Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Όλα είναι δρόμος



Από καιρό με ταλαιπωρούσε ένα σφίξιμο στη γάμπα του δεξιού μου ποδιού. Το απέκτησα μια καλή Τετάρτη όταν, επιστρέφοντας από το μάθημα των Ιταλικών, έτρεξα φορτωμένος σε μια από τις συνηθισμένες ανηφόρες των Μετεώρων (Πολίχνη μεριά) για να φτάσω στο παρκαρισμένο Renault μου. Κι από κει κατευθείαν στο σπίτι, ευθύς παράδοση-παραλαβή νέου ..οπλισμού και με την πανάλαφρη κιθάρα στον ώμο άλλο ένα σπριντ ως το Καυτατζόγλειο, όπου -βάσει προγράμματος- θα με περίμενε ο Σπύρος, παρτενέρ μου στην κιθάρα. Έλα όμως που ο Σπύρος είχε αργήσει κι εγώ, περιμένοντας στο δροσερό αεράκι που κατέβαινε απ' το Σέιχ Σου, άρχισα να νιώθω μια υποψία κράμπας. Δεν έδωσα σημασία, χμ, αλλά στα επόμενα 7km (πήγαινε-έλα στο μάθημα) η γάμπα τέλος!

- «Ξεκούραση θέλει», με συμβούλεψε ο Γιώργος, ο γιατρός, λες και δεν το ήξερα.
- «Κανένα πασάλειμμα θα βοηθήσει;»
- «Πφφ, μην περιμένεις και θαύματα», ήταν περίπου η απάντησή του.
Ξεκούραση λοιπόν, αλλά το κούτσεμα χειροτέρευε. Ακόμα και η διαδρομή γραφείο-WC στην εργασία έκανε το ..Παρίσι-Ντακάρ, χεχ, να μοιάζει βόλτα στην εξοχή.

>>>

Την ερχόμενη Τετάρτη, τη 15η του αυτού μηνός, απεργίαν ποιούμεν εις εναντίωσην κατά των μέτρων της τρόικας, έγραφε με χοντρά παχιά γράμματα το ..κοινωνικό συναξάρι, δηλαδή απεργία γενική, όσο δεν παίρνει.

«Απεργία» είχε κυρήξει εδώ και 2 μέρες και το Renault μου, αρνούμενο πεισματικά να εκκινήσει σαν ήρθαν τα πρώτα κρύα. Χεχ, είχα αμελήσει, βλέπετε, να φροντίσω για το ετήσιο σέρβις του και το R7 είχε κατεβάσει κάτι μούτρα ναααα, μέχρι το οδόστρωμα. Δώστου η μίζα, δώστου και το γκάζι, τράβα και το τσοκ μπας και φιλοτιμηθεί, τίποτα. Μουλάρωμα κανονικό, σαν μουτρωμένη φιλενάδα που αμέλησες τα γενέθλιά της, την επέτειο ή τέλος πάντων μια από αυτές τις δεκάδες ημερομηνίες που πρέπει να θυμάσαι.

Ξύπνησα κι εγώ νωρίς να πάρω λεωφορείο, μα να το περιμένω και να μην έρχεται με τίποτα. Στήσιμο περιποιημένο. Είναι να μην πάει στραβά απ' την αρχή.. Προκειμένου να γλιτώσω τα 15-17 ευρώ του ταξί, παρακάλεσα ένα συνεργάτη να με συναντήσει στη Βούλγαρη και να με πάρει ως τη Θέρμη, κι έτσι, έχοντας λίγο χρόνο, ξεκίνησα βαδίζοντας προς τα κει. 2km μετά και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του κ. Θανάση, ένιωσα να επανέρχεται το σφίξιμο στη γάμπα, που ευλαβικά είχα ξεκουράσει τις προηγούμενες μέρες. Να τα μας.. Μέτρησα άλλα 2km στο γυρισμό και λίγο το κρύο, λίγο το δικό μου φύλαγμα, έφτασα στο σπίτι το απόγευμα νορμάλ.

