Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

deja vu


Καθόταν σταυροπόδι στο παγκάκι στην άκρη του δρόμου. Φορούσε μακρύ παλτό μοντγκόμερυ σε σκούρο μπλε κι απ' το άνοιγμα μπροστά διακρινόταν η ίδιου χρώματος στολή υπηρεσίας με τις κόκκινες λεπτομέρειες. Γάμπα λεπτή, τυλιγμένη σε σκουρόχρωμο καλσόν και ασορτί παπούτσια με ασημένιο τακούνι. Η κεφαλή ακάλυπτη και τα μαύρα λαμπερά μαλλιά τεντωμένα και δεμένα πίσω σε αυστηρό μαζεμένο κότσο. Έντονο μακιγιάζ, μακριές τονισμένες βλεφαρίδες, χείλη βαμμένα στο χρώμα του ώριμου ρόδου· κι ανάμεσά τους ένα τσιγάρο που έκαιγε λαίμαργα την καύτρα του στο παγωμένο απόγευμα.

Η ίδια κοπέλα, στο ίδιο παγκάκι, την ίδια μέρα και ώρα, στο σχόλασμα της βάρδιας της, την περασμένη βδομάδα κι ετούτη. Χωμένος στο σκοτεινό εξπρές λεωφορείο που συνδέει το αεροδρόμιο με τον σταθμό λεωφορείου, παρατηρούσα το κενό βλέμμα της καθώς φυσούσε τον καπνό στον παγερό αέρα. Πρώτο της τσιγάρο μετά την πτήση, μετά τη βάρδια.

>>>

Ίδιο δρομολόγιο, ίδιος προορισμός, ίδιες καταστάσεις και αστικές μεταφορές· και επόμενος σταθμός κόμβος Κηφισίας. Μα και ίδια πρόσωπα, τι κύκλος μικρός αυτός ο κόσμος Θέ μου. Όλος ο χρόνος ένα διαρκές deja vu, μια αέναη ανακύκλωση ενεργειών και συναισθημάτων, οι ίδιοι πόνοι, οι ίδιες λαχτάρες, κι αυτές οι ίδιες επιθυμίες που χρόνια δεν λένε ν' αλλάξουν όνομα και μορφή, χρόνος μπαίνει - χρόνος βγαίνει. Ευχόμαστε ψευτο-τυπικά ευτυχισμένες και καλές χρονιές, μα οι προσδοκίες συνήθως φτάνουν αν όχι μέχρι την πρώτη εργάσιμη, τότε το πολύ μέχρι την πρώτη ματαίωση. Μετά ακολουθεί το ίδιο τσιγάρο που καίγεται γοργά στην κρύα νυχτιά και μένουν μονάχα δυο ρόδινα χείλη να θυμίζουν τις ευχές ευτυχίας, τις καλόκαιρες μέρες ευτυχίας.

>>>

Το λεωφορείο τραντάχτηκε με θορυβώδη βήχα όταν ο οδηγός άναψε τη μηχανή να ζεσταθεί· είχε έρθει η ώρα να κλείσουν οι πόρτες, να ξεκινήσει ένα ακόμη δρομολόγιο αεροδρομίου-σταθμού. Η αεροσυνοδός πίεσε βιαστικά το μισοτελειωμένο τσιγάρο στο ειδικό δοχείο δίπλα στο παγκάκι, ανέβηκε στο όχημα και κάθισε στην ίδια ακριβώς θέση όπως και την περασμένη φορά.

Στον σταθμό αποβιβάστηκε και χάθηκε ξανά στο πρώτο σταυροδρόμι.



Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Αν δεν αγαπάς, λιγοστεύει ο χρόνος σου.


Όλη η δημιουργία, ο χώρος και ο χρόνος, έχουν αξία, επειδή είναι φανέρωση της αγάπης του Θεού.

Η αγάπη κάνει χώρο τον Παράδεισο, και στον χρόνο φέρνει το άχρονο και αιώνιο.

