Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

home made with love

«Μικρό μέγεθος, σκληρό εξώφυλλο. Θα στοιχημάτιζα στις εκδόσεις Εστία».

Με τους φίλους από την Κοζάνη και τις πιτσιρίκες τους, στα Τρίκαλα. Και ποιος δεν πέρασε φέτος από τα Τρίκαλα στις γιορτές, παράπονο δεν έχω. Δεν προλάβαινα να εναλλάσσω τη θέα αγαπημένων φίλων και προσώπων, που ήρθαν από κοντά ή πολύ μακριά, άλλοι για λίγες ώρες, κάποιοι ευτυχώς για πολλές μέρες, προγραμματισμένα ή έκτακτα για να με δούνε και να τους δω· θερμά τους ευχαριστώ. Μου ξετίναξαν αργά και συστηματικά κάθε συναισθηματικό μου δείκτη.

«Κι επειδή θα είναι Εστία, εκτιμώ ότι είναι κάποιο του Καραγάτση, σωστά;»

Ο Κωστής ήδη μειδιούσε από απορία και παραίτηση ταυτόχρονα, καθώς πασπάτευα το περιτυλιγμένο βιβλίο που είχα μπροστά μου, το δώρο τους. Πόσες φορές με είχε σκάσει η Φανή να μου δανείσει τον Γιούγκερμαν κάθε που περνούσα από το σπίτι τους στην Κοζάνη. Μα κάθε φορά ένιωθα ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα του, και επειδή ποτέ δεν καταφέρνει κανείς να ξεφύγει από τη Φανή, έφευγα με κάποιο άλλο βιβλίο παραμάσχαλα.
Αλλά να τώρα, να μην μπορώ να θυμηθώ αν ο Γιούγκερμαν είναι δίτομο έργο ή ένας μόνος του. Κι έτσι πιθανολόγησα ότι από πείσμα που δεν το έχω δανειστεί απ' αυτούς δεν θα μου το έφερναν ούτε κι εκείνοι· θα περίμεναν να περάσω από την Κοζάνη να το πάρω μόνος μου.

«Η Μεγάλη Χίμαιρα, αυτό είναι», κατέληξα με αβέβαιη σιγουριά, για να δω αυτοστιγμεί το χαμόγελο της νίκης στα χείλη των συνδαιτυμόνων μου. Έσκισα το περιτύλιγμα και αντίκρυσα τον δίτομο Γιούγκερμαν. Παλιόπαιδα!
Στην ίδια χαρτοσακούλα είχαν στοιβάξει και δυο βάζα με μπεζέδες made by Kostis, τους οποίους δοκιμάσαμε έκπληκτοι -για το πλούσιο της γεύσης- την ίδια εκείνη ώρα.

Αργότερα, κι αφού τους αποχαιρέτησα αργά εκείνο το απόγευμα, κι αφού έσωσα με το ένα χέρι τη χαρτοσακούλα και όλο το περιεχόμενο που σκίστηκε καθώς ποδηλατούσα για το σπίτι, άφησα τα δυο βάζα με τους μπεζέδες στον πάγκο της κουζίνας. Την επόμενη μέρα κέρασα ένα τη μητέρα μου. Απ' το «τι είν' αυτό;» μέχρι το «Μμ, καλό είναι!» πέρασαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα, στην πρώτη κιόλας δοκιμή. Βάλθηκε στη συνέχεια να διαβάσει και τα αυτοκόλλητα στο καπάκι. «Το ένα λέει χαντ μέιντ, το άλλο χόμ μέιντ γουίθ και..», γελάκια, «..μια καρδιά». Γελάκια ξανά.

Έμειναν τα δυο βάζα στον πάγκο, όποιος περνούσε τις επόμενες μέρες, τσουπ, έτρωγε κι από ένα. Έβλεπα κάθε πρωί να μειώνεται η στάθμη, άδειασε το πρώτο βάζο, ανοίχτηκε το δεύτερο. Και δεν είχα ανακαλύψει μέχρι τότε ποιος έβαζε περισσότερο το χέρι του στο βάζο. Μετά από λίγες μέρες, προς το τέλος της διαμονής μου, δέχτηκα επίθεση από τη μικρή μου αδερφή και τη μάνα μου· πώς τα φτιάχνει και ποια συνταγή και πώς τα ψήνει, κλπ. Είναι η ώρα που αρχίζω και παίρνω ανάποδες, τόσο γιατί αντιλαμβάνομαι ποιος έσωσε τα στρατηγικά αποθέματα μπεζέδων στο σπίτι, όσο και γιατί αυτή η κουβέντα περί συνταγών μάλλον δεν βγάζει πουθενά. Άλλωστε, ποιος τον φτάνει τον Κωστή.

