Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

soft promises


«Θα προσπαθήσω».
Ήταν η πιο πρόσφατη υπόσχεσή μου.


[♪] All my soft wild promises were words,
birds endlessly in flight,
thoughts in time and out of season
in the common calculus of reason [♪]
Απόσπασμα από ποίημα του πιο γνωστού Τζιμάκου της παγκόσμιας ροκ σκηνής
και δεν εννοώ του Πανούση.


«Δεν μπορώ άλλο να σας τάξω... οι υποσχέσεις μου, έχουν πλέον εξαντληθεί». Ξοδεύτηκαν μία προς μία σε ένα αδηφάγο άχρονο παρόν, δίχως καν μια προσπάθεια υλοποίησης.
Ήταν η πιο ειλικρινής πραγματικότητά μου.

>>>

Ήταν -εκείνη τη στιγμή στο τηλέφωνο- η πιο αγαπημένη δασκάλα της ώριμης νιότης μου. Η δασκάλα της κιθάρας, Ζαχαρούλα όνομα και πράγμα ένα. Η Ζαχαρούλα της έμπνευσης, της επίμονης ώθησης, της πίστης, της απλότητας. Η δασκάλα που δυο χρόνια μας ανέχτηκε με τον Σπύρο, που διόρθωνε τα λάθη μου εξ' ακοής την τρίτη χρονιά που τριγυρνούσα στην Αθήνα και με "υποχρέωσε" να συνεχίσουμε τα μαθήματα τηλεφωνικά («την επόμενη Πέμπτη θα σε ακούσω, κανόνισε την πορεία σου» ήταν η συνηθισμένη τελεσίγραφη ατάκα της). Ήταν το πρόσωπο που ασυναίσθητα είχα ψάξει, με το νου μου να στάζει από νοσταλγία, όταν προ δύο μηνών είχα βρεθεί εκτάκτως στη Θεσσαλονίκη έναντι του αγίου Δημητρίου, περιμένοντας από λεπτό σε λεπτό την άφιξη του κουμπάρου να με παραλάβει. Και ήταν ακριβώς εκείνο το πρόσωπο που ο άγιος είχε φέρει ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπροστά μου, έτσι για να βουρκώσουμε δυο-τρία λεπτά ώσπου να έρθει η κούρσα να με πάρει.
Ήταν η πιο θαυμαστή συγκίνησή μου.

>>>

Ήταν τα δικά μου ακροδάχτυλα που πίεσαν διαδοχικά την οθόνη αφής του πανέξυπνου κινητού μου ψάχνοντας για το τηλέφωνό της. Είχε περάσει ακριβώς ένας μήνας που σκόπευα να της τηλεφωνήσω για την πρώτη γιορτή της κορούλας της, μια βδομάδα από τη δεύτερη γιορτή της ίδιας κορούλας της· τελικά δεν είχα προλάβει καμία από τις δύο. Με είχε προλάβει.
Ήταν η πιο μισή-μισή χαρά και ντροπή μου.

>>>

Ήταν ένα μήνυμα από την προτελευταία μάλλον που θα περίμενα εκείνη την ώρα να στείλει (για την τελευταία είμαι σίγουρος ποια θα ήταν και άλλο τόσο σίγουρος ότι δεν θα έστελνε). Αλλά και που πάλι περίμενα ότι θα ερχόταν από μέρα σε μέρα, όσο εγώ μετέθετα κάθε φορά "για αύριο" τη δική μου επικοινωνία. «Χριστός ανέστη. Τι κάνεις; Τι κάνει η Κρήτη; Περιμένω τηλέφωνο για μάθημα...». Ήταν η γνωστή γλυκιά σκλαβωτική επιμονή, συνεπής στο χρόνο, κι ας ήταν καμιά εικοσαριά μήνες νωρίτερα η εμπειρία του τελευταίου ακουστικού μαθήματος. Και πολλοστή έκτοτε η υπομονετική υπενθύμιση «περιμένω τηλέφωνο για μάθημα...». Ήταν και αυτές οι τρεις τελίτσες σημάδι ανεξάντλητης διάθεσης από μέρους της, δηλωτικές μιας προσπάθειας που θα άγγιζε αβίαστα το διηνεκές.
Ήταν οι πιο πιεστικές μου τελίτσες.

