Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Φίλε, πάει και η Amy

* του Σπύρου Σεραφείμ

Αναπάντητες πολλές στο κινητό μου, πολλά μηνύματα, που μου έλεγαν ακριβώς το ίδιο: «Ρίξε μια ματιά στα sites. Φίλε, πάει κι η Amy».
 
«Οι υπηρεσίες πρώτης βοήθειας δέχθηκαν κλήση να μεταβούν στο διαμέρισμα της 27χρονης Γουάινχαουζ στο Κάμπτεν, ωστόσο δεν μπόρεσαν να τη σώσουν»...


Το να πεις ότι δεν περίμενες κάποια σχετική εξέλιξη, θα ήταν υποκριτικό. Το ότι η ίδια είχε προδιαγράψει την πορεία της δεν αποτελεί ύβρη προς έναν άνθρωπο που έφυγε, μια θλιβερή διαπίστωση είναι. Από τη μια είχαμε αυτή την απίστευτη φωνή και τη μοναδική ερμηνεία, για να εξαντλούνται όλα τα δημοσιογραφικά κλισέ, από την άλλη παρακολουθούσαμε όλο αυτό το ατελείωτο «μπες-βγες» στις κλινικές αποτοξίνωσης, για το ποτό, για τα ναρκωτικά και για τα δύο μαζί. Όταν έφτασε να ακυρώσει τη συναυλία της στην Αθήνα, όσοι ασχολούμαστε με τη μουσική, ήμασταν πια βέβαιοι, ότι ο κατήφορος δεν είχε γυρισμό. Η Amy έκανε τα πάντα για να προστεθεί σε αυτόν τον ατελείωτο κατάλογο των 40 και πλέον χρόνων απωλειών, σ' αυτό το αυτοκαταστροφικό παιχνίδι του ροκ και των παρεμφερών μουσικών υδάτων που πήρε τα πιο γαμάτα παιδιά, για τη μεγάλη μπάντα του ουρανού. Η Winehouse είναι άλλο ένα σπουδαίο μυαλό που κάηκε νωρίς [...]. Η "rehab-no-no" είναι άλλη μια καταραμένη φυσιογνωμία που έζησε γρήγορα, που έκαψε «φλάντζες», που συνδέθηκε με το σύμπαν ερμηνεύοντας και της φάνηκε πολύ λίγο, πολύ τίποτε να γυρίσει πίσω, να είναι μια κοινή θνητή.

[...]

Είναι βέβαιο ότι η Amy, όπως πολλοί άλλοι, προκαλούσε απανωτές εκρήξεις στον εγκέφαλό της, με διάφορους τρόπους, μόνο και μόνο για να δει μέχρι πού φτάνει το σκοτάδι και το σύμπαν. Τα δοκίμαζε όλα, τα έκανε όλα, ζούσε γρήγορα, ατένιζε το λευκό των κλινικών. Έχω την αίσθηση ότι δεν ήθελε να ανατρέψει ό,τι επικρατούσε, δεν ήθελε να λέγεται επαναστάτρια, ανατρεπτική ή κάτι άλλο. Απλώς, ήθελε τον δικό της κόσμο, το δικό της τριπ, το δικό της παραμύθι. Τίποτε απ' όσα έκανε δεν έμοιαζε με όσα κάνουν οι άλλοι, δεν άκουγε κανέναν, ούτε καν τον πατέρα της που είχε προβλέψει το θάνατό της.

[...]

Ξέρετε, εγώ, όταν νυχτώνει και κοιτάζω στον ουρανό, δεν βλέπω μόνο χιλιάδες αστέρια, αλλά και τα πρόσωπα όσων γνωρίζω και έφυγαν, όσων η φωνή τους πλησίαζε το θείο και με τη ζωή τους το προκαλούσαν. Κι από εδώ και πέρα κι εσύ, αν στήσεις αυτί τα βράδια που η πλάση ησυχάζει, αν το θες πολύ, οι κολασμένοι ήχοι που έβγαζε το λαρύγγι της Έιμι, αυτές οι νότες που δραπετεύουν από το μαγαζί εκεί πάνω, θα έρθουν στ' αυτιά σου.

We only said goodbye with words
I died a hundred times
You go back to her
And I go back to, I go back to us
I'll go back to black...

Γι' αυτό σου λέω, οι άνθρωποι που αγαπάς δεν φεύγουν ποτέ. Κοίτα τ' αστέρια κι άκου.

Καληνύχτα, Amy...



* Απόσπασμα χθεσινοβραδινού άρθρου στο e-tetRadio. Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ.
** Το πορτρέτο είναι ένα ψηφιδωτό από ..χάπια, δημιούργημα του καλιφορνέζου καλλιτέχνη Jason Mecier. Το βρήκα εδώ.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Ηλίθιοι ή εγκληματίες

* του Ανδρέα Ανδριανόπουλου

[...] Ξαφνικά συνειδητοποιεί κανείς πως είναι περίπου χάσιμο χρόνου κάθε προσπάθεια επίκλησης της απλής λογικής για την αντιμετώπιση υπαρκτών, αλλά όχι άλυτων, προβλημάτων.
 
Αυτή η συνειδητή τύφλωση δεν μπορεί παρά να έχει μία και μοναδική εξήγηση. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε είτε με εγκληματικές κινήσεις είτε με συνειδητοποιημένες ηλιθιότητες. Άλλη εκτίμηση δεν είναι δυνατόν να υπάρχει. Έχεις έξοδα πολλά περισσότερα από τα έσοδά σου. Κι αντί να περικόψεις δραστικά τις δαπάνες σου ψάχνεις απελπισμένα σε γωνίες και ξεχασμένα συρτάρια –ακόμα και ανάμεσα στις στάχτες στο τζάκι– για να αυξήσεις θεαματικά (αν είναι δυνατόν) τις εισπράξεις σου. Και κάποιοι καταφεύγουν σε ουτοπικά τεχνάσματα (λ.χ. επαναδιαπραγμάτευση με απρόθυμους και καχύποπτους δανειστές) για να ξεφύγουν από την πραγματικότητα.