>>>

«Αφού λεωφορεία δεν έχει, το αυτοκίνητο μουλάρωσε, δεν πάω στα Ιταλικά με τα πόδια;!». Η παλαβομάρα της χρονιάς..
Σπίτι-Ιταλικά = Ιπποκράτειο-Μετέωρα, μια διαδρομή περίπου 7km, μονίμως ανηφορική και ιδιαίτερα μπερδεμένη. Mε έναν πρόχειρο googlemaps χάρτη ανά χείρας ξεκίνησα ώρα 5μμ, με στόχο να είμαι εκεί στις 6μμ ακριβώς που άρχιζε το μάθημα. Είχα, δηλαδή, τη σιγουριά ότι θα εκτελέσω 7 ανηφορικά χιλιόμετρα, σε μια ώρα.. με ενάμιση πόδι παρακαλώ! Εκτέλεση να δεις, χε..

Σε 5 λεπτά έπιασα ρυθμό καλό, ξεχνώντας το φορτίο των βιβλίων στην πλάτη και το κουρασμένο πόδι που με καθυστερούσε. Σε 10 λεπτά ξεπέρασα και το ενοχλητικό κρύο κι απασφάλισα το μπουφάν για να τροφοδοτούμαι με ψύξη. Σε 30 λεπτά περνούσα μπροστά απ' τον Άγ. Δημήτριο, σχεδόν στα μισά της διαδρομής. Είχα μπροστά μου 3,5km και μισή ώρα ακριβώς. Είχα μπροστά μου όμως μια άγνωστη πλέον διαδρομή κι έτσι άρχισα να ψαχουλεύω το χάρτη στο μισόθαμπο σούρουπο. Βγήκα στην Ολύμπου και χάθηκα στα στενά από πάνω της. Για πάντα!

Κάποια στιγμή κοντοστάθηκα σε μια στενή διασταύρωση τριών δρόμων. Καμία ταμπέλα, πουθενά! Ο καθένας για πού τραβούσε, άγνωστο. Χεχ, είχα χαθεί για τα καλά, ενώ ήδη, εδώ και λίγα λεπτά, το δεξί μου μποτάκι σέρνονταν τρίβοντας τη σόλα του στο πεζοδρόμιο. Η σεμνή παλαβομάρα είχε λάβει τέλος. Με τα αυτιά κατεβασμένα, παραδομένος στη θλίψη της προσωπικής αποτυχίας, έγειρα σ' ένα τοιχείο στην άκρη του δρόμου και κοίταζα αφηρημένος τα παλιόσπιτα με τα φθαρμένα παραθυρόφυλλα. Θυμήθηκα μια ευχούλα που έκανα περνώντας απ' τον Αη-Δημήτρη, ότι «όπως και να 'χει θέλω να με φτάσεις στις 6μμ στα Ιταλικά». Χμ, κι όπως το 'πα έτσι το 'κανε! Τη μια στιγμή ένα ταξί περνούσε από μπροστά μου, την άλλη με κατέβαζε στις ανηφόρες των Μετεώρων. Στις 6 και 1 λεπτό έμπαινα στο σπίτι της κυρα-Χρύσας, σαν να μη συνέβει τίποτα!

>>>

Στο γυρισμό, είχα περιθώριο μιάμισης ώρας ως το μάθημα κιθάρας, οπότε (παλαβομάρα vol.2;) άρχισα να βαδίζω αργά-αργά και μισογέρνοντας τις κατηφόρες προς το κέντρο των Μετεώρων. Λάου-λάου θα έφτανα στην κιθάρα σε καμια ώρα. Άααανετα!
Για καλή μου τύχη, και χωρίς να ενοχλήσω για δεύτερη φορά τον Άγιο, στην πρώτη στάση πέτυχα ένα από τα επιταγμένα λεωφορεία που παρά την απεργία εκτελούσε δρομολόγιο κι έτσι χοροπηδηχτά και άκοπα βρέθηκα στο κέντρο, στην Αριστοτέλους κι από κει στο μάθημα. Κι απ' το μάθημα, με τη γλώσσα στα δόντια, δρόμο για επιστροφή στο σπίτι παρέα με το Σπύρο, άλλα 4km δηλαδή.

Στο κλείσιμο της μέρας το κοντέρ έγραφε 14km και μια κούραση μεγαλύτερη κι από πείνα! Α, κι ένα τελειωμένο πόδι. Τελείως λέμε.

>>>

Keep walking..