>>>

Ήταν το κινητό τηλέφωνο αυτό που βούισε καθώς η δόνηση συντονίστηκε στο ψευτο-ξύλινο τραπέζι· κατάφερε να αποσπάσει το βλέμμα μου από την οθόνη του αργοκίνητου υπολογιστή στο γραφείο της υπηρεσίας. Ήταν η γνωστή καθημερινή / εβδομαδιαία / μηνιαία αγγαρεία που μου έβαζε ο προϊστάμενος, να στείλουμε ένα επείγον χαρτί στην Αθήνα, να φτιάξουμε το πρόγραμμα του επόμενου μήνα (που θα μας έρθει έτοιμο την άλλη μέρα), να βγάλουμε ένα υπηρεσιακό σημείωμα (που μπορούσε να περιμένει ως τη Δευτέρα και την επιστροφή της αδειούχου γραμματέως). Ήταν μαζί φορεμένη η γνωστή δικαιολογία «εσύ τα ξέρεις καλύτερα». Ήταν ένα μεγάλο διάλειμμα από την πιο ενδιαφέρουσα -εργασιακά- βάρδια της σύντομης καριέρας μου, τόσο μεγάλο που κατάφερε να με βγάλει εκτός ρυθμού και ενδιαφέροντος.
Ήταν το πιο ανεπιθύμητο διάλειμμά μου.

>>>


Ήταν ο μεγαλύτερος καημός μου από τότε που άρχισα να στρώνω τη νέα μου ζωή στο Νότο. Νέοι άνθρωποι, καινούριος τόπος, παλιές συνήθειες, άγνωστη δουλειά, ο ίδιος εγώ. Ένα πράγμα να με καίει όμως κάθε φορά που έμπαινα στο δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Στη γωνία η κιθάρα στη θήκη της. Καμιά φορά της άλλαζα θέση, για να δείχνω στον εαυτό μου ότι νοιάζομαι, ότι είμαι σε διαδικασία επανέναρξης των παιξιμάτων. Την ξεσκόνιζα κιόλας, τακτοποιούσα τα βιβλία και τα τετράδια της μουσικής, τα άφηνα ανοικτά σε αγαπημένα μου κομμάτια περιμένοντας μιαν αύρα να χαϊδέψει τις χορδές στα δικά τους μέτρα. Να, σκοπό το είχα, «την άλλη βδομάδα ξεκινώ». Μετά η "άλλη βδομάδα" έγινε "με το τέλος της εκπαίδευσης που θα έχω και χρόνο", κατόπιν "με την αρχή της άλλης εκπαίδευσης που θα είμαι σε φόρμα". Και οι εκπαιδεύσεις περνούσαν μεν επιτυχώς, η θήκη ξεσκονιζόταν μεν συστηματικώς, τα βιβλία αναδιαταζόντουσαν μεν διαρκώς, μα οι χορδές σιγούσαν δε πεισματικώς. Κάθε φορά οι ίδιες χαζές μου υποσχέσεις, εύκολες και μαλθακές, απ' αυτές που είναι εξαρχής σίγουρα μη τετελεσμένες. Αποτυχημένες σαν άγριο άκαρπο δέντρο.
Ήταν ο πιο πιεστικός καημός μου.

>>>

Ήταν και εκείνη η ευγενική προτροπή του Δημήτρη, παραμονές Χριστουγέννων, όταν έφευγε ύστερα από σύντομη διαμονή στο σπίτι, «την επόμενη φορά που θα έρθω, θα μας παίξεις κάτι στην κιθάρα». «Θα γίνει και αυτό».
Ήταν η πιο πρόσφατη -τότε- κούφια υπόσχεσή μου.

* Το σκίτσο το βρήκα εδώ.



Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

μοίρα

"Τα χρόνια περνούν και οι παλιές υποσχέσεις ξασπρίζουν σαν τα καραβόξυλα στον ήλιο. Όλα είναι μια ιδέα, οι άνθρωποι συνηθίζουν να ζουν αδιαμαρτύρητα κάτω από το στέγαστρο της αναγκαιότητας. Άλλες φορές αυτός ο σκιερός τους χώρος είναι ελάχιστος, ώστε ούτε τον παρατηρούν, ή άλλοτε κάνουν πως δεν έχουν καταλάβει, για να νιώθουν τάχα ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Υπάρχει μια σκιά που μόνο όσοι έχουν χάρισμα και περίσκεψη μπορούν να τη διακρίνουν την άνοιξη στα λιβάδια, είναι η σκιά κάποιας πεταλούδας κάτω στο χόρτο, τόσο μικρή που θυμίζει τελεία σε σελίδα τετραδίου. Όσοι προσπάθησαν να την εξευμενίσουν δίπλωσαν στα δύο, αυτοί που της αντιτάχθηκαν διαμελίστηκαν."
 * Από το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού, Στη σκιά της πεταλούδας.