>>>

Έχω που κοιμάμαι μερικές μέρες, και νύχτες, αγκαλιά με τον Γιούγκερμαν. Βρίσκεται σταθερά στο κομοδίνο, στο κρεβάτι πλάι στο μαξιλάρι, στο αυτοκίνητο και στη δουλειά. Στη δουλειά, ναι. Τώρα μην αρχίσεις να φοβάσαι και να σκέφτεσαι ότι τάχα κάνω υπεύθυνη δουλειά και πώς γίνεται να διαβάζω σε ώρα υπηρεσίας κι αν επιτρέπεται και τέτοια. Σου έχω ετοιμασμένη την απάντηση, ότι όλες οι δουλειές είναι υπεύθυνες κι ότι μάλιστα υπάρχουν πολύ πιο υπεύθυνες δουλειές από τη δική μου, χίλιες δυο, και πού να σου τις απαριθμώ τώρα. Να, πάρε για παράδειγμα τη δουλειά που κάνει η κουμπάρα μου στην Πάτρα, λίγο το 'χεις, τόση προσοχή και τόσες ευθύνες και άγχος; Δεν συμφωνείς; Πάρε παράδειγμα μετά την άλλη κουμπάρα μου στη Θεσσαλονίκη, εκεί κι αν είναι ευθύνη, Η Ευθύνη να πω, αλλά ποιος τα λογιαριάζει πες μου.. Μην πούμε για γιατρούς και πυροσβέστες και τέτοια.

Τελοσπάντων, με έβγαλες εκτός συνειρμού, ξέχασα τι ήθελα να σου πω· θα περιοριστώ στο ρεζουμέ. Κοιμάμαι και ξημερώνω με τον Γιούγκερμαν, αναπολώ Περσεφόνες και Εκάβες, κυνηγάω Χίμαιρες, ονειρεύομαι, χαίρομαι, ζω.



Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

home is where the library is

«Εμείς στο νησί συνήθως το κάνουμε αυτό μ' άλλον τρόπο».

 ***

Στην Αθήνα έζησα ενάμιση χρόνο ακριβώς. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες καλά, το εννοώ το ακριβώς. Εμφανίστηκα μια μέρα στα τέλη του Νοέμβρη, μέσα σ' ένα εκτυφλωτικό μεσημεριάτικο φως που στραφτάλιζε στη θάλασσα των νοτίων προαστίων, και ένα μουντό απριλιάτικο πρωινό δεκαοχτώ μήνες ακριβώς μετά, χαιρέτησα για τις θάλασσες του Νότου. Εντάξει, δεν είναι και πολύ Αθήνα η Γλυφάδα και το Ελληνικό, συμφωνώ, μιας και πιάσαμε την ακρίβεια των λόγων και των θυμησών. Αλλά θυμάσαι ότι στο Χαλάνδρι αρχικά, μετά στον Ταύρο και στο κέντρο σύχναζα ολημερίς, και στα Εξάρχεια· άντε και στο κρύο Κολωνάκι. Τα 'χω γυρίσει όλα αυτά άλλωστε και μάλιστα με το ποδήλατο..

Άλλο όμως θέλω να σου πω τούτη τη βροχερή νύχτα και με παρασέρνουν σαν ρυάκια οι μνήμες.

Στην Αθήνα λοιπόν, για ενάμιση χρόνο. Όσο μετακόμιζα από το αειθαλές τριάρι της Θεσσαλονίκης, μαμά-μπαμπάς-θείος-θεία έφεραν μια γύρα στη γειτονιά των τελευταίων και μου νοίκιασαν μια ταπεινή γκαρσονιέρα σ' έναν ησυχο δρόμο στο κέντρο της Γλυφάδας. Προτού ακόμα το δω είχα ακούσει τέσσερις διαφορετικές περιγραφές και γνώμες γι' αυτό το δωμάτιο, που μ' έκαναν να ανασηκώσω το φρύδι από ενδιαφέρον. Η παρουσία μου θα -έπρεπε να- ήταν τόσο σύντομη στην Αθήνα όσο θα διαρκούσε η fast track εκπαίδευσή μου στα της δουλειάς. Η εκπαίδευση ποτέ δεν ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά και καταλαβαίνεις, οι δέκα βδομάδες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνος, έγιναν χρόνος και μήνες μαζί, και το ότι δεν ξέμεινα να σου γράφω ακόμα από εκείνο το σπίτι είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα για τις απέραντης αργοπορίας υπηρεσίες μας.

