Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Ενός μέτρου βλέμμα

Ήταν από τις ελάχιστες φορές που τελευταία χρησιμοποιούσα λεωφορείο. Τα χρονικά δεδομένα ήταν τόσο στενά που δεν γινόταν αλλιώς. Πάντα γίνεται, οκ, αλλά έχω χάσει προ πολλού την ικανότητα του ημερήσιου προγραμματισμού απ' την προηγουμένη.

> Με το 10άρι επέστρεφα απ' το Σταθμό στο κέντρο. Στο ύψος του Βαρδάρη συναντήσαμε μεγάλο μποτιλιάρισμα και το λεωφορείο κοντοστάθηκε για λίγο ακίνητο. Έστρεψα το βλέμμα μου στο απέναντι δεξί παράθυρο κι έπεσε δυο μέτρα πιο πέρα, στην είσοδο ενός καταστήματος ρούχων. Ένας άντρας και μια γυναίκα στηρίζονταν με πλάτη προς το δρόμο στο προσωρινό -λόγω έργων- κιγκλίδωμα που χωρίζει το δρόμο από το υποτυπώδες πεζοδρόμιο. Μεταξύ τους τους χώριζε ένα μέτρο απόσταση. Συνομιλούσαν βαριεστημένα με τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού που έστεκε ακούνητος-αμίλητος-αγέλαστος στην είσοδο. Στο ένα μέτρο κι αυτός δηλαδή. Σαρανταπεντάρης, με κάμποσα μαλλιά, κοντά κουρεμένα - μαύρα ακόμη, μέτριο ανάστημα. Γεματούλης. Είχε τα χέρια του τεντωμένα βαθιά στις τσέπες του παντελονιού και με το βλέμμα του κάρφωνε το κενό μεταξύ των δύο συνομιλητών του.

> Στιγμιαία έστρεψα απ' τη δική μου πλευρά. Έξω και κάτω απ' το παράθυρό μου μια Μερτσέντες σειρά Α. Κι εντός της μια κοπέλα το πολύ τριανταπέντε. Ντυμένη με υφασμάτινο παντελόνι και μακρύ θερινό παλτό, απ' αυτά με τις δυο σειρές μεγάλα κουμπιά, στο χρώμα του μπεζ-γκρι. Το δεξί της χέρι στο λεβιέ. Το αριστερό στο τσιγάρο.

> Οι δυο τους φαίνονταν να του μιλάνε.. ναι, σίγουρα του μιλούσαν, αλλά εκείνος δεν κοιτούσε κανέναν τους. Δεν ξέρω τι κοιτούσε, αλλά για ένα και πλέον λεπτό δεν είχε κλείσει βλέφαρο. Το κενό κοιτούσε και πότε-πότε έγνεφε αργά το κεφάλι του συμφωνώντας με τα λεγόμενα.

> Μ' αυτόν τον γυναικείο τρόπο.. λυγισμένος καρπός προς τα έξω, λεπτό σιγαρέττο μεταξύ δείκτη και μέσου δαχτύλου και βλέμμα απλανές που ζήτημα αν έφτανε πέρα απ' το παρμπρίζ της Μερτσέντες. Πλησίασε αργά το χέρι της στο πρόσωπο και το τσιγάρο στο στόμα. Στην αριστερή άκρη των χειλιών της. Με τρόπο που ο φίλος μου ο Α. μου 'χε εξηγήσει κάποτε ότι «έτσι κάνουν οι ερωτευμένες», χεχ!

> Το βλέμμα του υγράνθηκε, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω. Η όψη του μοιραζόταν περίπου μεταξύ θλίψης και απογοήτευσης. Σίγουρα δεν άκουγε τι του λέγανε, κι αυτό μπορώ να το βεβαιώσω.

> Φύσηξε εμπρός της τον καπνό και τίναξε μηχανικά το αριστερό της χέρι. Η στάχτη του τσιγάρου ούτε καν έφτασε το μισάνοιχτο τζάμι.. σκόρπισε στα πλαστικά της πόρτας. Ούτε που κατάλαβε τι έγινε, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω. Η έκφρασή της διχαζόταν μεταξύ κούρασης και αποτυχίας. Το μπροστινό της αυτοκίνητο κινήθηκε. Το δεξί της χέρι κινήθηκε με τη σειρά του στο λεβιέ, έβαλε πρώτη, επέστρεψε στο τιμόνι και η μαύρη μερτσέντες ξεκίνησε καθυστερημένα.

Ξεκόλλησε και το λεωφορείο. Με το δεξί μου μάτι μπόρεσα να επιβεβαιώσω ότι τα βλέφαρα του μαγαζάτορα παρέμεναν -εντυπωσιακά πολύ ώρα- ορθάνοιχτα. Με το αριστερό μου μάτι παρακολούθησα την καύτρα του τσιγάρου του αριστερού της χεριού ν' απομακρύνεται σιγοκαίγοντας τη μιζέρια της. Κανείς θα την έλεγε όμορφη. Υπο συνθήκες.. Ερωτευμένη δεν θα την έλεγα αγαπητέ μου Α. Αν ήταν έτσι οι έρωτες..

Ήτανε Μεγάλη Τετάρτη και βιαζόμουν να φτάσω στον Αγιο-Χαράλαμπο. Κι αν ήταν Τετάρτη του Πάσχα, σαν σήμερα, τι θα άλλαζε στην έκφραση της στιγμής τους; Αναρωτιέμαι.. Θα άλλαζε το βλέμμα τους; Θα έφτανε πιο πέρα απ' το μέτρο; Θα είχαν άραγε σκέψη Ανάστασης.. εμπειρία Ανάστασης;

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

εις Άδου κάθοδος

 «Ποῦ σου Άδη τὸ νῖκος;»

Ίσως η συγκλονιστικότερη στιγμή όλων των αιώνων, η εκπλήρωση της μεγαλύτερης προσμονής στην ιστορία του κόσμου.

Αυτής των εν Άδη φυλακισμένων ψυχών που περίμεναν κάτι..

Χριστός ανέστη.

* Περισσότερα ερμηνευτικά στην εικόνα «Η εις Άδου κάθοδος» εδώ.

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Η σταγόνα που έβρισκε το δρόμο της


Ήτανε -λέει- κάποτε μια σταγόνα που έχασε το δρόμο της. Ξέφυγε από το υπόλοιπο σύννεφο και την παρέσυραν πλευρικοί άνεμοι. Άνεμοι, όμως, αλλιώτικοι απ' τους άλλους. Απ' αυτούς που ταξιδεύουν όχι μόνο σε τόπους μακρινούς αλλά και σε χρόνους.

Κι έγινε κάποτε καλοκαιρινή βροχή σε γη που την επόθησε,
στάλα βροχής σ' ένα παρμπρίζ που ο υαλοκαθαριστήρας την απώθησε,

έγινε κάποτε δροσιά στ' αγκάθια ενός κάκτου,
έγινε πίδακας νερό στις τρύπες ενός βράχου,

έγιν' η σταγόνα που ξεχείλισε οργισμένο ποτήρι,
σταλαγματιά που πάγωσε στη μύτη σταλακτίτη,

έγιν' ιδρώτας στο λαιμό, τον μαύρο, ενός ναύτη,
ζεστός αχνός που θάμπωσε του πλυσταριού το τζάμι,

έγινε κύμα θάλασσας που έσβησε έναν πόθο,
δάκρυ στα μάτια μιας στιγμής που έκλαιγε έναν πόνο.