Αφορμή για το σημερινό μου σημείωμα υπήρξε ένα δημοσίευμα που κατά την γνώμη μου συμπυκνώνει την άγνοια πραγματικότητας και κινδύνου που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι του δημόσιου διαλόγου στη χώρα. Οι λύσεις του ελληνικού προβλήματος κατά τον συντάκτη του δεν είναι δύσκολες. Να απαιτήσουμε, με κεφαλαία αυτό, τη διαγραφή 100 περίπου δις ευρώ από το χρέος, να πάνε τα υπόλοιπα 30 χρόνια πίσω, με αισθητά χαμηλότερο επιτόκιο και με 6-7 χρόνια περίοδο χάριτος. Έτσι απλά. Κι αν εισπράξουμε για όλα αυτά ένα μεγαλοπρεπές «όχι», όπως και το πιθανότερο, τι γίνεται; Κι εδώ η απάντηση εμφανίζεται σαν απλή. Απειλούμε πως θα ανάψουμε το φυτίλι. Δηλαδή, θα μιλήσουμε για κήρυξη πτώχευσης. Που υποτίθεται πως οι εταίροι την τρέμουν σαν προοπτική.

Κανείς δεν σκέφθηκε πως σε μια τέτοια περίπτωση τους λύνουμε τα χέρια; Γιατί κάτι τέτοιο ακριβώς επιδιώκουν. Μια πράξη αυτοεξόντωσης δηλαδή της Ελλάδας που θα τους απαλλάξει από το μαρτυρικό δίλημμα. Διάσωση της Ελλάδας με εσωτερική οικονομική και πολιτική αναταραχή ή εσωστρέφεια και φροντίδα των υπολοίπων που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά εντελώς διαφορετικά προβλήματα;

Ήδη οι μεγάλες ευρωπαικές Τράπεζες έχουν απαλλαγεί από τα περισσότερα ελληνικά ομόλογα, ενώ οι αγορές έχουν συνηθίσει στην προοπτική χρεοκοπίας χώρας μέλους της ευρωζώνης. Για μήνες σχεδόν όλοι συνιστούν ή προβλέπουν χρεοκοπία που την καλύπτουν κάτω από περίτεχνους νεολογισμούς που θυμίζουν newspeak του Όργουελ (αναδιάρθρωση, επιλεκτική χρεοκοπία, reprofiling, κούρεμα, κλπ). Όλοι ξέρουν τι ακριβώς θα συμβεί. Η χώρα θα μπεί σε ένα αδιέξοδο κοινωνικό μεσαίωνα. Με τραγικές συνέπειες για τις αδύναμες κυρίως εισοδηματικά ομάδες. Και ποιοι βέβαια θα πληρώσουν (όσοι δηλαδή έχουν εκδώσει cds σε σχέση με τα ελληνικά ομόλογα). Χασούρα για τις αμερικανικές κυρίως Τράπεζες. Και κερδισμένοι θα είναι όσοι έχουν ποντάρει στην ελληνική χρεοκοπία –ή που συνιστούν πολιτικές που οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτήν.

Για μια ακόμη φορά θα το επαναλάβω. Λύση υπάρχει. Όχι όμως αυτή της ΝΔ, που είναι νεοφιλελεύθερη στα έσοδα (μείωση φόρων) αλλά σοσιαλδημοκρατική στα έξοδα (όχι απολύσεις στο δημόσιο και σε κατάργηση φορέων). Κατάργηση φόρων, μείωση συντελεστών και σταθερό φορολογικό σύστημα είναι η μία πτυχή της λύσης. Μείωση δραματική του δημόσιου τομέα (απολύσεις, καταργήσεις φορέων, υπηρεσιών, διευθύνσεων και γενικών γραμματειών σε υπουργεία) είναι η άλλη. Κι ενδιάμεσα απαραίτητη είναι η περικοπές γραφειοκρατικών διαδικασιών με κατάργηση κανονισμών, αδειών, εγκρίσεων, πιστοποιητικών κλπ. Ώστε να διευκολύνονται οι επενδύσεις. Έτσι μπορούμε να σωθούμε. Διαφορετικά... 

* Απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία». Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο εδώ.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

For old time's sake!


Χθες (ξανα)έκλεισα τη χρονιά με στυλ. Γεμάτα, χορταστικά, ..ιδρωτικά!

Είχα επινοήσει ένα πολύ αισιόδοξο πρόγραμμα: προσκύνημα στον Προφ. Ηλία (Ολυμπιάδος), από εκεί στα κάστρα μέσω Τσιναρίου, στάση και περισυλλογή στον πύργο Τριγωνίου κι από κει στο καλυτερότερο μπαλκόνι της Τριανδρίας! Το γνωστό βρε, ναι. Ήταν Τετάρτη χθες άλλωστε, η μέρα εκείνη που όλη τη χρονιά που μας πέρασε την έβγαζα στους δρόμους: σπίτι -> εργασία -> σπίτι -> ιταλικά -> σπίτι -> κιθάρα -> σπίτι, με φαγητό στο πόδι και ..δυο ανάσες για επιδόρπιο! Σε ένα σύνολο 50km εκ των οποίων τα 9 με τα πόδια.

Ένα ..40λεπτο τηλεφώνημα λίγο προτού ξεκινήσω μου ανέτρεψε το πρόγραμμα. Ήταν τόσο ωφέλιμο, όμως, και οικοδομητικό, που έδιωξε -προσωρινά;- την ανάγκη για περισυλλογή. Οπότε έσβησα τα κάστρα από τη διαδρομή μου και μ' ένα σάλτο αλτέρνο έτρεξα πρώτα για Τριανδρία. Στο μπαλκόνι που όλοι αγαπήσαμε. Αγναντέψαμε, ονειρευτήκαμε αλλά και απογοητευτήκαμε. Εκεί που οργανώσαμε, που πήραμε τις καλύτερες αποφάσεις μας. Εκεί αναζήτησα κι εγώ συμβουλή στην ύστατη απόφαση της χρονιάς μου. Και δε λάθεψα. Το μπαλκόνι μου ξέμπλεξε τον φορτισμένο νου μου και απλοποίησε τις επιλογές μου. Να 'ναι ευλογημένο!

Κι απο κεί, σαν αλλοτινή διαδρομή σπιτιού -> κιθάρας, όρμησα γοργά για τον προφ. Ηλία. Πόσο πολύ τον ευλαβούμαι δεν έχω μέτρο. Σ' αυτόν είναι αφιερωμένο το πολυ-αγαπημένο μας ξωκκλήσι στο χωριό, που τούβλο-τούβλο θυμάμαι το ορθώσαμε πριν πολλααά χρόνια. Κι ανέβαινα πιτσιρικάς τότε -με κοντά παντελονάκια- την ξύλινη σκάλα σε πείσμα των φόβων μου, ψηλά στα σενάζια και παρακολουθούσα τους χωριανούς να μεταφέρουν τους γκαζοντενεκέδες με τα τσιμέντα και χέρι-χέρι αλυσίδα τα τούβλα.

