Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

40 καρούλια στιγμές


Θα 'τανε καλοκαίρι του 200*, Αύγουστος. Προσπάθησα να στήσω τη μηχανή στη ράχη του καθίσματος με τρόπο που να μας χωράει όλους στο κάδρο. Διάλεξα ζουμ και διάφραγμα και ρύθμισα το χρονομέτρη για την αυτοφωτογράφηση. Τελευταία στάση στο φιλμ, τελευταία φώτο. Τελευταία μέρα στην κατασκήνωση και λίγο πριν την αναχώρηση απολαμβάναμε την τελευταία ρέμβη στο κεντρικό κιόσκι. Χαμόγελα και «κλικ!».

Με την τελευταία στάση η μηχανή έθεσε σε λειτουργία το μηχανισμό μαζέματος. Με το τελευταίο "τσικ" κλονίστηκε, ταλαντεύτηκε και κατόπιν διπλής περιστροφής, σαν τέλειος καταδύτης, έσκασε ακίνητη στο γρασίδι. Πλησίασα. Το καπάκι έχασκε ανοικτό, το φιλμ είχε εκτιναχθεί έξω. «Ωραία μέθοδος αυτόματης εξαγωγής» σκέφτηκα και περιμάζεψα το φόβο μου για τα χειρότερα.

Φόβο, γιατί με πόση λαχτάρα την είχα αγοράσει, παραμονές του ταξιδιού στην Πόλη! Και πόση όρεξη να μάθω τα τεχνικά στα βιβλία του Π. Οι πρώτες φώτο, οι εικόνες. Οι πειραματισμοί και τα χρώματα.

>>>

Σαράντα φιλμ σε 8 χρόνια δεν τα λες πολλά. Ούτε και λίγα βέβαια.. Ελάχιστα σίγουρα! Αλλά αυτή ήταν εξαρχής η όρεξη, γι' αυτό και η εμμονή στο φιλμ, μέχρι σήμερα. Σαράντα φιλμ, από την Πόλη ως το Πήλιο. Στις κατασκηνώσεις και τις εκδρομές, στα τραίνα, στα χιόνια. Στην πλώρη μιας βάρκας στην Κερκίνη, στην κορφή ενός πασσάλου στο ponte del diabolo στη Βενέτσια.. Στο Ξυλοχώρι. Σαράντα καρούλια στιγμές, που σεμνά φυλώ στο παλιό χαρτοκούτι από παπούτσια. Δεν τολμώ να τ' ανοίξω όλα, πλυμμηρίζει ο νους από θύμισες απρόσμενες κι υγρές.

Χαζεύω τις τελευταίες, να τις χορτάσω. Σε μέρη άγνωστα μα τόσο οικεία. Ο Ν., ο Κ. κι ο Γ. στο Όρος, λίγο προτού ξεσπάσει η ατέλειωτη μπόρα. Να και το Βατοπέδι! Κι αμέσως μετά η Μακρινίτσα κι η Μηλιά, ο Βόλος από ψηλά. Δεν υπάρχει ομορφότερη αίσθηση απ' το να βλέπεις καθυστερημένα τυπωμένες πρότερες εμπειρίες. Αίσθηση που χάθηκε με τις ψηφιακές. Δεν θα πάρω ευχαριστώ.

Από τότε που η μηχανή μου έφαγε τη βουτιά στο κιόσκι της κατασκήνωσης, το καπάκι του φιλμ δεν κλείνει καλά. Έχω την εντύπωση ότι κι οι φωτογραφίες χειροτέρεψαν έκτοτε. Ή εγώ χειροτέρεψα; Αρνούμαι να το παραδεχτώ.. Να, τώρα, οι Φ. & Φ. κι οι Σπ. & Π. καβάλα στην τσουλήθρα, στο μόλο, και στον Ταξιάρχη. Στα στενά του Αη ..Μαχαιρίτσα! Κι η ασχημόφατσα η δική μου.

>>>

Θυμάμαι ακόμα το τρέμουλο της πρώτης φώτο. Ένας πελώριος πελεκάνος να χώνει τη μουσούδα του στα μαζεμένα δίχτυα, στο λιμανάκι της Ραιδεστού. Της κάθε πρώτης φώτο ενός φιλμ προηγείται σκέψη. Και αγωνία πολύ. Ως την τελευταία έχουν λυθεί τα δάχτυλα κι οι αποφάσεις. Σαν τις προάλλες, στο Golf της χαράς, με Καζούλη και Νταλάρα και Shakira-Shakira!

>>>

Έλεγε κάποτε ένας σπουδαίος Έλληνας φωτογράφος ότι η καλύτερη μηχανή θα ήταν εκείνη που θα επέτρεπε στον χρήστη της να βγάλει 1 φωτογραφία το μήνα. Θα τον ανάγκαζε τότε να αφιερώσει 29 μέρες στο θέμα του, το κάδρο, τον φωτισμό και τις ρυθμίσεις. Να τα "δώσει όλα" για μια φώτο. Μια ευκαιρία. Θα τον έκανε καλύτερο φωτογράφο.
Πώς το λέει ο Μάνος σ' ένα ψιλο-άγνωστο τραγούδι των Πυξ Λαξ, «Κάνε με να περιμένω, να καρδιοχτυπώ /.../ αν δεν υπάρχει απόσταση, πώς να σε πλησιάσω».


Μακάρι να 'μασταν έτσι και στη ζωή μας. Φειδωλοί και μετρημένοι. Αξόδευτοι, γεμάτοι, έτοιμοι να τα "δώσουμε όλα" για ΤΗΝ ευκαιρία. Ως τέτοια αξιολογώ την τελευταία, κι ας ξόδεψα ένα καρούλι φώτο. Ας αρχίσει, λοιπόν, το γέμισμα EOS την επόμενη, ποιος ξέρει πού.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μ'ρς!


Κουφό Βουνό, 2007

«Σημειωτόν!»
Ο Λοχαγός Λ.  εκ καρδίτσης έσκουξε με στόμφο και η ομάδα των ένστολων φαντάρων προσπάθησε να βρει βήμα εν στάσει.
«Αλτ-έν-δυο!»
Τα φαντάρια δεν περίμεναν ούτε τη μισή, ούτε την κανονική «ανάπαυση» για να πλαδαρώσουν. Χαχανητά, κουβεντολόι και αλληλοσχολιασμός. Συγκεντρωμένοι στην κεντρική πλατεία του γραφικού φανταροχωριού περίμεναν το τέλος της παρέλασης. Την κατάθεση στεφάνου, τους πομπώδεις λόγους, τα συγχαρητήρια του Διοικητή. Το χειροκρότημα του λιγοστού κόσμου το είχαν ήδη εισπράξει, τα υπόλοιπα ήταν για περιτύλιγμα.

Ξάφνου, «Προσοοό-χή!» είπε η φωνή και η μικρή διμοιρία έκανε να συμμαζέψει το ..χυμείο, το χαβαλέδιασμα του τελευταίου πενταλέπτου. Πριν προλάβουν καλά - καλά να σιαχτούν, ήρθε δεύτερη απανωτή σκουξιά της φωνής «Εφ' όπλου - λόγχη!».
«Τι είν' αυτό ρε σεις;» ακούγεται μια αμήχανη φωνή, τέρμα αριστερά και πίσω. Χεχ, ο Ν.Α., πυροβολητής-γραφιάς, δεν ήξερε τι του γινόταν!
«Σκάσε m@/@<@, κάνε ό,τι βλέπεις!» απαντάει άλλη φωνή, πιο δεξιά, κι ο πανικόβλητος Ν.Α. σκυφτός προσπάθησε να αντιγράψει τις κινήσεις. Και μάλλον κατάφερε να ξεφύγει από το άγριο βλέμμα του διοικητή Χ. Ξεκούμπωσε την ασφάλεια της ξιφολόγχης, την τράβηξε από τη θήκη και τη σφήνωσε νευρικά στην υποδοχή του επικλινούς G3.
«Ουφ!»
Μετά ξανά όρθια θέση, έτοιμοι για «παρουσιάστε!».. ΟΚ.