Αυτή η σταγόνα έπεσε χθες βράδυ στο γυμνό μέτωπό μου και κύλησε αργά αργά την πορεία της στο πρόσωπό μου. Απέφυγε κυκλικά τα φρύδια και κούρνιασε στην κοιλότητα που σχηματίζει το μάτι με τη μύτη. Εκεί κοντοστάθηκε για λίγο μέχρι να μου προξενήσει μια μικρή ενόχληση, να μου τραβήξει την προσοχή. Το κατάφερε! Το αριστερό μου μάτι γέννησε ένα δάκρυ που το χέρι μου δεν θέλησε να απομακρύνει. Και πήγε η σταγόνα κι ενώθηκε με το δάκρυ και φώλιασαν στο βολβό του ματιού μου κι αλλοίωσαν τη βλέψη μου, σαν φακός που αλλάζει την οπτική εστίαση.

Και έφερε τότε εικόνες αλλιώτικες και αλλοτινές, έντονες μακρινές και κοντινές ξεχασμένες. Από τόπους κι ανθρώπους, από σκέψεις κρυφές και πόθους ανείπωτους. Έφερε και επιθυμία για αποφάσεις, από αυτές που όλο παίρνονται και όλο αναβάλλονται.

Σήκωσα τελικά το χέρι -βρήκα δύναμη- στο ύψος των ματιών και με το ανάστροφο της αριστερής παλάμης έκανα την αποφασιστική κίνηση κι έδιωξα τη σταγόνα, που έτσι ξαφνικά κι απροσκάλεστα είχε έρθει. Και την άφησα να πέσει στο υγρό πεζοδρόμιο. Αλλά ήταν ήδη αργά.. Η υγρασία είχε ήδη μεταφερθεί και στο δεξί μου μάτι και σαν νερό που υπερπήδησε το φράγμα έτσι κι αυτή πλημμύρισε τα τριχοειδή αγγεία και των δύο βολβών. Να 'τανε υγρασία χαράς ή μετανοίας.. σιγά και μη.. πίστης και προσμονής της Ανάστασης; Μακάρι, αλλά μπα..

Η σταγόνα κύλησε στις αυλακιές μιας πλάκας και προστέθηκε σε μια λιμνούλα στην άκρη του κρασπέδου. Από τότε έχασα τα ίχνη της. Της σταγόνας. Και της δήθεν μου μετάνοιας ή πίστης. Μου 'μείναν μονάχα τα ίχνη των αποφάσεων.

Καλή Ανάσταση.

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Συνηγορία υπέρ της Άνοιξης





Παραμύθι
για μεγάλους

Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρινό χωριό του Χρόνου, έγινε ένα μεγάλο δικαστήριο. Στο εδώλιο καθόταν η Άνοιξη, με την κατηγορία της ανικανότητας άσκησης καθηκόντων. Ότι είναι αχρείαστη και θα έπρεπε να απομακρυνθεί για πάντα από τις τέσσερις Εποχές.

Το Χρονοχωριό ήταν ένα μεγάλο χωριό σαν όλα τα άλλα χωριά του κόσμου. Κι εκεί κατοικούσαν άνθρωποι, που ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Και πώς να μην ήταν, αφού για Δήμαρχο είχαν τον ίδιο το Χρόνο και στο υπόλοιπο συμβούλιο τις Εποχές και τους Μήνες. Κι όλα κυλούσαν κυριολεκτικά ρολόι!

Ώσπου μια χρονιά, στην αρχή της εποπτείας της Άνοιξης, οι άνθρωποι αγανάκτησαν. Κάτι οι ευκαιριακές ασθένειες που 'τυχαν μαζεμένες στο χωριό, κάτι οι νεροποντές που βούλιαξαν τα σπαρτά.. ξεσηκώθηκαν οι χωριανοί κι άρχισαν να απαιτούν από το Χρόνο την παραίτηση της Άνοιξης. Ότι κάθε χρόνο τα ίδια προβλήματα παρουσίαζε η ζωή τους με την Άνοιξη κι ότι η προσφορά της στο χωριό δεν έφτανε ούτε τόσο-δα εκείνη των άλλων τριών Εποχών. Η αγανάκτηση με τα πολλά γιγαντώθηκε σε λαϊκή εξέγερση κι ο Χρόνος, ανήσυχος, συσκέφθηκε με τους Μήνες και αποφάσισε δημοκρατικά να λύσει τη διαφορά που είχε προκύψει στο δικαστήριο.


Ο υπεύθυνος της αίθουσας έσπευσε να ανοίξει τους πλευρικούς φεγγίτες που έβλεπαν προς την πίσω αυλή του Μεγάρου. Δεν συνηθίζεται οι δικαστικές αίθουσες να έχουν παράθυρα, τους ταιριάζει καλύτερα το στρίμωγμα σε όροφο και θέση που να γεννά κλειστοφοβικά συναισθήματα στους παρευρισκομένους, «στριμόκωλο» σεβασμό και δέος μπρος στην παντοδύναμη Δικαιοσύνη, με Δ κεφαλαίο! Λίγο η γλυκειά ζεστουλα του καιρού, λίγο η αποπνικτική ατμόσφαιρα της κοντόφαρδης αίθουσας κι ο δικαστής κ. Επόχης, ο πιο έμπιστος του Χρόνου, έκανε έκκληση για λίγο φρέσκο αέρα. Χεχ, η επιταγή για «περιορισμό των δαπανών» δεν επέτρεπε τη λειτουργία του συστήματος κλιματισμού-εξαερισμού παρά μόνο σε περιόδους παγωνιάς ή καύσωνα.

Ήταν η σειρά του κατήγορου κ. Χειμωνέτου, όμως, να υποβάλλει ένσταση επί της διαδικασίας. «Κύριε πρόεδρε..», είπε και η μικρή φλεβίτσα που έκοβε κάθετα το μεγάλο του μέτωπο τινάχτηκε φουντωμένη από φρεσκο-πιεσμένο αίμα. «..η πράξη αυτή αποτελεί μεροληπτική στάση υπέρ της Άνοιξης. Παρακαλώ να κλείσουν αμέσως τα παράθυρα. Και οι κουρτίνες κύριε πρόεδρε!». Ήταν επικεφαλής ο μήνας Απρίλης, βλέπετε, και όλη η φύση είχε στολιστεί με μέριμνα της Άνοιξης.

Οι φωνές και οι δυσανασχετισμοί από το ακροατήριο έκρυψαν για λίγες στιγμές το επαναλαμβανόμενο χτύπημα του σφυριού από το δικαστη. Η κυρα-Μυρσίνη από τη δεύτερη σειρά καθισμάτων, μεγαλομπεμπέκα από κοντινό κεφαλοχώρι, πετάρισε γρήγορα-γρήγορα την πολύχρωμη βεντάλια της κι έκανε ξέψυχα πως λιποθυμά. Η διαδικασία πήγαινε κανονικά για ολιγόλεπτη διακοπή, αλλά κανείς δεν είχε τη διάθεση για νέα παράταση της υπόθεσης. Έπρεπε σήμερα να βγει απόφαση και ο δικαστής ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει μέχρι τέλους.


Το δικαστήριο δεν ήταν και πολύ μεγάλο, χωρούσε όμως ικανό αριθμό ανθρώπων. Εκείνη τη μέρα ξεχείλιζαν από κόσμο οι 12 σειρές καθισμάτων, η τάξη όμως τηρούνταν ευλαβικά. Στα αριστερά της αίθουσας και σε υπερυψωμένο βάθρο ήταν οι θέσεις των Μηνών, που σχημάτιζαν τέσσερις τριάδες κι απέναντί τους, δεξιά στην αίθουσα, οι θέσεις των τεσσάρων Εποχών, εκ των οποίων η μία ήτανε κενή μιας και η Άνοιξη φιλοξενούνταν εκτάκτως στο εδώλιο του κατηγορουμένου! Κι ο Χρόνος; Πού ήταν η θέση του Χρόνου; Ο Χρόνος δεν παρεβρισκόταν ποτέ στο δικαστήριο, δεν είχε πάει ποτέ του και ούτε ποτέ θα πήγαινε στο μέλλον. Βλέπετε, δεν ήθελε η σεβάσμια παρουσία του να επηρεάσει το οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Εμπιστευόταν άλλωστε απόλυτα τους στενούς τους συνεργάτες, τις Εποχές και τους Μήνες και φυσικά τον μόνιμο δικαστή κ. Επόχη.