Την επόμενη μέρα η γάμπα του δεξιού ποδιού έμοιαζε κατά 95% με αυτήν του ..αριστερού! Σφίξιμο; Κούραση; Πού, πότε; Είδες γιατρέ που δεν ήθελε τελικά ξεκούραση;

Το κοντέρ όμως κρατούσε ακόμα τα 14 τιμημένα χιλιόμετρα. Σαν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που κρατούν το high score! Κι ακριβώς επειδή μου άνοιξε η όρεξη για νέα season best, εγκαινιάζω τη νέα στήλη στα δεξιά όπου θα φαίνονται αθροιστικά τα χιλιόμετρα που θα διανύω μες στη χρονιά. Γεροί να 'μαστε. Έτσι από απορία, να δω πού θα σταματήσει (ήδη από υπερ-αισιοδοξία, έχω εγκαταστήσει 3ψήφιο κοντέρ, χε!).

Και προ(σ)καλώ όποιον θέλει να κοινοποιεί -με απάντηση σ' αυτή την ανάρτηση- τα δικά του χιλιόμετρα (στο περίπου) κι εγώ θα κρατώ τη σούμα. Καλοδεχούμενα και τα χιλιόμετρα με ποδήλατο, skates, rollers ή ό,τι άλλο μηδενικών ρύπων, μη αυτοκινούμενο (ξεχάστε τα ηλεκτρικά αυτοκινητάκια του ..γκολφ ή τα συγκρουόμενα!). Green Label λέμε!
Έναρξη από 01-Ιαν. Εμπρός λοιπόν!


Ζωγραφιά τίτλου: «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη», του Ντίνου Παπασπύρου, τεχνική με τέμπερα, 2008 - περισσότερα εδώ.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Mind the Pontiques!


Τι ανατροπή κι αυτή η χθεσινή..
Πόσο τ' απολαμβάνω να είμαι αρνητικά προδιαθετημένος για κάτι στο οποίο πρέπει να συμμετάσχω και στο τέλος να μη θέλω να τελειώσει! Σαν τότε που οι κινηματογράφοι έπαιζαν το La vita è bella κι εγώ από υποχρέωση και τυπική ανταπόκριση στο κάλεσμα όλων των εν Θεσσαλονίκη πρωτοξαδέρφων (ήμαστε μπόλικοι εδώ, και τότε και τώρα) έκρυψα το χασμουρητό μου και πήγα. Στο Ραδιοσίτυ.

Και έφυγα κλαίγοντας, ευτυχισμένος, όχι τόσο που είδα μια υπέροχη ταινία, μα περισσότερο που βίωσα μια αναπάντεχη και έξοχη ανατροπή συναισθημάτων, τέτοια που τη θυμάμαι χαρακτηριστική ως σήμερα. Το ίδιο και χθες, ξανά με τα πρωτοξαδέρφια. Τυχαίο;

>>>

Εχθές ήταν ο γάμος Νο 5/18. Παντρεύαμε τον 5ο πρώτο ξάδερφο από τα 18 συνολικά που είμαστε (από το ένα μόνο σόι, το μεγάλο, της μαμάς). Μικρός ο κύκλος των καλεσμένων, άνετος όσο κανένας ο γαμπρός. Το ουσιαστικό μέρος, του Μυστηρίου, όπως του πρέπει. Το άλλο ήταν το ..άφωνο!

Η δεξίωση ξεκίνησε χωρίς ανιαρές τυπικούρες και χαριεντισμούς μεταξύ των νεονύμφων. Κατευθείαν στην ουσία του θέματος: στο χορό! Το ζευγάρι, οι κουμπάροι, οι γονείς και τα αδέρφια.. χεχ, ώσπου ακούγονται τα πρώτα γρατσουνίσματα της λίρας.
- «Βρε σεις», ρωτάω δίπλα μου, «τι νύφη πήραμε;»
- «Απ' την Κοζάνη, και Πόντια παρακαλώ!»