Στο παράγγελμα για βγάλσιμο της λόγχης είχαμε δράματα.. Η σκουριασμένη βάση της λόγχης φράκαρε για τα καλά στην υποδοχή του G3! Μάταια ο κακομοίρης τραβούσε από δω, χτυπούσε από κει, τίποτα. Η ομάδα ξεκίνησε με βήμα την επιστροφή κι εκείνος στο ρυθμό του βήματος συνέχισε την προσπάθεια απεμπλοκής!

Τα «έν-δυο» ηχούσαν παράταιρα στην ομορφιά του παγωμένου Μαρτιάτικου πρωινού κι η πρώτη σταγόνα ιδρώτα αγωνίας κυλούσε από τον κοντοκουρεμένο του λαιμό του Ν.Α. παίρνοντας το μακρύ δρόμο της ραχοκοκαλιάς.


>>>

Προπαραμονή, χθες, της 25ης κι ανέβαινα λαχανιασμένος την Κατσιμίδη μην αργήσω στο ραντεβού. Κιθάρα και βιβλία στον ώμο και με γοργό βήμα διασχίζω το διπλό δρόμο. Στο βάθος ακούω τύμπανα και πνευστά. Αμέσως συντονίζομαι και χτυπώ το αριστερό τακούνι στην άσφαλτο, όπως μας μάθαιναν τότε στην Θήβα. «Ένα-δύο, ένα-δύο» κι ενίοτε, όταν κολλούσε η βελόνα, τα συνεχόμενα «μαρς-μαρς-..», που από το ζήλο του υπολοχαγού Γκ. έβγαιναν χωρις φωνήεν!

Στο Παπάφειο έκανε πρόβα παρέλασης η μπάντα του συλλόγου, εξ ου και οι μουσικές. Τους χαζεύω με μια υποψία χαμόγελου. Με λίγη φαντασία η Kατσιμίδη θυμίζει τα δρομάκια της 3ης μοίρας του ΚΕΠΒ, η κιθάρα το στραβόκανο G3 και το δεξί μου μποτάκι το γυαλισμένο άρβυλο. Κι ας μην είναι φθαρμένο το τακούνι! Χαμογελώ ξανά και τραβώ το δικό μου δρόμο.

Λίγα μέτρα μπροστά μου ένας μεσήλικας με τη γυναίκα του κατηφορίζουν στο ίδιο πεζοδρόμιο. Σχεδόν ανέκφραστοι, αυστηροί. Διασταυρωνόμαστε. Στην απόσταση του ενός μέτρου τον ακούω με ελαφρώς στριμμένη την κεφαλή να ψελίζει στη γυναίκα του «Σημειωτόν».. για να έρθει η απάντησή μου, αυθόρμητη, ενθουσιασμένη, φορτωμένη μ' αγωνιώδεις μνήμες από την -κατά Γιάννη Σπυρόπουλο «Μπαχ»- «τρύπα της γεωγραφίας»...
«Μ'ρς!»

* Το σκίτσο το βρήκα εδώ.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Αστεράκι

Ιούνιος 1984, Μονακό
Η βροχή που έδερνε το Πριγκηπάτο κείνη τη μέρα ήταν πρωτόγνωρη σε ένταση και διάρκεια. Ήταν αρχές καλοκαιριού και το θέρετρο της κυανής ακτής δεν είχε συνηθίσει σε τέτοια φαινόμενα. Σε βροχή ήταν, όμως, καλο-μαθημένοι οι οδηγοί F1 που ξεκίνησαν το ομώνυμο Grand Prix χωρίς αναστολές.

Όλοι οι οδηγοί προσπαθούσαν να βρούνε τα πατήματά τους με τα εξαιρετικά δύστροπα μονοθέσια. Είχαν να διαχειριστούν τα αφηνιασμένα άλογα των V6 ή V8 τουρμπάτων κινητήρων από μόλις 1.5-1.6 λίτρα. Ωστόσο ένα μονοθέσιο μοιάζει να κινείται υπερβολικά παράταιρα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Υπερβολικά γρήγορα. Ήδη στον 19ο γύρο, απ' την 13η θέση της εκκίνησης, θα προσπερνούσε τον πολύ Νίκι Λάουντα της McLaren που γυρνούσε 2ος ως εκείνη τη στιγμή, και μανιασμένα ορμούσε να καλύψει και τη διαφορά από τον 1ο Αλέν Προστ!

Κινούμενος 4 ολόκληρα δευτερόλεπτα πιο γρήγορα στο γύρο από κάθε άλλον, έφτασε και προσπέρασε στον 32ο γύρο "για πλάκα" τον επονομαζόμενο και "Καθηγητή" και μεγάλη ελπίδα της McLaren για τον τίτλο. Ο αγώνας πήγαινε για ..strip-show! Κανείς δεν μπορούσε να νοήσει αυτό που γινότανε. Ένας οδηγός 24 χρόνων, μόλις στο 6ο GP της καριέρας του, με ένα τριτοκλασάτο μονοθέσιο, υπό καταρρακτώδη βροχή, να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε διασυρμό όλο το grid της F1. Ήταν αφύσικο, πρωτόγνωρο, ήταν αχώνευτο..

Ο αγώνας διεκόπει "για λόγους ασφαλείας" στον ίδιο κιόλας γύρο. Και οι κανονισμοί που υπαγορεύουν ότι ως σειρά τερματισμού σε περίπτωση διακοπής του αγώνα μετράει αυτή του προηγούμενου γύρου, στέρησαν από τον Ayrton Senna και την ομάδα της Toleman την 1η του νίκη της καριέρας του, στο διασημότερο Grand Prix του κόσμου, το Μονακό.

Η 1η νίκη της καριέρας του ήρθε με ένα χρόνο καθυστέρηση, στο Πορτογαλικό Grand Prix του 1985 με την ομάδα της Lotus Renault, πάλι υπό βροχή (έτσι, για να αποδείξει ότι εκείνη η εμφάνιση στο Μονακό μόνο τυχαία δεν ήταν), εκκινώντας από την Pole Position (κι αυτή 1η της καριέρας του). Ο 2ος εκείνου του αγώνα (Μικέλε Αλμπορέτο) τερμάτισε ένα ολόκληρο λεπτό μετά...

Στη μετέπειτα καριέρα του θα πετύχαινε 6 νίκες στο Μονακό (εκ των οποίων οι 5 συνεχόμενες τις χρονιές 1989-93), ρεκόρ που κρατάει ακόμα μέχρι σήμερα, 41 νίκες συνολικά σε GP και 65 Pole Positions (σε 161 συμμετοχές), οδηγώντας 10 χρόνια για 4 ομάδες.



Όλοι, άσχετοι και μη, θυμόμαστε τη μέρα που έφυγε. Και πώς να μην.. Φέτος, ωστόσο, είπα να θυμηθώ τη μέρα που γεννήθηκε.
Σαν σήμερα ένα αστεράκι κατέβαινε στη γη. Μια τεράστια ψυχή, που έλαμψε και συνεχίζει ν' ακτινοβολεί και να εμπνέει.

Ayrton Senna, 21/3/1960

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Billboard Greece


Ξεκίνησε να λειτουργεί από χθες μια πολύ φιλόδοξη προσπάθεια του Δημήτρη Κανελλόπουλου και των συνεργατών του, το Billboard Greece, που για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα δημοσιεύει επίσημες λίστες πωλήσεων αλλά και airplays των εγχώριων ραδιοφώνων.

Φυσικά στο site θα βρίσκει κανείς και όλα τα νέα και τα δρώμενα στο χώρο της μουσικής, αλλά -το σημαντικότερο- κριτικές και γνώμες μερικών από των καλύτερων συντακτών του χώρου. Δεσπόζει το βαρύ όνομα του Γιάννη Πετρίδη, που τελεί χρέη συμβούλου έκδοσης, αλλά και όλης σχεδόν της ομάδας του εξαιρετικού e-tetRadio, που έκλεισε τις προάλλες 2 χρόνια παρουσίας στο διαδίκτυο.

Θα το παρακολουθώ!