«Αγαπητό ακροατήριο, θα επιχειρήσω κι εγώ με τη σειρά μου μια τελική ανακεφαλαίωση», πήρε το λόγο ξανά ο κατήγορος, διασκεδάζοντας την απόρριψη της ένστασής του. Πριν τη διακοπή ο συνήγορος υπεράσπισης κ. Αμυγδαλέας είχε κορυφώσει το δικό του ύστατο λογίδριο προσπαθώντας ν' αγγίξει το συναίσθημα των παρακολουθούντων. Μίλησε για ήλιο και γλυκούς νοτιάδες, για μυρωδιές και οπτασίες, για χρώματα. Τη φύση που ανασταίνεται από τη χειμωνιάτικη σταύρωση, τα πουλιά που επιστρέφουν απ' τα ταξίδια τους, τα ζωντανά που ανακαλύπτουν εκ νέου τον ανοιχτό ουρανό. Και εν πολλοίς το κατάφερε. Η κυρα-Ζωή, η γυναίκα του μπακάλη, έβγαλε έναν από εκείνους τους μακρόσυρτους αναστεναγμούς που κρύβουν έρωτα κι ελπίδα. Αααααχχ! Και πιο πίσω η Ανθή, η μεγάλη κόρη της Ζουμπουλιάς, 21 κιόλας χρονών, ανέμισε την κεντημένη με λουλούδια φούστα της, τραβώντας πάνω της βλέμματα επιθυμίας.. Κι ο Λεμονής, το μοναχο-παλίκαρο της κυρίας Δάφνης της κομμώτριας, έπιασε να σφυρίζει ένα χαρωπό σκοπό λοξοκοιτάζοντας λάγνα τα γυμνά πόδια της Ανθής, Ναι, ναι, από 'κείνους τους σκοπούς που τ' αγόρια σφυρίζουν στα κορίτσια στις εκδρομές.


Έτσι, λοιπόν, ο κατήγορος αποφάσισε να βασιστεί στη λογική. Με ορθολογικά στοιχεία και δεδομένα έπρεπε να πείσει το δικαστή ότι δεν χρειαζόμαστε στο Χρονοχωριό μια εποχή σαν την Άνοιξη. Κι άρχισε ν' απαριθμεί τα κουσούρια και τα λάθη της με όλο και μεγαλύτερη ένταση φωνής, όλο και μεγαλύτερο πάθος. Μίλησε για ιώσεις και αλλεργίες κι έβγαλε πίνακες και διαγράμματα, στατιστικές και αποδείξεις απ' τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια του κόσμου. Και τα χρέωσε όλα στην Άνοιξη! Μίλησε για δυνατούς ανέμους και ξαφνικές βροχές, για σύννεφα και κεραυνούς, καταστροφές.. Κι όλο και φούντωνε στο μέτωπο η φλεβίτσα, ρυθμικά, παλμικά, σε κάθε τονισμένη λέξη, σε κάθε στακάτο κούνημα του χεριού, πάνω-κάτω.. πάνω-κάτω..

Και κράτησε το καλύτερο χαρτί του για το τέλος, το κλείσιμο που θα κέρδιζε και τον πιο δύσπιστο, τον πιο αναποφάσιστο για τη μη χρησιμότητα της Άνοιξης. Κι ανέφερε το βαθιά κρυμμένο μυστικό που περίτεχνα όλοι «..φροντίζουμε ν' αποφεύγουμε να αναφέρουμε, αγαπητοί μου. Δεν έχουν νόημα πια οι υπεκφυγές, δεν έχουν νόημα οι στρογγυλοποιήσεις. Ήρθε καιρός για αλήθειες. Και μόνο αλήθειες έχουμε χρέος να λέμε σε τούτο 'δω το δικαστήριο των Εποχών. Η Άνοιξη αγαπητοί μου, μας είναι περιττή γιατί δεν παράγει τίποτα, κύριε πρόεδρε, δεν κάνει έργο. Και ξέρετε γιατί; Γιατί είναι άκαρπη.. είναι ..στείρα!». Το σούσουρο που ακολούθησε στο δικαστήριο δεν είχε προηγούμενο. Υπερασπιστές και αντιμαχόμαινοι ήρθαν στα χέρια, η κυρα-Μυρσίνη λιποθύμησε πραγματικά, ο Λεμονής όρμηξε με πάθος προς τους αντιφρονούντες, η Βασιλική σκέπασε με τη ζακέτα της την όλο και πιο αποκαλυπτική Ανθή, ενώ οι πιο μικροί ρωτούσαν με απορία να μάθουν τι σημαίνει «στείρα».

Η τάξις επανήλθε κατόπιν ξελαρυγγιάσματος του δικαστή που τερμάτισε βιαστικά τη διαδικασία των αγορεύσεων. Και ανήγγειλε ότι έφτασε η στιγμή να βγάλει την απόφαση. Τη δίκαιη απόφαση που μόνο η Δίκαιη Ζυγαριά του Χρόνου μπορούσε να βγάλει. Κι έβγαλε και έστησε με προσοχή τον Ζυγό στο έδρανο και απελευθέρωσε τα σκοινιά που κρατούσαν τις δύο εκατέρωθεν βάσεις. Επάνω θα έβαζε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομίσει ο κατήγορος και ο συνήγορος υπεράσπισης. Τις αποδείξεις, τις γνώμες, τις αλήθειες.. Κι ο τέλεια ισορροπημένος Ζυγός θα έδειχνε την Κρίση του.

Κι έβαλε απ' τη μια μεριά το κατηγορητήριο. Τις ασθένειες, τις αστραπές, τον αλλοπρόσαλλο καιρό και φυσικά την ακαρπία! Κι έγειρε, λύγισε η ζυγαριά υπό το βάρος των αδιάσειστων στοιχείων κι η βάση της έσκασε με γδούπο στο έδρανο. Δεν έλειψαν τα γελάκια και τα σχόλια από εκείνους που κατηγορούσαν την Άνοιξη και οι κρυφές ελπίδες για νίκη. Και μετά ήρθε η ώρα της υπεράσπισης που προσκόμισε τ' αρώματα και τα χρώματα, τον γλυκό ήλιο και το ελαφρύ δροσιστικό αεράκι. Τα τιτιβίσματα των πουλιών, το γρύλλισμα των τριζονιών. Ό,τι απόδειξη είχε και δεν είχε. Τα τοποθέτησε ο δικαστής στην απέναντι βάση, αλλά η ζυγαριά ούτε που κουνήθηκε! Το βάρος όλης της υπεράσπισης δεν έφτανε ν' ανασηκώσει ούτε ένα τοσοδούλικο χιλιοστό την απέναντι συσσωρευμένη μάζα.