>>>

Με ξεγέλασε το αεράκι που έβλεπα να κουνά τα δέντρα έξω απ'το παράθυρό μου. Αεράκι = δροσιά στο φτωχό μυαλό μου, αντανακλαστική μνήμη κι αυτό από τα παιδικά χρόνια στο χωριό. Ίδρωσα πολύ στο πήγαινε. Θεωρητικά μια ευθεία Τριανδρία-Αγ. Δημητρίου-Ολυμπιάδος. Έφτασα νύχτα στην εκκλησία, χαρακτηριστικό δείγμα της υστεροβυζαντινής περιόδου, άλλοτε καθολικό μεγάλης μονής. Βρήκα μια γωνιά και στηρίχτηκα στο στασίδι, προσπαθώντας να συγκεντρώσω σε κάτι το νου μου. Οι ποικίλες και έντονες φορτίσεις δε μ' άφησαν. Τι να πρωτοπιάσω στο στόμα μου.. απ' τη χρονιά που πέρασε; Απ' το μεταίχμιο της κατασκήνωσης που έρχεται ταχύ ή τα δεδομένα της ερχόμενης χρονιάς, που μόνο σίγουρα και ασφαλή δε μοιάζουν;

Ο δυνατός κλιματισμός μ' αποτέλειωσε!

Στην επιστροφή ομολογώ "πετούσα" χαρούμενος. Ξέρω το λόγο. Τηλεφώνησα αμέσως σ' ένα παλιόφιλο. Πάντα με αναπαύει, χωρίς να λέει και τίποτα. Ούτε κι εγώ του είπα τίποτα, χεχ! Μετά πήρα τηλέφωνο στο χωριό. Να μάθω για το πανηγύρι, πώς πήγε, ποιοι ήρθαν. Συγγενείς; Ξένοι; Τι έγινε η φασολάδα (Τετάρτη γαρ) φέτος; Cosi-cosi..

Τετάρτη βράδυ, επιστροφή στο σπίτι από Αγ. Δημητρίου-Ολυμπιάδος.. το μυαλό κλειδώνει παράξενα καμια φορά και χάνεται η αίσθηση της στιγμής. Χειμώνας ή καλοκαίρι; Κουβαλώ για δεν κουβαλώ κιθάρα στην πλάτη; Έτσι κλείδωσε και το δικό μου και "λόκαρε" το στόχο. Φαλάφελ! Το τελευταίο της χρονιάς. Έτσι, για το καλό βρε, for old time's sake!

Σε πίτα, με κάρυ, χωρίς μανιτάρια σήμερα. Μπούχτισα! Μπούχτισα όσο δεν πάει και τότε μόνο ..ξεκλείδωσα. Άρχισα τότε μόλις να συνειδητοποιώ ότι είναι πράγματι καλοκαίρι, κι ότι δεν γυρνώ σπίτι παρέα με τον "Σίγμα", δεν κουβαλώ καν κιθάρα. Ότι σίγουρα δεν κουβαλώ και τη χαριτωμένη τρέλα του χειμώνα...

>>>

«Είναι κάτι σταυροδρόμια μαγεμένα
που συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε..
»
(Χ & Π Κατσιμίχας - "Νύχτωσε Νύχτα")

Δε θα χαθούμε βρε!.. αγαπητοί μου "Σίγμα" και "Πι", "Φι" και "Φι". Αλλά -πώς να το κάνουμε- ήταν λιγάκι μαγεμένο το σταυροδρόμι της φετινής χρονιάς. Δεν ήταν; Ήταν..
Και το μόνο σίγουρο είναι ότι το επόμενο σταυροδρόμι δε θα 'ναι πια το ίδιο.
Καλύτερο; Χμμ.. μακάρι!
Χειρότερο; Μην το αποκλείουμε. Του χαμού να μην είναι. Κι αναζητάμε κι εμείς σαν άλλοι Κατσιμίχες μια νύχτα να μας σκεπάσει, να μας παρηγορήσει.

Διαφορετικό θα είναι. Εμείς θα είμαστε διαφορετικοί. Αλλά εγώ έχω εμπιστοσύνη στο Φθινόπωρο, την ομορφότερη και πιο δυναμική εποχή του χρόνου. Την εποχή που μαζεύει κανείς τις σκέψεις του, που παίρνει τις αποφάσεις του.

>>>

«Είναι δύσκολο να διασχίσεις έναν δρόμο, όταν κάποιος σε περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο», γράφει η René Belletto σ' ένα νουάρ βιβλίο της.

Γι' αυτό το καλοκαίρι αυτό θα 'ναι δύσκολο να το διασχίσω. Επειδή ξέρω ποιοι με περιμένουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Καλή αντάμωση απέναντι, λοιπόν, προσοχή στις διαβάσεις. Εύχεστε θερμά!

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

πονηρό Καλοκαίρι

[...]
και η καρδιά σου θα γελάει
και την αγάπη θα μοιράζεται
εσύ όμως να θυμάσαι
μη συμβιβάζεσαι


λέει ένα υπέροχο τραγούδι, που αποκλείεται να μάθουμε και φέτος στην κατασκήνωση.

Κατασκήνωση... η αρχή και το τέλος του Καλοκαιριού. Το τέλος της περασμένης και η αρχή της νέας Χρονιάς. Η κλωτσιά στα πισινά που με σπρώχνει για μήνες. Το σημείο καμπής της Χρονιάς που μετά απ' αυτό ποτέ τίποτα δεν είναι το ίδιο. Μετά την κατασκήνωση ποτέ δεν είμαι ο ίδιος.
Φέτος, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, εύχομαι να βγω καλύτερος, ωριμότερος. (Γιατί παραμονή της κατασκήνωσης τα έκανα θάλασσα, τ' ομολογώ! Λυπάμαι αγαπητοί μου. Ας με συγχωρέσει, ελπίζω. Κι εγώ θα βάλω τα δυνατά μου, τον καλύτερο εαυτό μου θα βάλω, να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη, την ευχαρίστηση, την άνετη και φιλική επικοινωνία που είχαμε ως τώρα.)