* Διαβάστε το πρώτο editorial των αρχισυντακτών (Κανελλόπουλος και Μαρία Μαρκουλή) εδώ.
* Μόνιμο link για το Billboard Greece θα υπάρχει και στη λίστα με τις αγαπημένες μου συνδέσεις.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Βραδινή συντροφιά (x3)

Δεν είναι να πάω μια βόλτα από τα βιβλιοπωλεία της πόλης, μου τρέχουν τα σάλια σα σκυλάκι μπροστά σε λαχταριστό κορν-μπιφ! Έτσι έπαθα και το προπερασμένο Σάββατο περνώντας από τον Ιανό όταν είδα σε πολύ καλή προσφορά δύο από τα βιβλία της «λίστας» μου. Την Παρασκευή ολοκλήρωσα το ..έγκλημα κι απέκτησα μισοτιμής δυο βιβλία του Ίαν Ράνκιν, του πιο εμπορικού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων στη Βρετανία. Λαϊκής κατανάλωσης εντελώς, αλλά ωραίες ιστορίες, ψιλο-ρηχές ενίοτε, αλλά με μπόλικο μπλα-μπλα, πολλούς διαλόγους και δράση κι ωραίες απόψεις του Εδιμβούργου. Έτσι είναι τα βιβλία του, πάντα. Από αυτά που ξεχνάς τον άλλο μήνα κιόλας. Αλλά τι σημασία έχει.. αφού περνάς (περνώ) καλά 10 μέρες διαβάζοντάς τα.. Κι όποιος μου μιλήσει για χάσιμο χρόνου, θα τον παραπέμψω στο χαμένο χρόνο των σαβουροταινιών που θα δει σε μια χρονιά. Ένας Ράνκιν ισοδυναμεί -σε χρόνο- με 6-7 ταινίες δράσης. Στη δική μου ζυγαριά ούτε που περνάει απ' το μυαλό μου να τα συγκρίνω.

Μ' έχει πιάσει απληστία, τ' ομολογώ! Αλλά και τρομερή όρεξη ανάγνωσης, που έχει ροκανίσει τον ήδη μικρό χρόνο που αφιέρωνα σε ύπνο. Έκλεψε κι απ' τον πολύ χαμένο χρόνο μου στο internet. Καλό αυτό. Για τηλεόραση ούτε λόγος, την σνομπάρω μήνες τώρα.

Για λόγους εσωτερικής ισορροπίας έσπευσα την ίδια μέρα να προμηθευτώ και ένα ..καταλληλότερο βιβλίο για την περίοδο που διανύουμε (Σαρακοστή), ενός εκ των αγαπημένων μου θεολόγων-συγγραφέων.

Μ' αυτά τα τρία νομίζω θα περάσω ένα ικανό διάστημα ήρεμος, χεχε! Μετά έρχονται δύσκολοι μήνες (Μάιος-Ιούνιος), νεότερα μάλλον το καλοκαίρι, αλλά πάλι ποιος ξέρει.. συνήθως η όρεξη έρχεται στις πιο δύσκολες και πιεσμένες περιόδους.

>>>
 

Ian Rankin, «Μνήμη νεκρών»
εκδ. Μεταίχμιο 2007
σελ. 594


Το στόρυ του βιβλίου εκτυλίσσεται με φόντο τη διάσκεψη των G8 στο Εδιμβούργο, που έγινε τον Ιούλιο του 2005. Από τις σελίδες του παρελαύνουν γνωστές προσωπικότητες, πρωθυπουργοί, καλλιτέχνες, τραγουδιστές και μπάντες, σκηνές από την περίφημη συναυλία Live 8 και φυσικά ο επιθεωρητής Τζον Ρέμπους, μόνιμος λογοτεχνικός ήρωας του Ίαν Ράνκιν, που καλείται να εξιχνιάσει την υπόθεση «αυτοκτονίας» ενός Σκωτσέζου βουλευτή στο περιθώριο των διασκέψεων των G8.
Με τη «Μνήμη νεκρών» συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τη «σύλληψη» του επιθεωρητή Ρέμπους, τα οποία εορτάστηκαν δεόντως σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία με εκδηλώσεις και σειρά συλλεκτικών προϊόντων.

>>>
 

Ian Rankin, «Το τελευταίο τραγούδι για τον Ρέμπους»
εκδ. Μεταίχμιο 2008
σελ. 544


Όπως προϊδεάζει και ο τίτλος, πρόκειται για το τέλος της σταδιοδρομίας του επιθεωρητή Τζον Ρέμπους. Είναι τέλη φθινοπώρου στο Εδιμβούργο κι ενώ ο Ρέμπους πασχίζει να τακτοποιήσει ορισμένες εκκρεμότητες πριν αποσυρθεί, προκύπτει μια νέα υπόθεση δολοφονίας. Ένας αντικαθεστωτικός ρώσος ποιητής βρέθηκε νεκρός ύστερα από μια -κατά τα φαινόμενα- αποτυχημένη απόπειρα ληστείας στο δρόμο. Όμως όσο πιο βαθιά σκάβουν ο Ρέμπους κι η συνάδελφός του η αρχιφύλακας Σίβον Κλαρκ, τόσο τείνουν να πειστούν ότι δεν έχουν να κάνουν με μια τυχαία επίθεση. Κι αμέσως επακολουθεί και δεύτερη ειδεχθής δολοφονία. Στο μεταξύ, μια άγρια και προμελετημένη επίθεση κατά του τοπικού γκάνγκστερ και ορκισμένου εχθρού του Ρέμπους στρέφει τις υποψίες πάνω του. Μήπως ο επιθεωρητής υπερέβαλε εαυτόν προκειμένου να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του; Θα καταφέρει να ολοκληρώσει τη μακρόχρονη και άδοξη σταδιοδρομία του που λήγει σε λίγες μόνο μέρες;
Η τελευταία περιπέτεια του διάσημου ευτραφή επιθεωρητή, που αγαπούσε το αλκοόλ και την τζαζ, οδηγούσε στους μουντούς δρόμους του Εδιμβούργου το παλιό του Saab 900 και πρωταγωνίστησε σε 17 μυθιστορήματα, 8 εκ των οποίων εκδόθηκαν στα ελληνικά από το Μεταίχμιο σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη (μου λείπει ένα μόνο πλέον.. πού θα πάει, θα πέσει κι αυτό στα χέρια μου!). Ο Ίαν Ράνκιν φυσικά συνεχίζει το γράψιμο στο ίδιο ύφος, με νέο ήρωα.

>>>
 

Νικόλαος Βασιλειάδης, «Ορθοδοξία, ελπίς του κόσμου»,
τόμος Γ' «Ο εν Χριστώ άνθρωπος»
εκδ. Σωτήρ 2011
σελ. 303


Ο 3ος και τελευταίος τόμος της σειράς «Ορθοδοξία, ελπίς του κόσμου», που ασχολείται με δύο κεντρικά ζητήματα, τη θέση των λαϊκών στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την κοινωνική δύναμη της Ορθοδοξίας. Έχοντας διαβάσει με μεγάλο ενδιαφέρον τους πολύ περιεκτικούς δύο πρώτους τόμους, αναμένω με ανυπομονησία και τούτον.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Καλή στράτα, κύριε Μανώλη


* του Σπύρου Σεραφείμ


Η είδηση που «έσκασε» στην οθόνη του ηλεκτρονικού μου υπολογιστή, δυστυχώς ήταν λιγότερη ποιητική από τις γραμμές που έγραφε ο ίδιος. Παρόλα αυτά, το τέλος της ζωής του γράφτηκε έχοντας κοινά με παρόμοιες ιστορίες καλλιτεχνών που - αφού γνώρισαν την απόλυτη αποδοχή συναδέλφων και κοινού τελικά έφυγαν μόνοι. Αυτή η καταραμένη μοναξιά του καλλιτέχνη. 

Τον κύριο Μανώλη τον είχα γνωρίσει όταν έκανα εκπομπές στον Πόλις 88,6 για μια συνέντευξη που κατάφερα να κλείσω μετά κόπων, βασάνων και πολλών συνδιαλέξεων με το εξωτερικό. Ο Μανώλης τότε έμενε για ένα διάστημα στην Πορτογαλία, αφού είχε έντονη διαφωνία με το «μουσικό καθεστώς», όπως ο ίδιος το ονομάτιζε και ενώ δυο Έλληνες ερμηνευτές είχαν προχωρήσει σε αγωγές και μηνύσεις εις βάρος του.