Το ακροατήριο είχε μείνει άφωνο και έκπληκτο βλέποντας τη γερμένη Ζυγαριά. Περίμενε τώρα την τελική έκβαση, την επικύρωση της απόφασης από το δικαστή. Εκείνος όμως καθάρισε δυνατά τη φωνή του και έλαβε το λόγο. Και είπε ότι ως μόνο εκείνος εξουσία έχει, θα προσκόμιζε στο δικαστήριο ένα ακόμα τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο και θα το τοποθετούσε κι αυτό στη Ζυγαριά, όπερ και έκανε. Δευτερόλεπτα αργότερα δεκάδες ζευγάρια γουρλωμένα μάτια, που συμπλήρωναν τα ισάριθμα άλαλα ορθάνοιχτα στόματα, παρακολουθούσαν τα χοντρά χέρια του δικαστή που ξετύλιγε το μυστηριώδες πακέτο. Έβγαλε μία, δύο.. ξεδίπλωσε τρεις στρώσεις προστατευτικού μεταξένιου υφάσματος κι αποκάλυψε ένα απαστράπτον κουτί, ερμητικά ασφαλισμένο και διπλο-κλειδωμένο. Το σήκωσε στα δυο του χέρια και το κράτησε ψηλά πάνω από τα στοιχεία υπεράσπισης.

Τώρα η προσμονή είχε μετατραπεί σε αγωνία. Αγωνία για το αν το πρόσθετο αυτό βάρος του επτασφράγιστου μυστηριώδους κουτιού θα αποδεικνυόταν κρίσιμο για την έκβαση της Δίκης της Άνοιξης. Την τύχη της Άνοιξης. Μα τι είχε αυτό το κουτί, τι το τόσο σημαντικό; Και κυρίως, πόσο ζύγιζε; Θα τα κατάφερνε να σώσει την παρτίδα της υπεράσπισης; Ιλιγγιώδεις σκέψεις περνούσαν από το νου όλων κι ανέδιδαν ιδρώτα και έξαψη. Μόνο ο δικαστής ήξερε τι κρυβόταν στο κουτί. Ήξερε την κρίσιμη μάζα. Μόνο εκείνος ήξερε εκ τούτου -σχεδόν- και το τελικό αποτέλεσμα.


Κι άφησε το κουτί να προσθέσει το βάρος του στα υπόλοιπα στοιχεία κι η Ζυγαριά έσκουξε στις αρθρώσεις της, ισορρόπησε τις μάζες και έγειρε αποφασιστικά προς τη μεριά της υπεράσπισης. Ο δικαστής επέτρεψε ένα σπάνιο μειδίαμα να διαγραφεί στο βλοσυρό πρόσωπό του και έβγαλε την ετυμηγορία:

«Η Άνοιξη θα παραμείνει στις τάξεις των Εποχών του Χρόνου». Για πάντα!

Κι ευθύς, με μια περίτεχνη κίνηση, σήκωσε το σφυρί κι έσπασε τις κλειδαριές του κουτιού σημαίνοντας τη λήξη της Δίκης. Και εκτοξεύτηκαν από μέσα σαν αστερόσκονη τα όνειρα μυριάδων ανθρώπων ανά τους αιώνες, Ανοιξιάτικα όνειρα για το Καλοκαίρι, όνειρα πλημμυρισμένα μ' ελπίδες και προσμονές κι ευχές νέων και γέρων.


Το ελαφρύ αεράκι όρμηξε μέσα στην αίθουσα απ' τους μισάνοικτους φεγγίτες και έφερε στην αίθουσα μυρωδιές από θυμάρι κι ανθισμένες πασχαλιές, δώρα ευγνωμοσύνης της «στείρας» Άνοιξης. Για να γεννήσουν οι νέοι νέα όνειρα κι ευχές κι αλάργες προσμονές.


Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Ένας όρθιος

* του Γιώργου Λακόπουλου

Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που βρίσκεται στο δεύτερο μισό της ένατης δεκαετίας της ζωής του; Μπορεί να οργανώσει από την αρχή ένα κίνημα πολιτών; Μπορεί να διασχίζει την Ελλάδα υποβασταζόμενος για ομιλίες; Μπορεί να πάει στο μπλόκο της Κερατέας; Μπορεί να τα κάνει όλα αυτά ένας άνθρωπος σ’ αυτή την ηλικία; Ναι. Αν είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Με τα πόδια του να μην τον κρατάνε πια, με μισή σκάφη φάρμακα κάθε μέρα και με ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι του, βρίσκει το κουράγιο να αγωνίζεται γι’ αυτα που πιστεύει. 

Ας αφήσουμε κατά μέρος ποιος συμφωνεί και ποιος όχι με τις απόψεις που διατυπώνει ο Μίκης. Αυτό που έχει αξία είναι η παιδαγωγική της δημόσιας παρουσίας του. Ότι δεν μένει παρατηρητής. Ότι αρνείται τη σιωπή και εκτίθεται στο δημόσιο χώρο. Έχει κατακτήσει οτιδήποτε μπορεί να ονειρευτεί ένας δημιουργός. Έχει παγκόσμια αναγνώριση. Υποκλίνονται όλοι στο πέρασμά του - ακόμη και όσοι συνηθίζουν να τον επικρίνουν για τις πολιτικές επιλογές του. Τι θα ήταν πιο φυσιολογικό για έναν άνθρωπο με αυτό το ανάστημα από το να απολαύσει τις δάφνες της ζωής και του έργου του;

Ο Ψηλός αρνείται να το κάνει. Η σάρκα αδύνατη αλλά το πνεύμα πρόθυμο. Τα πάθος του υπερχειλίζει. Πιστεύει αυτό που λέει, αυτό που κάνει, αυτά που ζητάει από τους άλλους να κάνουν. Στέκεται όρθιος. Όπως κάποτε με τα τεράστια χέρια του τις ορχήστρες του, τώρα διευθύνει το αίσθημα της απόγνωσης που πνίγει την κοινωνία. Θέλει να το μετατρέψει σε αγωνιστική παρτιτούρα που ωθεί τους ανθρώπους να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους. Κυρίως είναι υπόδειγμα προσωπικής στάσης: να αντισταθούμε. Έστω και μόνοι. Αλλά «ωραίοι, περήφανοι και χαρούμενοι».

Είναι φτιαγμένος από υλικά που χάνονται. Και με την παρουσία του μας κάνει να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση. Όχι για το πολιτικό περιεχόμενο των πρωτοβουλιών του. Για την άρνηση του να παραιτηθεί. Και ο τρόπος που τη διατυπώνει σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσος Μίκης Θεοδωράκης υπάρχει μέσα στον Μίκη Θεοδωράκη.

* Εντάξει, δεν είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί για το Μίκη, με με κέρδισε η αμεσότητά του. Από το protagon. Το βρήκα εδώ.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

A steel story

* του Ν.Α.

Ετούτη τη στιγμή δε νιώθω καλά. Καθόλου καλά. Με μεταφέρουν πάνω σε ένα τροχήλατο φορείο και πραγματικά δεν έχω ιδέα τι θα μου συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Ναι, η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι.. πολύ ...αδυνατώ πλέον να προβλέψω το μέλλον μου. Τέτοιες στιγμές είναι που αρχίζει κανείς ν' αναπολεί το παρελθόν του, να σκέφτεται τι έζησε από μικρός, «να περνά όλη του η ζωή μπροστά απ’ τα μάτια του», όπως λένε.. αλήθεια! Αυτό συμβαίνει και σε μένα τώρα...

 

>>>

Θυμάμαι πολύ μικρό με φώναζαν 'Τσάλι. Δεν ξέρω γιατί, άλλα δε μου άρεσε καθόλου. Βλέπετε, στο μέρος όπου ζούσα το όνομα αυτό ήταν το πλέον συνηθισμένο, κάτι σαν το δικό σας ..«Παπαδόπουλος»! Μπορώ να πω όμως ότι ξεχώριζα κάπως από τους άλλους. Κάτι στη λάμψη και τη σκληρότητα του κορμιού μου, κάτι στην καθαρότητα και τη συνοχή μου, έκανε τους άλλους να με ζηλεύουν. Και δεν πήγα χαμένος. Ποιος με ξεχώρισε και μ' έσυρε απ' την αφάνεια, δεν θυμάμαι. Οι άλλοι πάντως τον φώναζαν «Μηχανικό», οπότε μάλλον έτσι θα τον έλεγαν. Αυτός με περισυνέλεξε και με τοποθέτησε μαζί με μια άλλη, μικρότερη αυτή τη φορά, παρέα. Εδώ πλέον ήμουν μαζί με όμοιούς μου και, αν μη τι άλλο, ήμουν πολύ ευτυχισμένος.