Κοντά στον ταπεινό και άνθρωπο της αγάπης ανοίγει η καρδιά σου. Βρίσκεις ευρυχωρία. Γίνεσαι μικρό παιδί. Κινείσαι άνετα. Δεν θέλεις να τον εγκαταλείψεις. Ο χρόνος περνά κοντά του άγια και γόνιμα.

Αντίθετα, κοντά στον φίλαυτο, που ζηλεύει και μνησικακεί, δεν μπορείς να μείνεις. Δεν βρίσκεις χώρο. Σφίγγεται η καρδιά σου. Δυσφορείς. Και απωθείσαι.

Αν δεν αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου.

Αν δουλεύεις φίλαυτα μόνο για τον εαυτό σου, σαν τον άφρονα πλούσιο του Ευαγγελίου, ξεχνώντας τον άλλο, ο χρόνος σου τελειώνει αμέσως. Η μέρα σου γίνεται νύχτα. Και ακούς τη φωνή: «...ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ ιβ'20).

Εκείνος όμως που αγαπά, δουλεύει και ζει για τον άλλο, όταν έλθει η ώρα η τελική, και του γίνει η ίδια ερώτηση: Αυτά που ετοίμασες σε ποιον μένουν; Η απάντηση είναι έτοιμη: Όλα ανήκουν στον αληθινό και ακριβό εαυτό μου, που είναι όλοι οι άλλοι.

Όταν δώσεις χώρο στον άλλο με τη συμπεριφορά σου, δίδεις χώρο στον εαυτό σου. Όταν διώχνεις, αντιπαθείς ή μισείς τον άλλο, μισείς τον εαυτό σου. Και εάν τώρα δεν το καταλαβαίνεις, θα έλθει καιρός που θα το καταλάβεις.

* Από το βιβλίο του αρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, Φως Χριστού φαίνει πάσι.



Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Η ευγνωμωσύνη των ζώων

Πέρασε ο παππούλης το κατώφλι του μοναστηριού και θαύμασε την ησυχία, το φυσικό κάλλος. Προσκύνησε τις εικόνες στο πετρόχτιστο υπεραιωνόβιο καθολικό και βγαίνοντας ξανά στην αυλή ξεκούρασε τα γηραιά μάτια του στον κόλπο της θάλασσας που ζωγράφιζε το φόντο εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Εκεί τον συνάντησε ο γέροντας της μονής, πρώτα μ' ερωτηματικό στο πρόσωπό του και ύστερα με πηγαία μετάνοια σαν έδωσε γνώρο ο επισκέπτης. Στάθηκαν ώρα, εκεί, στο κέντρο της αυλής που στεφανωνόταν από τα φθινοπωρινά δέντρα και τα καφετιά φύλλα τους, παραδομένα κι αυτά στη ροή της ζωής· στον θάνατο.

Τα διαβάζουμε στα γεροντικά, τα περιγράφουν τα συναξάρια. Τα πιστεύουμε - δεν τα πιστεύουμε με τη φαντασία μας· ώσπου η μικρή σκυλίτσα της μονής έρχεται και μυρίζει με περιέργεια τα ράσα του ξένου ιερομόναχου που μπήκε στον περίγυρό της. Κι αφού φέρνει δυο φορές τον γύρο της φιγούρας του, σηκώνεται στα πίσω της πόδια, γραπώνει με τα άλλα δυο το δεξί χέρι του παππούλη και το φιλάει τρεις φορές. Η ευγνωμοσύνη των ζώων. Κέρδισε η μικρή το χάδι, ευλογία από το τρεμάμενο ροζιασμένο χέρι του ιερέα.

Η ευγνωμοσύνη των ζώων. Των ανθρώπων;



Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

το υπόγειο θαύμα


«Ποιος είσαι, όταν φέρνεις σε πέρας κάτι μεγαλειώδες - χτίζοντάς το, έχεις κάνει κι εσύ το ταξίδι κι έχεις φτάσει στην άλλη πλευρά. Στη μιαν άκρη υπήρχε αυτός που ήσουν πριν κατέβεις κάτω από τη γη και στην άλλη, ένα καινούριο πρόσωπο που βγήκε στο φως.