Τον είχα συναντήσει στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, στην «καφετερία», όπως μου είχε πει, και μιλήσαμε για όλα. Από τη γέννησή του στο Ηράκλειο της Κρήτης, τις σπουδές του στην σκηνοθεσία κινηματογράφου, για την αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Μου είπε για τη χούντα, για το Λονδίνο όπου κατέφυγε συμμετέχοντας στον αντιδικτατορικό αγώνα, για το τροτσκιστικό κίνημα στο οποίο ήταν στέλεχος και η Βανέσα Ρεντγκρέιβ. «Ωραία γυναίκα, πολύ ωραία, και κυρία. Συνεργαστήκαμε σε παραστάσεις για τον αγώνα». Τον Μάη του '68 είπε βροντερό «παρών» στην εξέγερση των φοιτητών στο Παρίσι, εκεί είχε τραυματιστεί κιόλας. Στο Λονδίνο, ήταν Ιούνιος του 1973, γεννήθηκε η κόρη του, που την ονόμασε Ναταλία, έτσι, τιμής ένεκεν στη σύζυγο του Τρότσκι.
Το '74 έρχεται στην Αθήνα και κρύβεται, «αφού οι μυστικοί μπάτσοι θέριζαν με τις συλλήψεις».

«Μια ζωή, δηλαδή, στον αγώνα, κύριε Ρασούλη», τον είχα ρωτήσει διαπιστώνοντας, στην ουσία.
«Άστα, αγόρι μου, μεγάλο τρέξιμο. Και τώρα πολεμάω τον μεγάλο διάολο, την παγκοσμιοποίηση της μουσικής. Πολεμάω τα συμφέροντα της δισκογραφίας, και τα σκυλιά τα λυσσασμένα με κυνηγάνε κι αυτά. Σήμερα ζω στην Πορτογαλία. Αύριο δεν ξέρω πού θα είμαι. Αλλά είμαι ελεύθερος, όλοι γεννηθήκαμε ελεύθεροι, τα δισκογραφικά συμβόλαια είναι η νέα σκλαβιά. Εδώ, στη ρωγμή του χρόνου, κρύβομαι για να γλιτώσω, απ' του Ηρώδη το μαχαίρι...».

«Θεωρείστε αιρετικός;»
«Βάσει της κατάστασης είμαι και αιρετικός και εκκεντρικός, κάποιοι μπορεί να λένε ότι είμαι κι ο τρελός του χωριού. Ο αιρετικός, όμως, ακόμα κι αυτός, κάπου πιστεύει, έτσι δεν είναι;».

Αιρετικός ο Μανώλης Ρασούλης; Σε σχέση με την καθεστηκυία τάξη της μουσικής, της δισκογραφίας καλύτερα, ναι, ήταν. Ο ίδιος, όμως, πίστευε πολύ.

«Κύριε Μανώλη, σας φοβίζει ο θάνατος;»
«Τώρα πια, τίποτε δεν με φοβίζει κι ο θάνατος μέσα στη ζωή είναι, ο επίλογός της. Θάνατο θέλω τραγικό...»

[...]

Ήπιε μια γουλιά από την γκαζόζα του και κοίταξε ίσια πέρα, σαν να έπλαθε στο μυαλό του εκείνη την τελευταία στιγμή ή σαν να έκανε μια μίνι αναδρομή στην πολύβουη ζωή του, δεν ξέρω. Πήρε μια ανάσα και μου είπε: «Πιότερο φρόνιμο θα ήταν να μην παίξεις αυτή τη συνέντευξη, αγόρι μου. Μπορεί να κυνηγήσουν κι εσένα, να σε βάλουν στην μπούκα, να σου κόψουν τα φτερά. Αυτή είναι η συμβουλή που σου δίνω σαν πατέρας σου κι εσύ κάνε ό,τι θες. Αλλά να ξέρεις ότι όποιον βάλουν στο μάτι μπορούν να τον τελειώσουν σε μια στιγμή. Και να θυμάσαι ότι όλα, αν είναι να γίνουν, θα γίνουν...».

Η συνέντευξη, τελικά, δεν μεταδόθηκε ποτέ από τον Πόλις. Μέχρι να σκεφτώ τι θα κάνω, μέχρι να μιλήσω με τον τότε διευθυντή του σταθμού, τον Βασίλη Αντωνάκη, για να δούμε αν θα τη μεταδώσουμε, δέχτηκα πρόταση για να πάω στον RED 96,3.
Ξέρω ότι τους αποδημήσαντες δεν τους λέμε κυρίους, αλλά στο μυαλό μου πάντα θα τον έχω σαν κύριο.

Σηκωθήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα από το τραπέζι, χαμένοι κι οι δύο σε διαφορετικές σκέψεις, τον ευχαρίστησα για τον χρόνο του, φώναξε το γκαρσόν, όσο κι αν επέμενα πλήρωσε εκείνος λέγοντας «τα παιδιά δεν πληρώνουν ποτέ όσο υπάρχουν πατεράδες» και φύγαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Ήταν μια ζεστή ημέρα του Απρίλη του ψεύτη, όπου το αεράκι φούσκωνε το πορτοκαλί του πουκάμισο κι ο ήλιος έκανε γκελ στα μαύρα γυαλιά του...


* Ακούω τον «Ροβινσώνα», τη «Ρωγμή του Χρόνου»«Όλα σε θυμίζουν», «Νιώσε με» κι όλα εκείνα τα υπέροχα τραγούδια που παίζει τώρα ο Πετρίδης στο αφιέρωμά του στον Ρασούλη. Τι να πω.. έχω μια αίσθηση του χαμένου όταν σκέφτομαι τον Ρασούλη. Μου είχε κάνει εντύπωση στο παρελθόν οι αναζητήσεις του. Ελπίζω να βρήκε το δρόμο του.
Τον είδα πριν ένα μήνα στη Σβώλου, συναντηθήκαν τα βλέμματά μας (αλήθεια!) στη διάβαση της Εθν. Αμύνης. Στον κόσμο του. Στον κόσμο μου κι εγώ, όπως πάντα.

* Το άρθρο του Σπύρου Σεραφείμ είναι από το e-tetradio. Το πετσόκοψα λίγο. Διαβάστε το ολόκληρο εδώ.

* Το σκίτσο του Μανώλη Ρασούλη είναι από το skitso.biz. Θα το βρείτε εδώ.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Μένοντας με το στόμα ανοιχτό, στης στεριάς το μπαλκόνι


«Είμαστ' ενωμένοι;»
Ένα ξεψυχισμένο «ναι» ίσια που βρήκε την άκρη του νήματος για το λαβύρινθο του αυτιού μου.
«Είμαστ' ενωμένοι λέω;» επέμεινε η ..ρομποτική φωνή του τηλεβόα.
Το «ναι» ή «όχι» χάθηκε στη χρυσή λιακάδα του μεσημεριού.

>>>

Βγήκα από τη στοά της οδού Νίκης 3 και η λάμψη του μεσουρανούντος ήλιου έκανε τα μάτια μου να κλείσουν ανακλαστικά. "I watched the boiling sea meet the open sky / but my soul still felt like it's ice" γράφουν οι Turin Brakes σ' αυτό το ανεπανάληπτο τραγούδι τους (The Door).

Ψέμματα. Η εικόνα που είχα μπροστά μου ήταν ικανή να καψαλίσει την ψυχή μου σαν συκωτάκι που ξεχάστηκε σε τσουρουφλισμένο λάδι. Η θάλασσα κυμάτιζε πεταχτά κι ανέμελα, ενώ το βορειοανατολικό αεράκι την έκανε στ' ακρογυάλι τόσο ρηχή που αποκάλυπτε τα πρώτα βραχάκια του βυθού. Στη Θεσσαλονίκη ειμαι ή στα Λαλάρια, αναρωτήθηκα.. Κι η επιφάνειά της χρύσιζε σαν πασπαλισμένο με χρυσόσκονη μιλφέιγ. Απ' αυτή, ναι, που πασπαλίζονται τα όνειρα. Τα όνειρά της Άνοιξης, τα όνειρά της επικείμενης Ανάστασης.