Εκεί μας πρόσεχαν πολύ, είναι η αλήθεια. Μας περιποιούνταν καθημερινά φροντίζοντας να είμαστε σε ιδανικές συνθήκες. Μια μέρα, όπως πολλές φορές γινόταν, επέλεξαν μερικούς από μας και μας οδήγησαν σε ένα μεγάλο, όμορφο χώρο με κάτι εντυπωσιακά μηχανήματα, που έμελλαν να είναι το εισιτήριό μου για μια υπέροχη καριέρα! Εκεί λοιπόν μας έπλυναν, μας έτριψαν, μας διαμόρφωσαν έτσι όπως ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μπορούσα να γίνω και ας το αντιλήφθηκα αρκετά αργότερα. Αποχαιρετώντας τις ευεργετικές «Φρέζες» (όπως έμαθα ότι ήταν τα ονόματα των μηχανημάτων που θαύμασα) μας καθάρισαν ξεχωριστά τον καθένα και μας τοποθέτησαν αργότερα σε ένα αυτοκινούμενο διάδρομο. Καθώς προχωρούσαμε, μπορούσα να διακρίνω τους χώρους στους οποίους πηγαίναμε: «Ενανθράκωση», «Σκλήρυνση», «Βάψιμο».

Το τι μου συνέβη εκεί μέσα δε μπορώ να σας το περιγράψω. Ένιωθα το κορμί μου να φλέγεται, ουσίες να διαπερνούν τη σάρκα μου, τους μύες μου να σκληραίνουν. Αν μου άρεσε λέει! Άρχιζα ξαφνικά να νιώθω μια τεράστια εσωτερική δύναμη και το μόνο που ξέρω είναι ότι ήθελα να παραμείνω εκεί μια ζωή. Σαν μας έβγαλαν από εκεί και ακολούθησε μια διαδικασία καθαρισμού, επικάλυψης, μετρήσεων και πάλι καθαρισμού και πάλι μετρήσεων από κάτι τύπους με μπλε-κίτρινες φόρμες. Γύρω μου έβλεπα πρόσωπα με ικανοποίηση, τον εαυτό μου όμως δεν είχα δει πώς έγινε. Καθώς όμως μας τοποθετούσαν σε ένα αναπαυτικό κιβώτιο, είδα το είδωλό μου να καθρεπτίζεται στο γυαλισμένο σώμα του διπλανού μου. Τι φοβερό! Στο εξωτερικό του σώματός μου υπήρχαν πολλά δόντια, συμμετρικά παρατεταγμένα, με γυαλισμένες τις παρειές τους, ενώ διάφορα νεύρα και καμπύλες διέτρεχαν το σύνολο του κορμιού μου. Από το σχήμα που είχα μπορούσα να καταλάβω ότι είχα γίνει πλέον ..Γρανάζι!

Είναι κάποια γεγονότα που στιγματίζουν τη ζωή μας και το γεγονός αυτό της επεξεργασίας που υπέστην αποτέλεσε τη δική μου ανάδυση από την αφάνεια στο προσκήνιο. Πλέον μπορούσα να απολαμβάνω την προσοχή όλων των Μηχανικών και απ’ ότι αντιλαμβανόμουν πρέπει να ανήκα σε μια ιδιαίτερη κατηγορία Γραναζιών. Δεν εξηγείται αλλιώς η επιλογή μου μεταξύ τόσων άλλων «φίλων» και η τοποθέτησή μου σε περίοπτη θέση σε ένα ειδικό κιβώτιο, το οποίο ασφαλίστηκε με προσοχή. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήμουν πολύτιμος γι’ αυτούς και πρέπει να πω ότι το απολάμβανα ιδιαιτέρως. Και επιβεβαιώθηκα μόλις το κιβώτιο που μας μετέφερε ξανάνοιξε, αυτή τη φορά σε ένα εντελώς άγνωστο για μένα κόσμο. Πρέπει να κάναμε μεγάλο ταξίδι γιατί μείναμε ώρες ατέλειωτες μεσ’ το κουτί. Η υποδοχή, όμως, που λάβαμε αποζημίωνε κάθε ταλαιπωρία. Μας παρέλαβαν κάποιοι λευκοφορεμένοι άνθρωποι, με μια τεράστια ασημένια ρομβοειδή στάμπα σε χρυσο-κίτρινο φόντο στην πλάτη, μας τοποθέτησαν τελικά σε διαφορετικά σύνολα Γραναζιών το καθένα μας.

Τώρα πια άρχιζα σιγά σιγά να αντιλαμβάνομαι το ρόλο που θα μου ανέθεταν. Βρισκόμουν μαζί με άλλα πέντε Γρανάζια, άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα. Εγώ ήμουν το τέταρτο μεγαλύτερο μα δεν με ένοιαζε. Αποτελούσα μέλος μιας μικρής ομάδας, που σύντομα απέκτησε και τον αρχηγό της. Έναν πανέμορφα μορφοποιημένο Άξονα που, με τις διαβαθμίσεις και τις υπόλοιπες διαμορφώσεις του, φάνταζε «πολύς» μπροστά μας. Χωρίς καθυστέρηση, ένας από εκείνους τους ανθρώπους με τη λευκή στολή και τη ρομβοειδή ασημένια στάμπα άρχισε να μας τοποθετεί πάνω στον Άξονα με τη σειρά. Ανάμεσά μας παρεμβαλλόταν κάποια άλλα μέλη, τα Κομπλέρ, τα Συγχρονιζέ, οι Διχάλες και άλλα πολλά μικρότερα και μεγαλύτερα με περίεργες τριγωνικές, σφαιρικές, σπειροειδείς και κωνικές μορφές. Δεν υπήρχε όμως αμφιβολία ότι όλα αυτά τα λοιπά μέλη θα δούλευαν για μας. Άλλωστε, μόνο εμείς είχαμε το προνόμιο να βρισκόμαστε πάνω σε σφαίρες, ανάμεσα σε μας και τον Άξονα, που καθιστούσε εξαιρετικά διασκεδαστική την παρουσία και το έργο μας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μας σήκωσαν όλους μαζί και μας τοποθέτησαν σε ένα πολύπλοκο κιβώτιο, παράλληλα σε έναν άλλο όμοιο Άξονα με αντίστοιχα Γρανάζια, τόσο κοντά, που οι δικές μου παρειές αντάμωσαν τέλεια με τις παρειές του απέναντι Γραναζιού. Από δω και στο εξής η συνεργασία μας θα ήταν σφιχταγκαλιαστή και καθοριστική!

Πράγματι, το τι περάσαμε μαζί είναι αδύνατο να ειπωθεί. Τι να πρωτοπώ; Για την απίστευτη ροπή που περνούσε από μέσα μας; Για τα τρελές περιστροφές μας στο δροσιστικό λάδι του κιβωτίου; Για τη φροντίδα από κάποιους ανθρώπους που μας έλεγχαν μετά από κάθε διαδρομή ή για τον εξονυχιστικό έλεγχο που δεχόμασταν πριν από κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο; Ευτυχώς που μας προστάτευε και το κιβώτιο από πέτρες, χώματα, λάσπες και χιόνια που κατά καιρούς συναντούσε. Απίθανες καταστάσεις, αλλά και μεγάλες οι απαιτήσεις. Τι ζωή κι αυτή!