Ω ρε κι αρχίζουν να ξεντύνονται οι Πόντιοι και οι όμορφες κοζανίτισσες, και πιάνονται απ' τα χέρια και βάζουν το κεφάλι κάτω και συντονίζονται στις παιξιές του μοναδικού παραδοσιακού μουσικού οργάνου που ανατριχιάζει το κορμί μου. Το Παπαθωμέικο (εμείς δηλαδή) έχει χάσει τη λαλιά του. Παρακολουθούμε αποσβωλομένοι την τελετουργία των Ποντίων και ξεσπούμε σε χειροκροτήματα στο τέλος κάθε κομματιού, για να μείνουμε εκ νέου άφωνοι στο επόμενο. Και σε κάθε επόμενο. 5..10..15..40 λεπτά, σε δυο ομόκεντρους σχηματισμένους κύκλους, με καθολική συμμετοχή: μικροί-μεγάλοι, παλικάρια και κοπέλες, οι μπαρμπαδες και οι θείες, με πρώτη και καλύτερη τη νύφη και τις αδερφές της. Όλοι μυημένοι στην πατροπαράδοτη μυσταγωγία του ποντιακού χορού.

Έπρεπε ν' ακουστεί για 4-5 λεπτά το κλαρίνο ώστε να πάρουν μπρος οι δικοί μας. Δειλά-δειλά, σταστισμένοι απ' το πρότερο υπερθέαμα (σαν γκολ απ' τ' αποδυτήρια ένα πράγμα και μάλιστα εκτός έδρας!). Μα σταθήκαμε στο ύψος μας. Βετεράνοι χορευτές οι Παπαθωμέοι, ξακουστοί στα γκαραγκουνοχώρια. Έδωσαν πρώτα το ρυθμό οι αδελφές-μανάδες μας κι ύστερα όλοι μαζί, τρεις γενιές, σμίξαν στους σιγανούς υπνωτικούς ρυθμούς του κλαρίνου.

>>> 

Και σαν ήρθε η σειρά της ..ποντιακής ρεβάνς, γιόμισα το κολωνάτο ποτήρι με «Κρητικό» του Μπουτάρη, ξέσφιξα τη δερμάτινη ζώνη κι έγειρα ξαπλωτά στην ακρογωνιαία και παντεπόπτρια καρέκλα του μαγαζιού, πίνοντας στην υγειά αυτού του τόσο περήφανου λαού. Που όταν αρχίζει το χορό, κλείνει το στόμα, σβήνει το χαμόγελο και παραδίνεται ολοκαρδιάς στο μοναδικό χορευτικό θέαμα που αναστατώνει την ψυχή μου. Υποκλίνομαι.

Περισσότερα ενημερωτικά για τους ποντιακούς χορούς θα βρείτε και στο δραστήριο blog του Στρυμονικού Σερρών, εδώ, απ' όπου και το σκίτσο του τίτλου.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Βραδινή συντροφιά

Τα νέα βιβλία που συντροφεύουν τα μοναχικά μου βράδια:

Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, «Θεία Λατρεία: Προσδοκία και Όρασις Θεού»
εκδ. Ίνδικτος 2009
σελ. 259

Πρόσφατη επανέκδοση του βιβλίου του γέροντα Αιμιλιανού, από τη μεγάλη σειρά των τόμων με τις διδαχές και τους λόγους του, που έχει επιμεληθεί το Μοναστήρι της Ορμύλιας. Περιέχει ομιλίες του γέροντα που στοχεύουν κατευθείαν στον πυρήνα του ορθοδόξου βιώματος: στη θεία Λατρεία.
Στο ύφος που αγαπήσαμε στα περισσότερο δημοφιλή βιλία του «Περί Θεού λόγος αισθήσεως» και «Περί ζωής λόγος ελπίδος».

Μιας και μιλώ για την Ίνδικτο, να πω ότι πρόσφατα, μετά τους «Δαιμονισμένους» και τον «Ηλίθιο», κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση από τα ρώσικα και το «Υπόγειο», του Ντοστογιέφσκι φυσικά. Και η πληροφόρησή μου είναι ότι η Ίνδικτος είναι αποφασισμένη να εκδόσει το σύνολο του έργου του μεγάλου Ρώσσου συγγραφέα, πάντα σε φρέσκιες μεταφράσεις από την Ελένη Μπακοπούλου, η οποία ως τώρα έχει λάβει πολύ καλές κριτικές για το έργο της. Είχε, βλέπετε, να ανταγωνιστεί το σπουδαίο μεταφραστικό έργο του Άρη Αλεξάνδρου.
Το επόμενο που ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει ως το καλοκαίρι, είναι το βιβλίο «Αδερφοί Καραμαζώφ».