Η θάλασσα είχε καταπιεί έναν ήλιο που ξέβραζε στον αφρό τα λαμπιόνια του, κι εγώ έστεκα ανέκφραστος, άσχημος μπρος στην απερίγραπτη ομορφιά της στιγμής. Έπεισα τον εαυτό μου να κλείσει το στόμα μου που έχασκε και τράβηξα το δρόμο της επιστροφής. Στην Αριστοτέλους ξανάκουσα τη φωνή..

«Είμαστε φοβισμένοι;»
«Όχι»
«Είμαστε φοβισμένοι λέω;»
Έστρεψα πρώτη φορά το βλέμμα μου από τη θάλασσα και προσπάθησα να το συγκεντρώσω στο μαζεμένο πλήθος. Ποιοι είναι; Τι θέλουνε; Γιατί αναστατώνουν τη στιγμή μου; Με τι σκοπούς ταράσουν την γλυκιά αφηρημάδα μου; Μια ομάδα μεσήλικων, με πλακάτ, σημαίες και πανό και μια ξέψυχη ντουντούκα. Η μέρα στα καλύτερά της... χειρότερη δεν μπορούσαν νά 'βρουν.

Το δεύτερο «όχι» χάθηκε μες στη δική τους βαριεστημάρα. Μερικοί σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους, άλλοι «ταξίδευαν» χαζευτικά μεταξύ ουρανού και θάλασσας. Ένας προσπαθούσε να συμμαζέψει με τη γλώσσα το μαρούλι με τη λευκή κρέμα που ξέφευγε από το ωμό σάντουιτς, κι όλοι παρακολούθησαν την καλοβαλμένη ..κοκόνα που τικι-τοκ, τικι-τοκ έσχισε ρυθμικά το λιγοστό πλήθος, αφήνοντας πίσω της μια αύρα αρώματος κι επιθυμίας μαζί.

>>>

«Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης / στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς»
Τα κοριτσάκια καθόντουσαν στα σκαλιά του δημοτικού σχολείου και τραγουδούσαν τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης».

Ξέγνοιαστα. Ακούω καλά; σκέφτηκα μέσα μου ή ονειρεύομαι; Τι ελπίδα μου 'δωσαν πρωί-πρωί αυτά τα παιδιά. Ευλογημένα να 'ναι!

Κι ευθύς, αναλογιζόμενος ξανά τους στίχους του Γκάτσου, έδωσα πρόσταγμα στον εαυτό μου να κοιμήσει μέσα μου γλυκά την εικόνα της θάλασσας. Κι απέσυρα τη ματιά μου απ' το μπαλκόνι της στεριάς, κοιτώντας σαν τελευταία φορά την αυστηρή γραμμή του ορίζοντα. Εκεί, στην κόψη, που ενώνεται η πλάνη (θάλασσα) με το όνειρο (ουρανός).

Στην κόψη που χαράσονται οι αποφάσεις.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Λέμε τώρα...

* του Κώστα Καββαθά

Πολλοί ρωτάνε τι θα έκανα αν ήμουν πρωθυπουργός. Πρώτα απ’ όλα δεν θα ήμουν πρωθυπουργός. Ένας απλός πολίτης θα ήμουνα που θα ζητούσε απ’ τους συμπατριώτες Ιρλανδούς «από τη Δευτέρα» να κάνουν 10-15 κλικ πίσω στις απαιτήσεις και συνήθειες για 1-2 χρόνια. Θα τους έλεγα ότι αυτό είναι απαραίτητο για να πούμε στο ΔΝΤ, στην ΕΚΤ, στους Αργυραμοιβούς και στους διεθνείς τοκογλύφους πως ή μειώνουν το «χρέος» κατά 70% ή αλλιώς να πάνε να μ@μηθούν. Μετά θα παρακαλούσα τους συμπατριώτες Ιρλανδούς να επισκεφθούν τις οικίες όσων με τις «πολιτικές» τους γονάτισαν τη χώρα και να τους ζητήσουν (ευγενικά) να γονατίσουν κι αυτοί... Αφού ένα μεγάλο τμήμα του ιρλανδικού λαού θα είχε ικανοποιπήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες, θα τους συγκέντρωνα στο «Μέγαρο» για να παρακολουθήσουν (με τις τουαλέτες, τις φούστες και τα μπότοξ τους), μια συναυλία με όλα τα «σκυλιά» στα οποία πετούσαν γαρύφαλλα και έσπαγαν πιάτα στα «πολιτιστικά ιδρύματα» της πρώιμης πασοκονεοδημοκρατίας. Μετά το πέρας της συναυλίας θα ζητούσα από όλες τις πρέσβυρες και πρεσβευτές Καλής Θελήσεως της CIA-UNESCO να εκφωνήσουν λόγους για τη μεγάλη σπουδαιότητα της κλοπής του εθνικού πλούτου από τις 20-30 Οικογένειες του Bidet Central, της Ekalis και του Parasite Beach. Εκεί θα απένειμα και το Μεγαλόσταυρο της Ανοιχτής Παλάμης στα πλέον διακεκριμένα botox της μάζωξης.

Επόμενο βήμα (επειδή είμαι «κάθετα» αντίθατος με τις αγριάδες) θα ήταν να χτίσω ένα γυάλινο κτήριο στον Ελαιώνα όπου θα τους συγκέντρωνα με τα λουμπουτέν, τα γουνάκια «αλεπούς», τα σακάκια χρώματος «σκατί» και τα πουκάμισα σε κάτι «μουσταρδί». Έξω απ’ το «γυάλινο» θα συγκέντρωνα μικροπωλητές που θα διέθεταν μπανάνες, φιστίκια, καρύδες αλλά και βιομηχανοποιημένες ροχάλες που οι Ιρλανδοί θα μπορούσαν να ταΐζουν τις ανθρωπίδες. Αν οι συμπατριώτες αποφάσιζαν, κατόπιν δημοψηφίσματος, να φτιάξουν ένα θίασο που θα πήγαινε στις πόλεις και τα χωριά της Ιρλανδίας θα συμφωνούσα, διότι η νέα γενιά έχει μείνει πίσω ως προς τα ιστορικά γεγονότα. Ένα άλλο που θα ζητούσα από τους πατριώτες θα ήταν να αποφασίσουν αν η Ιρλανδία θα συνεχίσει να κατοικείται από Ιρλανδούς ή αν θα μετανομαστεί σε Νότια Κανταχάρ, αλλά αυτό είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό θέμα που προέκυψε «ξαφνικά» σαν την προδοσία της Κύπρου, τη  δικτατορία του '67, τα Ίμια, τη Μαδρίτη, το Δουβλίνο ΙΙ και άλλες επιτυχείς πρωτοβουλίες της Χαρτοβιακής Ιρλανδίας, που συνορεύει με την Χαρτοβιακή Ελληνίτσα που δημιουργήθηκε το 1821, μετά τη σφαγή των Τούρκων στην Τρομπολιτσά από τις ορδές των ατάκτων του Θόδωρου Κολοκοτρώνη και τον μπούτζον του Μακρυγιάννη.

Για τους παρααπάνω (και άλλους 5.000 λόγους) δεν κατάφερα να γίνω όχι πρωθυπουργός, αλλά ούτε σύμβουλος του Χατζηδάκη, του Ευθυμίου, της Μαριλίζας και των Ρουσόπουλου-Πεταλωτή για να μην αναφερθώ στην ιδιότητά μου μου να είμαι αόρατος ακόμα και στον τομέα που αφιέρωσα τη ζωή μου: την Οδική Ασφάλεια.

Τελειώνοντας θα πω ότι έχω μεν ένα «πακέτο» διάσωσης της Ελληνίτσας αλλά αυτό προϋποθέτει τη συμμετοχή του 80% των Ιρλανδών πράγμα που, τώρα με το μέτρο της απόσυρσης, το βλέπω χλωμό...