Όπως, όμως, πάντα συμβαίνει στη ζωή, όλα έχουν ένα τέλος. Δεν έχουν βέβαια το τόσο βίαιο δικό μου τέλος. Ήτανε μια άσχημη στιγμή (αλλά κάπως έτσι δεν αρχίζουν όλα τα στραβά; από μια ατυχή στιγμή..). Στην αρχή νιώσαμε το βίαιο τράνταγμα. Μετά από λίγο το λάδι άρχισε να μην επαρκεί για όλους. Μια πέτρα είχε χτυπήσει με μεγάλη ορμή το κάτω μέρος του κιβωτίου και μας είχε πλήξει ανεπανόρθωτα. Ήταν φανερό ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, όμως τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Η ροπή την οποία έπρεπε να διαχειριστούμε αστείρευτη και η ζέστη άρχισε να γίνεται περισσότερο από ενοχλητική. Από τη μεριά μου ένιωθα ότι είχα ακόμα πολλές δυνάμεις. «Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω» έλεγα μέσα μου, «θ’ αντέξω» και συνέχιζα να δουλεύω ασταμάτητα. Δυστυχώ όμως δεν ήμουν μόνος εκεί μέσα. Οι μεγαλύτεροι της παρέας άρχισαν να εμφανίζουν έντονα σημάδια κόπωσης και κάτι κακό προμηνυόταν. Δε χρειαζόταν κανένας Νόμος του Μέρφυ για να επαληθεύσει το μοιραίο του πράγματος. Η υψηλή θερμοκρασία και η έντονη κόπωση οδήγησε σε μια ανατριχιαστική κατάρρευση του παραδίπλα σε μένα ζεύγους Γραναζιών από Άρπαγμα, όπως άκουσα πολύ αργότερα έναν Μηχανικό να λέει. Οι παρειές των δοντιών τους άρχισαν να κολλούν μεταξύ τους και να ξεσκίζουν το κορμί του καθενός σε κάθε περιστροφή.. σε κάθε επαφή.. Ώσπου ο ένας δεν άντεξε. Οι σάρκες του ξεσκίστηκαν υπό την ανατριχιαστική κραυγή αγωνίας του και τα κομμάτια του εκσφενδονίστηκαν στο χώρο ολόκληρου του κιβωτίου, σκορπώντας την καταστροφή στο διάβα τους. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Φυσικά ούτε κι εγώ.

>>>

Αυτή τη στιγμή με μεταφέρουν κάπου, πού δεν ξέρω. Ίσως στα επείγοντα περιστατικά, ίσως σε κάποια μονάδα εντατικής θεραπείας, σε κάποιο κέντρο διάγνωσης της κατάστασής μου. Δεν ξέρω.. Δε νιώθω να έχω τραυματιστεί σοβαρά, αν κρίνω όμως από τα πρόσωπα των γύρων μου δεν υπάρχει ελπίδα αποκατάστασης. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι προετοιμασμένος για σύνταξη, ούτε απόσυρση. Έχω πολλά να δώσω ακόμα και πρέπει τούτοι εδώ οι άνθρωποι να πιστέψουν σε μένα. Ξέρουν ποιος είμαι; Ξέρουν τι έχω περάσει; Ξέρουν τι έχω προσφέρει; Πολύ αμφιβάλλω.. Νιώθω το χυτήριο να πλησιάζει.. Σβήνω..

Εσείς, όμως, που με διαβάζετε, ίσως με πιστέψετε, ίσως με καταλάβετε παρακολουθώντας την πορεία της ζωής μου όπως την περίγραψα. Κι αν φυλάξετε αυτά τα λόγια, ίσως κάποτε να αποτελέσουν την αυτοβιογραφία μου. Το δικό μου μυθιστόρημα.


* Διασκευή στην ιστορία που δημοσιεύτηκε κάποτε σ' ένα τεύχος του περιοδικού F1Racing, με αφορμή -έστω και καθυστερημένη- την έναρξη των μηχανοκίνητων παγκόσμιων πρωταθλημάτων.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Τι διαβάζουμε και πόσο;

Έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς
του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
[www.ekebi.gr]

Ενθαρρυντικά για την ανάγνωση στη χώρα μας είναι τα αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) σε συνεργασία με την εταιρεία Metron Analysis από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2010.

> Σε σύγκριση με τις δυο προηγούμενες έρευνες, του 1999 και του 2004, ο πυρήνας των μέτριων ως συστηματικών αναγνωστών, δηλαδή όσων δήλωσαν ότι διάβασαν περισσότερα από 10 βιβλία κατά τους τελευταίους 12 μήνες, παρουσιάζει αξιοσημείωτη σταθερότητα, αντιπροσωπεύοντας το 8,1% των ερωτώμενων, έναντι του 8,6% το 2004 και 8,5% το 1999.


> Το ποσοστό των ασθενέστερων αναγνωστών, δηλαδή όσων δήλωσαν ότι διάβασαν από 1-9 βιβλία κατά τους τελευταίους 12 μήνες, παρουσιάζει επίσης αύξηση στο 34,2% του πληθυσμού, έναντι 25,4% το 2004 και 29,3% το 1999, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό όσων δήλωσαν ότι διαβάζουν έστω και ένα βιβλίο στο 42,3% (έναντι 34% το 2004 και 37,8% το 1999).


> Η έρευνα δείχνει ότι οι βιβλιόφιλοι δεν είναι άνθρωποι που µένουν κλεισµένοι στο σπίτι διαβάζοντας, όπως θέλει το γνωστό κλισέ. Αντίθετα συµµετέχουν περισσότερο από τον µέσο όρο στην πολιτιστική ζωή: διαβάζουν εφηµερίδες, ακούν ραδιόφωνο, πηγαίνουν σινεµά, θέατρο, επισκέπτονται εκθέσεις, αρχαιολογικούς χώρους περισσότερο από άλλους. Επίσης βγαίνουν έξω περισσότερο, σε εστιατόρια, καφέ, µπαρ, κέντρα µε ζωντανή µουσική, ενώ πηγαίνουν περισσότερο και σε γυµναστήρια. Το µόνο που κάνουν λιγότερο είναι να βλέπουν τηλεόραση. Ο γενικός πληθυσµός παρακολουθεί κατά µέσον όρο 3 ώρες και 18 λεπτά τηλεόραση, οι ασθενέστεροι αναγνώστες 2 ώρες και 45 λεπτά και οι συστηµατικότεροι αναγνώστες 2 ώρες και 11 λεπτά (άχρηστος χρόνος κυριολεκτικά!). Ως κύριους λόγους μη ανάγνωσης αναφέρουν την έλλειψη χρόνου (αλλά 2-3 ώρες τις πετάνε στην τηλεόραση!!) και ότι βαριούνται το διάβασμα..


> Από τα βιβλία Λογοτεχνίας που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό ανάγνωσης μεταξύ άλλων κατηγοριών, κυρίαρχη θέση έχουν τα μυθιστορήματα και οι νουβέλες κι από αυτά δημοφιλέστερα είναι τα κοινωνικά, τα ιστορικά και των σχέσεων. Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν τα πάει κι άσχημα, με ένα 12% επί του συνόλου των αναγνωστών.


> Αναφορικά με τα κριτήρια επιλογής βιβλίων, το θέμα και ο συγγραφέας είναι τα κυρίαρχα. Εντύπωση προκαλεί το μεγάλο ποσοστό εκείνων που επιλέγουν βάσει περίληψης στο οπισθόφυλλο ή λόγω μιας κριτικής που διάβασαν, ενώ υπάρχουν ακόμα μερικοί (λίγοι) που το αγοράζουν λόγω ..εξωφύλλου ή διαφήμισης.


