Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ο Σεπτέμβρης μου ψιθύρισε ότι..

«Όταν ήσουν νέος είχες τη δύναμη να ξαναχτίσεις τα πάντα κάθε φορά που η μοίρα σε βομβάρδιζε ανοίγοντας κρατήρες στη ζωή σου. Από μια ηλικία όμως και πέρα το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σηκώσεις μια μάντρα γύρω από την κατεστραμμένη περιοχή και να την αφήσεις έτσι».
* Από το βιβλίο του Garth Risk Hallberg, Πόλη στις φλόγες, εκδ. Κέδρος.



Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

a leap of faith


Στις αρχές του 15ου αιώνα έζησε ο φιλόσοφος, θεολόγος και γενικός πανεπιστήμονας Nicholas of Cusa (Νικόλαος Κουζάνος), ο οποίος αργότερα έγινε μάλιστα και αρχιεπίσκοπος στην περιοχή του. Ένα από τα πολλά θέματα που τον απασχόλησαν, όπως και δεκάδες άλλους της εποχής, ήταν ο τετραγωνισμός του κύκλου και το ανέφικτο αυτού. Σε ένα από τα συγγράμματά του με τίτλο "Η ακριβής αλήθεια είναι ακατανόητη", επισημαίνει:
Οτιδήποτε δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να μετρήσει την αλήθεια με ακρίβεια (για παράδειγμα, ένας μη-κύκλος δεν μπορεί να μετρήσει έναν κύκλο, ο οποίος από τη φύση του είναι αδιαίρετος). Ως εκ τούτου η νόηση, η οποία είναι μια μη-αλήθεια, ποτέ δεν κατανοεί την αλήθεια με τέτοια ακρίβεια ώστε να μην υπάρχει πλέον άλλο περιθώριο ακρίβειας στην κατανόησή της. Ό,τι είναι η νόηση για την αλήθεια, είναι ένα πολύγωνο εγγεγραμμένο σε έναν κύκλο. Όσο περισσότερες γωνίες έχει το εγγεγραμμένο πολύγωνο, τόσο περισσότερο μοιάζει με τον κύκλο. Ακόμα, όμως, κι αν ο αριθμός των γωνιών πλησιάσει στο άπειρο, το πολύγωνο ποτέ δεν θα γίνει ίσο με τον κύκλο.



Συμβαίνει, όμως, και το εξής παράδοξο, ότι όσο αυξάνει ο αριθμός των γωνιών, το εγγεγραμμένο πολύγωνο γίνεται εξ ορισμού ολοένα και λιγότερο κύκλος, απομακρύνεται δηλαδή από τη φύση του κύκλου, ακριβώς γιατί ο κύκλος δεν έχει καμία γωνία!

Ο Κουζάνος ταύτιζε τον κύκλο με τον άπειρο Θεό και το πολύγωνο με τον πεπερασμένο άνθρωπο, που όσο κι αν προσπαθεί να πλησιάσει, να γνωρίσει το μέγεθος του Θεού, ποτέ δεν το καταφέρνει. Και μάλιστα, όσο περισσότερα λογικά πεπερασμένα στοιχεία προσθέτει ο άνθρωπος (οι γωνίες στο πολύγωνο) για να Τον φτάσει, τόσο περισσότερο μοιάζει να απομακρύνεται από τον Θεό (κύκλος-καμία γωνία). Ο μόνος τρόπος, αναφέρει, που μπορεί να μειώσει κανείς την απόσταση μεταξύ των δύο, κύκλου και πολυγώνου, Θεού και ανθρώπου, είναι με μια πράξη πίστης· ένα άλμα πίστης.

***

Άλμα πίστης επιχειρώ κι εγώ, με όλη τη δύναμη που μου 'χει δωθεί, να προσεγγίσω το αύριο που παραμένει πεισματικά στη σκιά του δικού μου πολυγώνου. Με τις γωνιές μου παραδομένες στη ροή του παρόντος, στη ροή της ζωής του Θεού, στέλνω βέλη πίστης για το μεγάλο, το άπιαστο, το θαύμα, όποιο κι αν είναι αυτό.


Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

το κιβώτιο

Στο υπόγειο της «Πολιτείας», παραμονές της Παναγίας, η πυκνότητα του κόσμου ήταν αξιοσημείωτη, σε αντίθεση με εκείνη στους δρόμους της άδειας πρωτεύουσας. Χωρίς ιδιαίτερο σκοπό ξόδευα γοργά της ώρες μου μέχρι το βραδινό ραντεβού. Τραβούσα βιβλία από τα ράφια για ν' απλώσω αδιάφορα τα μάτια μου στα οπισθόφυλλά τους, τακτοποιούσα άλλα στις σωστές τους θέσεις. Δυο φορές η ίδια γυναίκα με ρώτησε αν είμαι του καταστήματος· και τις δύο φορές της υπέδειξα πού θα βρει την υπεύθυνη και χάθηκα ξανά στο τμήμα των crime novels, απ' όπου διάλεξα δύο από τα τελευταία μυθιστορήματα του Philip Kerr που μας χαιρέτησε ξαφνικά αυτόν τον χρόνο.

Γύρισα την πλάτη μου και βρέθηκα αντάμα με μία ακόμη ερώτηση.
- Μήπως ξέρετε πού θα βρω Το κιβ..

Δεν είμαι σίγουρος αν είδε τα μάτια μου να της γνέφουν αρνητικά ή είχα ζεστή την απάντηση «δεν είμαι του καταστήματος» και έκοψε τη φράση της στη μέση. Νεαρό κορίτσι, είκοσι το πολύ αυγούστων, άγουρο, παιδιάστικα ενθουσιώδες. «Ααα..» κατάφερε μόνο να ψελλίσει με εμφανή τη ματαίωση στην έκφρασή της, χωρίς να μειώνεται ωστόσο η ανεμελιά της.

- Παρόλα αυτά, «Το κιβώτιο» που ψάχνετε, είναι ακριβώς εδώ, πίσω σας, συνέχισα χωρίς διακοπή, δείχνοντας ένα ράφι πάνω από το κεφάλι της. Αυτό δεν ψάχνετε; Το βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου;

Αυτή τη φορά το «Ααα..» της ήταν αυθεντικής έκπληξης, αφήνοντας το δεξί χέρι μετέωρο μπρος στο ανοιχτό στόμα της.

- Μα, πού το καταλάβατε ποιο βιβλίο έψαχνα;
- Μα, εσείς μου το είπατε..

Το «ευχαριστώ» ήταν εξίσου αυθεντικό, όπως και η χαρά μου που γι' άλλη μια φορά βρέθηκα δόκιμος βοηθός στον έκπληκτο άγνωστο άνθρωπο. Την αχαριστία την περιμένει κανείς από τους γνωστούς, τους αγαπημένους, σ' αυτούς που κατεξοχήν δίνει χωρίς μέτρο την καρδιά του. Κλεισμένη βιαστικά, σταλμένη σε κιβώτιο αχαριστίας, συστημένη, κάτι σαν ..«να προσέχεις, γεια σου».

Η βραδιά έμελλε να είναι υπέροχη, κι ας ήταν η τελευταία. Λοιπόν, στην επόμενη!


Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

μέσα από σένα

Τι μ' έπιασε τώρα και θυμάμαι ξανά. Θα σου πω τι φταίει, η χθεσινή συναυλία ήταν η αφορμή. Η αχόρταγη δύναμη να διατηρώ τις μνήμες μου, η αιώνια αιτία.

Με χλιαρή διάθεση κάθισα να ακούσω κινηματογραφικές μουσικές της Ρεμπούτσικα χθες βράδυ, να ξεγελάσω τη μελαγχολία των τελευταίων εβδομάδων. Δεν θα πω ψέματα, υπήρχε κέφι και ζωντάνια στη σκηνή· μακάρι να υπήρχε αντίστοιχη και στην καρδιά μου. Μέχρι που ξεκίνησε μια στιγμή να παίζει αυτή η ουράνια μελωδία..



>>>

Ήτανε η καταπληκτική χρονιά του 1998, είκοσι μακρινά χρόνια πριν, η χρονιά της αποφοίτησης, η χρονιά του πανεπιστημίου, που έμοιαζε σαν ήμαστε παιδιά ότι ποτέ δεν θα 'ρθει. Και κάπου εκεί ενδιάμεσα της αποφοίτησης και του πανεπιστημίου, η Σύρος.

