Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Πανεπιστημιακοί: Γιατί δεν θα συμμετάσχουμε στην απεργία

Στις 23 Φεβρουαρίου πλήθος συνδικάτων καλούν τα μέλη τους να απεργήσουν για να απαλλαγούμε από το μνημόνιο και να γυρίσουμε την παλιά καλή προ ΔΝΤ εποχή.

Η ΠΟΣΔΕΠ μας ζητά επίσης να κινητοποιηθούμε για την υπεράσπιση του (ήδη ελαττωμένου λόγω περικοπών) μισθού μας αλλά και για δίκαια ασφαλώς αιτήματα όπως ο διορισμός των εκλεγμένων μελών ΔΕΠ και την μη εφαρμογή του κανόνα 5:1 στα Πανεπιστήμια.

Δεν θα συμμετάσχουμε σε αυτή την κινητοποίηση παρότι μας έχουν θίξει οικονομικά τα μέτρα, παρότι οι μισθοί μας είναι από τους μικρότερους στην Ευρώπη και παρότι τα αιτήματα της ΠΟΣΔΕΠ δεν μπορούν να θεωρηθούν συντεχνιακά.

Η απόφασή μας αυτή βασίζεται στην άποψή μας ότι την ώρα της κρίσης δεν μπορούμε να λέμε «η κρίση δεν αφορά εμένα, ας πληρώσουν οι άλλοι» ούτε μπορούμε να κρατάμε όμηρο την κοινωνία απαιτώντας να πληρώσουν τον μισθό μας οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι που δεν μπορούν να πιέσουν κανέναν και που βρίσκονται στην χειρότερη θέση από όλους.

Η απόφασή μας βασίζεται επίσης στην πεποίθηση ότι από την κρίση θα βγούμε με περισσότερη και καλύτερη δουλειά, και όχι με συνεχείς και αδιέξοδες κινητοποιήσεις, με περισσότερη αλληλεγγύη και όχι με συντεχνιακούς εκβιασμούς για υπεράσπιση προνομίων.

Μετά από μακρά περίοδο σπουδών και μετά από δεκαετίες προσφοράς στην Παιδεία και την Έρευνα βλέπουμε ότι οι μισθοί μας είναι λιγότερο από το μισό του «πλαφόν» που ορίστηκε για τις ΔΕΚΟ και για το οποίο οι εκεί εργαζόμενοι απεργούν. Για λόγους αξιοπρέπειας δεν μπορούμε να απεργήσουμε την ίδια μέρα με αυτούς και με κοινά αιτήματα.

Για να μην υπάρξει παρεξήγηση, η μη συμμετοχή μας στην απεργία δεν θα δεχθούμε να έχει θετικό για μας οικονομικό αντίκρισμα. Οι υπογράφοντες θα καταθέσουν το αντίτιμο της εργασίας τους για τις 23/2 υπέρ των συναδέλφων με σχέση εργασίας ΠΔ 407 που προσφέρουν διδακτικό έργο χωρίς να αμείβονται, αφού το υπουργείο άλλαξε τους κανόνες στη διάρκεια του έτους.

Φτιάξαμε μια κοινωνία όπου αντικαταστήσαμε το «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» με το «πάντων ανθρώπων μέτρον χρήμα». Σαν άνθρωποι και σαν δάσκαλοι δεν μπορούμε να το δεχτούμε.

Δέσποινα Αλεξανδράκη (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Χρήστος Δελιδάκης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Πέτρος Δήτσας (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Ορέστης Καλογήρου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Γιάννης Καρακάσης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Δήμητρα Κατή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Κλέα Κατσουγιάννη (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Μαρουδιώ Κεντούρη (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Βάσω Κιντή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Μιχάλης Κολουντζάκης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Σταύρος Κομηνέας (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Γίτσα Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Νίκος Κυλάφης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Μανώλης Λαδουκάκης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Μάνος Ματσαγγάνης (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Γιάννης Μουζάς (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Μιχάλης Παπαδημητράκης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Μπαμπης Σαββάκης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Μίνα Τσαγκρή (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Χρήστος Χαλδούπης (Πανεπιστήμιο Κρήτης)


* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», την 24η Φεβρουαρίου 2011. Θα το βρείτε εδώ.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Βραδινή συντροφιά (x2)

J.-P. Manchette, «Τι λούκι!»
εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2009
σελ. 221

Η πνιγμένη βιβλιοθήκη μου με πληροφορεί ότι ο Manchette είναι ο 2ος πιο πολυδιαβασμένος μου συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων (μετά τον Ellroy φυσικά). Επτά βιβλία του στριμώχνονται στα ράφια της, ένα μου έλειπε να συμπληρώσω τη λίστα με όλες τις μεταφράσεις του στα Ελληνικά.

Ο Manchette, από τη σπουδαία λογοτεχνική πόλη της Μασσαλίας, υπήρξε το «τρομερό παιδί» της γαλλικής αστυνομικής νουάρ λογοτεχνίας (Neo-Polar) και από τους πλέον πολιτικοποιημένους Γάλλους συγγραφείς. Γεννημένος το 1942, επηρεάστηκε βαθιά στα νεανικά του χρόνια από το Μάη του '68, κι αυτό φαίνεται έντονα στα σχεδόν πολιτικά-ανατρεπτικά μυθιστορήματά του. «Το αστυνομικό είναι μυθιστόρημα βίαιης κοινωνικής παρέμβασης», έλεγε χαρακτηριστικά. Στον πυρήνα του έργου του υπάρχει το χάος του κόσμου και η τρέλα των ανθρώπων, με αντιήρωες χαμένους σε άδειες κοινωνίες.

Έγραψε μανιωδώς τη δεκαετία του '70. Το 1981 έγραψε ίσως το μικρό του αριστούργημα, την «Πρηνή θέση του σκοπευτή» (εκδ. Άγρα, 1998) και έκτοτε σταμάτησε απότομα την εκρηκτική πορεία του στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ασχολήθηκε με το σαξόφωνο και τη τζαζ, με μεταφράσεις και κριτικές λογοτεχνίας, σενάρια για τον κινηματογράφο, ώσπου το 1989 μπήκε ξανά στη διαδικασία συγγραφής μιας τριλογίας, που μέσα απ' τις σελίδες τις θα παρουσίαζε την πολιτική κατάσταση της Γαλλίας των δεκαετιών '50-'60. Δεν πρόλαβε.. Άφησε ημιτελές το πρώτο μέρος («Η πριγκίπισσα του αίματος», εκδ. Άγρα, 2002) κι εμάς με τη γλυκειά απορία του τι μπορεί να μας επιφύλασσε η συνέχεια.

Στο «Τι λούκι!» μας παρουσιάζει την ιστορία ενός μοναχικού πρώην χωροφύλακα και νυν ιδιωτικού ντετέκτιβ στο Παρίσι, που παίζει σκάκι και πίνει ουίσκι, διαβάζει «Λε Μοντ» και «Φρανς Σουάρ» και αναλαμβάνει ευτελείς και μάλλον ακίνδυνες υποθέσεις. Και πλήττει αφάνταστα!

Όταν, ωστόσο, του αναθέτουν να διαλευκάνει την εξαφάνιση μιας τυφλής κοπέλας, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση με παραθρησκευτικές οργανώσεις, Βρετόνους ναζί, ναρκωτικά, χαρτοπαικτικές λέσχες και ξέπλυμα χρήματος. Η δουλειά του γίνεται επιτέλους διασκεδαστική. Και μάλιστα, μέχρι θανάτου...

Ανυπομονώ!

* Με λύπη μου πληροφορήθηκα ότι ο εκδοτικός οίκος «Ελληνικά Γράμματα» έκλεισε, όντας ο πρώτος του χώρου που βάζει λουκέτο. Με ιστορία που ξεκινά το 1957 και κύριο αντικείμενο την έκδοση ακαδημαϊκών και επιστημονικών συγγραμμάτων. Το 2001 το 51% πέρασε στα χέρια του ΔΟΛ και το 2007 το 100%. Τελικά ό,τι πιάνει στα χέρια του αυτός ο οργανισμός γίνεται άνθρακας..
Εκτιμώ ότι τους επόμενους μήνες θα βγούνε πολλές προσφορές των βιβλίων του, τα οποία ζητά να διαχειριστεί το Σωματείο των εργαζομένων του. Μ' αυτή την αφορμή και προκειμένου να μη χάσω ένα αντίτυπο, έσπευσα να προμηθευτώ το «Λούκι».
Πάντως στο site των εκδόσεων είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Ύμνος εις την ..ΠΑΔ

Ξεκίνησε σαν χιουμοριστική καλλιτεχνική εξωτερίκευση φίλαθλων αισθημάτων των φίλων της ραδιοφωνικής εκπομπής Fight Club και συνεχίστηκε πιο οργανωμένα σαν διαγωνισμός «Στιχοκαυλαντικής» στο site της εκπομπής. 