> Ο τρόπος προμήθειας των βιβλίων φανερώνει ότι συνήθως τα αγοράζουμε μόνοι μας από μικρά-ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Εντύπωση προκαλεί το μικρό ποσοστό αγοράς από Εκθέσεις, το ακόμα μικρότερο ποσοστό δανεισμού από Βιβλιοθήκες, ενώ για λύπηση είναι το ποσοστό των βιβλίων που προήλθαν από δώρα..


> Τέλος στην ερώτηση «Ποιανού συγγραφέα τα βιβλία επηρέασαν καθοριστικά ή άλλαξαν τη ζωή σας», η διαπίστωση είναι ότι μετά τον Καζαντζάκη το χάος!! Τραγικοί όσοι απάντησαν ότι τους άλλαξε τη ζωή ο Κοέλο η Βικτόρια Χίσλοπ... μην τρελαθούμε κιόλας!


> Το σύνολο των αποτελεσμάτων της εξαιρετικής αυτής Έρευνας, τόσο για τις αναγνωστικές μας συνήθειες όσο και για τις πολιτιστικές (ψυχαγωγία, ανάγνωση εφημερίδων, internet, κλπ) θα το βρείτε στην ιστοσελίδα του Ε.ΚΕ.ΒΙ., εδώ.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Η αναδιάρθρωση μπορεί να αποφευχθεί

* του Στέφανου Μάνου

Οι τίτλοι των άρθρων της ΕΣΤΙΑΣ του τελευταίου δεκαήμερου είναι χαρακτηριστικοί της εύλογης ανησυχίας που προκαλεί η συμπεριφορά της κυβέρνησης: «Οδηγούμεθα σε αδιέξοδο», «Δεν πείθει ο πρωθυπουργός», «Μετεξεταστέοι οι κυβερνώντες», «Συνταγή καταστροφής», «Εισπρακτικό Βατερλώ», «Δεν υπάρχει εθνικό όραμα».

Την ανησυχία επέτεινε το άρθρο του τελευταίου Economist: «παραδεχτείτε το, η Ελλάδα είναι χρεοκοπημένη και πρέπει να αναδιαρθρώσει το χρέος της και οι δανειστές της να εισπράξουν λιγότερα από όσα δάνεισαν». Το Spiegel ισχυρίζεται ότι και το ΔΝΤ αμφιβάλλει πια ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να εξυγιάνει την οικονομία της.


Απαντώντας σε αυτό τον καταιγισμό απαισιόδοξων προβλέψεων ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου αρκέστηκαν να αποκλείσουν κατηγορηματικά το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας.


Και από τους δύο διαφεύγει ότι η αιτία των απαισιόδοξων προβλέψεων είναι οι ίδιοι. Αν το ΔΝΤ αμφιβάλλει ότι η Ελλάδα μπορεί να εξυγιανθεί οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει ό,τι οι περιστάσεις επιβάλλουν.


Εδώ και 20 χρόνια υποστηρίζω την ανάγκη περιορισμού της κρατικής δαπάνης. Εις μάτην όμως. Η κυβέρνηση δεν διανοείται να θίξει «τα κεκτημένα» και «τα κατεστημένα». Όπως άλλωστε δεν διανοείτο και η προηγούμενη κυβέρνηση του κ. Καραμανλή. Έστω και αν έτσι οδηγούμαστε στη βέβαιη χρεοκοπία.


Οι υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις


Η αλήθεια είναι ότι κάθε περικοπή δαπάνης πλήττει τους ανθρώπους για τους οποίους η δαπάνη αυτή είναι έσοδο. Αυτοί θα διαμαρτύρονται. Είναι όμως οι λίγοι για τους οποίους θυσιάζονται οι πολλοί. Η κυβέρνηση θα πρέπει να κλείσει τα αυτιά της και να προχωρήσει στις περικοπές εξηγώντας κάθε φορά γιατί κάθε συγκεκριμένη περικοπή είναι ηθικά δικαιολογημένη και κατά το δυνατό δίκαια κατανεμημένη. Μετά από κάθε περικοπή θα πρέπει να θυμόμαστε ότι αν δεν κόψουμε τις δαπάνες, θα χρεοκοπήσουμε (υπάρχουν δυστυχώς πολλοί ανόητοι που αντιμετωπίζουν τη χρεοκοπία και το τρομερό τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε με ελαφρότητα).


Κάθε φορά που διαφημίζεται ένα προϊόν, το 21,5% της δαπάνης αποτελεί έσοδο του ταμείου των δημοσιογράφων. Δικαιολογείται ηθικά αυτή η δαπάνη; Είναι δίκαιη; Γιατί να μη φροντίζουν τη σύνταξή τους, μόνοι τους, οι δημοσιογράφοι και οι εργοδότες τους αντί να επιβαρύνουν τις τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές;


Κάθε πράξη στην οποία αναμειγνύεται δικηγόρος επιβαρύνεται με μια δαπάνη υπέρ του Ταμείου των νομικών. Γιατί δεν πληρώνουν το Ταμείο τους οι ίδιοι οι δικηγόροι από τα δικά τους εισοδήματα;


Το κράτος επιχορηγεί το Ταμείο των εργαζομένων στη ΔΕΗ με 700 εκ. ευρώ ετησίως με λεφτά που παίρνει από τους πολίτες του ιδιωτικού τομέα. Οι πολλοί πληρώνουν για τους λίγους. Σε ποια ηθική βάση στηρίζεται αυτή η επιβάρυνση; Είναι δίκαιη;


Το κράτος έχει εγγυηθεί στους φαρμακοποιούς υψηλά ποσοστό κέρδους που τους καταβάλλονται από τα Ταμεία με λεφτά των πολιτών. Σε ένα φάρμακο με χονδρική τιμή 1.000 ευρώ ο φαρμακοποιός κερδίζει 350 ευρώ, ενώ ο σουηδός φαρμακοποιός κερδίζει 15,5 ευρώ. Είναι ηθικό; είναι δίκαιο; Η καθιέρωση του σουηδικού συστήματος θα ελάφρυνε την επιβάρυνση των πολιτών κατά 1,5 δις ευρώ ετησίως.


Όλα τα παραπάνω παραδείγματα εντάσσονται στη γενική κατηγορία των υπέρ τρίτων επιβαρύνσεων. Εκατοντάδες τέτοιες επιβαρύνσεις υπέρ προνομιούχων τρίτων έχουν θεσπιστεί από το πολιτικό σύστημα. Κανείς δεν γνωρίζει το συνολικό ποσό της επιβάρυνσης, κυρίως διότι οι ωφελούμενοι δεν επιθυμούν να γίνει γνωστό. Χωρίς πάντως δυσκολία μπορεί να εντοπιστεί δαπάνη – μεγαλύτερη από 10 δις ετησίως – που βαρύνει τους πολλούς είτε αμέσως, είτε εμμέσως προς όφελος πολύ-πολύ λιγότερων. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να καταργηθούν όλες ανεξαιρέτως οι υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις με μια απλή διάταξη νόμου. Αφού καταργηθούν όλες, αν υπάρχουν δυο τρεις που πρέπει να διατηρηθούν, ας θεσμοθετηθούν εκ νέου.


