Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

ενόψει σκόπελος

Από μέρες είχα βάλει πείσμα να ανακαλύψω πώς στο καλό φτάνει κανείς στα σπίτια που έβλεπα έναντί μου στον ορίζοντα, ψηλά και χαμηλά στον λόφο, πνιγμένα στα πεύκα. Την πρώτη φορά που βγήκα τσάρκα με το ποδήλατο πήρα τον πρώτο παράδρομο της δημοσιάς, που συνέχιζε παραλιακά στον ήσυχο κόλπο της Σκιάθου. Ωπ! Σκιάθος είπα και ελπίζω ότι δεν σε πιάνω προ εκπλήξεως· δεν θυμάμαι αν σου έχω πει τίποτα σχετικά με τη διαμονή μου στο διαμαντάκι των βορείων Σποράδων, ούτως ή άλλως δεν είναι ώρα και στιγμή τώρα, μην περιμένεις. Σε επόμενο ίσως μήνυμα, που όπως συνήθως συμβαίνει ποτέ δεν θα έρθει γιατί κάτι άλλο θα επείγει τότε να σου διηγηθώ.

Ορίστε μ' έβγαλες απ' την πορεία μου που ήτανε θυμάμαι παραλιακή και μπρος μου σχεδόν τελείωνε το τσιμεντένιο μονοπάτι· ίσια ίσια που χωρούσε στο πλάτος ένα αυτοκίνητο. Κι όμως, οποία έκπληξις, ένα πλάτωμα αποκαλύφθηκε στα αριστερά μου, καθαρό από χόρτα, επίπεδο, στρωμένο με τσιμέντο. Πάνω του παρκαρισμένο με ντελικάτη βόλεψη ένα ολόκληρο λεωφορείο "Σκιάθος-Κουκουναριές", που μάλλον ξεχειμώνιαζε μακριά από την προδιαγεγραμμένη του διαδρομή. Άνοιξη σου περιγράφω. Θα ήθελα να βρισκόμουν ξανά, σ' εκείνο το μέρος, τη μέρα που θα κινούσε να ξεπαρκάρει το ογκώδες όχημα, να δω πώς θα ξεγλιστρήσει απ' την παγίδα του. Η χθεσινοβραδινή καταιγίδα είχε λασπώσει το χωμάτινο μονοπάτι που ξεδιπλωνόταν στο διάβα μου, ανάμεσα σε κέδρους και καλαμιές, οι ρόδες του ποδηλάτου βουτούσαν με αμφίβολη ισορροπία στα σοκολατί νερά που κολλούσαν στις σχισμές των ελαστικών. Γρήγορα όμως έφτασα σε τέρμα. Περπάτησα λίγα μέτρα πιο κάτω και επιβεβαίωσα το αδιέξοδο αυτής της επιλογής.

Στον γυρισμό έγινα χάλια. Λάσπες ξεκολλούσαν από τα λάστιχα καθώς περιστρέφονταν με ταχύτητα οι τροχοί και πιτσίλιζαν τα πόδια μου· ποδηλατούσα γοργά να ξεφύγω από τον σκύλο που έτρεχε στο κατόπι μου. Ήταν η μέρα που διάλεξα να φορέσω παντελόνι το κόκκινο κοτλέ.

Επανήλθα στην περιοχή τις προάλλες, προσπερνώντας τον πρώτο παράδρομο για τον δεύτερο, μα έμοιαζε κι αυτός να τερματίζεται νωρίς. Μια απότομη, ωστόσο, στροφή τον έκανε να μοιάζει με αδιέξοδο χωρίς στην πραγματικότητα να είναι. Συνέχιζε με χάρη στροφίζοντας βαθιά μες στο πευκοδάσος. Διαδοχικές πινακίδες ενημέρωναν τους ταξιδιώτες του νησιού για την τοποθεσία της βίλας Έμυ και χαμογέλασα στη σκέψη ότι θα μπορούσε να ήταν κάποιο εξοχικό ανάπαυσης υπαλλήλων της εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας. Γρήγορα προσπέρασα την κλειστή σιδερένια πύλη της και συνέχισα να ποδηλατώ στην απέραντη ησυχία, κάτω από τη σκιά των ανθισμένων πεύκων. Η άσφαλτος κολλούσε ρετσίνη, ο αέρας μοσχοβολούσε πιπέρι. Το gps του κινητού μου με ενημέρωνε για τις εκατέρωθεν χωμάτινες διακλαδώσεις που έφταναν όλες τους σε αδιέξοδα των λίγων μέτρων, μπροστά σε πύλες με σιδεριές και λουκέτα, με ξύλινους φράχτες και τσιμεντένιους στύλους, σε οικόπεδα περιφραγμένα με συρμάτινες σίτες. Όπου έβρισκα την πύλη να χάσκει ανοιχτή, έμπαινα να εξερευνήσω την περιοχή τάχα μου ανήξερος για το τι θα συναντήσω· άλλη μια βιλίτσα μες στο δάσος. Το τέλος της ασφάλτου ήρθε σύντομα. Στα δεξιά μου "no entry" με προειδοποιούσαν τα λευκά γράμματα στην κόκκινη πινακίδα, συνοδευόμενα από το σχετικό σήμα με την οριζόντια γραμμή. Ευθεία μπροστά "ιδιωτικός χώρος" με ενημέρωνε λιγότερο απειλητικά μια δεύτερη πινακίδα. Έτερη "προσοχή σκύλος" ευτυχώς δεν υπήρχε. Πήρα θάρρος και συνέχισα στ' αριστερά.