***

Κι εσείς, μη συμβιβαστείτε αυτό το Καλοκαίρι. Ούτε με τη δουλειά που τρέχει, αλλά ούτε και με το «φίλο που φωνάζει διακοπές» ("βάσανο" δεν τον χαρακτηρίζει ο Κραουνάκης;). Ούτε με τα χτυποκάρδια και τους έρωτες που ξεφυτρώνουν δω και κει, αλλά ούτε και με τις απαλεψιές και τις στενοχώριες που σέρνουν από πίσω τους.

Πάντα το λέω, είναι πονηρό το Καλοκαίρι. Μην το αφήσετε να σας ξεγελάσει. Κλέψτε του τις ευτυχισμένες στιγμές (από τα ταξίδια, τις γνωριμίες, τα βιώματα), έχει μπόλικες, μην το αφήσετε όμως να σας πουλήσει -δώρο τάχα!- και τη μελαγχολία που συνοδεύει το τέλος τους.

Καλή καρδιά βρε..

Ο ασυμβίβαστος

Σαν σήμερα, παραμονή του προφήτη Ηλία, τον είδα για τελευταία φορά σε τούτη τη ζωή. Ανήμπορο.. κουλουριασμένο σαν κόμπο στο γυμνό κρεβάτι. Με δυσκολία με αναγνώρισε. Με δυσκολία έκρυβα το βούρκωμά μου. Δυο μέρες αργότερα άφησα το ..κρυφτό και απελευθέρωσα τα ρέματα της συγκίνησής μου. Ήταν λεβέντης ο παππούς, μέχρι την τελευταία εκείνη μέρα.

Και κάθε του αη-Λιός δε μπορώ να μην τον θυμάμαι. Την τελευταία συνάντηση τρία χρόνια πριν, την παραμονή, το χειρότερο πανηγύρι ανήμερα, τον αποχαιρετισμό της επομένης. Έκτοτε δεν έχω ξανανέβει στο πανηγύρι. Με τι κουράγιο βρε! Να τα βράσω και τα φασόλια που φέτος -Τετάρτη- θα προσφερθούν. Τέτοια μέρα και φέτος τον θυμάμαι. Και του ξαναστέλνω τα χαιρετίσματά μου, όπως τα αποτύπωσα στο ετήσιο μνημόσυνό του. Κάτι μου λέει ότι δε θ' αργήσω να τονε δω!

>>>

Πέρσι ήταν πανηγύρι-ντεμί του αη-Λιός στο χωριό. Κόσμο είχε, δεν ήταν αυτό. Κυριακή κιόλας, λιακάδα, μαζεύτηκαν απ' τις γύρω πόλεις οι Τχαϊώτες να τιμήσουν τον άγιο. Όλα για τον προφήτη στο χωριό, έναν τον είχαμε, έναν τον έχουμε ακόμα. Από τότε που έπεσε η παλιά εκκλησία και την ξαναχτίσαμε τούβλο-τούβλο 100 ιδρωμένα χέρια, έγινε "δικός μας" ο άγιος. Και το πανηγύρι του στις 20 "τ' αλωνάρ'", το κατακαλόκαιρο, έγινε το δικό μας ετήσιο αντάμωμα. Όλο το χρόνο να μη σε τραβάει το χωριό, του αη-Λιά θα είσαι εκεί. Να καθαρίσεις, να ετοιμάσεις αποβραδίς την εκκλησία, να ανάψεις τη φωτιά στα καζάνια, να φας το κεμπάπ (το καλό, το πρόβειο!), να ακούσεις παλιές ιστορίες για κλέφτες και νεράιδες. Για θάματα και δυσκολίες, για το σχολειό που γκρεμίζεται... Και την επομένη στο πανηγύρι από νωρίς, λίγο στην εκκλησία, λίγο στο μαγειριό. Και μετά στη διανομή της μανέστρας. Παχιά η προβατίνα και φέτο...

Πέρσι ήταν πανηγύρι-ντεμί στο χωριό. Όλοι ήταν εκεί σχεδόν. Ο μπαρμπα-Νίκος, άλλωστε είχε χρόνια να έρθει, δεν μετρούσε η απουσία του. Δεν άντεχε τη φασαρία; Το χειμώνα την έτρωγε στη μάπα στην πόλη. Δεν παίζει. Δεν άντεχε τη συγκίνηση; Πιο πιθανό. Ο παππούς δεν άντεχε τη μοναξιά, αυτό είναι σίγουρη αλήθεια. Και του κόστιζε που δεν ερχόταν, του κόστιζε, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.


Πέρσι, όμως, ήταν το πρώτο πανηγύρι, η πρώτη τ' αη-Λιός που τον έβρισκε στο κρεβάτι, 80-90-100 ποιος ξέρει τώρα πόσα χρόνια. Τον βάρυναν τα χρόνια; Το χειμώνα στην πόλη μέρα παρά μέρα στο ΚΑΠΗ
«που έχει τσάμπα τον καφέ για μας τους άνω των 90» έλεγε με καμάρι. Δεν παίζει. Τον βάρυναν οι θλίψεις μιας ζωής; Πιο πιθανό. 50 χρόνια που έχασε την κυρά, 40 το πρώτο παλικάρι του, στην πορεία άλλα 2 παιδιά του, όλα τ' αδέρφια του. Τι άλλο Θέ μου; Ο παππούς δεν άντεχε τη μοναξιά, αυτό είναι σίγουρη αλήθεια. Και του κόστιζε που δεν ερχόταν.

Πέρσι, όμως, ήταν εκεί νομίζω. Στο πανηγύρι, ναι. Είχα την ευκαιρία να το βεβαιώσω αυτό 2 μέρες ...πριν, όταν τον είδα τελευταία φορά. Κατάλαβα ότι θα ήταν εκεί. Άντεξε παππού, 2 μέρες ακόμα, άντεξε.

-
«Παππού είναι το πανηγύρι ταχιά».
-
«Πανηγύρι;» ρώτησε ξέψυχα, ξυπνώντας από το μόνιμο λήθαργο των τελευταίων εκείνων ημερών.
-
«Τ' αη-Λιός παππού... θα σε πάρουμε στο Τχάι;»
Χαμογέλασε ο παππούς κι αναστέναξε σαν απ' τα τελευταία.