* Αναρτήθηκε στο blog του ΚΚ, διαβάστε κείμενο και σχόλια εδώ.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

πΘ

Τρίκαλα, 1986
Ο παπα-Θ. σηκώθηκε νωρίς εκείνο το απόγευμα. Ντύθηκε, ετοιμάστηκε, πήρε τη μεγάλη ομπρέλλα με το γυριστό χερούλι και χαιρέτησε την παπαδιά. Ήθελε κείνη τη μέρα να είναι από νωρίς στην ενορία, για τον εσπερινό. Μεγάλη μέρα, Κυριακή. Παραμονή της καθαρο-Δευτέρας κι ο εσπερινός της Συγχωρήσεως (όπως λέγεται εκείνη μονάχα την Κυριακή του χρόνου) θα ξεκινούσε στις 6μμ. Περπάτησε ως εκεί, δεν ήταν μακριά και τα πόδια του τον βαστούσαν ακόμα. Πότε πότε στηριζόταν στη μυτερή ομπρέλλα που περήφανα έπαιρνε το ρόλο του μπαστουνιού. Φτάνοντας στο προαύλιο του ναού ένευσε ανόρεχτα σε μερικούς περαστικούς και μπήκε από την πόρτα του ιερού κατευθείαν στο εσωτερικό του. Ξεκούμπωσε την κάπα του και τρέκλισε προσπαθώντας να την ακουμπήσει στην κρεμάστρα. «Δε νιώθω καλά», πρόλαβε να πει σ' έναν από τους νεωκόρους, «σαν να ζαλίζομαι».

>>>

Η παπαδιά παρακολουθούσε την πρωινή Λειτουργία με την ευλάβεια της λαϊκής, «αμόρφωτης
» πίστης, που δεκαετίες βιωμάτων την είχαν θεμελιώσει ακλόνητα μέσα της. Λίγο πριν το «δι ευχών» και την απόλυση, βλέπει τον παπά της, τον παπα-Θ., τον άντρα της, να βγαίνει καμαρωτός στην ωραία πύλη και να νεύει στο εκκλησίασμα. «Μπα, σε καλό του...», μονολόγησε.
«Αδελφοί μου, Κυριακή της Συγχωρήσεως σήμερα, να με συγχωράτε και μένα για τις αδυναμίες μου», φώναξε ο παπα-Θ. με τη βροντερή φωνή του.
..Παράξενο, δυο δεκαετίες τώρα, ποτέ δεν είχε ξαναμιλήσει ο παπάς της, σπάνια ποτέ καμια ανακοίνωση.
«Κι αν δεν τα ξαναπούμε, καλή Σαρακοστή. Σ' όλους σας!» κι έκανε με το δεξί του χέρι μια κυκλική κίνηση χωρώντας στην περιφέρειά της όλους τους πιστούς που τον άκουγαν καρτερικά.
Δυο κουβέντες όλες κι όλες, μίλησε όπως ποτέ δεν τον είχε εκείνη ξανακούσει.

>>>

Τον καθίσανε γοργά σε μια καρέκλα, κάποιος έκανε αέρα. Άλλος έτρεξε για νερό. Λες κι αυτό είναι το γιατρικό για όλα. Ο παπα-Θ. δεν πρόλαβε να ψελλίσει πολλά. Ό,τι είχε να πει, το 'χει πει το πρωί, φάινεται ήξερε.

Μια κάπα κουβαριασμένη στο πάτωμα του ιερού, μια ομπρέλλα με ξύλινο γυριστό χερούλι πεταμένη παραδίπλα και τ' αδειανό κορμί του παπα-Θ. σωριασμένο στην ξύλινη καρέκλα. Η ψυχή είχε δραπετεύσει γι' άλλα μέρη.

>>>

Μπορώ να θυμηθώ δεκάδες πράγματα, σκηνές και φάσεις της προσχολικής ζωής μου. Απ' το σπίτι το παλιό, το χωριό, τον παιδικό σταθμό και τ' απογεύματα στο σπίτι της γιαγιάς. Απ' τον παππού μου, ωστόσο, δε μου 'μεινε τίποτα παρά τρεις μονάχα εικόνες. Τρία συγκεκριμένα στιγμιότυπα της παρουσίας του στη ζωή μου. Ένας λεβέντης παππούς. Ένας λεβέντης παππούς-παπάς σε τρία εσταντανέ. Χωρίς λόγια, χωρίς κίνηση, αλλά τόσο δυναμικά και χαρακτηριστικά της κυρίαρχης παρουσίας του.

Εικοσιπέντε χρόνια περάσαν, σαν σήμερα. Άργησα μεγαλώνοντας να συνειδητοποιήσω για ποιο λόγο μαζεύονταν όλες οι αδερφές κι ο γιος στη μάνα-παπαδιά κάθε παραμονή της καθαρο-Δευτέρας. Και μαζεύονταν στην κουζίνα διώχνοντας εμάς τα παιδιά στα υπόλοιπα δωμάτια. Με τα χρόνια οι πόρτες των δωματίων και της κουζίνας άνοιξαν και σμίξαν οι ηλικίες και οι θύμησες κι ας λιγόστευαν πια τα δάκρυα.

Εικοσιπέντε χρόνια και σήμερα ξανά εκεί. Χωρίς δάκρυα, μόνο θύμησες. Και γέλια. Γέλια των μικρών δισέγγονων που μπορεί να μην τα πρόλαβε ο παππούς, αλλά απολαμβάνει διπλά η γιαγιά-παπαδιά (εννιά τα 'χει κι όλο αυξάνονται). «Ευτυχώς» που κάποιοι λείπουν, δεν θα μας χωρούσε αλλιώς το σπίτι.

>>>

Κυριακή της Συγχωρήσεως κι απόψε, καθαρο-Δευτέρα από αύριο.
Καλή Σαρακοστή σ' όλους σας. Χωρίς σιγουριά, μα μ' ελπίδα ότι θα τα πούμε σύντομα κι από κοντά.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

R Siete



Με διδάσκει το R7. Νιώθω την ψυχή του. Τα φόρτε και τα ντάουν του, τη δυσφορία του. Τη ρεγουλαρισμένη άνεσή του. Ώσπου κάποιες σπάνιες στιγμές με αποζημειώνει με εκπλήξεις. Το ίδιο και χθες όπως και τότε, την τελευταία φορά, πριν 4 μήνες. Απ' το πρωί κινούνταν βαριεστημένα. Λες και το τελευταίο καύσιμο δεν τραβούσε. Σταμάτησα στο πλάι του δρόμου και έριξα μια ματιά στα λάστιχα. Όλα ΟΚ. Τι να πω.. θα ήταν μια από αυτές τις μέρες, με τις παρεξενιές του. Το απόγευμα αποφάσισα να το πάρω για το μάθημα. Το ζέστανα καλά, κούμπωσα ταχύτητα κι έφυγα. Άλλο νιώσιμο, ζωηρό. Με διδάσκει το R7. Ότι όσο πεσμένος και να είσαι, έχεις δυνάμεις κρυφές-ανεξερεύνητες που μπορείς να ενεργοποιείς.
 

Με δίδαξε ξανά. Στη μεγάλη ανηφόρα του περιφερειακού μου φόρεσε το καλύτερό μου χαμόγελο, χθες, μια κρύα και βροχερή ημέρα, σαν άλλοτε, παραμονές εκλογών, τότε που...

>>>

"...είναι Πέμπτη κι απ' το πρωί έχω επιδοθεί σ' ένα σαφάρι συναλλαγής με υπηρεσίες και τα περίφημα τέρατά τους. Εφορία, Τράπεζα, λογαριασμοί, ασπαιτέ, ...σουπερ-μάρκετ,χα! Δίδαγμα: η εξυπηρέτησή όλων τους άψογη... όταν είναι να πληρώσεις!! Έχω φάει, λοιπόν, τη μισή μέρα (τουτέστιν 4 εργατο-ώρες) και επιτέλους με τα πάντα όλα τακτοποιημένα (πλην περαίωσης που ακόμα την περιμένω) βαδίζω προς το αυτοκίνητο, το R7, για να φύγω προς Θέρμη. Υπάρχει και μια εργασία (πόσο ακόμα;), μην ξεχνιόμαστε!