Ο πάνω κόσμος πρέπει να είναι πάρα πολύ συνηθισμένος σε σύγκριση με το θαύμα από κάτω, το θαύμα που έκανες εσύ με τον ιδρώτα και το αίμα σου.

Τον μυστικό θρίαμβο που φυλάς στην καρδιά σου».



* Από το συγκινητικό αλληγορικό μυθιστόρημα του Colson Whitehead, Υπόγειος σιδηρόδρομος, (εκδ. Ψυχογιός), λογοτεχνική μεταφορά του παράνομου δικτύου των πολέμιων της δουλείας, που βοηθούσαν τους μαύρους σκλάβους να το σκάσουν από τις εξοντωτικές φυτείες του Νότου και τους μετέφεραν ελεύθερους στον Βορρά.

** Με κάποιον υπόγειο συνειρμό, ταίριαξε η υγρή γλυκύτητα που μου άφησε με τον κύκνο που κλαίει, του Νίκου Ζούδιαρη. [♪] Τα διαμάντια έχω ζηλέψει, όμως πιο πολύ που κατρακυλούν στα μαγουλά σου [/♪]



Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Τι ζητάς

Τι θέλεις, μου λες;
Τι ζητάς από μένα, πια;

Γιατί γεμίζεις τα όνειρά μου με τα καμώματά σου;

Μήπως σ' αφήνω εγώ να φύγεις; θα με ρωτήσεις.. Αν υπήρξε μέρα, ρώτα με, χωρίς τη θύμησή σου στη σκέψη μου, προσευχή δίχως τ' όνομά σου στο ψέλλισμά μου. Πώς γίνεται μετά να μην ελαφροπατάς στον ύπνο μου; Πώς γίνεται να μην στεγνώνεις τα χείλη μου;

Κι ας μη θυμάμαι το ξημέρωμα τι λες και τι σκαρώνεις στα θολά σου περάσματα. Μένει η αίσθηση, η γεύση -γλυκιά ή πικρή- της απούσας παρουσίας σου.

Τι ζητάς..
ζητάς ένα σύννεφο
ζητάς το άπιαστο

Είναι και που δεν το ζητάς από μένα.



Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ο Οκτώβρης μου φανέρωσε ότι..

«Ποτέ δεν αλλάζουμε στ' αλήθεια. Στην καλύτερη περίπτωση εξερευνούμε κάποια παρθένα ακόμα εδάφη του χάρτη μας, στη χειρότερη τα έλη της ιστορίας μας. Η ζωή είναι μια ατέλειωτη σειρά μπελάδων, με μερικές γαλήνιες στιγμές που οι άνθρωποι τις ονομάζουν ευτυχία».

* Από το μυθιστόρημα του Maurice Attia, Η λευκή Καραϊβική, εκδ. Πόλις.


Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

ὁ ἰδών καὶ μὴ πιστεύσας ἑκατόνταρχος

Στὴν ᾿Ορθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεύς τῆς δόξης». ῾Η λογικὴ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ ληστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν σὲ διδάσκαλο οὔτε σὲ θαυματουργὸ οὔτε καὶ σὲ ἀναστημένο ἄνθρωπο· αὐτοὶ πίστεψαν σὲ σταυρωμένο Θεό. Αὐτοὶ δὲν ἦταν οἱ «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ποὺ ἐμακάρισε τὸ στόμα τοῦ ᾿Αναστάντος Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἰδόντες τὰ ἀντίθετα καὶ μὴ πιστεύσαντες σὲ αὐτά. Εἶναι οἱ πιστεύσαντες στὰ «ἄλλα» ποὺ εἶδαν καὶ αἰωνίως μακαρίζονται.

Του Μεσογαίας Νικολάου, λόγος στην εορτή του Σταυρού, με αφορμή τη σημερινή γιορτή του αγίου Λογγίνου του εκατόνταρχου.


