Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Night falls

"Night falls. Or has fallen."
>>>

Για πεντηκοστή, εκατοστή φορά το δισκάκι ξεκίνησε από την αρχή, η μικρή οθόνη στο κεντρικό ταμπλώ φώτισε τον αριθμό ένα. Τη μικρή παύση διαδέχτηκαν ρυθμικά τύμπανα και έγχορδα· γέμισαν το κρύο εσωτερικό του αυτοκινήτου που διάβαινε ήσυχα την έρημη νύχτα.

[♪] Πάνω στο μπράτσο χάραξε η μέρα μιαν ευχή
για το χορό που στήσανε στ' αστέρια οι Περσείδες [/♪]

Πυκνή, ήσυχη, ανέφελη νύχτα. Δίχως αστέρια, χωρίς φεγγάρι, έπεσε.
Στη βάρδια.

>>>
"Night falls. Or has fallen. Why is it that night falls, instead of rising, like the dawn? Yet if you look east, at sunset, you can see night rising, not falling; darkness lifting into the sky, up from the horizon, like a black sun behind cloudcover. Like smoke from an unseen fire, a line of fire just below the horizon, brushfire or a burning city. Maybe night falls because it’s heavy, a thick curtain pulled up over the eyes. Wool blanket. I wish I could see in the dark, better than I do."
Margaret Atwood, The Handmaid’s Tale, 1985
>>>

Και μετά αχνοφαίνεται το πρώτο φως, η Ηώ, η πρόδρομος του Ήλιου, που ρίχνει μια σταγόνα θαμπού μπλε αραιώνοντας τη σκουρόχρωμη ανατολή πάνω απ' τη μαύρη θάλασσα. Και η αυγή ανεβαίνει, ανατέλλει γοργά, ώσπου οι πρώτες βαθυκίτρινες ακτίνες σαρώνουν με τη δέσμη τους τα ήρεμα νερά. Ώσπου το φως διαλύει τις σκιές που ξεγελούν τα μάτια.
"I wish I could see in the dark, better than I do."
Ή όπως καρδιακά το εξέφρασε ο θεολόγος του Ησυχασμού, φώτισόν μου το σκότος.


Σάββατο 6 Μαΐου 2017

ψηφίδες

Παράξενη μέρα η σημερινή. Η χθεσινή δηλαδή, γιατί και πάλι μεταμεσονύκτια σου γράφω. Φόρτωσα στον κόκκορα μισή ντουζίνα εκκρεμότητες και πήγα για τρέξιμο το πρωί, με τη Μαρίνα και τη Ζωή. Εντάξει, δεν βάλαμε και φωτιά στο ταρτάν, αλλά όμορφα ήταν. Πάντα είναι, όταν μάλλον και η παρέα είναι αντίστοιχα.

«Ξέρεις τι έκανα σήμερα;» μου είπε πριν λίγες μέρες η φωνή στο τηλέφωνο. «Δήλωσα. Πάει ο νους σου για ποιον αγώνα;».
«Για λέγε μου γιατί δεν είμαι σε φάση», της λέω.
«Βγήκαν οι δηλώσεις για το Μαραθώνιο βρε χαζό!».
«...»
«Κι εκεί προς το τέλος που συμπληρώνουμε με ποιον άλλον αθλητή θέλουμε να μας βάλουν στο ίδιο γκρουπ εκκίνησης, εγώ έβαλα...»
«Ωχχ..»
«Εσέναααα!»

Την επόμενη μέρα, φυσικά, δήλωσα κι εγώ. Αυτή είναι η Φανή, της ασπαίτε, της Κοζάνης, των παιδιών της, των βιβλίων, των ημιμαραθωνίων, τώρα και των μαραθωνίων.

«Στο λέω να το ξέρεις, εσύ θα φταις για όλα».
«Χαχα! Put the blame on mame boy».

Αυτή ήταν η τελευταία μας επικοινωνία.

***

Μα για άλλα ήθελα απόψε να γράψω και διέκοψα την πνευματική μου εργασία, το παζλ που βάλθηκα νυχτιάτικα να φτιάξω. Παρασυρμένος και προπονημένος με εκείνα των ογδόντα τεμαχίων που φτιάχνουμε με την λατρεμένη μου μπουμπού, πήρα ένα από το Μουσείο Guggenheim κατά το πρόσφατο ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Εικονίζει τον πίνακα Yellow-Red-Blue του Kandinsky, που άκρη δε βγάζω τι θέλει ο ποιητής να δείξει, όμως είναι πανέμορφος. Στην αρχή είχα σταμπάρει ένα αντίγραφο του υπέροχου πίνακα του Paul Klee, Red Balloon, αλλά φοβήθηκα ότι δεν θα επιζήσει του υπερατλαντικού ταξιδιού. Κι έτσι βρέθηκα με χίλια κομματάκια τέχνης.
Σκορπίζοντας τις ψηφίδες στο τραπέζι του σαλονιού ανακατεύτηκαν κει μέσα κι οι μνήμες απ' το ταξίδι, οι εικόνες και τα αμέτρητα βήματα στις λεωφόρους. Κυρίως αυτά, τα βήματα. Και μάλιστα τα μαραθώνια σαράντα δυόμιση χιλιάδες που κατέγραψε προτελευταία μέρα το ..ρουθιανάκι που έχω γαντζωμένο στον αριστερό μου καρπό.