Η μισθολογική δαπάνη


Μια άλλη κατηγορία δαπανών αφορά τα εισοδήματα όσων εργάζονται στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ. Μετά τις πρόσφατες περικοπές –λόγω μνημονίου– η κατά κεφαλή δαπάνη μισθοδοσίας στις ΔΕΚΟ είναι περίπου τρεις φορές -και στο Δημόσιο δύο φορές- μεγαλύτερη από τη δαπάνη μισθοδοσίας στον ιδιωτικό τομέα. Τη μισθοδοσία στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ πληρώνουν, σε τελική ανάλυση, οι πολίτες του ιδιωτικού τομέα. Οι φτωχότεροι συντηρούν τους πλουσιότερους! Είναι η κατάσταση αυτή ηθική; Είναι δίκαιη;


Δεν είναι όμως μόνο η τεράστια διαφορά της μισθολογικής δαπάνης, είναι και το γεγονός ότι στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ –κατά μέσον όρο- για τη δουλειά ενός πληρώνονται δύο. Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης κ. Μπουτάρης, ο μόνος ίσως ειλικρινής, είπε ότι στο δήμο του αμείβονται 5.000 άνθρωποι ενώ θα μπορούσε θαυμάσια να γίνει η δουλειά με 2.000!


Κάντε τον λογαριασμό: Η μισθολογική δαπάνη είναι 2 με 3 φορές υψηλότερη από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα και πληρώνονται δύο φορές περισσότεροι από ό,τι χρειάζονται. Οι πολίτες λοιπόν του ιδιωτικού τομέα πληρώνουν 4 έως 6 φορές περισσότερα από όσα θα έπρεπε. Είναι ηθικό; είναι δίκαιο; είναι αποτελεσματικό; Και σε αυτή την κατηγορία δαπανών, η συνολική περιττή δαπάνη που βαρύνει τους πολλούς και ωφελεί λίγους υπερβαίνει τα 10 δις ευρώ ετησίως.


Η ανοργανωσιά, το κλέψιμο και το λάδωμα


Η τρίτη κατηγορία δαπανών είναι οι δαπάνες που προκαλούνται από την έλλειψη του μετρήματος, από τις κλεψιές, τα λαδώματα και την απερίγραπτη πολυπλοκότητα και ηλιθιότητα της γραφειοκρατίας. Το οικονομικό χάος στα νοσοκομεία, οι υπερτιμολογήσεις στις προμήθειες του Δημοσίου είναι γνωστά παραδείγματα για τα οποία υπάρχουν και κάποιες εκτιμήσεις. Πολύ λιγότερο έχει εκτιμηθεί η δαπάνη που βαρύνει όλη την κοινωνία εξ αιτίας της απώλειας χρόνου (ο χρόνος είναι χρήμα!)  που προκαλείται από την πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας («περάστε για υπόθεσή σας») και από την προκλητική ανοχή της αστυνομίας απέναντι στην παράνομη στάθμευση, στις πορείες και στις καταλήψεις. Εκτιμώ ότι με στοιχειώδες νοικοκύρεμα μπορούν εύκολα να εξοικονομηθούν περισσότερα από 5 δις ευρώ ετησίως.


Η φοροδιαφυγή


Διαιρέστε τους φόρους που πληρώνετε σε τρεις ομάδες:
- Στην πρώτη περιλαμβάνονται οι φόροι που αντιστοιχούν στις δαπάνες που θα έκανε το κράτος αν πλήρωνε με όρους της ιδιωτικής οικονομίας αυστηρά μόνο όσους χρειάζεται για να κάνουν τη δουλειά.
- Στο δεύτερο πίνακα  θα βάλετε τα ποσά που αντιστοιχούν στις πληρωμές που κάνει το κράτος στους υπεράριθμους που έχει προσλάβει και τα ποσά με τα οποία τους πληρώνει πάνω από τα επίπεδα του ιδιωτικού τομέα.
- Τέλος στον τρίτο πίνακα βάλτε τα ποσά που πληρώνετε για να καλυφθούν οι υπερτιμολογήσεις, οι κλεψιές και το έλλειμμα στα έσοδα που δημιουργούν οι φοροφυγάδες (κάθε φορά που το κράτος κάνει φορολογικές ρυθμίσεις κυνηγάει αυτούς που συνήθως πληρώνουν και ευνοεί τους φοροφυγάδες).

Αν δηλαδή είστε φορολογούμενος θεωρείστε τη φοροδιαφυγή ως δική σας δαπάνη. Αν πληρώνατε 1.000 ευρώ ετησίως σε φόρους, πως θα κατανέματε το ποσό αυτό στους 3 πίνακες; Πρόχειρα θα έλεγα 450 ευρώ στον πρώτο πίνακα, 350 στον δεύτερο και 200 στον τρίτο. Κάθε φορολογούμενος του ιδιωτικού τομέα είναι ενδεχόμενο να κάνει τη σκέψη, έστω ασυναισθήτως, ότι το κράτος του παίρνει εκβιαστικά 1.000 ευρώ ενώ χρειάζεται κανονικά μόνο 450. Τον εξοντώνει φορολογικά με τα υπόλοιπα 550 προκειμένου να μη θίξει «τα κεκτημένα» και «τα κατεστημένα».

Υποστηρίζω ότι δεν θα υπάρξει μείωση της φοροδιαφυγής όσο διατηρείται η πολυπλοκότητα του συστήματος και κυρίως η πεποίθηση ότι το κράτος δαπανά ασύστολα χωρίς να υπάρχει ηθικό υπόβαθρο για τις δαπάνες του και χωρίς να τηρείται η αρχή της δίκαιης κατανομής των βαρών.


Πρωτογενές πλεόνασμα φέτος


Είμαστε στην αρχή του τέταρτου μήνα του 2011. Με μόλις 10 από τα 25 δις ευρώ που άνετα μπορούν να περικοπούν, η χρονιά θα μπορούσε να τελειώσει με πρωτογενές πλεόνασμα και να αλλάξει άρδην η ψυχολογία των αγορών. Αν μάλιστα συνδυαστούν οι περικοπές των κρατικών δαπανών με γρήγορες και αποφασιστικές διαρθρωτικές αλλαγές (απλοποιήσεις, αποκρατικοποιήσεις, ιδιωτικοποιήσεις, πώληση ακίνητης περιουσίας, απελευθέρωση επαγγελμάτων, περιορισμό της συνδικαλιστικής ασυδοσίας, άνοιγμα αγορών, μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, κ.λπ) η Ελλάδα θα μπορούσε μέχρι το τέλος του χρόνου να διαψεύσει όλες τις αρνητικές προσδοκίες. Ο Economist σφάλλει όταν ισχυρίζεται ότι η κυβέρνησή μας έκανε ηρωικές περικοπές δαπανών. Οι περικοπές ήταν εν πολλοίς άδικες και καθόλου ηρωικές. Σφάλλει επίσης όταν ισχυρίζεται ότι μια και η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναπόφευκτη, ας γίνει μια ώρα αρχύτερα. Η αναδιάρθρωση θα καταστεί αναπόφευκτη μόνο αν η κυβέρνησή μας συνεχίσει ό,τι κάνει: να ξεζουμίζει τους ασθενέστερους για να συντηρεί τους πλουσιότερους.


Αντιλαμβάνομαι ότι το κόστος της πολιτικής που εισηγούμαι θα είναι μεγάλο. Θα έχει όμως θετικό αποτέλεσμα. Σε δύο μόλις χρόνια η Ελλάδα, έχοντας διαψεύσει όλες τις κακές προβλέψεις, θα βρίσκεται –ανανεωμένη και ζωντανή– σε τροχιά γρήγορης ανάπτυξης. Όσοι υποστούν σήμερα το κόστος θα πρέπει να θυμούνται ότι για πολλά χρόνια προεξοφλούσαν τα μελλοντικά εισοδήματα των πολιτών του ιδιωτικού τομέα που είναι ασθενέστεροι. Τώρα θα πρέπει να κάνουν υπομονή και θυσίες για να μπορέσουν να πάρουν το μερίδιό τους όταν η Ελλάδα συνέλθει.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία», την Κυριακή 3/4/2011. Το βρήκα στην ιστοσελίδα της Δράσης.