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

η Πελαγία κι ο Κοσμάς

Ποιοι είναι πάλι ετούτοι, θα με ρωτήσεις. Κι εγώ σαν καλός παραμυθάς θα γυρίσω τον χρόνο λίγες στροφές προς τα πίσω για να σου πω την ιστορία.

<<<

Ήτανε η ευλογημένη χρονιά της ασπαίτε. Τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη χρονιά είναι δύσκολο να αξιολογήσω, χάραξε όμως βαθιά τομή στην κατοπινή ζωή μου, δεν μπορώ τώρα όλα να σου τα εξηγήσω· επανέρχομαι σ' αυτά που θέλω να σου πω. Ξεκινούσε τότε η μέρα μου στις επτά το πρωί με περίσσεια όρεξη για δουλειά ως το απόγευμα και ίσια που προλάβαινα εμβόλιμα δυο μπουκιές φαγητό ώσπου να τρέξω τα πόδια μου στη γειτονική ασπαίτε για τα απογευματινά μαθήματα. Στις οκτώ το βράδυ με ξανάβλεπε το σπίτι μου, κι αν η μέρα ήτανε Δευτέρα ή Πέμπτη, αντάλλαζα το περιεχόμενο της τσάντας με τα βιβλία των ιταλικών και έπαιρνα το Ρενάκι μου για το μάθημα που θα με κρατούσε στην τσίτα ως τις έντεκα. Ευτυχώς για λίγες νυχτερινές ώρες με έβλεπε και το παραπονεμένο κρεβάτι μου.

Εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη, κι επειδή όπως σου περίγραψα είχα ..άφθονο ελεύθερο χρόνο, δέχτηκα την παρόρμηση του Σπύρου να ξεκινήσουμε μαθήματα κιθάρας. Κι έτσι έκλεισε και το βράδυ της Τετάρτης! Επιστράτευσα τότε τον Κωστή, που η ζωή του όλη ήταν και είναι μες στις κιθάρες, να μας βοηθήσει στην κατάλληλη αγορά εγχόρδου. Και ένα καλό βράδυ Παρασκευής συναντηθήκαμε στου Ζάχου, στο κέντρο της πόλης, δυο άσχετοι εμείς, κι ο Κωστής με τον ιδιοκτήτη να δοκιμάζουν και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη δεξιοτεχνία των δαχτύλων πάνω στα τάστα. Μας διάλεξαν τότε μια καθόλου φτηνή ισπανική κιθάρα, με τέλεια ταστιέρα όπως είπε ο Κωστής, και όμορφο μελωδικό ήχο. Μία είχε, την καβάντζωσε ο Σπύρος και παρήγγειλα μια ολόιδια για μένα. Με τη θήκη στον ώμο και λίγους πόντους στο μπόι μας μπήκαμε στον Φλώρο για τα σπίτια μας. Ο Φλώρος είναι το αυτοκίνητο του Σπύρου. Δεν είναι φλώρος, κάθε άλλο. Τον λένε Φλώρο, τον βάφτισε έτσι ο Σπύρος γιατί τη μέρα που τον αγόρασε ήταν του ομώνυμου αγίου. Δεν ήξερες ότι υπάρχει ε; Και λοιπόν, τη μέρα που πήραμε την κιθάρα ο μήνας είχε οκτώ, κι έτσι γεννήθηκε και ..βαφτίστηκε η Πελαγία!

Την επόμενη εβδομάδα, σαν σήμερα ήτανε, του Κοσμά του Μελωδού -τυχαίο;- παρέλαβα στη θήκη της και τη δική μου κιθάρα· κι έκτοτε κάθε Τετάρτη, δεμένοι στους ώμους μας, ξεκινούσαν τη διαδρομή τους από την Τριανδρία ως τον αη-Δημήτρη και πάλι πίσω, για δύο και κάτι χρόνια· η Πελαγία κι ο Κοσμάς.