>>>

Maurice Attia, «Το μαύρο Αλγέρι»
εκδ. Πόλις 2008
σελ. 400

Το γνώρισα φρεσκο-τυπωμένο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης του 2009 και ενθουσιάστηκα με την πρώτη ματιά. Γιατί είναι το βιβλίο (και ο συγγραφέας) που συνεχίζει επάξια τη μεγάλη γαλλική σχολή της νουάρ αστυνομικής λογοτεχνίας (néo-polar), που αναγεννήθηκε τη δεκαετία του '70 με τα ανατρεπτικά (σχεδόν αναρχικά) έργα του Jean-Patrick Manchette, αλλά και αργότερα του πρόωρα -συγγραφικά τουλάχιστον- χαμένου Jean-Claude Izzo και τα υπέροχα μυθιστορήματά του για τη Μασσαλία.

Και στο έργο του Attia, επίκεντρο (γενικότερα) είναι η Μασσαλία. Και πώς να μην είναι άλλωστε, μιας και αποτέλεσε πρωτεύον λιμάνι κατά το κύμα της μετανάστευσης από το Αλγέρι προς τη Γαλλία όσων αναγκάστηκαν να ξεφύγουν από την εμπόλεμη πατρίδα τους, εκεί τριγύρω στο 1960-61.
«Το μαύρο Αλγέρι» είναι το 1ο μέρος μιας τριλογίας με ήρωα τον επιθεωρητή Πάκο Μαρτίνεθ και εκτυλίσσεται φυσικά στην Αλγερία, εν μέσω τρομοκρατικών επιθέσεων και πολιτικών διαβουλεύσεων για την ανεξαρτησία της. Η γνωστή φόρμα μαύρης αστυνομικής μυθιστορίας ενταγμένης στα πλαίσια, στο φόντο μιας πραγματικής -κατάμαυρης επίσης- ιστορίας.

Περισσότερα όταν καταφέρω να το ολοκληρώσω.

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

The end is the beginning is the end


Ιανουάριος 2007, Κουφόβουνο, Έβρος 
Τρεις φιγούρες διακόπτουν τη μονότονη υγρή θαμπάδα του μεσονυκτίου. Στο πέρσμά τους από την πλατεία μια ξεκιτρινισμένη λάμπα τυπώνει τις σκιές τους γιγαντωμένες στους τοίχους των παραπηγμάτων. Αφέγγαρη ξαστεριά ..υγρασία ..το θερμόμετρο κολλημένο στο -9. Όχι, δεν είναι οι τρεις μάγοι. Ούτε δώρα κουβαλάνε νυχτιάτικα. Τα κοφτά τους βήματα κρατσανίζουν στο παγωμένο χώμα, καθώς ανηφορίζουν βαριεστημένα. Το διπλό παντελόνι κάνει δουλειά, το ίδιο και η κάπα ..μακάρι να ίσχυε το ίδιο και για τις κάλτσες! Τα δάχτυλα του ποδιού έχουν κιόλας παγώσει, η μύτη μουσκεύει συνεχώς το μάλλινο κασκόλ. Κάθε ανάσα και μια απώλεια θερμότητας. Με τα χέρια φυτεμένα μόνιμα στις βαθιές τσέπες, η νύχτα έχει δρόμο μπροστά της.

Η ζεστασιά του θαλάμου μοιάζει μακρινό παραμύθι, το ίδιο και η αλλαγή του χρόνου που μόλις ήρθε. Και πέρασε αθόρυβα, στο θάλαμο, κάτω απ' τις κουβέρτες, μήπως και ξεγελαστεί ο ύπνος κι έρθει καμια ωρίτσα. Οι σκέψεις, όμως, του βασανιστικού τρίωρου που ακολουθεί στοιχειώνουν κάθε κουρασμένη νύχτα ..η αργοπορημένη προετοιμασία, τα πρώτα μουδιασμένα βήματα, η παγωμένη ξαστεριά κι η υγρασία που ξεντροπιάζουν κάθε ισοθερμική προστασία ..το ατελείωτο περίπολο ..το τσάι απ' την ακάθαρτη τσαγιέρα που βρωμάει ..ο βρωμιάρης άνεμος.