***

Μια μουντή συννεφιά σκέπαζε τον λιγοστό ουρανό που κατάφερναν να διακρίνουν τα μάτια μεταξύ των πολυόροφων κτιρίων. Και λέω κατάφερναν γιατί ήθελε κόπο και πόνο να στρέψεις τόσο πολύ το κεφάλι να δει το τέλος κάθε ουρανοξύστη, την αρχή του ουρανού. Μεσημέρι Δευτέρας στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Δώσαμε ραντεβού με τον άλλον Νίκο ώρα οκτώ παρά τέταρτο στον αριθμό 245 της 44ης οδού, δίπλα στην Μπρόντγουεϊ Στρητ, όπου και είχαν κλείσει απ' το πρωί εισιτήριο με την παρέα για βραδινή παράσταση. Είχα περίπου δυο ώρες να βολτάρω μόνος, προτού τους συναντήσω. Περιπλανήθηκα για λίγο στο διπλανό πάρκο του Δημαρχείου και κατόπιν χώθηκα στα στενά προς τη Γουόλ Στρητ. Εκείνη την ώρα σχολούσαν οι εργαζόμενοι από τις δουλειές· κατά χιλιάδες άδειαζαν τους ορόφους και τα κτίρια των δικαστηρίων και των χρηματιστηρίων με τις μαρμάρινες προσόψεις. Κουστούμια, γραβάτες, χαρτοφύλακες, από κάθε πιθανό στενό, με κοινή κατεύθυνση, τους κοντινούς σταθμούς του μετρό.

Άλλαξα την αρχική μου απόφαση -να χρησιμοποιήσω κι εγώ το μετρό- και συνέχισα περπατώντας μέχρι στο σημείο των δίδυμων πύργων, το ground zero, με τους ολοκαίνουριους ουρανοξύστες και το συγκινητικό μεμόριαλ για τα γεγονότα και τα θύματα εκείνου του Σεπτέμβρη. Ήθελα να ξαναδώ με το φως της μέρας την ευρύτερη περιοχή και τις νέες αρχιτεκτονιές του Καλατράβα. Κοίταξα το ρολόι μου, είχα μια ώρα στη διάθεσή μου. Άνοιξα το χάρτη να δω πού είμαι και πού πρέπει να φτάσω στην προκαθορισμένη ώρα, έκανα ένα ..προτζέκσιον και αποφάσισα με γρήγορες διαδικασίες να περπατήσω όλο το οικονομικό κέντρο και μετά τους 45 δρόμους που με χώριζαν από την παρέα.

Και ξεκίνησα γοργά, μα χαζεύοντας συνάμα, να πιάσω την Μπρόντγουεϊ Στρητ που θα με έβγαζε καρφί στον προορισμό. Αυτή την απείθαρχη οδό, που κόντρα στον ορθοκανονικό καμβά των λεωφόρων και των οδών, διασχίζει διαγώνια όλο το Μανχάταν και χάνεται στις βόρειες περιοχές της ΝΥ. Τριμπέκα, Τσάινατάουν και Σόχο ενώθηκαν ως την Πλατεία Ουάσιγκτον, απ' όπου περίπου αρχίζει η κανονική αρίθμηση των οδών. Τα πόδια πατούσαν ανάλαφρα στα nike free, χωρίς να υπολογίζουν τα υπερβολικά χιλιόμετρα που είχαν κάνει από το πρωί. Μόνο δεκαδώδεκα ήταν εκείνα του Σέντραλ Παρκ και τον μεγάλο γύρο του πάρκου τα ξημερώματα. Μοναδικό φως, ιδανικό τοπίο, απόλαυση, άλλη φορά θα σου γράψω γι' αυτό. Και συνέχιζαν τώρα, πάνω από τριάντα χιλιάδες καταχωρημένα στο τριανταδύο γραμμαρίων βάρους γκατζετάκι με τη μικρή led οθόνη.

Προσπερνώντας το Empire State building για τελευταία μάλλον φορά, λοξοδρόμησα προς το αγαπημένο μου σημείο της πόλης, το Bryant Park. Υποθέτω όχι του Κόμπε Μπράιντ! Δίπλα του η Εθνική Βιβλιοθήκη και μια σειρά ιδιαίτερων κτιρίων γύρω από την φυτεμένη πλατεία, του δίνουν έναν αέρα πολιτισμού, ηρεμίας και ανάπαυσης. Δοκίμασα να μπω στη βιβλιοθήκη και στο κατάστημα δώρων της, μα είχε κλείσει από ώρα. Περπάτησα για λίγο στους ψηλοτάβανους διαδρόμους της και βγήκα ξανά να συναντήσω την 44η οδό και την παρέα έξω από το πολύκοσμο θέατρο.