***

«Εμείς στο νησί, είπες; Εμείς

Καθόμαστε στην κοίτη του ποταμού που διασχίζει την πόλη μας απ' άκρο σ' άκρο. Δηλαδή εκείνη κάθεται στο ξύλινο παγκάκι, εγώ στέκουμαι όρθιος. Έχω τα χέρια πότε δεμένα σταυρωτά μπροστά στο στήθος, πότε χωμένα στις τσέπες του μπλουτζήν. Στάση αμυντική; Στάση άνεσης; Κοιτώ πότε τη βάρκα που μακραίνει μες στα νερά προς την γέφυρα, πότε την Περσεφόνη που έκπληκτη έπιασε την αποστροφή ενός ανιαρού λόγου μου.


***

Χαυνωμένος από τις ομορφιές της παραλιακής ζώνης εκείνο το λαμπερό μεσημέρι, φτάσαμε στο νέο μου σπίτι. Μαμά και θεία κι εγώ. Οι μεγάλοι άντρες έμειναν σπίτια τους. Ο θείος στην ευρύτερη γειτονιά, όπου έχτισε πριν από σαράντα και πλέον χρόνια όταν η περιοχή ήταν κάτι σαν εξοχή, ο πατέρας πίσω στην πατρίδα· ποτέ δε συμπάθησε την Αθήνα, εξακολουθεί να την αποφεύγει όπως το ψάρι την στεριά.
Η εξώπορτα άνοιγε σ' ένα μικρό χωλ που φιλοξενούσε και την κουζίνα. Αριστερά το μπάνιο, μ 'ενα παράθυρο που έβλεπε στο κλιμακοστάσιο(!) και μπρος ένα ευρύχωρο δωμάτιο με μια τεράστια μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον φαρδύ δρόμο. Ένα τραπέζι με δυο ψάθινες καρέκλες, πλήθος κουζινικά σκεύη με πιάτα τιγρέ, μια χτιστή ντουλάπα, μια βιβλιοθήκη. Εδώ είμαστε, είπα.

***

Στο τριάρι της Θεσσαλονίκης έζησα δεκατέσσερα χρόνια. Όλα μου τα χρόνια στην πόλη δηλαδή, σ' εκείνο το σπίτι, πολλά από αυτά μόνος. Δεν μετακόμισα καμία φορά, παρά την τελευταία. Όταν είπα του ιδιοκτήτη ότι φεύγω για την Αθήνα, με παρακάλεσε να του πω την αλήθεια, ότι τάχα δηλαδή είχα βρει άλλο καλύτερο σπίτι, σ' άλλη γειτονιά, και ντρέπομαι να του το πω. Δεν το πίστευε. Μήπως εγώ το πίστευα; Άσ' τα, κλάφ' τα.
Σ' εκείνο το σπίτι είχα βολέψει όλη μου τη νεανική ζωή, όλα μου τα ρούχα, τα πράγματα, την ιδιοκτησία, το βιός μου. Όλα εκτός από ένα πράγμα. Τα βιβλία μου. Βιβλιοθήκες είχαμε στο σπίτι, δύο. Μία ας την πούμε μεγάλη, με μαύρο σιδερένιο σκελετό και ξύλινα λευκά ράφια, κι άλλη μία ξύλινη μικρή· αυτή μπήκε στο δωμάτιο των κοριτσιών. Εγώ οικειοποιήθηκα από την αρχή την πρώτη και ανακάτευα μέσα της τα ογκώδη βιβλία της Σχολής, τους φακέλους και τις σημειώσεις, που όλα μαζί έκαμψαν με τα χρόνια τα λεπτά της ράφια.
Τα εξωσχολικά μου, όμως, βιβλία ποτέ δεν βρήκαν θέση στα ράφια της. Τα αστυνομικά κυρίως και τα υπόλοιπα λογοτεχνικά και θεολογικά, αφού διαβαζόντουσαν με λαιμαργία, φυλάσσονταν στο απομονωμένο ράφι κάποιας ντουλάπας, μέχρις ώτου να έρθει η ώρα που θα ταξίδευαν για την πατρίδα. Εκεί θα έμπαιναν με ευλάβεια στη μεγάλη καφετιά ξύλινη βιβλιοθήκη, η οποία ακόμα και τώρα κοσμεί το παιδικό μου δωμάτιο. στο πατρικό σπίτι.