>>>

Τα χρόνια πέρασαν, η ασπαίτε και τα ιταλικά τελείωσαν, το ίδιο και η δουλειά, τα μαθήματα κιθάρας· η ίδια η ζωή στη Θεσσαλονίκη τελείωσε για μένα. Όπου με έφερε η ζωή, μαζί κι ο Κοσμάς. Πέρασαν και χρόνια που έμεινε άθερμος στη θήκη του, κουρασμένος από δικές μου αθετημένες υποσχέσεις ότι κάποτε θα παίξουμε ξανά μαζί. Κάθε χρονιά όμως, ανήμερα της γιορτής του, τον έπαιρνα στα χέρια μου και νοσταλγούσα εκείνες τις Τετάρτες, για να τον ξεχάσω τους επόμενους δώδεκα μήνες.

Πριν ένα μήνα τίναξα τη σκόνη που είχε μαζευτεί στο καβούκι του και τον κράτησα στα χέρια μου ξανά, να νιώσω το κορμί του. Κούρδισα τις χορδές του, χάιδεψα τις λείες καμπύλες του και βάλθηκα να μάθω ξανά την ξεχασμένη αλφαβήτα στην ταστιέρα του. Προσπάθησα με ιδιαίτερη επιμέλεια να ξαναμάθω το Περγιάλι του Μίκη, το αγαπημένο μου κιθαριστικό θέμα, με σκοπό να το παίξω άρτιο σήμερα, τιμής ένεκεν, στη γιορτή του Κοσμά.

Δεν πρόλαβα. Όχι να το μάθω, αυτό το κατάφερα. Δεν πρόλαβα να του το χαρίσω, γιατί ήταν μια μέρα σήμερα σαν άλλοτε, που το σπίτι παραπονεμένο αναζητούσε να με δει. Κι ο Κοσμάς. Μόνο τον έβγαλα από τη θήκη αργά το βράδυ στην αγκαλιά μου, έβαλα τα δάχτυλα στη συγχορδία του Σολ με την οποία κλείνει το Περγιάλι και έριξα μια κιθαριά.

Όχι του χρόνου· αύριο πάλι.

Η Πελαγία, κι αλήθεια, τι απέγινε; θα με ρωτήσεις. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.


Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ο Σεπτέμβρης μου ψιθύρισε ότι..

«Όταν ήσουν νέος είχες τη δύναμη να ξαναχτίσεις τα πάντα κάθε φορά που η μοίρα σε βομβάρδιζε ανοίγοντας κρατήρες στη ζωή σου. Από μια ηλικία όμως και πέρα το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σηκώσεις μια μάντρα γύρω από την κατεστραμμένη περιοχή και να την αφήσεις έτσι».
* Από το βιβλίο του Garth Risk Hallberg, Πόλη στις φλόγες, εκδ. Κέδρος.



Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

a leap of faith


Στις αρχές του 15ου αιώνα έζησε ο φιλόσοφος, θεολόγος και γενικός πανεπιστήμονας Nicholas of Cusa (Νικόλαος Κουζάνος), ο οποίος αργότερα έγινε μάλιστα και αρχιεπίσκοπος στην περιοχή του. Ένα από τα πολλά θέματα που τον απασχόλησαν, όπως και δεκάδες άλλους της εποχής, ήταν ο τετραγωνισμός του κύκλου και το ανέφικτο αυτού. Σε ένα από τα συγγράμματά του με τίτλο "Η ακριβής αλήθεια είναι ακατανόητη", επισημαίνει:
Οτιδήποτε δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να μετρήσει την αλήθεια με ακρίβεια (για παράδειγμα, ένας μη-κύκλος δεν μπορεί να μετρήσει έναν κύκλο, ο οποίος από τη φύση του είναι αδιαίρετος). Ως εκ τούτου η νόηση, η οποία είναι μια μη-αλήθεια, ποτέ δεν κατανοεί την αλήθεια με τέτοια ακρίβεια ώστε να μην υπάρχει πλέον άλλο περιθώριο ακρίβειας στην κατανόησή της. Ό,τι είναι η νόηση για την αλήθεια, είναι ένα πολύγωνο εγγεγραμμένο σε έναν κύκλο. Όσο περισσότερες γωνίες έχει το εγγεγραμμένο πολύγωνο, τόσο περισσότερο μοιάζει με τον κύκλο. Ακόμα, όμως, κι αν ο αριθμός των γωνιών πλησιάσει στο άπειρο, το πολύγωνο ποτέ δεν θα γίνει ίσο με τον κύκλο.