Από τη Σύρο είναι ο Λάμπρος, να τα ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, οι υπόλοιποι είμαστε μπουνταλάδες στεργιανοί. Σου έχω ξαναπεί για τον Λάμπρο, όπως και για τον Άκη, τον Γιώργο, τον Βάιο. Το αγαπημένο παρεάκι του Λυκείου που έσμιξε μια φορά στα δεκάξι και άντεξε σ' όλες τις φθορές που ο χρόνος σκάλισε στα κορμιά μας. Ενόσω ο νησιώτης, λοιπόν, έλιαζε τα μπράτσα του στα σοκάκια της κοσμοπολίτικης κυκλαδίτικης πρωτεύουσας, εμείς οι άμαθοι από πλατσουρίσματα φορτωθήκαμε στο τουριστικό κτελ τα μεσάνυχτα μιας ζεστής μέρας του Ιούλη, προκειμένου να προλάβουμε το γαλατάδικο για τη Σύρα, τη χώρα του Μάρκου και του Μάνου. Παρέα με άλλα αντράκια που τ' όνειρο τους πήγαινε για Σαντορίνη και Πάρο. Οι πρώτες μας ελεύθερες διακοπές, με το κατευόδιο των μπαμπάδων μας φυσικά, τι νόμισες..

Μας περίμενε εκτός από τον φίλο, και όλη η φαμίλια στο νησί, η μάνα, η θεία, η γιαγιά, το σπίτι του θείου που ζούσε στη Γαλλία, και το οποίο θα φιλοξενούσε τις θαλασσινές μας περιπέτειες μιας βδομάδας. Τις σκαλίζω λίγο και έρχονται στον νου, οι βόλτες στις παραλίες του νησιού με το λεωφορείο, τα πάνω-κάτω στις πλατείες και στα σοκάκια, τα ατελείωτα ξενύχτια με κουβεντολόι και πειράγματα, το σπίτι που κάναμε άνω-κάτω· μα όχι τόσο το τι κάναμε όσο το πώς ήμαστε τότε, ανέμελοι, ξέγνοιαστοι, τελειωμένοι μια για πάντα από υποχρεωτικές εξετάσεις και διαβάσματα· αθώοι μες στην εφηβική ακόμη τρέλα μας, χαρούμενοι που είχαμε απλά ο ένας τον άλλον, καρδιές άγραφες και άσπιλες από τους πόνους και τα σημάδια της ώριμης νιότης.

Υπήρξε πάντα το σημείο αναφοράς, η Σύρος, το μεταίχμιο μεταξύ της παιδικής σχολικής αφέλειας και της πρόωρης ψευτο-ωριμότητας των μετέπειτα σπουδών. Μετά σκορπίζαμε και ξαναβρισκόμασταν όπως φυσούσε κάθε φορά το ρεύμα των ονείρων του καθενός και καταλήξαμε να ονειρευόμαστε ένα come-back στη Σύρο αυτό το καλοκαίρι, στην εικοσάχρονη επέτειό μας. Δεν το καταφέραμε. Γιατί καταλήξαμε και ο ένας παντρεμένος με νεογέννητο, ο άλλος μεταξύ παντρειάς και μόνιμης δεσμευμένης εργενοσύνης, κι άλλοι τρεις με χαρακωμένες καρδιές ψημένες στο αλάτι της αξόδευτης αγάπης και της πληγωμένης μοναξιάς. Δεν γίνονται έτσι τα ριγιούνιον μάτια μου..

>>>

Και τι σχέση έχει η Ρεμπούτσικα με τη Σύρο, θα μου πεις, και τα εικοσάχρονα από το ονειρεμένο εκείνο ταξίδι. Κάτσε ντε να τελειώσω την ιστορία..

Εκείνο το καλοκαίρι γίνονταν στο νησί τα γυρίσματα της «Αίθουσας του θρόνου», της εξαιρετικής σειράς που προβλήθηκε στο Mega τον επόμενο χειμώνα, μαζί με το «Λόγω Τιμής», θυμάσαι; Και η χαρά μας ήταν ανείπωτη που όλη τη χρονιά γυρίζαμε μαζί με τους πρωταγωνιστές στα ίδια αγαπημένα μέρη.

Η μελωδία που άκουσες στην αρχή ήταν το μουσικό θέμα της σειράς. Δεν ήξερα φυσικά ότι ήταν της Ρεμπούτσικα. Όπως δεν ήξερα ότι έχει και τον τίτλο «μέσα από σένα». Κι αν τότε ζούσαμε ο καθένας την τρέλα του μέσα από την παρέα, τώρα πια δεν μπορώ να σκεφτώ πώς είναι να ζω αν όχι μέσα από σένα. Και συγκινήθηκα, ήθελα να πω, ανακουφίστηκα, που η μουσική μου το υπενθύμισε αυτό, ότι δεν γίνεται. Άσχετα που γι' άλλη μια φορά ξώμεινα μονάχα με μένα.