Το concept: η παράλλαξη/παραμόρφωση/προσαρμογή των στίχων γνωστών τραγουδιών ώστε να ταιριάζουν στο ύφος του θέματος της εκπομπής, τα ..καφρο-ποδοσφαιρικά δηλαδή. Τα αποτελέσματα μοναδικά! Ακούστε τις τρεις καλύτερες διασκευές που με ψηφοφορία ανέδειξαν οι φίλοι της εκπομπής:
«Έπαψες Σαβέφσκι να θυμίζεις»
«Ο Πίπο της ειρήνης»
«Ωδή στον Ξεκούτιασον».

>>>

Σφόδρα επηρεασμένος από αυτό το κλίμα κι ολίγον σκασμένος απ' το καθημερινό -ωραίο όμως- διάβασμα για τις τυπικές εξετάσεις, στη διαδρομή σπίτι-Αγ. Σοφίας προς συνάντηση του Α., ένα Σάββατο μεσημέρι, μου ήρθε «ντούκου» που λένε η ..στιχοκαυλαντική μετάλλαξη των «Βυθισμένων Αγκυρών» (του Μίλτου Πασχαλίδη) σε Ύμνο για τις Πρακτικές Ασκήσεις Μικροδιδασκαλίας (ΠΑΔ). Οι ΠΑΔ είναι το ..κλου του όλου προγράμματος της ΑΣΠΑΙΤΕ, πρότυπες 15λεπτες διδασκαλίες που εκτελούμε μπροστά σε ομάδα συμμαθητών. Ο καθρέφτης, δηλαδή, των θεωρητικών γνώσεων που προσλαμβάνουμε. Η αδυναμία μου!

Τι λέτε, προλαβαίνουμε τα drafts για τη Eurovision?


>>>

Πρακτικές Ασκήσεις

Διασκευή: adis99
Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης

Θα κατεβάσω απ' το κεφάλι μου ιδέες
και μ' ένα σχέδιο μαθήματος γραμμένο,
ξέρω τα λόγια μου τα πιάνουνε κεραίες
μήπως θα πρέπει τελικά να βρω πατέντες
και με το θάρρος μου απ' τα γόνατα κομμένο.

Όμως απόψε πρέπει να τα καταφέρω
δεν έχω δύναμη τα λόγια μου να βγάλω,
μακάρι να 'τανε κάτι άλλο που να ξέρω,
μακάρι να 'τανε και πάλι να λουφάρω
και να τους πω «πάμε, για μπύρες θα σας βγάλω».

Δεν ξέρω ποιον αυθέντη να ρωτήσω
και στην Ασπαίτε έχω ξοδέψει τη ζωή μου,
νιώθω τις γνώσεις μου να με τραβάνε πίσω
στις απορίες μου απάντηση δεν βρίσκω,
Μικροδιδασκαλία πες μου πώς ν' αρχίσω.

Μπαίνω στην αίθουσα κι αρχίζω να παρλάρω
κι όσα τους λέω δεν μπορώ να τα πιστέψω,
να μην ξεχάσω τις ασκήσεις να τσεκάρω,
να μη φοβάμαι τον αέρα να τους πάρω,
πόσες βλακείες είπα για να ξεμπερδέψω.

Δεν ξέρω ποιον αυθέντη να ρωτήσω
και στην Ασπαίτε έχω ξοδέψει τη ζωή μου,
νιώθω τις γνώσεις μου να με τραβάνε πίσω
στις απορίες μου απάντηση δεν βρίσκω,
Μικροδιδασκαλία πες μου πώς ν' αρχίσω.


>>>

Ακούστε το πρωτότυπο τραγούδι του Μίλτου εδώ.

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ωμέγα

«Τι έχουμε 'δω;»
«Άντρας, ετών 37, λευκός».
«Άσχημα;»
«Μπα. Έχω δει και χειρότερα».
«Πνιγμός;»
«Μμμ».
Ο επιθεωρητής ξεφύσηξε κι άρχισε ν' ανασαίνει κανονικά. Ίσιαξε το πηλίκιό του κι έσφιξε το κασκόλ καλά στο λαιμό του.
«Πόσες μέρες;»
«Δύο μέρες, ίσως τρεις. Με τέτοια παγωνιά ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Θα ξέρουμε απόψε μετά την ιατροδικαστική εξέταση».

Μ' ένα νεύμα κάλεσε τον αστυνόμο να πλησιάσουν στην περιφραγμένη περιοχή. Η αστυνομία είχε έρθει από νωρίς. Μόλις που θα 'χε φέξει κι η πάχνη στις όχθες της λίμνης Σπάιχερσι στο βορειοδυτικό Μόναχο ήταν συνηθισμένη για τέτοια εποχή. Φεβρουάριο μήνα δεν περίμενε ποτέ κανείς κάτι καλύτερο.
Ο επιθεωρητής είδε τον νεαρό αστυνομικό να ξεφυλλίζει τις σημειώσεις που είχε ήδη κρατήσει και ρώτησε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Ταυτότητα; Χαρτιά;»
«Όλα πάνω του. Έλληνας».
«Gastarbeiter *...»
«Το όνειρο της Γερμανίας, βλέπετε».
«Έγινε εφιάλτης. Πάντα έτσι ήτανε γι' αυτούς».
«Έτσι μοιάζει επιθεωρητά. Τόπος καταγωγής μια κάποια πόλη Τρίκαλα. Πόλη, χωριό, ποιος ξέρει..»
«Όλη η Ελλάδα ένα χωριό είναι Ρόζμπεργκ, άκου με που ξέρω..»

>>>

Τα νέα ταξίδεψαν γοργά στην Ελλάδα κι έσπειραν πίσω τους την απορία. Γιατί; Πώς; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Είναι βεβαιωμένο; Η απόσταση μεγάλωνε την αμφιβολία, στήριζε ακόμα ασθμαίνουσα μια τοσοδά ελπίδα.
Μετά ήρθε η θλίψη, η στενοχώρια. Τ' αναφιλητά των μικρών αδερφών. Το τηλεγράφημα, η είδηση, καμία περιγραφή, καμία εξήγηση, το βούρκωμα του πατέρα και τ' αναθέματα. Μετά την αρρώστια και το χαμό της κυράς, της μάνας, τους έβρε και τούτο. Πού να χωρέσει τέτοια απογνωσιά; Πώς;

Η διαδικασία αποφασίστηκε γρήγορα. Θείος και αδερφός θα έφευγαν την επομένη για Θεσσαλονίκη, κι από 'κει με τρένο για το Μόναχο. Με μισό κουράγιο, με κομμένη καρδιά στα δυο. Να γυρίσουν το μεγάλο αδερφό στην πατρίδα, στο χωριό.

>>>

«Δεν υπάρχουν ίχνη πάλης, δεν φέρει σημάδια χτυπήματος. Οι δε πνεύμονες γεμάτοι λάσπη και φύκια».
«Πνιγμός, ε; Ξεκάθαρο».
«Έτσι ακριβώς».
«Πότε εκτιμάτε ότι έγινε γιατρέ;»
Ο ιατροδικαστής κοντοστάθηκε, γύρισε στις σημειώσεις του και απάντησε με σχετική άνεση.
«Θα έλεγα το βράδυ της Παρασκευής, αστυνόμε, όχι αργότερα. Α, βρέθηκαν και υψηλά επίπεδα αλκοόλ. Ίσως να τα 'χε τσούξει λίγο..»
«Δε θα τον αδικούσα.. Ζωή είν' αυτή που κάνουνε..»
«Α, μη μου πείτε.. συνεχίζετε κι εσείς τις παλιές καλές συνήθειες, Ρόζμπεργκ!»
Ο νεαρός κοντόχοντρος αστυνόμος έξυσε μηχανικά το σβέρκο του και κοίταξε το κάτασπρο γυμνό στέρνο του νεκρού.
«Τίποτα άλλο έχουμε; Κάτι παράξενο;»
«Μπα.. Θα διαβάσετε την αναφορά μου το απόγευμα. Τίποτα το ενδιαφέρον. Ένας ακόμα πνιγμός στο βούρκο της Σπάιχερσι. Άρχισε να γίνεται βαρετό αστυνόμε, βαρετή συνήθεια τα θύματα της λίμνης. Έχετε βρει καμια άκρη;»
«Αν χρειαστώ κάτι θα σου τηλεφωνήσω το απόγευμα Μάννερ», απάντησε κοφτά κι έφυγε βιαστικά.