Και ήρθε το πανηγύρι, με το μυαλό στα Τρίκαλα, μες στην αγωνία. Κι άντεξε ο μπαρμπα-Νίκος. Εμ, μη χαλάσει το πανηγύρι! Και την επομένη το πρωί αποφάσισε πως ήρθε η ώρα.
«Άντε, να την κάνουμε από δώ, καιρός ήτανε» είπε η 97χρονη ψυχή του και έφυγε για άλλα πανηγύρια. Κι έγινε το μεγαλύτερο αντάμωμα ever στο χωριό. Και γέμισε η εκκλησιά, γέμισε κι η αυλή. Όλος ο λόφος γέμισε. Κούρσες και αγροτικά, δεν είχαν πού να παρκάρουν. Είδες βρε παππού, σε ανεβάσαμε στο Τχάι, ήθελες - δεν ήθελες. Κάτι μου λέει πως το ήθελες πολύ...

***


Φέτος, σήμερα, μετά από χρόνια δεν είμαι στο πανηγύρι. Εργάσιμη μέρα κλπ... Βλακείες! Δεν ήθελα πες. Ήμουν εκεί όμως την Κυριακή. Για τον παππού, ένα χρόνο μετά. Και τι να λέει... (πολλά!). Εκείνος όμως δεν ήταν εκεί. Κι ας πήρε τη θέση την καλή στο κοιμητήριο. 6 χρόνια που το 'φτιαξε το χωριό, 10 προνομιούχες θέσεις και φούλαρε σχεδόν. Θα αιτηθώ να μου φυλάξουν μια γωνιά, τι στο καλό, Τχαϊώτης δεν είμαι και γω;

Έμαθα η προβατίνα ήταν καλή φέτος. Και η μανέστρα έδεσε καλύτερα.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Ένα ψέμα που το βάφτισαν τέχνη!

Μ' έσκασε μια χρονιά ολόκληρη.
Στα πλαίσια ανταλλαγής εμπειριών και ενδιαφερόντων, στις μουσικές, λογοτεχνικές, κινηματογραφικές (χμ, και αθλητικές!) μας κόντρες, έπεσε κάποτε στο τραπέζι του συναγωνισμού και το ..θεάτρο!

«Θέατρο; Τι είν' αυτό;», ήταν η αυθόρμητη απάντησή μου. Η επαφή μου με το "άθλημα" είναι τόση όσο να μην ξέρω πόσοι παίκτες παίζουν και με τι μπάλα..

«Μα πώς είναι δυνατόν να μην παρακολουθείς θέατρο; Διαβάζεις, ακούς μουσική, πηγαίνεις σινεμά.. δεν είναι παράξενο να μην έχεις βάλει στο ρεπερτόριό σου το θέατρο;», ανταπαντούσε εκείνη.

Αυτή η τέχνη, ομολογώ, μου ήταν/είναι άγνωστη. Στη μαθητική ζωή μου μια φορά παρακολούθησα θέατρο.. φιάσκο να το πω καλύτερα. Αργότερα πρόλαβα και είδα δυο φοιτητικές παραστάσεις. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Μασκαρεμένοι ηθοποιοί που τρέχουν από δω κι από κει, πομπώδεις λόγοι, ποιητικές υπερβολές, ανούσια ξεφωνητά, δράμα τραβηγμένο απ' τα μαλλιά.. τι είχε να μου προσφέρει το θέατρο, απορούσα. Πού είναι ο ρεαλισμός του σινεμά, πού το βύθισμα στην αγωνία των μυθιστορημάτων, πού το σκίρτημα της καρδιάς σε μια μελωδία. Το θέατρο μπρος τους έμοιαζε με ψέμα. Ένα φτηνό ψεύτικο προϊόν. Κι από πότε το ψέμα το λέμε τέχνη; Από πάντα ε, χεχ!

***

 «Επτά μονόλογοι. Επτά καταθέσεις. Επτά εξομολογήσεις. Επτά ζωές. Που συναντιούνται στ’ αδιέξοδα της αποξένωσης...
Όλοι τους πρόσωπα αμήχανα. Που εκμυστηρεύονται. Μονολογούν. Γιατί αδυνατούν να επικοινωνήσουν. Τις ανικανοποίητες προσδοκίες. Τα χαμένα τους όνειρα. Που στοιχειώνουν...
Επτά συνηθισμένοι άνθρωποι. Που ξεγυμνώνουν τις ψυχές τους. Μπροστά στο σπαρακτικό κατώφλι της απώλειας. Που καλούνται να αντικρίσουν κατάματα τα αναπάντητα ερωτηματικά ενός ανακριτή...
Που ψάχνουν απεγνωσμένα 7 Λογικές Απαντήσεις»


Αυτή ήταν η πρώτη παράσταση που μου κίνησε το ενδιαφέρον κάμποσα χρόνια πριν. Ο τρόπος της, το μυστήριό της, η μέθοδος αποκάλυψης.

Ποτέ δεν έμαθα. Δεν πήγα.

***
 
«Λοιπόν, παίζεται μια καταπληκτική παράσταση που θα σου αρέσει πολύ. Είναι ό,τι πρέπει για σένα. Δεν είναι συμβατική, έχει πλοκή, κρατάει το ενδιαφέρον, παίζεται και δίπλα στο σπίτι σου! Λοιπόν, αποφάσισε, πότε θα πάμε;». Να σου πάλι η φωνή της "Φι". Όπως πάντα, πειστική, με το μοναδικό χάρισμα να κάνει το πιο βαρετό πράγμα να ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρον.

"Η Μέθοδος Γκρόνχολμ". Περί αυτής ο λόγος. Που το 2003 γυρίστηκε και ταινία με τον τίτλο "El Metodo".

Βρήκα χίλιους-δυο λόγους να μην μπορώ να πάω. Οι δυο ήταν πραγματικοί. Οι χίλιοι ακόμη με κυνηγάνε. Από τις τύψεις "κατέβασα" την ταινία. Αργότερα το χιλιο-μετάνιωσα, όταν έμαθα από την "Κάπα" ότι η παράσταση ήταν υπέροχη.
«Και γιατί δε με είπες να 'ρθω;», το δικό μου παράπονο.
«Γιατί, πόσες άλλες φορές που σου είπα δεν ήρθες.. Αφού δε σ' αρέσει το θέατρο!». Αλήθεια είναι.