Το δρομάκι συνέχιζε κατηφορικό και στρωμένο με χαλίκι, διερχόμενο μέσω μιας σιδερένιας πύλης που έγερνε ανοικτή χωρίς έγγραφες δηλώσεις ή απαγορεύσεις. Στο φόντο η θάλασσα. Μέσα της η Σκόπελος. Μπροστά ξεκινούσε μια έκταση με δέντρα και ελιές και το δρομάκι που έστριβε απότομα. Στήριξα το ποδήλατο στην πύλη και κατέβηκα πεζή ως τη στροφή, στο καραούλι με την ανόθευτη θέα. Δικαίωμα. Το φως του μεσουρανούντος ήλιου χρύσιζε στα κατσαρά νερά· αυτά με τη σειρά τους έσκαγαν με βοή στις απότομες βραχώδεις ακτές, την ώρα που τζιτζίκια συμπλήρωναν την εκφραστική λαλιά κείνης της μέρας. Στην άκρη του οικοπέδου με τις ελιές ένα μικρό αυτοκίνητο, μια καμινάδα, μια κεραμοσκεπή, ένα σπίτι. Το μπαλκόνι με θέα στο πέλαγος και στο απέναντι νησί, που 'χε τον οικισμό του ψηλά σ' έναν αυχένα στο μέσο του. Ένα παράθυρο στον μπροστινό τοίχο, κάγκελα τριγύρω, ένα τραπεζάκι. Μια μοναχική σεζλόγκ, ο γυμνός ήλιος και δυο πόδια σταυρωμένα ίσια μπροστά στην αγκαλιά μιας πετσέτας. Δικαίωμα;...

Μια μαυρομαλλούσα γοργόνα απολάμβανε νωχελικά τον μεσημεριάτικο ήλιο φορώντας τα ελάχιστα απαραίτητα· τα σκούρα γυαλιά της· ίσως και το αντιηλιακό της. Η απόσταση δεν μου επέτρεπε περισσότερες λεπτομέρειες. Η ευγενής μου διάθεση δεν μου επέτρεπε περαιτέρω στάση και παρατήρηση. Το δικαίωμά μου είχε εξαντλήσει την παράτασή του. Ή, τουλάχιστον, της καθωσπρέπει περιγραφής μου δεν της αρμόζει συνέχεια. Η ανάσα μου κρατήθηκε αντανακλαστικά, ίσως και η καρδιά μου να έχασε έναν χτύπο· πόσο συχνά βλέπει κανείς γοργόνες στη στεριά, και μάλιστα εκεί που δεν το περιμένει.. Όταν ο χτύπος αίματος επέστρεψε στις αρτηρίες, γύρισα στο ποδήλατο προσεκτικά και αθόρυβα. Η στιγμή ήταν τόσο τέλεια που αμαρτία θα 'ταν να μαγαριζόταν από ένα τρόμαγμα, ένα κλαράκι που θα έσπαγε, μια πέτρα που θα κυλούσε. Μετά επανήλθε και η αναπνοή μου.

Επέστρεψα μέσα απ' το δάσος, ποδηλατώντας αργά, μυρίζοντας απ' τη ρετσίνη των δέντρων ανακατωμένη με την αρμύρα που έφερνε ο γαρμπής απ' το πέλαγος κι απ' τη σκόπελο που ξεμύτιζε στα κυματιστά νερά της φαντασίας μου.