Άρχιζε να συνηθίζει τη μυρωδιά των νεκροτομίων. Κάποτε η αναγούλα δεν έφευγε παρά μόνο το επόμενο πρωί, τώρα με μια δυνατή μπύρα θα έφτιαχνε εύκολα τη γεύση. «Παλιά κακή συνήθεια..». Καθίκι!

>>>

Το ταξίδι της επιστροφής ήταν κατά κάποιο τρόπο λυτρωτικό. Τι κι αν η θλίψη δεν έσβησε καθόλου. Τι κι αν τα ερωτήματα δεν βρήκαν απαντήσεις; Η επιστροφή στην πατρώα γη έμοιαζε ταξίδι ελευθερίας, για τους ίδιους, για την ψυχή του αδερφού τους. 
Δυο μερύνυχτα ταξίδι, δυο μέρες οι διαδικασίες στο Μόναχο, η αναγνώριση, η παραλαβή, τα προσωπικά αντικείμενα, άλλα δυο ξενύχτια επιστροφή, σαν δυο χαμένα χρόνια.

>>>

Μια βδομάδα μετά άνοιξαν την πάνινη βαλίτσα με τα προσωπικά είδη του εκλειπόντος αδερφού τους. Ένα τζάκετ, δυο-τρεις μάλλινες φανέλες, λίγες αλλαξιές. Τα ρούχα εργασίας κι ένα μαχαίρι. Το πορτοφόλι του με 10 μάρκα και τη φωτογραφία του απ' το στρατό. Μια μικρή μεταλλική φυάλη για ποτό, ένα παλιό ασημένιο ρολόι..

>>> (25 χρόνια μετά)

Πήδηξα δυο-δυο τα τσιμεντένια σκαλιά της βεράντας κι έσυρα τα μπαλωμένα γόνατά μου με τα πετσιά στο γρασίδι της αυλής. Η κορομηλιά τη σκέπαζε απ' άκρη σ' άκρη, βαριά απ' τα κατακόκκινα κορόμηλα. Ο πατέρας είχε αραδιάσει κάμποσα κουτιά με παλιοπράγματα στη μέση της αυλής και ξεκαθάριζε τα χρήσιμα απ' το σωρό των αχρήστων. Με πολύ κόπο τα είχε σύρει έξω απ' το χαμηλοτάβανο υπόγειο του πατρικού σπιτιού στο χωριό, να βάλει επιτέλους μια τάξη κι εκεί κάτω, που μόνο ποντίκια και φίδια δέχονταν να φωλιάσουν.

Τα πιτσιρίκια μαζευτήκαμε τριγύρω ψαχουλεύοντας κανα παλιό παιχνίδι. Δυο ρόδες στο ένα κουτί, α, να κι ένα κομμάτι μπρούτζινο από παλιό φωτιστικό, μια μπάλα πολυκαιρισμένη, ξεφούσκωτη, ένα σωρό σκουπίδια - παιχνίδια του τότε, του κάποτε. Ξάφνου σ' έναν πάτο ξεχώρισα κάτι στρόγγυλο μεταλλικό, «ξένο» απ' την υπόλοιπη σαβούρα. Το έπιασα στα χέρια μου και το αναποδογύρισα. «Ένα ρολόι! Ένα ρολόι!», φώναξα μέσα μου. Τι ωραίο.. Πρώτη μου φορά έβλεπα ρολόι τσέπης. Μεγάλο, λευκό, με την κορώνα να προεξέχει στο πάνω μέρος κι έναν μεγάλο κρίκο. Κι από πίσω σκαλιστό, αδιάκριτο όμως λόγω μαυρίλας και σκουριάς.

Το χούφτιασα και το 'βαλα στην τσέπη. Αθόρυβα. Για λίγο συνέχισα το ψάξιμο, μ' ενδιαφέρον δήθεν, μην καρφωθώ. Υποκριτής από τότε. Είχα βρει το θησαυρό μου, τι να με νοιάξει άλλο. Έτρεξα στο δωμάτιο και το κρυφοκοίταξα στο φως του παραθύρου. Το περιεργάστηκα ξανά. Διέκρινα μερικά σπασίματα στο καντράν, το θαμπωμένο τζάμι. Δεν δούλευε. Έστριψα την κορώνα, έστριβε. Το έφερα στ' αυτί.. μπα, τίποτα. Δε μ' ένοιαζε. Στην περιφέρειά του πρόσεξα δυο εγκοπές. Έβαλα το νύχι και τράβηξα προς τα έξω. Το μπροστινό τζάμι άνοιξε με ευκολία κι έμεινα να προσέχω τους δείκτες. Πόσο λεπτός και ντελικάτος ήταν ο μικρός των δευτερολέπτων. Τον άγγιξα με προσοχή, κάρφωσα τη μύτη του στο δείκτη του χεριού μου κι αμέσως λύγισε στην πίεση. Έσπασε. Χτύπησα το κεφάλι μου από οργή. Ξανάβαλα μέσα το δείκτη και έκλεισα το καπάκι. «Τι βλάκας είμαι», είπα, «το έσπασα». Αλλά η περιέργεια-περιέργεια.

Η δεύτερη εγκοπή άνοιξε το πίσω καπάκι, για να αποκαλύψει ένα δεύτερο καπάκι από μέσα, γυαλιστερό με μεγάλα χαραγμένα νομίσματα και τα γράμματα OMEGA GRAND PRIX PARIS 1900. Κι ακόμα πιο μέσα το πιο όμορφο θέαμα της ζωής μου! Ένας μικρόκοσμος μικροσκοπικών γραναζιών, βιδούλες όσο το κεφάλι της καρφίτσας και περίτεχνα σκαλιστά σχέδια. Απ' το θαυμασμό το έκλεισα γρήγορα, βεβαιώθηκα ότι ασφάλισα τα καπάκια και το ξανάβαλα στην τσέπη. Έκτοτε δεν το
αποχωρίστηκα ποτέ. Σχεδόν ποτέ.

>>> (20 χρόνια μετά)

«Πατέρα, κοίτα εδώ τι έχω, θα σ' αρέσει..»
«Τι είναι αυτό;»
«Το αναγνωρίζεις;»
«...»
«Πού το βρήκες αυτό;» ήρθε αυθόρμητη η αντίδρασή του.
«Δε σου λέει κάτι;»
Από την έκφρασή του κατάλαβα ότι κατάλαβε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη θυμηθεί.
«Του παππού είναι αυτό; Αυτό δεν είναι; Πού το βρήκες; Πού..» ξαναρώτησε με μεγαλύτερη υποψία απ' την πρώτη φορά.
«Στο χωριό, παλιά, τότε που αδειάσαμε το υπόγειο και.............»

>>>

Κάθομαι τα βράδια μέχρι αργά, καμια φορά, και χαζεύω. Βάζω 958fm και κλείνω τα μάτια ονειρευόμενος. Απ' το διπλανό ράφι της βιβλιοθήκης ακούγεται αμυδρό, μα ρυθμικό ένα τικ-τικ-τοκ, τικ-τικ-τοκ. Στρέφω το βλέμμα μου προς τα κει και το βλέπω γυαλισμένο στη θήκη του, να κρέμεται καμαρωτό, πλάι στο μπουκάλι με τη χρωματιστή άμμο απ' την Αλεξάνδρεια. Να δουλεύει. Τικ-τικ-τοκ.

Και ξανάρχεται τότε η ιστορία σαν ήχος, και ξεγελά το νου μου.. τι να 'ναι άραγε αλήθεια και τι μύθος!

* Gastarbeiter: φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι στα εργοστάσια ή Katzelmacher, όπως υποτιμητικά χαρακτήριζαν στη Βαυαρία τους μετανάστες που προέρχονται από τις νότιες χώρες. Δυστυχώς η Γερμανία δεν ήταν ..Αμερική, όπως την ονειρεύονταν πολλοί.

Αφιερωμένο στο Σ. που βοήθησε τα μέγιστα να πραγματοποιηθεί ένα όνειρο.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Δεν πληρώνω λέμε!