>>>

Δεκέμβριος 1946, Ξυλοχώρι, Τρίκαλα
«Άριωσαν τα σκοτάδια της αυγής. Στο ουρανοθέμελο χαμηλά, πάνω απ’ τις χιονισμένες βουνοκορφές, πήρε να κοκκινίζει η μέρα. Φυσούσε ανάλαφρο παγωμένο αεράκι, ανακατώνονταν οι δριμιές μυρουδιές του ελατιά με τα λιγοστά αγριολούλουδα του χειμώνα.»
Δάνειο από το βιβλίο «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΡΚΟΣ - Ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα 1945-1949«, εκδ. Παπαζήση. 

Μια φιγούρα διέκοψε τη μουντή καταχνιά στο ξέφωτο. Ο μπαρμπα-Νίκος περπατούσε σκυφτός, σφιχτοχωμένος στη μάλλινη κάπα του. Με τα χέρια και τα πόδια κατέβαινε την πλαγιά προς το ρέμα. Είχε βγει απ' το δασωμένο μέρος και φυλαγόταν στα σκιερά. Διέκρινε το σπιτάκι του σχολειού και κρύφτηκε από πίσω. Σήκωσε τα δυο του χέρια και τράβηξε την τραγιάσκα του που χαμηλά σκέπαζε το μισό του πρόσωπο, αργά και την ίσιαξε στο άτριχο κεφάλι του. Βρήκε ξανά την αναπνοή του. Η ζεστασιά του σπιτιού έμοιαζε ξένο παραμύθι για 'κείνον, το ίδιο κι η αλλαγή του χρόνου που θα 'ρχόταν ταχιά. Συνηθισμένος στο νυχτερινό ξύπνημα και στο περπάτημα, άλλοτε από συνήθεια, άλλοτε από ανάγκη σαν τώρα.

Ήτανε απόγεμα όταν τους είδαν να 'ρχονται. Δυο φασκιωμένοι. Άνοιξαν την πορτοξυλιά κι όρμησαν στην πόρτα του σπιτιού. Το σπίτι φτωχικό, απ' τα παλιά μονόχωρα χωριάτικα. Καθιστικό, κουζίνα, δωμάτιο, όλα σ' ένα. Και δυο τζάκια αντικρυστά πυρωμένα. Τριγύρω οι τοίχοι από τσατμά (μπαγδατί) στεριωμένοι στο πέτρινο υπόγειο. Άνοιξε επιφυλακτικός. Πονηρές οι εποχές, πονηρεμένος κι ο μπαρμπα-Νίκος. Είπε στα γυναικόπαιδα -5 είχε τότε, τ' άλλα 3 ήρθαν μετά- να βγάλουν το σκασμό και στράφηκε στους δυο αγνώστους. Δεν μίλησε,  μίλησαν αυτοί πρώτοι.
«Είμαστε απ' τους αντάρτες, κανα καρβέλι να μας δώκεις».
«Δεν ξέρω τι λέτε εσείς.. όποιοι και να 'στε, δεν έχω τίποτα να σας δώκω».
Οι δυο άγνωστοι κοντοστάθηκαν απ' έξω, δεν αποκρίθηκαν. Αξύριστοι 3 μέρες, καθάρια τα βλέμματα.
«Φυγέτε από δω σας λέω, εγώ δεν κάμω με κανέναν», ξανάπε ο μπαρμπα-Νίκος και διώχνοντας βρόντηξε την πόρτα. Είδε γυναίκα και παιδιά κουρνιασμένους στο τζάκι. Δαγκώθηκε. Σκέφτηκε μην έκανε λάθος και τους έδιωξε.. πονηρεύτηκε ακόμα περισσότερο. «Αν ήταν πράγματι αντάρτες», σκέφτηκε, «θα δώσουν μήνυμα ότι εκείνο το σπίτι αρνήθηκε να δώσει βοήθεια. Αν όμως ήταν απ' τ'ς άλλιοι και με δοκίμαζαν να δω αν βοηθώ τους αντάρτες;» Βλαστήμησε και μάζεψε τα παιδιά. Τρεις γιοι, τρεις λεβέντες, ο Ντούλας, ο Λίας κι ο Σιώκας και τα κοριτσούδια. Δεν είχε επιλογή, έπρεπε να κρυφτεί. Το πρωί έπρεπε να τον έβρει μακριά, γιακάθε ενδεχόμενο. Βόλεψε λίγο ξεροφάι στον τρουβά, λίγο τυρί, λίγο ψωμί, μπόλικα κάστανα κι έπεσε από νωρίς για λίγο ύπνο. Χωρίς σκέψεις για το τι θα ακολουθήσει. Προς το βουνό δεν θα τραβούσε, τα 'ξεραν οι συμμορίες τα κατατόπια, θα 'χαν πιάσει και τα θερινά καλύβια στο διάσελο. Θα πήγαινε χάμω προς το ρέμα, κάπου θα έβρισκε να φωλιαστεί για λίγες μέρες. Διάταξε στα παιδιά τις συμβουλές για τα ζώα και σιμά τα ξημερώματα έβαλε δρόμο.