Την ταινία ακόμα να τη δω. Περιμένω να ξαναπετύχω την παράσταση (λέμε τώρα, χεχ!)

***

Στην τρίτη κρούση υποσχέθηκα να βάλω τα δυνατά μου. Να ανακαλύψω τι επιτέλους είναι αυτό το θέατρο! Και η κρούση ήρθε και κατάφερα να μη βρω χίλιους-δυο λόγους να λείπω. Βρήκα έναν. Και έλειπα.
Αυτή τη φορά η υπόσχεση ήρθε τούμπα. Έβαλα στη "Φι" να υποσχεθεί ότι με τη νέα σεζόν θα με ξανα-προσκαλέσει. Κι εγώ να προσπαθήσω να μη βρω ούτε ένα λόγο. Γέλασε. Το δέχτηκε.

***
 
Χθες πήρα το βάπτισμα του ..θεάτρου! Αναπάντεχα, ανυποψίαστα, σχεδόν απρογραμμάτιστα. Με συνοπτικές διαδικασίες έπεσαν οι προτάσεις, ξύπνησε το ενδιαφέρον. "Άμλετ". Σκοτεινό, ετοιμόρροπο, φαυλοκυκλικό. Με δελεαστική αφίσα και γνωστό καστ ηθοποιών. Παραδόθηκα εύκολα. Πόσο ν' αντέξει κανείς στην άμυνα; Ο στόχος; Να μη βαρεθώ φυσικά!
 
Και σ' αυτό βοήθησε τα μέγιστα η άλλη "Φι". Εξίσου πειστική, με το μοναδικό χάρισμα να διηγείται με ενδιαφέρον ιστορίες ρουτίνας. Απ' αυτές που τη στοιχειώνουν κάθε μέρα. Απ' αυτές που με θρέφουν, που ρουφώ σαν "μαύρο" ατέλειωτο βιβλίο. Και στο ρόλο της χθες άψογη! Να μου εξηγεί το "άθλημα", πώς παίζεται, με τι κανόνες, τι ρυθμό. Απ' το πρώτο ως το τελευταίο παρατεταμένο χειροκρότημα.

Αν μου άρεσε; Το διασκέδασα.
Αν θα το ξανακάνω; Με την ίδια παρέα ναι. Ακόμα πρωτάρης είμαι, θέλω τον προπονητή μου! Με εφάμιλλη παρέα το συζητώ.
Μόνος; Στο σινεμά μου 'χει γίνει απολαυστική συνήθεια. Εδώ θα περάσουν χρόνια...

Αφιερωμένο στη "Φι" που μ' έσπρωξε και τη "Φι" που μου 'μαθε τις πρώτες κινήσεις. Με σωσίβιο φυσικά! Τις ευχαριστώ από καρδιάς. Το ξέρουν.
Σε μένα μένει τώρα το «σκάσε και κολύμπα!»

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Ρίτα, Ριτάκι

* της Χάρης Ποντίδα
 
Ακου όνομα: Κατσιμίχας!
 
Ο Χάρης και ο Πάνος.
 
Ο Πάνος είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στους Αγώνες της Κέρκυρας το '82 με το «Μια βραδιά στο Λούκι» - αλλά και πάλι ήταν αρκετά θολό το όνομά του γιατί τα «Ζεστά ποτά» (πρώτος δίσκος) κυκλοφόρησαν με καθυστέρηση τριών χρόνων, μέσα στο 1985. Το «Ρίτα, Ριτάκι» όμως είχε ήδη τη μικρή του ιστορία. Το ραδιόφωνο το αγάπησε αμέσως και τα παιδιά με τις κιθάρες το έπαιρναν μαζί τους στις σχολικές εκδρομές. Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Δεν ήταν ωραίοι σαν τον Βαγγέλη Γερμανό, δεν ήταν «τύποι» σαν τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, ούτε μπορούσες να τους κατατάξεις στα στρατόπεδα ροκάς / καρεκλάς (χαρακτηρισμός που στα μέσα του '80 άρχισε σιγά σιγά να ξεφτίζει). Δεν ήταν εναλλακτικοί σαν τον Τζιμάκο (Πανούση), δεν ήταν σκληρό ροκ σαν τον Παύλο (Σιδηρόπουλο), ούτε ροκ σαν τους Φατμέ του Πορτοκάλογλου. Ήταν απλώς συμπαθείς και... ανεξίθρησκοι. Το ροκ και η παράδοση εις σάρκα μία... 
 
Το αστείο είναι ότι το τραγούδι που τους έδωσε το βραβείο στους Αγώνες της Κέρκυρας, «Μια βραδιά στο Λούκι», ήταν πραγματική ιστορία, έτσι όπως την έζησε ο Πάνος σε ένα υπόγειο μπαρ της οδού Χάρητος στα τέλη του '70. Εκτός πιάτσας εντελώς (τα Εξάρχεια ήταν ανερχόμενα τότε), ήταν ίσως το μοναδικό «εναλλακτικό» μπαρ του Κολωνακίου, αν εξαιρέσει κανείς το ρεμπετάδικο «Κουασιμόδο» στην οδό Τσακάλωφ που στις αρχές της δεκαετίας του '80 είχε αναδείξει την τάση «επιστροφή στις ρίζες» (τσιφτετέλια και ρεμπέτικα) μέσα από ένα νέο συγκρότημα, την Οπισθοδρομική Κομπανία (αργότερα μεταφέρθηκαν στο Αλσος του Οικονομίδη). Το '85 όμως είχε πλέον κλείσει και το νταβαντούρι γινόταν στα Εξάρχεια, στο «Κύτταρο», στο «Αχ Μαρία», στο «Rodeo» και την Πλάκα. Οι πιο εστέτ και οι περί της ελληνικής μουσικής προβληματισμένοι (η ευρύτερη παρέα Σαββόπουλου και Φαληρέα) είχαν βρει νέο στέκι, στη «Ράτκα», επί της οδού Χάρητος και αυτή, στην ευρύτερη περιοχή του Κολωνακίου.
 