* του Στέφανου Μάνου

Αυτόπτης μου περιέγραψε ότι σε κάποια διόδια της Κορίνθου - Τρίπολης έφθασε μια μεγάλη μαύρη πεντακοσάρα Μερσεντές, κατέβηκε κοστουμαρισμένος ο ιδιοκτήτης, ανέβασε την μπάρα και πέρασε χωρίς να πληρώσει. Δεν πληρώνουμε τα διόδια, δεν πληρώνουμε τα λεωφορεία και το μετρό, δεν πληρώνουμε φόρους, δεν πληρώνουμε τις τράπεζες και πάει λέγοντας. Νομίζουμε ότι κάνουμε αντίσταση! Εναντίον τίνος, όμως;

Απέναντι σε αυτήν την επιδημία ανευθυνότητας θα φανταζόμουν ότι η κυβέρνηση θα αισθανόταν την ανάγκη να εξηγήσει γιατί πρέπει να πληρώνουμε, να νουθετήσει και τελικώς να τιμωρήσει εκείνους που δεν πληρώνουν. Αλλά η υπουργός Εργασίας αναλίσκεται στο να κατασκευάζει νόμους που διευκολύνουν τη μη πληρωμή των τραπεζών, ο υπουργός Δικαιοσύνης ανακαλύπτει κοινωνικούς λόγους που εξηγούν τις παρανομίες και ο υπουργός Υποδομών κλπ. αρμοδιοτήτων περιορίζεται σε ηθικοπλαστικές νουθεσίες.


Ο κ. Στρατής Λουπάτατζης, της επιτροπής αγώνα εναντίον των διοδίων, ζητάει να καταργηθούν οι συμβάσεις που έχουν υπογραφεί και έχουν τη λογική της προπληρωμής. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο βουλευτής της Ν.Δ. κ. Κυριάκος Μητσοτάκης έγραφε στην «Καθημερινή» της Κυριακής: «Οι συμβάσεις παραχώρησης για την κατασκευή των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων συμπεριλαμβάνουν μια παγκόσμια πρωτοτυπία: οι πολίτες πληρώνουν ήδη αυξημένα διόδια πριν ολοκληρωθεί η κατασκευή του νέου αυτοκινητοδρόμου». Μα καλά, όταν έχτιζε το σπίτι του ο κ. Μητσοτάκης δεν πλήρωνε για την κατασκευή του πριν ολοκληρωθεί το σπίτι; Για το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος άρχισαν να πληρώνουν οι πολίτες το τέλος αναχώρησης επιβατών το 1992, εννέα χρόνια πριν αρχίσει η λειτουργία του. Η πληρωμή διοδίων πριν από την ολοκλήρωση του έργου δεν αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία, αλλά σωστή επιλογή, επειδή διευκολύνει τη χρηματοδότηση και συνεπώς την πραγματοποίηση μεγάλων έργων. Στη σημερινή Ελλάδα του Μνημονίου και της αποκοπής από τις αγορές, η πληρωμή διοδίων από την ημέρα υπογραφής της σύμβασης είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να γίνει κάποιο μεγάλο έργο.


Η ανοχή της κυβέρνησης απέναντι στο φαινόμενο «δεν πληρώνω» ισοδυναμεί με δολιοφθορά σε βάρος της Ελλάδας. Διότι δεν κινδυνεύουν μόνο τα συγκεκριμένα έργα οδοποιίας, αλλά και τα μελλοντικά έργα παραχώρησης. Αν για παράδειγμα ματαιωθούν τα συγκεκριμένα έργα θα υπάρξει κατακόρυφη αύξηση του κόστους των έργων, δεδομένου ότι σήμερα δανειζόμαστε με επιτόκιο τετραπλάσιο εκείνου που ίσχυε όταν συνάφθηκαν οι συμβάσεις. Αλλά και η αναθεώρηση των συμβάσεων (για την οποία κακώς, κάκιστα ομιλεί το υπουργείο Υποδομών) για να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις του Δημοσίου και οι αντιδράσεις μερικών χρηστών θα οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση του κόστους. Το υπουργείο Υποδομών έχει μόνο μια υπεύθυνη επιλογή: Να επιβάλει την απαρέγκλιτη εφαρμογή των συμβάσεων που έχουν κυρωθεί και έχουν ισχύ νόμου. Να φροντίσει να ολοκληρωθούν όλες οι απαλλοτριώσεις με ταχύτατους ρυθμούς. Να φροντίσει ώστε να σταματήσει αμέσως το παραμύθι «δεν πληρώνω». Ας υπάρχουν δυνάμεις της αστυνομίας που να επιβάλλουν την πληρωμή μέχρις ότου αποβάλουμε το συνήθειο «δεν πληρώνω».

Οι συμβάσεις παραχώρησης, που υποστηρίζω ότι πρέπει οπωσδήποτε να τηρηθούν, μπορούσαν να είναι καλύτερες. Πρέπει όμως, καλές ή κακές, να τηρηθούν, διότι οι επόμενες θα είναι χειρότερες (λόγω επιτοκίου) και διότι η αναθεώρησή τους θα αυξήσει το κόστος των έργων και θα πλήξει βάναυσα τη συναλλακτική αξιοπιστία της Ελλάδας. Μπορεί το υπουργείο Υποδομών να μην το συνειδητοποιεί, αλλά το κυριότερο εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων στο σημερινό κλίμα είναι οι επενδύσεις με παραχώρηση. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να δώσουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να αλλάξουμε συμβάσεις (κυρωμένες μάλιστα με νόμο) στην πρώτη διαμαρτυρία κάθε κ. Στρατή Λουπάτατζη και των ομοίων του.


Η επιδημία «δεν πληρώνω» έχει προσβάλει και το Δημόσιο. Και αυτό δεν πληρώνει: τα φαρμακεία, τα νοσοκομεία, τους εργολάβους, τους προμηθευτές, τις επιχειρήσεις, τους εξαγωγείς και πολλούς άλλους. Και αυτή η κρατική συμπεριφορά ισοδυναμεί με δολιοφθορά σε βάρος της Ελλάδας. Πρώτον, εδραιώνει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα έχει ήδη κάνει στάση πληρωμών με συνέπεια να καθιστά δυσχερέστερη τη χρηματοδότησή της. Δεύτερον, επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι τα ελλείμματα είναι πολύ μεγαλύτερα από τα ομολογούμενα. Τρίτον, προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο αβεβαιότητας που στρεβλώνει την αγορά και διώχνει τις επενδύσεις.


Έχω γράψει και ξαναγράψει για τα μεγάλα περιθώρια κέρδους που απολαμβάνουν οι φαρμακοποιοί. Όπως όμως μου έλεγε πριν από λίγες μέρες ένας φαρμακοποιός που διακινεί ακριβά φάρμακα των 2.000 ευρώ, ο Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (ΟΠΑΔ) καθυστερεί τις πληρωμές από τον περασμένο Μάιο. Ο μικρός φαρμακοποιός χρηματοδοτεί δηλαδή τα ελλείμματα του κράτους! Αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να συνεχιστεί.


Αν συνεχιστεί η τακτική του «δεν πληρώνω» από το Δημόσιο, δεν θα εκπλαγώ αν οι ξένοι (Γερμανοί, Γάλλοι κ.ά.) που χρηματοδοτούν το πακέτο διάσωσης αρχίσουν να παρακρατούν ποσά για να εξοφληθούν οι επιχειρήσεις τους που περιμένουν επί μήνες στην ουρά πότε θα δεήσει το Δημόσιο να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του.


* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», την 8η Φεβρουαρίου 2011. Θα το βρείτε εδώ.
Το κεντρικό σκίτσο είναι παρμένο από τον «Σκιτσόκοσμο» του Περικλή από την Κόρινθο, 16 ετών. Το βρήκα εδώ.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

anti-V day


so take the fast road and get goin' now / before you leave no trace
time in this place was closer than my friends / remember my eyes not my face

on the inside it hurts less / the outside seems so cold
I need to climb, I gotta find some tenderness / before I get too old

the sun comes from behind, it hurts my eyes / it dries my hair so nice
I watch the boiling sea meet the open sky / but my soul still feels like it's ice

Η φωτογραφία από «Τα Νέα» της Παρασκευής 11/2/2011.
Οι στίχοι από το υπέροχο τραγούδι "The Door" των Turin Brakes.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια

Δευτέρα 17/1 και το θέμα τέθηκε ως εξής: «Φτιάξτε ομάδες των 2 ατόμων και δημιουργήστε με το Movie Maker ένα βιντεάκι ως 5 λεπτά με θέμα 'ΑΣΠΑΙΤΕ', χρησιμοποιωντας οποιαδήποτε μορφή πολυμέσου, εικόνα, βίντεο, ήχο, animation, κλπ. Διορία 3 εβδομάδες, ως το τελευταίο μάθημα της 7/2.»