Αλλά τι να δω ...3 μέρες μόλις για τις εκλογές και κάποιοι αποφάσισαν να ασφαλτοστρώσουν την παρά το Ιπποκράτειο οδό, στη γωνία της οποίας είχα παρκαρισμένο το R7, έτοιμο γυρισμένο ώστε να βγαίνω κατευθείαν στην Εγνατία. Και πού να πάω; Από πίσω κλεισμένος από άλλα παρκαρισμένα. Από μπρος μηχανήματα σε όλο το πλάτος του δρόμου.... πώς βγαίνει κανείς;;;

...από το πεζοδρόμιο!! Χε,χε!

Λίγα δεκατόμετρα πίσω, φίλημα προφυλακτήρα-προφυλακτήρα, μαρσάρισμα και ωωωωππ! πάνω στο πεζοδρόμιο. Τα υπόλοιπα εύκολα. Και να 'μαι τώρα ήδη στη Βούλγαρη, σε σπάνια περίπτωση που το φανάρι της Εγνατίας είναι πράσινο. Γκαζώνω κι εγώ να πάρω φόρα για την επερχόμενη ανηφόρα. Δεξιά λωρίδα και στο βάθος ένα εκπαιδευτικό. Πάει αργά. Χε, ναι, ακόμα και για τα δικά μου δεδομένα. Σταυρό στους 3 Ιεράρχες, κι εγώ με 4η και 60. Πίσω μου ένα Renault Clio ανοιχτο-πράσινο, βγάζει φλας αριστερά και ξεκινά προσπέραση στον ανήφορο. Με έχει. Με διπλαρώνει και κάνει να απομακρυνθεί.

Χεχ, και τότε χαϊδεύω κι εγώ το γκάζι του R7 και βλέπω ότι δίνει.... βρε, τι γίνεται εδώ λέω.... μπροστά πλησιάζει το εκπαιδευτικό. Εγώ το πλησιάζω δηλαδή, αλλά έτσι πώς πάει είναι σαν να 'ρχεται πάνω μου. Και το μοτέρ δίνει κι άλλο! Είμαι τώρα με σχεδόν 90 στην ανηφόρα και μέσα στο τούνελ (ποτέ ξανά δεν είδα τέτοια ταχύτητα εκεί) και όσο πλησιάζει το εκπαιδευτικό, τόσο αρχίζει να μένει πίσω και αριστερά μου το Clio.

«Βγαίνουμε μωρό μου βγαίνουμε / μέσα απ' το τούνελ» (Φατμέ, 1986)

Και ...φρααααπ! τελευταία στιγμή πετάγομαι αριστερά αποφεύοντας τον δάσκαλο και μένω να χαζεύω στον καθρέφτη το Clio να απομακρύνεται, χε,χε!
Και μετά από μεσαία λωρίδα, τέρμα αριστερά και δώστου! 100-110-120-125... κι απανωτά προσπεράσματα. Το αμάξι χορεύει στις μαλακές αναρτήσεις και τα φθαρμένα αμορτισέρ, αλλά αχ! μοιάζει να έχει κι άλλο! Πολύ ακόμα. Κι εγώ να νιώθω σαν τον Μάρκο του «Μάρκου και της Άννας» (Κατσιμίχες 1989) και της στιγμής όπου «αρχίζουν να πετάνε αγκαλιά μες στη ζαλάδα».


Σ' αυτή τη γλυκειά ζαλάδα κι εγώ, αγκαλιά με το R7, σαν Μάρκος με την Άννα του. Μόνο που εκείνοι στο τέλος εθεάθησαν να γυρνάνε σ' άλλα μέρη, χέρι με χέρι, εκεί κοντά στ' αστέρια. Κι εγώ τη στιγμή εκείνη -σκέφτομαι- ή το ..πετσώνω, σπάω το κοντέρ (στην κυριολεξία), τεντώνω τα έμβολα στους θαλάμους και ρισκάρω να φύγουμε αγκαλιά στ' αστέρια ή χάνω μια για πάντα ΤΗΝ ονειρώδη στιγμή της κοινής ύπαρξής μας.

Και βέβαια, διαλέγω το 2ο. Ένστικτο επιβίωσης θέτε; ...Υψοφοβία;; Δεν ξέρω. Ας όψονται τα μπαγιάτικα λάδια.

>>>

Τώρα που θα επιστρέφω σπίτι, θα πάω σαν κότα. Χε,χε, κλασική αντίδραση, ε ψυχολόγε; Να φροντίσω και τα λάδια πρέπει, σύντομα, σωστά μηχανικέ;
Εμ, πού 'ν' τα λεφτά, λογιστή μ'; 500 ευρώ μέτρησα χθες και σήμερα.

>>>

Αλλά και το κοντέρ γράφει ήδη 500km από το τελευταίο φουλάρισμα. Ο δείκτης βενζίνης έχει να λειτουργήσει απ' τη δεκαετία του '90 κι εγώ προσεύχομαι τα 37 λίτρα του να φτάσουν, πέραν των ήδη 500, και για τα 13 της επιστροφής. Κάντε τη διαίρεση και ...τρομάξτε μόνοι σας (συνυπολογίστε 31 χρόνια στην καμπούρα -όχι τη δικιά μου καλέ!, του R7- και μικτή χρήση, λίγο στην πόλη-λίγο απ' όξω. Πόσα σημερινά χιλιάρια το καταφέρνουν αυτό;)

Χεχ, οι ανάστροφες εκλογικευμένες σκέψεις μου λένε ότι η σημερινή ...πυροδότηση ήταν αποτέλεσμα του ελαφρού φορτίου, σαν οδηγό F1 που παίρνει Pole Position «με τις αναθυμιάσεις». Με το ειδικό βάρος της βενζίνης κοντά στο 0,74kg/lt (maximum), το μέγιστο πρόσθετο βάρος στο R7 μου, λόγω των 37 λίτρων, είναι 27kg, ήτοι 3,3%.
 


Πφφφ! Ανοησίες. Εγώ νομίζω ότι μετά το ...στρώσιμο των 260.000km και 31 χρόνων, ήρθε η στιγμή το μοτέρ να τρίξει δόντια!! Να απελευθερώσει αγνή δύναμη, χρόνια προστατευμένη και ευλαβικά διατηρούμενη!

Κι εγώ θα είμαι εδώ να το νιώσω, και το R7 μαζί, τ' ακριβό μου μονοθέσιο, σ' αυτά τα μέρη, χέρι με χέρι, αγκαλιά μες στη ζαλάδα...
"

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Ο εχθρός είναι η αδράνεια

* του Στέφανου Μάνου


Πριν από δύο χρόνια ιδρύσαμε τη ΔΡΑΣΗ. Η ΔΡΑΣΗ είναι η απάντηση στην αδράνεια και στη μοιρολατρία.

Αν κάποιος πέσει σε ένα ορμητικό ποτάμι και καταλάβει ότι το ρεύμα τον παρασύρει και τον οδηγεί σε πνιγμό, τι κάνει; Αδρανεί; Δεν νομίζω. Αγωνίζεται να πιαστεί κάπου, κολυμπάει με όλες τις δυνάμεις του προς κάποιο ασφαλές σημείο, φωνάζει βοήθεια, τέλος πάντων κάτι κάνει. Πότε αδρανεί; Όταν κουραστεί και όταν συμβιβαστεί με το γεγονός ότι έφθασε το τέλος του.

Σκεφτόμουν αυτό το παράδειγμα για να εξηγήσω την αδράνεια της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Και όχι μόνο του λαού, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας της κυβέρνησης. Επειδή δεν πιστεύω ότι έχουν συμβιβαστεί ούτε ο λαός ούτε η κυβέρνηση με την ιδέα ότι έφθασε το τέλος τους, ότι θα πνιγούν, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αδρανούν επειδή δεν αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν. Άλλωστε πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Θεός της Ελλάδας θα βάλει το χέρι του.