Οι παρέες τότε χωρίζονταν σε... στρατόπεδα. Αν αγαπούσες κάτι τύπου «Ιt's raining men» ή Μάικλ Τζάκσον δεν υπήρχε περίπτωση να ήξερες τους Σπυριδούλα (Παύλο Σιδηρόπουλο) ή να ακούς Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο. Μπορεί οι αφίσες του Χέντριξ, του Μόρισον ή της Τζάνις Τζόπλιν να είχαν αντικαταστήσει τις αφίσες του Μάο (ο ενθουσιασμός για το πολιτικό τραγούδι είχε κοπάσει), αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα είχες τρέξει στο Rock in Athens '85, το διήμερο φεστιβάλ που είχε διοργανωθεί στο Καλλιμάρμαρο με τους Strunglers, Depeche Mode, Clash και Cure - το '85 η Αθήνα ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το αστείο με εκείνη τη συναυλία το μάθαμε αργότερα, όταν κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα μέσα στις παρέες. Από ελληνικής πλευράς θα συμμετείχαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες (Πανούσης) αλλά τελευταία στιγμή απέσυραν τη συμμετοχή τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας γιατί ήταν η Coca-Cola σπόνσορας (!). 
 
Κι έτσι στα μέσα της δεκαετίας ('85) μάς έσκασε η... Ρίτα από παντού. Οπου βρισκόσουν και όπου στεκόσουν... «έψαχνα να βρω τον μπελά μου και τελικά τον βρήκα και πήγα και αγάπησα ένα μωρό τη Ρίτα» - στο ραδιόφωνο, στα κασετόφωνα, στα πάρτι, στις εκδρομές. Είτε ροκάς ήσουν είτε καρεκλάς είτε φαν των κουτουκιών και του μπαγλαμά, τη «Ρίτα» την ήξερες - κι ας μην ήταν το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Ήδη, όσοι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στο ελληνικό τραγούδι είχαν δει τους Κατσιμιχαίους το 1985 μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα στο Θέατρο Περοκέ και ήξεραν... 
 
«Ζεστά ποτά», ο δίσκος που έπρεπε να αγοράσεις και σιγά σιγά να ανακαλύψεις, μια που το κάθε τραγούδι του ήταν μια αληθινή ιστορία ζωής, ειπωμένη με ευαισθησία και μ' έναν γνήσιο θυμό σε μια γλώσσα που αμέσως αναγνώριζαν οι νεώτεροι ακροατές. 
 
Από τα τέλη του '70 γύριζαν οι Κατσιμιχαίοι στις εταιρείες δίσκων αλλά οι πόρτες ήταν κλειστές. Ήταν πολύ ροκ; Ήταν πολύ «έντεχνοι»; Πολύ διαφορετικοί; Ώσπου τους ανακάλυψε ο Ρασούλης, τους πήγε στην Columbia και μαζί με τον Σπάθα και τον Αντύπα στις ενορχηστρώσεις ηχογράφησαν τα τραγούδια που είχαν γράψει από το 1977 μέχρι το 1984. «Ο Φάνης», το «Υπόγειο», «Μια βραδιά στο Λούκι», «Προσωπικές οπτασίες», «Γέλα πουλί μου γέλα», όλα τα κομμάτια ένα κι ένα, κομμάτια που ανακάλυπταν σιγά σιγά όσοι αγόραζαν τον δίσκο για τη «Ρίτα». Δεν πούλησαν αμέσως τα «Zεστά ποτά», άρχισαν να πουλάνε σιγά σιγά (έφτασαν τις 100.000 αντίτυπα ύστερα από λίγο καιρό) και σίγουρα είχαν έρθει για να μείνουν... Το 1986, οι δίδυμοι με το περίεργο όνομα έπαιξαν μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα σε συναυλίες του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το '87 όργωσαν στην Ελλάδα δικές τους συναυλίες και από τότε άρχισε η... τυραννία που έμελλε να διαρκέσει χρόνια:
...είναι ο Πάνος ή ο Χάρης;
 
* Άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα», 13/7/2011. Θα το βρείτε εδώ.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ποδηλατ..τ-τ-τέλειο!

«Βρε Ν., τι θα γίνει, πότε θα έρθεις μόνιμα στα Τρίκαλα να κάνουμε ποδηλατάδες;».

Ο Λ., φίλος από το Λύκειο, "ανέστησε" πρόσφατα από το μηδέν το δικό του mountain, το έβαψε σε ονειρικό λευκό-περλέ χρώμα, του πέρασε καινούρια εξαρτήματα σε μαύρο και απέκτησε το ποδήλατο των ονείρων του. Του κόστισε κάτι παραπάνω, αλλά καινούριο να έπαιρνε αποκλείεται να ήταν τόσο όμορφο.

«Μωρε, να 'ρθω να κάνουμε..», του λέω, «..αλλά ξέρεις τι θέλω βρε συ Λ.; Θέλω ένα από 'κείνα τα παλιά αγωνιστικά ποδήλατα, με το λεπτό σκελετό, τις λεπτούλικες ρόδες και το γυριστό τιμόνι... αν πέσει το μάτι σου σε κανένα καμια φορά.. χρόνια ψάχνω ένα».

Είναι να μην προκαλέσεις το Λ. με κάτι.. Έγνεψε το κεφάλι ότι το κατάλαβε και δεν είπε τίποτα.. για λίγα δευτερόλεπτα.

«Γιώργο!", φώναξε έναν από την παρέα που βημάτιζε πιο μπροστά, «ένα ποδήλατο που είχες παλιά, το θυμάσαι; τι το έκανες;»
«Εκεί στον ακάλυπτο το είχα παρατήσει.. Ούτε που ξέρω τι απέγινε.»
«Το θέλεις;»
«Μπα, για πέταμα το έχω.. αν είναι ακόμα εκεί».

Το μεσημέρι πέρασα από το μαγαζάκι που συντηρεί ο Λ., σήμα κατατεθέν για όλη τη γειτονιά. Χτύπησα την πόρτα στην κοντινή ..γιάφκα -ένα ισόγειο γκαράζ διαμορφωμένο σε γκαρσονιέρα, σημείο συνάντησης άλλοτε της σχολικής μας παρέας- δεν πήρα απάντηση. Έστριψα στη γωνία και πάτησα το κουμπί στο θυροτηλέφωνο. Μου άνοιξε χωρίς να απαντήσει. Ανέβηκα στο διαμέρισμα στον 4ο όροφο. Τον είδα κατσούφη.