Χμμ, ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη μου. Γέρνω στην πλάτη της καρέκλας, ανασηκώνοντας τα δυο μπροστινά της πόδια. Γυρίζω δίπλα μου στη Φ.
«Το 'χουμε, τι λες;»
«Εννοείται!»
«Θα μ' αντέξεις;»
«...»


Δευτέρα 24/1 και στο μάθημα Εκπαιδευτική Τεχνολογία - Πολυμέσα της ΑΣΠΑΙΤΕ, οι φοιτητές ακόμα δεν έχουν πάρει στα ζεστά το θέμα. Δειλά-δειλά πέφτουν οι πρώτες ιδέες, μερικοί ακόμα ψάχνουν ομάδες.
Εκείνη την εβδομάδα αρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες φωτογραφικές μηχανές στις αίθουσες. Compact, αυτόματες, κινητά, κάμερες και τρίποδα... σε λίγο, κάθε φοιτητής που σεβόταν τον εαυτό του θα περιφερόταν με μία στο χέρι. Η προσοχή μου στράφηκε στις λίγες DSLR που έσκασαν μύτη. Η Η. με την Nikon και τον βαρύ εξοπλισμό της, η Χ. και η Φ. με μια Canon. Πού πάω εγώ ο ..καραμήτρος με τη φιλμάτη;

Παρασκευή 29/1 και οι μέρες περνούσαν, οι ομάδες δούλευαν πυρετωδώς συλλέγοντας οπτικο-ακουστικό υλικό. Και η δική μας ομάδα αποφάσισε μόλις να κάνει ένα καλό brain-storming για εύρεση σεναρίου, στο καφέ έναντι της ασπαίτε, το ...Central Perk της aspete! Την πρώτη μου σκέψη για μια timelapse σύνθεση την έφαγε το τέρας της δυσκολίας και του σύντομου χρόνου. Ευτυχώς που στην ομάδα ήταν η Φ. Η πρώτη της σκέψη θα ήταν και η τελική επιλογή μας. Κι ευτυχώς να λέω που δεν επέμενα στη δεύτερή μου σκέψη για ένα βίντεο με τίτλο "Aspete Chess", όπου φανταζόμουν την ασπαίτε ως σκακιέρα και χτυπητές λέξεις-έννοιες που μάχονται σε μια παρτίδα σκάκι. Χεχ!

Και λέω ευτυχώς γιατί οι δυο μέρες γυρισμάτων του σεναρίου που τελικά επιλέξαμε ήταν ίσως οι δυο καλύτερες μέρες μου στην ασπαίτε.

>>>

Το σενάριο είχε ως εξής: Δυο φίλοι παίρνουν την απόφαση να μπούνε στην ασπαίτε κυνηγώντας το όνειρό τους να γίνουν εκπαιδευτικοί. Μη έχοντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις (πτυχία, κλπ) αποφασίζουν να αφιερώσουν όλο το χρόνο τους στην προετοιμασία, ώσπου κάποτε πετυχαίνουν το στόχο τους. Για να ξεκινήσει τότε ένα νέο ..πανηγυράκι σπουδών στη Σχολή και στο τέλος να αποφοιτήσουν με το καλό. Και μετά από μήνες ξαναμιλούν για τις πρώτες τους εμπειρίες ως εκπαιδευτικοί.

Μόλις έξι μέρες πριν εκπνεύσει η διορία, ξεκίνησαν τα γυρίσματά μας. Γυρίσματα όνομα και πράγμα! Αποφασίσαμε να τελειώσουμε σε μια μέρα με όλο το φωτογραφικό μέρος που θα περιλάμβανε το κεντρικό τμήμα του σεναρίου, τα φροντιστήρια, τα διαβάσματα, τις δηλώσεις και τη συμμετοχή στην ασπαίτε. Κι έτσι ξεκινήσαμε μια απίθανη βόλτα από την ασπαίτε παίρνοντας στη σειρά φροντιστήρια της πόλης, Παν. Μακεδονίας, ΑΠΘ, Βιβλιοθήκες. 6-7Km μέτρησα στο τέλος. Not bad at all!


Το κλου του σεναρίου, όμως, απαιτούσε κοινή βιντεοσκόπηση για το εναρκτήριο κλιπ και χωριστή για το τελικό κλιπ, όπου η Φ. υποτίθεται ότι βρίσκεται στην ...Κάρπαθο(!) κι εγώ κάπου στην ορεινή Αρκαδία. Χεχ! Επιλέχθηκε ως τόπος γυρισμάτων, για διάφορους βολικούς λόγους, η Νέα Μηχανιώνα.
Σενάριο στο πόδι, ατάκες της στιγμής (όπως και ο τίτλος!) και άπειρο γέλιο (είναι να μην ξεκινήσει κανείς..). Αφού καταφέραμε την πρώτη δύσκολη σκηνή (μετά ..δακρύων από τα γέλια!), το υπόλοιπο ήταν εύκολο. Στην παραλία φανταστήκαμε μια άποψη της Καρπάθου και κάπου στα χωράφια προς Επανωμή στήσαμε το σκηνικό της Αρκαδίας.

Το αποτέλεσμα απολαυστικό! Δικαιώνει όλες τις προσπάθειες της Φ., μεταξύ αυτών και να με πείσει για το εφικτό του εγχειρήματος. Το κατάφερε (να με πείσει), κατάφερε και να το συμμαζέψει στο editing, κατάφερε και τ
ην guest-star συμμετοχή του φίλου της Κ. Μια έκτακτη ασθένεια (πάντα έκτακτες δεν είναι;), κάποια προβληματάκια με το Movie Maker και η δική μου απουσία το τελευταίο ΣΚ μας ταλαιπώρησαν λίγο, αλλά τι να λέει.. dhi!

Τι θα μου μείνει; Μα φυσικά τα γυρίσματα σε Θεσσαλονίκη και Μηχανιώνα (χρόνια είχα να μπω στο Μακεδονίας, στη Βιβλιοθήκη), το γέλιο και οι επαναλήψεις της πρώτης σκηνής, η συνολική διάθεση της Φ., οι μεταμεσονύκτιες αυτο-φωτογραφίσεις στο δωμάτιό μου στα Τρίκαλα, η Canon 450D. Με σιγουριά, αναμνήσεις απ' αυτές που με τρέφουν.

>>>

Στο link με τίτλο
"aspete in movies", στο πάνω μέρος του blog, μπορείτε να δείτε το τελικό μας βίντεο, καθώς και τα βίντεο των άλλων ομάδων που σιγά-σιγά ανεβαίνουν στο youtube. Μερικά μ' εντυπωσίασαν πολύ! Απολαύστε τα, είναι όλα τους ιδιαίτερα, πρωτότυπα και ευρηματικά.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Γυναίκες µόνες βρίσκουν

* του Σταμάτη Φασουλή

Σπάνια τρώω έξω τα βράδια. Τελευταία, δεν ξέρω πώς έτυχε και βρέθηκα πάνω από τρεις φορές να προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που τρώω σε σάλες µε άθλιο φωτισµό ή σε τραπεζάκια έξω, κάτω από υπαίθριες σόµπες να σου ζεσταίνουν τον σβέρκο και ο λαιµός κασάτος. Εκτός όµως από τον άψυχο περίγυρο που ήταν φτιαγµένος ειδικά για να σου κόβει την όρεξη, εκείνο που πρόσεξα ήταν οι γυναίκες. Μάλλον οι µεγάλες παρέες γυναικών, αυτό που θα ‘λεγε η θεία µου η Ευπραξία «ασυνόδευτες». Λίγα τραπέζια διέθεταν έστω και έναν άντρα, έτσι για να αποκτάει και κάποια αγαρµποσύνη το τραπέζι. Τα περισσότερα ήταν γεµάτα µε γυναίκες, ούτε µεγάλες ούτε µικρές ούτε κραυγαλέα ντυµένες ούτε αδιάφορα. Χαµογελαστές, έδειχναν χαρούµενες χωρίς να φωνασκούν ή να χειρονοµούν εντόνως. Ούτε για µια στιγµή δεν σταµάτησαν. Πάντα είχαν κάτι να πουν, να θυµηθούν, να διηγηθούν, να περιγράψουν. Και κάτι που δεν θα βρεις πια σε καµιά παρέα αντρών. Λέγανε το αίσθηµά τους. Άκουγες «στενοχωρήθηκα», «το φχαριστήθηκα», «γέλασα», «πολύ λυπήθηκα», «µε πήραν τα κλάµατα». Οι άντρες όταν µαζεύονται συνήθως για ποδόσφαιρο-πίτσα-µπίρα-και-µαλάκα, στα ηµίχρονα το µόνο που θα πουν για τον εαυτό τους (πράγµα δύσκολο) είναι για γεγονότα και µόνο. «Πήγα απ’ τον Γιώργο», «Είδα τη Μαρία», «Πέρασα απ’ το σπίτι», «Έκανα σέρβις», «∆ιάβασα σ’ ένα µπλογκ», τέτοια λεπτοµερή. Βέβαια υπάρχει και η πιθανότητα να τον πετύχεις εκτός ποδοσφαιρικής ατµόσφαιρας και να τον βρεις να έχει πέσει σε πολιτική τρικυµία (εν κρανίω) ο άντρας και ν’ αρχίσει το γνωστό εκείνο «Ας ήµουνα εγώ και θα σου ‘λεγα εγώ». Εδώ εκείνο που παρατηρούµε µετ’ απεχθείας είναι η διπλή παρουσία του ΕΓΩ σε µία και µόνο πρόταση. Φαίνεται αυτούς τους άντρες παντρευτήκανε αυτές οι «γυναίκες µόνες» σε εστιατόρια και µπαρ. Αυτούς αφήνουν σπίτι και βγαίνουν έξω να πάρουν τον αέρα τους. Ένας αέρας που όλο και πιο πολύ λείπει απ’ το οικογενειακό κλουβί. Τις έβλεπα και τις σκεφτόµουν κοριτσάκια, µε τι λαχτάρα φόρεσαν το στεφάνι µε τους λεµονανθούς και τώρα που το λουλούδι έγινε καρπός πώς έδειξε το ξινό ζουµί του. «Ξίνισε ο γάµος µας Αντρέα» που έλεγε και µια παλιά ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ.