Γιατί να πιστέψουν λαός και κυβέρνηση ότι κινδυνεύουν; Εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια γράφω και λέω ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδη πορεία. Ότι δεν μπορούμε να ζούμε συνέχεια με δανεικά. Ε, και λοιπόν! Ζήσαμε 20 χρόνια και μόλις πέρυσι φάνηκε ότι το πράγμα δεν πάει άλλο. Η κυβέρνηση που μας είχε διαβεβαιώσει ότι υπάρχουν λεφτά και δεν χρειάζονται μέτρα αναγκάστηκε να δεχθεί να τεθεί υπό τριμερή επιτροπεία για να δανειστεί. Μας βεβαιώνει όμως ότι δεν πρέπει να πολύ-ανησυχούμε διότι το 2012 θα ξεφύγουμε τον κίνδυνο. Όλοι οι άλλοι, δεξιά και αριστερά κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης λένε κάτι καλύτερο στον λαό: μην ακούς τι σου λέει η κυβέρνηση, υπάρχει άλλη λύση, εύκολη, ανώδυνη να ξεπεράσουμε την κρίση πολύ πιο γρήγορα.

Μα αν είναι έτσι, γιατί να κολυμπήσουμε. Ωραία δεν πλατσουρίζουμε;

Ένα λεπτό, σταματώ εδώ. Ο εχθρός δεν είναι η αδράνεια, αλλά η άγνοια. Η αδράνεια, ο εφησυχασμός, είναι το αποτέλεσμα της άγνοιας. Σήμερα η Ελλάδα χρωστάει 350 δις. Στο τέλος του χρόνου –αν όλα πάνε καλά– θα χρωστάει 370 δις. Πριν ένα χρόνο, πριν από τα μέτρα και πριν από το μνημόνιο η Ελλάδα χρωστούσε 310 δις και τότε σταμάτησαν οι αγορές να μας δανείζουν. Τι λέτε λοιπόν, όταν θα χρωστάμε 370 δις θα είναι πιο εύκολο να μας δανείσουν;

Συγκρατείστε τρεις αριθμούς: 310 δις όταν σταμάτησαν να μας δανείζουν, 350 δις σήμερα, 370 στο τέλος του χρόνου. Πόσοι Έλληνες πολίτες γνωρίζουν αυτούς τους αριθμούς; Αν τους γνώριζαν, αν καταλάβαιναν τι σημαίνουν, θα αντιδρούσαν τόσο έντονα στην άποψη ότι πρέπει να πουλήσουμε περιουσιακά στοιχεία που δεν μας αποδίδουν τίποτε;

Ο εχθρός είναι η άγνοια.

Άγνοια μπορεί να υπάρχει από έλλειμμα παιδείας, είναι σοβαρός λόγος αυτός, αλλά και από έλλειμμα μονάδας μέτρησης. Αν δεν υπήρχε το μέτρο, πως θα γνωρίζαμε την απόσταση μεταξύ δύο πόλεων; Θα λέγατε «Έκανα δύο ώρες με το αυτοκίνητο». Ναι αλλά με ποια ταχύτητα αφού δεν ξέρετε πόσα χιλιόμετρα ανά ώρα διανύετε. «Εγώ έφτασα σε 3 ώρες». Και οι δύο πληροφορίες είναι σωστές, αλλά σε τι μας κάνουν σοφότερους; Στο ελληνικό κράτος δεν μετράμε τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Δεν γνωρίζουμε σε πόσους υπαλλήλους πληρώνουμε μισθό και πολύ λιγότερο γιατί τους πληρώνουμε.

Συντάσσουμε τον προϋπολογισμό του κράτους στον αέρα, στη βάση του τι ξοδέψαμε πέρυσι. Πέφτουμε κατά κανόνα έξω, αλλά δεν ξέρουμε γιατί πέσαμε έξω. Επειδή δεν μετράμε. Από τα 180 ασφαλιστικά ταμεία δεν έχομε στοιχεία για τα 175. Πόσοι εισφέρουν, πόσοι λαμβάνουν σύνταξη, από πότε τη λαμβάνουν, τι υποχρεώσεις έχουν, τι έσοδα έχουν και από που προέρχονται. Η πολιτεία δεν μετρά, τα ταμεία δεν μετρούν, σε ποια βάση πρέπει λοιπόν να ανησυχούν οι ασφαλισμένοι και πολύ περισσότερο να συναινέσουν σε επώδυνες ρυθμίσεις; Το δημόσιο έχει χιλιάδες ακίνητα. Πόσα όμως είναι, πόσα έχουν καταπατηθεί, πόσα τα διεκδικεί κάποιος, σε τι κατάσταση είναι; πόσα μπορούν να πουληθούν αμέσως; Ελάχιστα, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσα. Τώρα είπαν ότι θα τα μετρήσουν. Για να δούμε; Πόσους δασκάλους έχουμε ανά μαθητή και πόσους έχουν χώρες με υποδειγματικό εκπαιδευτικό σύστημα; Και πόσους γιατρούς για κάθε ειδικότητα και πως συγκρινόμαστε με άλλες χώρες με υποδειγματικό σύστημα υγείας; Διότι δεν αρκεί να μετράμε. Αφού μετρήσουμε πρέπει να συγκρίνουμε με σωστά και επιτυχημένα υποδείγματα.

Δεν αρκεί να μετράμε και να συγκρίνουμε, πρέπει να μετράμε σωστά και τέλος πρέπει η μετρημένη πληροφορία να είναι εύκολα διαθέσιμη, ορατή σε όλους. Ισχυρίζομαι ότι η γνώση θα οδηγήσει στη δράση. Στον κλασσικό αθλητισμό όλα στηρίζονται στο μέτρημα. Έτσι ξέρομε ποιος είναι καλός και ποιος εξαιρετικός. Όλοι γνωρίζουμε τα ρεκόρ και τις επιδόσεις. Τίποτε δεν είναι μυστικό. Κανένας φιλόδοξος αθλητής δεν είναι αδρανής.


Αν όλοι γνωρίζαμε πόσους ακριβώς υπαλλήλους πληρώνει η Τράπεζα της Ελλάδας σε σύγκριση με άλλες κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, τι της κοστίζει κάθε υπάλληλος (συνολικές αποδοχές και ασφαλιστικές παροχές) σε σύγκριση με άλλες ελληνικές τράπεζες και άλλες κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, πόσες πραγματικές ώρες εργασίες προσφέρουν, αν όλοι τα ξέραμε όλα είμαι βέβαιος ότι θα ξεπερνούσαμε την αδράνεια και θα οδηγούμασταν σε δράση.

Μέτρημα, σύγκριση και δημοσιότητα είναι εργαλεία κατά της αδράνειας.

Επειδή το σύστημα δεν επιθυμεί να αποκαλυφθεί δεν πρόκειται μόνο του να μετρήσει. Για να δούμε αν θα τελειώσει ποτέ η ηλεκτρονική συνταγογράφηση που θα επιτρέψει το μέτρημα της δραστηριότητας των γιατρών και των φαρμακοποιών. Υπάρχει πάντως μια χαραμάδα ελπίδας: να πιεστεί το σύστημα από τη τρόϊκα που χρειάζεται το μέτρημα για να ξέρει που βρίσκεται. Για να ξέρει αν θα πάρει πίσω τα λεφτά της.

Το μήνυμα μου είναι μην ψάχνετε για δύσκολες κοινωνιολογικές αιτίες για την αδράνεια που επιδεικνύουμε και μην αναζητείτε σύνθετες λύσεις. Αδρανούμε επειδή αγνοούμε τον κίνδυνο όχι από αμάθεια αλλά από άγνοια της πραγματικότητας που την αγνοούμε διότι δεν τη μετράμε. Και αυτό δεν αφορά μόνο τον ελληνικό λαό, αφορά κυρίως το πολιτικό κατεστημένο και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.


* Ομιλία στο σεμινάριο της εταιρείας Λέγειν & Πράττειν, την 24η Φεβρουαρίου 2011. Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Δράσης. Θα το βρείτε εδώ.
(Όλες οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου_adis99).