Στάθηκε αρκετή ώρα στο σχολειό. Μύρισε τον υγρό-παγωμένο αέρα και γιόμισαν τα πνεμόνια του χειμώνα. Δεν είχε χιονίσει μέρες τώρα, αλλά η παγωνιά κρατούσε βδομαδιάτικο το λιγοστό που 'χε ρίξει στα τέλη του Δεκέμβρη. Έτριψε με τους αντίχειρες τις σκαμένες παλάμες του, αλλά τα πόδια έμπαζαν. Μέσ' απ' τις φθαρμένες μπότες τα δάχτυλα των ποδιών ξυλιάζανε. Αναμέρησε με τους αγκώνες του τα πρώτα κέδρια και βρήκε το παλιό μονοπάτι για το ρέμα, για το παλιό αλώνι με τις καστανιές. Πάνω απ’ τα δέντρα ξημέρωνε ένα φως σκοτωμένο κι ο γιακάς της κάπας άρχισε ξανά ν' ανασηκώνεται στις ανάλαφρες ριπές του καθάριου ανέμου.

>>>

Is it bright where you are,
have the people changed?
Does it make you happy you're so strange?

(Smashing Pumpkins - "The end is the beginning is the end")

Είναι άραγε φωτεινά εκεί που είμαστε, εκεί που ζούμε ..αναρωτιέμαι.
Και πόσο χαρούμενους μας κάνει αυτό το τέλος, που θέλουμε-δε θέλουμε σηματοδοτεί μια κάποια νέα αρχή.. Ακόμα κι εκείνοι που θα σνομπάρουν την αλλαγή του τελευταίου ψηφίου από 0 σε 1, ως -και καλά- μια σύμβαση, ένα τυπικό ξημέρωμα σε μια ακόμα μέρα του χρόνου, ακόμα κι εκείνοι θα χαρούν όταν θα κόβουν την εθιμοτυπική βασιλόπιτα με το σταμπαριστό 2011. Μια νέα αρχή, ΟΚ, κι ας είναι και συνέχεια του περασμένου τέλους.

Μη γελιόμαστε, όμως, αλλού το Φως κι αλλού η Χαρά. Σε άλλους αριθμούς, σε άλλες πολιτείες, γιατί σ' αυτές εδώ το μόνο που βιώνουμε είναι διαδοχικές αρχές και αλλεπάλληλα τέλη που πάνε κι έρχονται και χάνονται. Απ' αυτές τις πολιτείες θ' απομείνει μονάχα εκείνος που διάβηκε από μέσα τους, ο άνεμος. Όλα τ' άλλα θα περάσουν, θα ξεχαστούν. Είτε είναι παραμονές πρωτοχρονιάς του '47 στο χωριό, είτε στιγμές μετά το μπάσιμο της νέας στο Κουφόβουνο της τιμημένης ..Εβρολίγκας. Είτε οι μέρες που έρχονται μπροστά μας.

Χαρούμενα Χριστούγεννα και Φωτισμένα Φώτα, τα υπόλοιπα τ' αφήνω στον άνεμο.

Η εικονογράφηση του τίτλου είναι του Στάθη, από το λεύκωμα «33 τραγούδια εικονογραφημένα» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000), για το τραγούδι «Για τον φτωχό B.B.», από τη «Μουσική Πράξη στον Brecht», του Θ. Μικρούτσικου, μετάφραση του Π. Μάρκαρη.