«Φταίµε και λίγο εµείς», έπιασε να λέει η φίλη δίπλα µου, κάνοντας µε τα δάχτυλα µπαλάκια το ψωµί. «Τον πήραµε λίγο απ’ τα µούτρα τον φεµινισµό. Κι εµένα µη µε βλέπεις έτσι. Έχω κάνει κι εγώ στα νιάτα µου, το παρατράβηξα το σχοινί. Έχω πάει έξω απ’ το “Χίλτον” που γινότανε τα καλλιστεία τότε και ως αντίδραση, άκου λέει, αφού το σκέφτοµαι τώρα και δεν ξέρω πού να το καταχωρίσω, καίγαµε τα σουτιέν µας. Και µάλιστα πήραµε µαζί µας και µια σταρ Ελλάς και το ‘καψε κι αυτή µαζί µας. Όπως τα ακούς. Έξω απ’ το “Χίλτον” και µέσα έκαναν πασαρέλα οι καλλονές και τραγουδούσε ο Λούτσιο Ντάλα. Όχι ΛΕΠΑ και Άντζελες. Όχι, ο Λούτσιο Ντάλα. Κι εµείς απ’ έξω µε τα σουτιέν µπουρλότο».

Έπεσε παύση. Εκείνη κοίταγε τον τοίχο από γρανίτη απέναντι κι αφηρηµένα τύλιγε και ξετύλιγε µηχανικά µια λινή πετσέτα. 

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα «Νέα», την 9η Φεβρουαρίου 2011. Θα το βρείτε εδώ.

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Ο αγαπημένος μου κύριος Βερν

Τέσσερις λογοτεχνο-αναγνωστικές περίδους μπορώ να διακρίνω στη σύντομη ζωή μου. Έμαθα να διαβάζω σε προσχολική ηλικία με τα παραμύθια του Αισώπου, εκτόξευσα την παιδική φαντασία μου και ονειρεύτηκα με τα μυθιστορήματα του Βερν, ικανοποίησα την εφηβική μου περιέργεια με τις αινιγματικές ιστορίες της Άγκαθα Κρίστι και κατέληξα να εξημερώνω τους ενήλικους φόβους μου με Ελλρόυ και Ιζζό.

Πιο σημαντικός; Με τα δάκτυλα βουτηγμένα στη ζαβολιάρα σκέψη μου, πληκτρολογώ.. τα μυθιστορήματα του Βερν φυσικά, που σαν σήμερα (όπως μας πληροφορεί η google), το 1828, γεννήθηκε. Αν στους καλούς γονείς και στους μύθους του Αισώπου οφείλω τις αρχές μου, τα προσωπικά μου αξιώματα, αν στην Κρίστι και στον Ελλρόυ αποδώσω την εξερεύνηση του απίθανου, την αποδοχή του σκοτεινού, στον Βερν χρωστώ την αφοσίωσή μου στις πρακτικές επιστήμες. Πώς να ξεχάσω την αγωνιώδη μου επανάληψη της «Μυστηριώδους Νήσου» και ειδικά το σημείο εκείνο όπου ο λοχαγός Σμιθ υπολόγισε το ύψος ενός βουνού στο νησί με τη μέθοδο των όμοιων τριγώνων!! Τι φοβερή ανακάλυψη για μένα! (που ήμουν του Δημοτικού και μάθαινα Γεωμετρία Γ' Γυμνασίου!) Ή το πώς η καταιγίδα έφτιαχνε γυαλί στην αμμουδιά, πώς άναψαν φωτιά με το τελευταίο βρεγμένο σπίρτο..

Να θυμηθώ τις «20.000 λεύγες κάτω από τις θάλασσες», που διάβασα σε δυο δόσεις.. ένα καλοκαίρι στο χωριό η πρώτη, κι όταν φύγαμε το Σεπτέμβρη δεν ήθελα να "δανειστώ" το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του πατέρα στο χωριό κι έτσι συνέχισα το βιβλίο το επόμενο καλοκαίρι!! (τραγικό, ε..). Μια χαρά, όμως, δανειζόμουν ένα-ένα τα βιβλία του από τη δημοτική βιλιοθήκη, που πρέπει να είχε -αν όχι όλα- τα περισσότερα από τα 56 μεγάλα του μυθιστορήματα. Μέχρι να μεγαλώσω και να με συστήσει η mrs Ντέμπορα (των Αγγλικών) την Άγκαθα Κρίστι, πρόλαβα και διάβασα 18 βιβλία του, όλα σε εκδόσεις Αστήρ-Παπαδημητρίου (με τα χοντρά έγχρωμα εξώφυλλα), τα περισσότερα από 2 και 3 φορές. Αχόρταγος! Έκτοτε δεν έχω ξαναδιαβάσει 2η φορά κανενός συγγραφέα βιβλίο.

Αγαπημένα μου; Μα φυσικά η Νήσος (τελευταίο μέρος της άτυπης τριλογίας του καπετάν Νέμο, που ξεκίνησε με «Τα παιδιά του πλοιάρχου Γκραντ» και συνεχίστηκε με τις 20.000 λεύγες), τα «Από τη Γη» και «Γύρω από τη Σελήνη», το ανέμελο-ταξιδιάρικο «Δυο χρόνια διακοπές», ο υπέροχος ήρωας «Μιχαήλ Στρογκώφ».

Κι όταν ένα καλοκαίρι στην κατασκήνωση, στο Λύκειο πλέον, διάβασα τη βιογραφία του, τις αναζητήσεις, τα ταξίδια του, τις φουτουριστικές ιδέες του, έκλεισα με τιμή και συγκίνηση το τεράστιο αυτό κεφάλαιο των λογοτεχνικών μου αναζητήσεων. Τα βιβλία του παραμένουν πεισματικά στη βιβλιοθήκη μου, που στενάζει από έλλειψη χώρου. Αρνούμαι να τα πακετάρω και να τα κλωτσήσω στο υπόγειο, δεν τους ταιριάζει, δεν μου πάει. Είναι ο πολυκοπιασμένος θησαυρός μου. Ο παιδικός ξοδεμένος χρόνος μου. Η αρχή της σταδιοδρομίας μου στη σφαίρα της πρακτικής, της φαντασίας, των ονείρων.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Χωρίς χέρια

Όρμηξα με βιασύνη στα σκαλιά. Με τρεις δρασκελιές έφτασα στο πλατύσκαλο. Η μάνα με περίμενε στην εξώπορτα, όπως πάντοτε, σα μάνα ναυτικού που 'χει μήνες να δει το παιδί της. Να πω την αλήθεια, πέρασε πράγματι μήνας από την τελευταία φορά που ήμουν Τρίκαλα. Αυτή τη φορά δε μου 'χαν' λείψει. Φιλί στο μάγουλο για καλωσόρισμα.

Κλώτσησα το σακίδιο στο δωμάτιο και άδειασα τις τσέπες από εισιτήρια και κλειδιά. Και χωρίς δευτερόλεπτο χασούρας, ξαναφόρεσα το τζάκετ μου και έτρεξα σα σίφουνας την ανάποδη πορεία προς τη σκάλα.
Το σχεδόν 3ωρο ταξίδι με το λεωφορείο σπάνια ξανά 'ταν τόσο νευρικό, τόσο ανυπόμονο. Λίγο σκασμένος για το γεγονός ότι έπρεπε να το κάνω, λίγο όλα αυτά που άφηνα πίσω, μα περισσότερο το σφικτό πρόγραμμα που με περίμενε το πρώτο 3ωρο, με το που θα πατούσα το πόδι μου στην αγαπημένη(;) πόλη μου.

Λίγο έλειψε να φύγω ιπτάμενος στα σκαλοπάτια του υπογείου, να σπάσω το κεφάλι μου στη σιδερένια πόρτα. Σήκωσα το ποδήλατο στον ώμο κι ανέβηκα στην πυλοτή. Ξεσκόνισμα στα πεταχτά, λάστιχα τσεκ, χμμ ΟΚ, καβάλημα και δρόμο! Σηκώθηκα όρθιος κι έριξα όλο μου το βάρος στα πετάλια για ν' αποκτήσω ταχύτητα. Με τα χέρια σφικτά στο τιμόνι, χαμήλωσα το κεφάλι και ύψωσα τις κόρες των ματιών στα όρια του άνω βλεφάρου. Οι τρεις πρώτες διασταυρώσεις με προτεραιότητα, η επιτάχυνση αμείωτη. Μετά, το stop στη Βούλγαρη, ματιά αριστερά, ο δείκτης κι ο μέσος προληπτικά χαιδεύουν τη μανέτα των φρένων. Καλή ορατότητα, κανένα ιδιαίτερο βουητό. Περνώ πατητός. Δεύτερο stop στην Κανάρη, ματιά δεξιά, ορατότητα χάλια. Τεντώνω περισσότερο το αυτί, τίποτα δεν μοιάζει να ακούγεται, περνώ με με αμείωτη φόρα. Καθισμένος πλέον στη σέλα, ποδηλατώ με όλη μου τη δύναμη. Αλλάζω σε πιο μακριά ταχύτητα για να ρίξω στροφές και εκτοξεύομαι ακόμη περισσότερο. Πλέον κινούμαι αντίθετα σε μονόδρομο, χωρίς χέρια. Non c'è problema. Τα αυτοκίνητα έχουν συνηθίσει την παρουσία ποδηλάτη. Όχι όμως και οι διαβάτες. Μια κυρία διασχίζει διαγώνια τη Δεληγιώργη. Είναι στραμμένη με πρόσωπο στη ροή του δρόμου. Δε με βλέπει. Πλησιάζω αστραπιαία, βλέπω μιλάει στο κινητό. Δε μ' ακούει. Περνώ ανάμεσα στο κενό 2 μέτρων που της απομένει μέχρι το απέναντι παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που το αυτί μου περνά μπροστά από το έκπληκτο πρόσωπό της, προλαβαίνω ν' ακούσω το άλαλο σοκ της. Η πρώτη σταγόνα ιδρώτα που αποδρά αγχωμένη από τους πόρους του μετώπου μου, παγώνει στην ανατριχίλα του κορμιού μου.


Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αγαπητοί μου φίλοι Π. και Κ. (κατασκήνωση 2009, μεσημέρι, στο αρχηγείο) και αγαπητέ κ. Οικονόμου (ασπαίτε 2010), αλλά η πεταλιά χωρίς χέρια είναι η προσωπική μου στιγμή μεγαλύτερης ηδονικής απόλαυσης. Απ' οτιδήποτε άλλο (έχω δοκιμάσει).

>>>

Σε μιάμιση ώρα έπρεπε να καταφέρω κούρεμα, λούσιμο, φωτογραφίες και ανανέωση διαβατηρίου, μπαταρίες για τη μηχανή ενόψει εκδρομής και έγκαιρη άφιξη στη βάπτιση του Λ.
Κούρεμα-λούσιμο ΟΚ, με αστραπιαίες ποδηλατικές φιγούρες.
Φωτογραφία διαβατηρίου.. «Σε μισή ώρα θα είναι έτοιμες»..
Μπαταρίες-βαρελάκια λιθίου.. «Συγνώμη, δεν έχουμε. Αν θες να παραγγείλ..». Ήδη έσπρωχνα την πόρτα της εξόδου. «Γερμανός» σου λέει μετά!
Τουλάχιστον έφτασα έγκαιρα στη βάπτιση. Και νωρίτερα θα έλεγα. Με την ελπίδα ότι όλα θα κυλήσουν σβέλτα και θα προλάβω το γραφείο διαβατηρίων που έκλείνε σε δύο ώρες. Σβέλτα;

Στις 14.15 ξανά στη σέλα και επιστροφή στο φωτογραφείο. Έτοιμες οι φώτο, τσεκάρω και τη χαρτούρα με τα παράβολα και ανακουφισμένος που όλα -κι ας μην πήγαν ρολόι- μοιάζουν να τακτοποιούνται παίρνω το δρόμο για την αστυνομία. Εκεί τα έδωσα όλα. Στο ποδήλατο. Όχι τόσο γιατί βιαζόμουν (είχα μισή ώρα περιθώριο -τουλάχιστον αυτό νόμιζα, χεχ!) όσο γιατί το τραβούσε η διαδρομή. Κεντρική πλατεία, πίσω από τα δικαστήρια, πίσω από τη Μπάρα κι όμορφα ωραία στο μέγαρο. Στηρίζω το ποδήλατο ξεκλείδωτο κι απολαμβάνω την ηρεμία του ηλιόλουστου μεσημεριού του Σαββάτου. Ναι, αυτή η αίσθηση των Τρικάλων μου 'χε λείψει μα δεν το 'ξερα ως εκείνη τη στιγμή.

>>>

Παρατηρώ τα στόρια του γραφείου κατεβασμένα και κατευθύνομαι στον φρουρό υπηρεσίας.
«Πρέπει να 'φυγε η κυρία», μου λέει με άνεση.
«Και πού πήγε;»
«Σχόλασε.»
«Η ώρα είναι δυόμιση
», του λέω, «στις τρεις δεν κλείνει;»
«Εχμμμ, εεε.. για πήγαινε, σπρώξε την πόρτα, μήπως είναι κανας άλλος μέσα.»
 

Πηγαίνω, σπρώχνω... ναι.. πώς.. σιγά μην ήταν. Με κρέμασε. Επιστρέφω στον 50άρη δημόσιο υπάλληλο με έντονο εκνευρισμό. Στο πρόσωπό μου αρχίζω μόλις και νιώθω με καθυστέρηση το αναψοκοκκίνισμα που συνοδεύει την απότομη στάση από έντονο ποδηλάτισμα.
«Και τώρα τι θα γίνει;»

«Τι να γίνει;» 
«Για μια μέρα ήρθα Τρίκαλα (αλήθεια) κι έπρεπε σήμερα να ανανεώσω το διαβατήριό μου», είπα ψέμματα, «και το γραφείο είναι κλειστό πριν την ώρα του. Άντε πείτε μου τώρα τι να κάνω.»
«Τα υπόλοιπα χαρτιά, παράβολα τα έχεις;». Νόμισε εκεί θα με πιάσει αδιάβαστο..
«Ορίστε, του δείχνω..» Ξενέρωμα τρελό. Και δικό μου και δικό του.
«Γίνεται να βγει με εξουσιοδότηση τη Δευτέρα;»

«Διαβατήριο;; Φυσικά και όχι... αυτοπροσώπως μόνο» είπε, παίρνωντας ξανά το πολύ ύφος οργάνου της τάξης που ξέρει τα καθήκοντά του.

Ο υπόλοιπος διάλογος έφτασε στα όρια του σουρεαλιστικού. Έφυγα μπουχτισμένος, τρεις φορές πιο κουρασμένος. Ανέβηκα στο ποδηλατάκι μου και πήρα το δρόμο προς το σπίτι. Άυπνος, πεινασμένος, απογοητευμένος, μου 'βγαιναν τώρα όλα όσα η αδρεναλίνη είχε επιμελώς κρύψει.