Επόμενος και τελικός προορισμός, επιτέλους, το σπίτι, που δεν απείχε περισσότερο από είκοσι λεπτά. Παραδίπλα στην 44η σταμάτησα σε μία από τις διάσπαρτες μικρές καντίνες που πουλούσαν τα πάντα σε πίτα. Ο Αλί από το Μπαγκλαντές, με αδέρφια και θείους στην Ελλάδα, μου ετοίμασε το πιο νόστιμο φαλάφελ που είχα δοκιμάσει στη ΝΥ τις μέρες εκείνες, ρωτώντας με τι πράγμα μου είχε αρέσει περισσότερο στο ταξίδι μου.

***

«Για πες, Νέα Υόρκη;...!»

Με το αριστερό της χέρι περασμένο αγκαζέ στο δικό μου δεξί, που τα δάχτυλά του φύλαγα στην τσέπη του μπουφάν, περπατούσαμε σκυφτοί στον πεζόδρομο της Ρήγα Φεραίου. Πάτρα και ψιλόβροχο και κρύο, Απρίλη μήνα. Καθόλου πρωτότυπο. Κι η Φωτεινή να επιμένει, "για πε!".

«Ε, τι να πω, λόγια δεν βρίσκω εύκολα».
«Εσύ;;»
«Εγώ».
«Θα ξαναπήγαινες;»
«Την επόμενη βδομάδα».

Ήταν η τέταρτη φορά που με ρωτούσε κάποιος το ίδιο πράγμα και η απάντηση ήταν κάθε φορά και πιο βεβαία.

«Και τι ήταν αυτό που σου άρεσε πιο πολύ;»
«Το περιδιάβαιμα στην πόλη. Και..» -αυθόρμητα- «..το Guggenheim».

***

To Μουσείο Guggenheim, με τους κατάλευκους τοίχους και το λιτό στήσιμο των έργων σε μια συνεχή ανοδική σπείρα από το μηδέν στο πολύ, από τη γη στο ψηλά. Κάθε βήμα και ένας διαφορετικός πίνακας, κάθε βήμα και η ίδια σταθερά ανηφορική πορεία. Και μετά από μια περιστροφή στη σπείρα, να 'σαι πάλι στην ίδια μεριά, μόνο που αυτή τη φορά ένα επίπεδο πιο πάνω. Κι όταν φτάνεις στο τέλος της σπείρας, σαν υγρασία που σκαρφαλώνει το σπείρωμα ενός κοχλία να βρει διαφυγή, η δική σου διαφυγή είναι η ικανοποίηση, το γέμισμα από αυτή την προς τα άνω πορεία, μεταφορική και κυριολεκτική. Και μετά τοίχος. Και εκεί δίπλα το ασανσέρ ξανά για τη γη. Οι περισσότεροι επισκέπτες παρατήρησα ότι ακολουθούσαν την αντίθετη πορεία: από το ισόγειο με το ασανσέρ για το άνω άκρο της σπείρας και έπειτα μελέτη των έργων με καθοδική πορεία. Είναι όμως άλλες οι προσλαμβάνουσες όταν υπάρχει και σωματική συμμετοχή στον κόπο της κατανόησης. Είναι αλλιώτικο το βίωμα. Για τον ίδιο λόγο που μια ντομάτα είναι πιο νόστιμη όταν έχεις μοχθήσει να την καλλιεργήσεις ή μια αγάπη πιο ισχυρή όταν έχεις κοπιάσει να την αναζητήσεις. Και ένα φαλάφελ πιο λαχταριστό μετά από σαρανταδυό χιλιάδες βήματα..

Αυτά σκεφτόμουν βαδίζοντας προς το διαμέρισμα που μας φιλοξενούσε, στον 15ο όροφο ενός χαμηλού κτιρίου στη γωνία 54ης και Λέξιγκτον, κατά τις μέρες που διαβαίναμε την ανηφορική σπειροειδή πορεία προς το Πάσχα. "Unless we live with art, we cannot understand it", έγραφε μια πινακίδα στο Μουσείο, και γιατί να μην το γενικεύσει κανείς για κάθε τι σ' αυτή την ακατανόητη ζωή, σ' αυτό το διαρκές ανοδικό σπειροειδές παρόν, που ξανά και ξανά μας φέρνει στο ίδιο μέρος, σ' άλλο όμως επίπεδο, σε επόμενο χρόνο, με άλλες συνθήκες, διαφορετική οπτική. Είναι τελικά το ανέβασμα που κάνει τη διαφορά, όχι η επανακύκλωση. Αυτό ακριβώς το ανέστη.

***

Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτά ήθελα να γράψω απόψε, μα να 'μαι που ανακατώνω μικρά ακανόνιστα κομμάτια από το παζλ των θυμησών και των βιωμάτων, ψάχνοντας εκείνο το μικρούλι που θα ενώσει τα ασύνδετα. Την ώρα που ο Μίλτος στο ραδιόφωνο σιγοντάρει διασκευάζοντας Ερωτόκριτο.

«Τα μάτια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,
μα πιο καλά και πιο μακριά θωρεί η καρδιά τ΄ ανθρώπου
εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
και σ' έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει».