού, τη ράχη του βιβλίου μαθηματικών του Φίλιξ, το κρύο ποτήρι του νερού του. «Και μετά πήγα στο κολέγιο και γνώρισα ανθρώπους που, για όποιον λόγο κι αν το έκαναν, αποφάσισαν να γίνουν φίλοι μου, και μου έμαθαν - τα πάντα, πραγματικά. Με έκαναν, και με κάνουν, έναν άνθρωπο καλύτερο από αυτόν που είμαι πραγματικά.

»Δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ τώρα, μα μια μέρα θα το καταλάβεις: το μόνο τέχνασμα της φιλίας, νομίζω, είναι να βρεις ανθρώπους καλύτερους από σένα -όχι εξυπνότερους, ή ωραιότερους, μα ευγενέστερους, και πιο γενναιόδωρους, και πιο επιεικείς- και να τους εκτιμάς για όσα μπορούν να σου μάθουν, και να προσπαθείς να τους ακούς όταν σου λένε κάτι για σένα, όσο άσχημο -ή καλό- κι αν είναι αυτό, και να τους εμπιστεύεσαι, που είναι το δυσκολότερο απ' όλα. Μα και το καλύτερο».

Σωπαίνουν και οι δυο για πολλή ώρα, ακούγοντας το κλικ του μετρονόμου, που είναι ελαττωματικός και μερικές φορές αρχίζει να χτυπάει από μόνος του, ακόμα και αφού τον σταματήσει. «Θα κάνεις φίλους, Φίλιξ» λέει τελικά. «Θα κάνεις. Δεν θα χρειαστεί να προσπαθήσεις τόσο πολύ για να τους βρεις όσο για να τους κρατήσεις, μα σ' το υπόσχομαι, είναι προσπάθεια που αξίζει να την κάνεις. Πολύ περισσότερο απ' ό,τι, ας πούμε, τα λατινικά». Και τώρα ο Φίλιξ τον κοιτάζει και χαμογελάει, και του χαμογελάει κι αυτός. «Εντάξει;» τον ρωτάει.

«Εντάξει» λέει ο Φίλιξ, και ακόμα χαμογελά.


>>>

Διαβάζω καθημερινά εδώ και καιρό (και ελπίζω για αρκετόν ακόμα, αργά και χορταστικά) το μοναδικά συγκινητικό μεγάλο βιβλίο της Hanya Yanagihara (που προφέρεται κάπως σαν Χάνια Γιαναγκιχάρα), Λίγη Ζωή. Ένα μικρό τουβλάκι εννιακοσίων σελίδων, που από τις πρώτες εκατό και μετά στενοχωριέμαι ήδη που θα τελειώσει, και τώρα που είμαι στο πρώτο τρίτο στενοχωριέμαι ακόμα πιο πολύ. Είναι αυτή η παράξενη αίσθηση που με πλακώνει, αλλά και με ενθουσιάζει που έχω στα χέρια μου ένα αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα, "ένας τραγικός, υπερβατικός ύμνος στην αγάπη, μια αριστοτεχνική απεικόνιση του σπαραγμού, της τυραννίας της μνήμης και των ορίων της ανθρώπινης αντοχής" αντιγράφω από το οπισθόφυλλο και δεν προφταίνω την ώρα να βυθιστώ στη συνέχεια του.

Μα το δηλώνω ξανά με θλίψη, που 'χει και θα 'χει συντροφεύσει σιωπηρά τόσα βράδια και ξημερώματά μου: λυπάμαι στ' αλήθεια που θα τελειώσει.


Από το βιβλίο αυτό είναι και το παραπάνω απόσπασμα. Το αφιερώνω στους δικούς μου εγκάρδιους φίλους, για τη γενναιοδωρία και την επιείκειά τους· μαζί τους γίνεται αλήθεια το "πόσο γλυκός και μέγας είναι ο κόσμος όταν τον βλέπουνε μαζί δυο φίλοι" του ποιητή. Τώρα που χρειάζομαι, θρέφομαι απ' τις κοινές μας μνήμες, τα κοινά μας βιώματα, τις προσευχές τους.


Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Πέρασε κάποια που φορούσε τ' άρωμά σου

Πέρασε κάποια που φορούσε τ' άρωμά σου
χρωματίζοντας τον αέρα που ξεχνούσε πίσω της·
τον συνάντησα την επόμενη στιγμή που εκείνη τον άφησε
όταν πλάγιασα το ποδήλατο στην κάθετη στροφή·
κουβαλούσε την ψύχρα της απόστασης ανακατεμένη με τη γλύκα της ανάμνησης.

Βήμα βιαστικό, αποφασιστική κίνηση, πορεία σταθερή
για το απέναντι πεζοδρόμιο.
Τακούνι, πέτρα· έσμιξαν ηχηρά πέμποντας παλμούς στα ξεσκούφωτα αυτιά
που πρόδωσαν το κοκκίνισμα που έφερε η θύμησα. Ή μήπως
ο αέρας ήτανε που σφύριζε ξεχασμένες ιστορίες στο χιονισμένο πέρασμά του.

Πέρασε κάποια που φορούσε τ' άρωμά σου
-πράμα δεν ελάλει στη δευτεριάτικη μεσόσταση της μέρας παρά
μόνο το ρυθμικό πεφτοσήκωμα του πεταλιού-
και χάθηκε στις καμάρες της καινούριας πόρτας.
Πέρασε κάποια μα δεν ήταν τ' όνομά σου.


*Τίτλος δανεισμένος από τραγούδι του Πάνου & Χάρη Κατσιμίχα.