>>>
 

Ίσιωσα το κορμί και έφερα τα δυο χέρια μου στο πρόσωπο. Ποδηλατούσα αργά, χωρίς χέρια. Τώρα και χωρίς μάτια. Από λάθος μου είχα βασιστεί, είχα πιστέψει στο πρόγραμμα που είχε μορφώσει το μυαλό μου. Ένα απλό καθημερινό πρόγραμμα εργασιών που πήγε στράφι, σιγά το πράγμα. Έμεινα έτσι λίγα δευτερόλεπτα. Χάιδεψα το κονοκουρεμένο μου κεφάλι σκουπίζοντας τον ιδρώτα της απογοήτευσης. Έβαλα αυτοστιγμεί νέο στόχο, να φτάσω στο σπίτι χωρίς καθόλου χέρια, δυο χιλιόμετρα διαδρομή και βάλε. Φυσικά και δεν τα κατάφερα. Εκείνη την ώρα δεν ήμουν σε θέση να καταφέρω τίποτα.

Η σκέψη μου διέτρεξε βιαστικά την εκδρομή της επόμενης ημέρας κι έφτασε νοητά στην επιστροφή στη Θεσσαλονίκη. Ένα νέο πρόγραμμα άρχισε να διαμορφώνεται στο νου μου. Προσπάθησα να το διώξω, αλλ' αυτό με συνεπήρε και κανόνισε κάθε χρονική λεπτομέρεια. Με λίγη καλή θέληση στις 22.00 το βράδυ της Κυριακής θα έφτανα στο σπίτι. Θα προλάβαινα, ναι, να συναντήσω το Σ. που μου 'φερε τον πολύτιμο «θησαυρό» μου από την Ελβετία (περισσότερα επί τούτου σε λίγες μέρες..), θα προλάβαινα ίσως να πάρω και το υλικό του μικρού video που θα 'φτιαχνε η Φ. και που θα παρουσιάζαμε τη Δευτέρα (και γι' αυτό το θέμα περισσότερα σύντομα!).

Ναι.. πώς.. έπεσα έξω τρεις ώρες. Μόνο... Κι ούτε το Σ. βρήκα, ούτε το «θησαυρό» μου πήρα. Κι ούτε το video είδα, που παρουσίασε προβλήματα και που παρά τις πολύωρες φιλότιμες προσπάθειες της Φ. δεν λύθηκαν. Την ώρα που εγώ έμενα καθηλωμένος στον υγρό σταθμό της Λάρισας λόγω καθυστέρησης του ...intercity express από Αθήνα.

 
>>>

Ένα ποδήλατο, μια πόλη. Και χρόνο. Όχι πολύ, λίγο χρόνο, σφικτό, να βιάζομαι. Να ξεσπάω στο ποδήλατο. Χωρίς χέρια, με στόχους.. πόσο θ' αντέξω χωρίς χέρια. Αν έχει και ανάποδο πετάλι-κόντρα, όπως παλιά, απλά τέλεια. Ηδονικά-απολαυστικά τέλεια.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

For a myriad of reasons


«steady as she goes ... big fave song!!!»
«telika einai aderfia / den einai, ti paizei me tin kokkinomalla twn Stripes?»

Μόλις προχθές -βράδυ Σαββάτου- έφτασε με e-mail η απορία μιας φίλης, της Φανής, που μοιάζει να βλέπει απ' τη σωστή μεριά τον μουσικό κόσμο (έστω και χωρίς Πετρίδη, χεχε!) παρά τις περιστασιακές weird επιλογές της..
 
Της απάντησα ευθύς αμέσως:
«Στους White Stripes, τον Jack και τη Meg, τους άρεσε να ξεγελούν τον κόσμο στις συνεντεύξεις λέγοντας ότι είναι αδέρφια.. Στην πραγματικότητα ήταν παντρεμένοι από το 1996. Τότε, κι ενώ ο Jack έπαιζε σε underground μπάντες του Detroit, η Meg ξεκίνησε να μαθαίνει ντραμς από μόνη της. Μια μέρα με έκπληξη ο Jack ανακάλυψε ότι η Meg μπορούσε να παίξει τύμπανα πολύ καλά, βγάζοντας ένα δυνατό αλλά μινιμαλιστικό ήχο που τον ενέπνεε.. Έτσι δημιούργησαν τη μπάντα, κάπου το 1997. Εκείνη τύμπανα, αυτός κιθάρες και φωνητικά. Ενίοτε και πλήκτρα. Πάντοτε, έλεγε, ότι για τη μπάντα αρκούσαν 3 πράγματα: τύμπανα-κιθάρα-φωνητικά ή τύμπανα-πιάνο-φωνητικά. Μάλιστα στον πιο πετυχημένο δίσκο τους, το Elephant (όπου και το ανεπανάληπτο Seven Nation Army), ρητά αναφέρουν ότι δεν χρησιμοποιούν πουθενά μπάσο, χαρακτηρίζοντάς το αχρείαστο, περιττό!!»

«Το πιο παράξενο με το γάμο τους, ξέρεις πιο είναι; Ότι η Meg ανέκαθεν ήταν White (στο επίθετο εννοώ..). Ο Jack όμως στα κανονικά του λέγεται John Anthony Gillis. Κι όταν γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν, αυτός που άλλαξε το επίθετό του ήταν ο Jack!! Κι έτσι έγινε White, κι έτσι έγιναν και οι White Stripes, μία από τις σημαντικότερες μπάντες της τεράστιας μουσικής "σχολής" που λέγεται μουσική/ήχος του Detroit.»

«Χώρισαν τριγύρω στο 2000 και μετά ο μεν Jack παντρεύτηκε εκείνο το μοντέλο που την έκανε τραγουδίστρια (σιγά μη δεν τα κατάφερνε..!!), ενώ η Meg παντρεύτηκε τον γιο της Patti Smith! Κακόπεσαν κι οι δυο τους βλέπεις...»

«Και ζουν αυτοί καλά κι εμείς -είμαι σίγουρος- καλύτερα.»

>>>

Είναι σχεδόν 01.00 το βράδυ και δεν έχω ύπνο μετά την τεράστια εναλλαγή συναισθημάτων στο ντέρμπι της ΑΕΚ. Μάρτυς μου ο Σπύρος, το πίστευα. Το πίστευα και τον πίεζα να μείνουμε εκεί ως το τέλος.
«Δηλαδή τι περιμένεις να γίνει;», ρωτάει ανυπόμονος, βλέποντας να καθυστερεί το καθιερωμένο βδομαδιάτικο ..φαλάφελ!
«Ένα θαύμα.. δεν το αξίζει;»

Το άξιζε, for a myriad of reasons.

Αλλά είναι κιόλας 01.00 τα ξημερώματα και μια είδηση απ' την άλλη μεριά του Ατλαντικού έρχεται να μετριάσει την ευφορία, σαν βίαιος ισορροπιστής συναισθημάτων.

Τελικά, for a myriad of reasons όπως αναφέρουν, οι White Stripes ανακοίνωσαν σήμερα το τέλος της περίφημης μπάντας τους. Ό,τι και να πω, λίγο θα 'ναι.
Και κάθε φορά που κοιτώ την αφίσα τους, ψηλά στον τοίχο του γραφείου μου, δεν μπορώ να πιστέψω πώς ήρθαν έτσι οι συγκυρίες και την 12η Ιουλίου 2005, ημέρα Τρίτη, όταν έδιναν τη μοναδική τους στην Ελλάδα συναυλία (στη Θεσσαλονίκη), εγώ πετούσα για Δουβλίνο..


>>>

The White Stripes would like to announce that today, February 2nd, 2011, their band has officially ended and will make no further new recordings or perform live. 

The reason is not due to artistic differences or lack of wanting to continue, nor any health issues as both Meg and Jack are feeling fine and in good health. 

It is for a myriad of reasons, but mostly to preserve What is beautiful and special about the band and have it stay that way. 

Meg and Jack want to thank every one of their fans and admirers for the incredible support they have given throughout the 13 plus years of the White Stripes’ intense and incredible career. 

Third Man Records will continue to put out unreleased live and studio recordings from The White Stripes in their Vault Subscription record club, as well as through regular channels. 

Both Meg and Jack hope this decision isn’t met with sorrow by their fans but that it is seen as a positive move done out of respect for the art and music that the band has created. It is also done with the utmost respect to those fans who’ve shared in those creations, with their feelings considered greatly. 

With that in mind the band have this to say: 

The White Stripes do not belong to Meg and Jack anymore. The White Stripes belong to you now and you can do with it whatever you want. The beauty of art and music is that it can last forever if people want it to. Thank you for sharing this experience. Your involvement will never be lost on us and we are truly grateful.”

Sincerely, 
Meg and Jack White 
The White Stripes


Η ανακοίνωση τέλους για τους White Stripes είναι από το επίσημο site της μπάντας.