Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Η ευγνωμωσύνη των ζώων

Πέρασε ο παππούλης το κατώφλι του μοναστηριού και θαύμασε την ησυχία, το φυσικό κάλλος. Προσκύνησε τις εικόνες στο πετρόχτιστο υπεραιωνόβιο καθολικό και βγαίνοντας ξανά στην αυλή ξεκούρασε τα γηραιά μάτια του στον κόλπο της θάλασσας που ζωγράφιζε το φόντο εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Εκεί τον συνάντησε ο γέροντας της μονής, πρώτα μ' ερωτηματικό στο πρόσωπό του και ύστερα με πηγαία μετάνοια σαν έδωσε γνώρο ο επισκέπτης. Στάθηκαν ώρα, εκεί, στο κέντρο της αυλής που στεφανωνόταν από τα φθινοπωρινά δέντρα και τα καφετιά φύλλα τους, παραδομένα κι αυτά στη ροή της ζωής· στον θάνατο.

Τα διαβάζουμε στα γεροντικά, τα περιγράφουν τα συναξάρια. Τα πιστεύουμε - δεν τα πιστεύουμε με τη φαντασία μας· ώσπου η μικρή σκυλίτσα της μονής έρχεται και μυρίζει με περιέργεια τα ράσα του ξένου ιερομόναχου που μπήκε στον περίγυρό της. Κι αφού φέρνει δυο φορές τον γύρο της φιγούρας του, σηκώνεται στα πίσω της πόδια, γραπώνει με τα άλλα δυο το δεξί χέρι του παππούλη και το φιλάει τρεις φορές. Η ευγνωμοσύνη των ζώων. Κέρδισε η μικρή το χάδι, ευλογία από το τρεμάμενο ροζιασμένο χέρι του ιερέα.

Η ευγνωμοσύνη των ζώων. Των ανθρώπων;



Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

το υπόγειο θαύμα


«Ποιος είσαι, όταν φέρνεις σε πέρας κάτι μεγαλειώδες - χτίζοντάς το, έχεις κάνει κι εσύ το ταξίδι κι έχεις φτάσει στην άλλη πλευρά. Στη μιαν άκρη υπήρχε αυτός που ήσουν πριν κατέβεις κάτω από τη γη και στην άλλη, ένα καινούριο πρόσωπο που βγήκε στο φως.

Ο πάνω κόσμος πρέπει να είναι πάρα πολύ συνηθισμένος σε σύγκριση με το θαύμα από κάτω, το θαύμα που έκανες εσύ με τον ιδρώτα και το αίμα σου.

Τον μυστικό θρίαμβο που φυλάς στην καρδιά σου».



* Από το συγκινητικό αλληγορικό μυθιστόρημα του Colson Whitehead, Υπόγειος σιδηρόδρομος, (εκδ. Ψυχογιός), λογοτεχνική μεταφορά του παράνομου δικτύου των πολέμιων της δουλείας, που βοηθούσαν τους μαύρους σκλάβους να το σκάσουν από τις εξοντωτικές φυτείες του Νότου και τους μετέφεραν ελεύθερους στον Βορρά.

** Με κάποιον υπόγειο συνειρμό, ταίριαξε η υγρή γλυκύτητα που μου άφησε με τον κύκνο που κλαίει, του Νίκου Ζούδιαρη. [♪] Τα διαμάντια έχω ζηλέψει, όμως πιο πολύ που κατρακυλούν στα μαγουλά σου [/♪]



Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Τι ζητάς

Τι θέλεις, μου λες;
Τι ζητάς από μένα, πια;

Γιατί γεμίζεις τα όνειρά μου με τα καμώματά σου;

Μήπως σ' αφήνω εγώ να φύγεις; θα με ρωτήσεις.. Αν υπήρξε μέρα, ρώτα με, χωρίς τη θύμησή σου στη σκέψη μου, προσευχή δίχως τ' όνομά σου στο ψέλλισμά μου. Πώς γίνεται μετά να μην ελαφροπατάς στον ύπνο μου; Πώς γίνεται να μην στεγνώνεις τα χείλη μου;

Κι ας μη θυμάμαι το ξημέρωμα τι λες και τι σκαρώνεις στα θολά σου περάσματα. Μένει η αίσθηση, η γεύση -γλυκιά ή πικρή- της απούσας παρουσίας σου.

Τι ζητάς..
ζητάς ένα σύννεφο
ζητάς το άπιαστο

Είναι και που δεν το ζητάς από μένα.