Κάπου στα χρόνια των ολυμπιακών αγώνων περίπου, πήρα μια κρίσιμη αναγνωστική απόφαση. Σταμάτησα να διαβάζω τις δύο κυριακάτικες εφημερίδες που αγόραζα ανελλιπώς από τα δεκαοχτώ μου, και με τα χρήματα που εξοικονομούσα κάθε μήνα άρχισα να αγοράζω δύο βιβλία από την πρωτοπορία ή το βιβλιοστόκ. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια η καφετιά ξύλινη βιβλιοθήκη στο πατρικό σπίτι γέμισε ασφυκτικά από δικά μου βιβλία, που με κάθε ευκαιρία μετανάστευαν από τη Θεσσαλονίκη. Πάντα ήταν γεμάτη αυτή η βιβλιοθήκη. Στην αρχή, στα χρόνια της εφηβείας, ο πατέρας μου επέτρεψε να χρησιμοποιώ δυο μεγάλα ράφια στη μέση περίπου του ύψους της· στα υπόλοιπα τακτοποιούσε εκείνος τα φιλολογικά και ιστορικά του εγχειρίδια και λεξικά. Με τα χρόνια τα δύο μου ράφια έγιναν τέσσερα, έγιναν σειρές ολόκληρες, ώσπου στα χρόνια της δικής μου αναγνωστικής ακμής κατέλαβα το σύνολο των σειρών. Αυτή είναι και η εικόνα σήμερα. Μονάχα η εγκυκλοπαίδεια Υδρία με τους ασήκωτους δώδεκα τόμους της, τιμής ένεκεν, κατοικεί από παλιά στο μεσαίο κάτω ράφι της βιβλιοθήκης.

***

Τακτοποίησα σχετικά γρήγορα όλα μου τα πράγματα στην ντουλάπα, τα κουζινικά στη θέση τους, αγόρασα κρεβάτι, έστησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και βόλεψα μπροστά του μία από τις μεγάλες ψάθινες καρέκλες. Άφησα τελευταίο το κουτί με τα βιβλία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε δουλέψει υπερωρίες τις τελευταίες εβδομάδες και είχα εφοδιαστεί με κάμποσα αδιάβαστα βιβλία για τη νέα αρχή, τη ζωή στο νέο σπίτι, στη νέα πόλη. Τη νέα ζωή να λέμε καλύτερα. Τα έβγαλα με προσοχή, καμιά ντουζίνα στο σύνολο, και τα τοποθέτησα σε δύο ράφια, τα μυθιστορήματα στο ένα και τα θεολογικά στο άλλο. Πάντα τα ξεχώριζα μεταξύ τους, μη "μαγαριστούν τα μεν από τα δε", χωρίς να είμαι πάντα βέβαιος ποια ήταν τα μεν και ποια τα δε. Στα άλλα ράφια χώρεσαν το ραδιόφωνο, κάποια προσωπικά είδη, το προσευχητάρι, τέτοια πράγματα.
Ήταν ωστόσο τόση η συγκίνηση που ορισμένα βιβλία μου έμπαιναν σε μια νέα βιβλιοθήκη, που αμέσως ένιωσα το ξένο σπίτι οικείο, φωλιά μου, ολοδικό μου. Και το πιο σημαντικό; Ότι στον ενάμιση χρόνο που έμεινα σ' εκείνο το σπίτι, σ' εκείνη την πόλη, τα βιβλία σταμάτησαν να μεταναστεύουν στην καφετιά βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού. Θα μου πεις ότι σου έγραψα ότι είχε ήδη παραγεμίσει, και άδικο δεν θα έχεις καθόλου. Ίσως μου πεις ότι και η απόσταση πλέον ήταν μεγαλύτερη και ότι όλο και πιο αραιά επέστρεφα στην πατρίδα, κάτι το οποίο όμως δεν είναι αληθές. Αν ψάχνεις την αλήθεια, αυτή είναι ότι για πρώτη φορά εκεί, σ' εκείνο το δωμάτιο, σ' εκείνη τη νέα βιβλιοθήκη ένιωθα ότι μπορούσαν να ξαποστάσουν τα βιβλία μου, οι περιπέτειές μου, οι ανησυχίες μου, ν' αναπαυτούν οι ώρες που είχα περάσει σφιχτά μαζί τους, κάτι που ουδέποτε μου είχε περάσει σαν νιώσιμο τα δεκατέσσερα προηγούμενα χρόνια.