«Λυπάμαι ρε Ν. Το ποδήλατο έχει κάνει φτερά. Θα το πέταξαν τις προάλλες που ήρθαν να περάσουν τις εγκαταστάσεις για το αέριο.. είχε πολύ παλιατζούρα εκεί πέρα». Αυτά μου είπε κοφτά κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι άργησα μια βδομάδα γι' αυτό που έψαχνα κάμποσα χρόνια.. Μου 'κανε νόημα να πάμε κάτω στο μαγαζάκι. Είχε αργήσει και έπρεπε να επιστρέψει. Κατέβηκα όλο απογοήτευση. Βγήκαμε στο πεζοδρόμιο και καθώς περνούσαμε κάθετα το δρόμο, έγνεψε προς τον απέναντι τοίχο και είπε βιαστικά: «εκεί είναι.. δικό σου!». Κι αμέσως εξαφανίστηκε στο μαγαζί.

Έμεινα "παγωτό". Μπροστά μου είχα το ποδήλατο των δικών μου ονείρων. Αυτό που από πιτσιρικάς ήθελα, αλλά για χίλιους λόγους δεν μπορούσα να πάρω. Αυτό που χάζευα και ζήλευα στα ξαδέρφια μου. Αυτό που είχα βάλει πείσμα να βρω και να το χρησιμοποιήσω, κι ας έφτασα τα πρώτα μου -άντα. Ανθρακί, με αστραφτερό γυριστό τιμόνι, κουδουνάκι, τρόμπα περασμένη σε υποδοχές στο σκελετό και δυναμό για το εμπρός φανάρι. Λεπτεπίλεπτο, έτοιμο να σπάσει στην πρώτη επαφή! Τι κι αν είχε ξεχαρβαλωμένες ρόδες, κομμένα συρματόσχοινα, σκουριασμένη αλυσίδα. Όλα φτιάχνονται.. όλα θα φτιάξουν!

«Δε φαντάζεσαι τι χαρά μου δίνεις", του λέω.. "προβλέπω να μην το ξεχνάω και ποτέ..»
«Το πήρες κι έφυγες», μου λέει, «..δρόμο!»

Ε, το πήρα κι έφυγα!

Τώρα στέκει στο υπόγειο του σπιτιού μου, έτοιμο για αποκατάσταση και επαναλειτουργία. Θα χρειαστεί μπόλικη δουλίτσα και κάμποσα ανταλλακτικά.
Αλλά θα γίνει τ-τ-τέλειο!!

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Πρωτομαγιά 1976

* του Βασίλη Βασιλικού

«... 35 χρόνια συμπληρώνονται εφέτος
από το θάνατο του Αλέκου Παναγούλη...»

Θυμάμαι ήταν Πρωτομαγιά του 1976, βρισκόμουν στο Λεμονοδάσος του Πόρου, μέσα στις ευωδιές της άνοιξης, και ανέβαινα χαρούμενος το μονοπάτι, όταν από μια νεαροπαρέα που κατέβαινε με το τρανζιστοράκι στη διαπασών άκουσα την είδηση. Μεταμορφώθηκα για λίγα λεπτά σε δέντρο από την ακινησία, ως κεραυνόπληκτος.

Μία και δύο, επέστρεψα στο ξενοδοχείο κι όρμησα στην τηλεόραση. Είχε ένα χαζό πρόγραμμα, γύρισα στην ΥΕΝΕΔ κι εκεί το ίδιο. Περίμενα «έκτακτο δελτίο» εις μάτην. Ραδιόφωνο δεν υπήρχε εκεί κοντά. «Το φάγαν το παλικάρι» μου ψιθύρισε στο αυτί ο ξενοδόχος. Χαρούμενοι εκδρομείς μπαινόβγαιναν στο ξενοδοχείο. Πήγα στο τηλέφωνο να πάρω ένα φίλο μου δημοσιογράφο, βούιζε συνεχώς. Ώσπου φτάσαν οι ειδήσεις στη μία. Κι εκεί ο τηλεπαρουσιαστής είπε για κάτι ποσοστά οινοπνεύματος που βρέθηκαν στο αίμα του που ούτε ελέφαντας δε θα τα άντεχε, όχι άνθρωπος. Τρεις βραδιές πριν ήμασταν σε μια ταβέρνα στην οδό Αθηναίων Εφήβων στο Λυκαβηττό. Φτάναν συνέχεια στο τραπέζι μας παγωμένες φιάλες άσπρου κρασιού κερασμένες από «θαυμαστές» του. Τώρα που αναλογιζόμουν τις φάτσες τους μου θύμιζαν έντονα παρακρατικούς τραμπούκους. Ο Αλέκος ήπιε, όπως το συνήθιζε, αρκετά, αλλά όταν μπήκε στο αμάξι του, το μοιραίο Mirafiori που λίγο καιρό πριν του είχε χαρίσει η Φαλάτσι, όχι μόνο δεν οδηγούσε σαν πιωμένος, αλλά εντύπωση μου έκανε η επιδεξιότητά του στις στροφές.

Πώς, λοιπόν, έπεσε στην τάφρο στις έξι τα ξημερώματα; Στη μικρή οθόνη ο παρουσιαστής διόρθωσε σε λίγο το λάθος του για το οινόπνευμα. Δεν ήταν 0,5, αλλά 0,0005. Πάλι καλά. Κάποιος θα του πάτησε τις φωνές από το κοντρόλ-ρουμ. Την επομένη η γαλλική εφημερίδα «Monde» είχε ένα σκίτσο του ντεραπαρίσματος, με τα λάστιχα του Mirafiori να σχηματίζουν ένα Ζ. Τις επόμενες ημέρες κατέφτασαν από όλους τους ξένους εκδότες μου τηλεγραφήματα όπου μου προσέφεραν τεράστια ποσά ως προκαταβολή για να γράψω το νέο «Ζ», τη νέα πολιτική δηλαδή δολοφονία. Δεν απάντησα σε κανέναν. Ήθελα να βεβαιωθώ πρώτα αν ήταν δολοφονία ή τυχαίο-τροχαίο.

Δύο μήνες μετά δεν είχα κατασταλάξει σε κάτι. Ως δημοσιογράφος παρακολουθούσα τις δίκες, τους μάρτυρες με φάτσες όμοιες με αυτούς που τον κερνούσαν άσπρο, παγωμένο κρασί στην ταβέρνα. Δεν έβγαζα άκρη. 35 χρόνια μετά εξακολουθώ να μη βγάζω.

* Άρθρο στο περιοδικό 4Τροχοί, τεύχος 488 - Μάιος 2011. Μπορείτε να το διαβάσετε και εδώ.