***

«Μας έγινες και κρητικός δηλαδή; Σ' έκαναν κιόλας δικόν τους;»

Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είπα μετά, μάλλον κάτι σαν γκριμάτσα θα έκανα, κάτι σαν "ουπς, είπα εμείς; χιχιχι, εκείνοι ήθελα να πω, χοχοχο". Ούτε καν για ποιο θέμα μιλούσαμε δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Γιατί μέσα μου σχίστηκα στα δυο από τη συνειδητοποίηση ότι αυτό το εμείς δεν ήταν καθόλου κατά λάθος, ήταν φύσει αυθόρμητο άρα και αληθινό. Κι αν τότε αδυνατούσα να ερμηνεύσω το πώς και κυρίως το πότε γεννήθηκε αυτό το εμείς, το συνειδητοποίησα λίγες μέρες αργότερα όταν έφτασε στον υπολογιστή μου ένα λινκ, κλικ, το πάτησα και άστραψε μπροστά μου η απάντηση. Και μακάρι να μπορούσα να επιστρέψω πίσω στην όμορφη εκείνη στιγμή που τα λόγια μου χάνω και να πω στην όμορφη εκείνη Περσεφόνη, που όμορφα έτσι κάθεται, που όμορφα μαζί μιλάμε και όμορφα αμήχανα αλλάζω στα χέρια μου θέση, μια στο στήθος σταυρωτά και μια στις τσέπες, ότι το εκείνοι έγινε εμείς από τη στιγμή που απέκτησα στο τελευταίο μου σπίτι νέα βιβλιοθήκη.

Από τη στιγμή που υλοποιήθηκε ένα σχέδιο που εκκολαπτόταν τρία χρόνια και δεκάδες βιβλία τριών χρόνων ανάγνωσης βγήκαν από τη σκοτεινιά μιας ντουλάπας, για να βρει καθένα τη θέση του στα πολύχρωμα ράφια της. Το εκείνοι έγινε εμείς γιατί το εκεί, δηλαδή το εδώ απ' όπου τώρα σου γράφω, έγινε έκτοτε σπίτι μου. Που δεν ξέρω αν έγινε ποτέ το δεκατεσσάρων χρόνων τριάρι της Θεσσαλονίκης, που ενδεχομένως και να έγινε το δεκαωχταμηνήτικο δωμάτιο στη Γλυφάδα και που ούτως ή άλλως είναι και θα είναι το πατρικό μου σπίτι.

Όπου η βιβλιοθήκη εκεί και το σπίτι σου, έλεγε το ηλεκτρονικό μήνυμα, μα ξέρω ότι ανεβαίνει τώρα στα χείλη σου μια διαφωνία, μια ύστατη ένσταση. Ότι σπίτι είναι εκεί που φωλιάζουν οι αγαπημένοι σου και περιμένουνε να 'ρθείς. Κι εγώ σ' αυτό δύσκολα μπορώ να σταθώ και να διαφωνήσω από μόνος μου. Στηρίζομαι όμως στη γερή γραφή του συγγραφέα και σου λέω ότι κάποια αντικείμενα που στέκουν για πάντα στη θέση τους σ' ένα σπίτι, όπως ένα πιάνο, μια βιλιοθήκη, «είναι η απτή απόδειξη ότι εκείνα που μένουν πίσω δεν είναι οι άνθρωποι. Αυτοί ξοδεύονται από νωρίς, όπως το καλό μπράντι μια βροχερή νύχτα»*.

Στηρίζομαι και ισορροπώ πλέον την καρδιά μου στις δυο βιβλιοθήκες μου που χαίρομαι να βλέπω να γεμίζουν, απολαμβάνω να τακτοποιώ, τσατίζομαι να ξεσκονίζω.


* Ισίδωρος Ζουργός, λίγες και μία νύχτες, εκδ. Πατάκης.