Συμβαίνει, όμως, και το εξής παράδοξο, ότι όσο αυξάνει ο αριθμός των γωνιών, το εγγεγραμμένο πολύγωνο γίνεται εξ ορισμού ολοένα και λιγότερο κύκλος, απομακρύνεται δηλαδή από τη φύση του κύκλου, ακριβώς γιατί ο κύκλος δεν έχει καμία γωνία!

Ο Κουζάνος ταύτιζε τον κύκλο με τον άπειρο Θεό και το πολύγωνο με τον πεπερασμένο άνθρωπο, που όσο κι αν προσπαθεί να πλησιάσει, να γνωρίσει το μέγεθος του Θεού, ποτέ δεν το καταφέρνει. Και μάλιστα, όσο περισσότερα λογικά πεπερασμένα στοιχεία προσθέτει ο άνθρωπος (οι γωνίες στο πολύγωνο) για να Τον φτάσει, τόσο περισσότερο μοιάζει να απομακρύνεται από τον Θεό (κύκλος-καμία γωνία). Ο μόνος τρόπος, αναφέρει, που μπορεί να μειώσει κανείς την απόσταση μεταξύ των δύο, κύκλου και πολυγώνου, Θεού και ανθρώπου, είναι με μια πράξη πίστης· ένα άλμα πίστης.

***

Άλμα πίστης επιχειρώ κι εγώ, με όλη τη δύναμη που μου 'χει δωθεί, να προσεγγίσω το αύριο που παραμένει πεισματικά στη σκιά του δικού μου πολυγώνου. Με τις γωνιές μου παραδομένες στη ροή του παρόντος, στη ροή της ζωής του Θεού, στέλνω βέλη πίστης για το μεγάλο, το άπιαστο, το θαύμα, όποιο κι αν είναι αυτό.


Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

το κιβώτιο

Στο υπόγειο της «Πολιτείας», παραμονές της Παναγίας, η πυκνότητα του κόσμου ήταν αξιοσημείωτη, σε αντίθεση με εκείνη στους δρόμους της άδειας πρωτεύουσας. Χωρίς ιδιαίτερο σκοπό ξόδευα γοργά της ώρες μου μέχρι το βραδινό ραντεβού. Τραβούσα βιβλία από τα ράφια για ν' απλώσω αδιάφορα τα μάτια μου στα οπισθόφυλλά τους, τακτοποιούσα άλλα στις σωστές τους θέσεις. Δυο φορές η ίδια γυναίκα με ρώτησε αν είμαι του καταστήματος· και τις δύο φορές της υπέδειξα πού θα βρει την υπεύθυνη και χάθηκα ξανά στο τμήμα των crime novels, απ' όπου διάλεξα δύο από τα τελευταία μυθιστορήματα του Philip Kerr που μας χαιρέτησε ξαφνικά αυτόν τον χρόνο.

Γύρισα την πλάτη μου και βρέθηκα αντάμα με μία ακόμη ερώτηση.
- Μήπως ξέρετε πού θα βρω Το κιβ..

Δεν είμαι σίγουρος αν είδε τα μάτια μου να της γνέφουν αρνητικά ή είχα ζεστή την απάντηση «δεν είμαι του καταστήματος» και έκοψε τη φράση της στη μέση. Νεαρό κορίτσι, είκοσι το πολύ αυγούστων, άγουρο, παιδιάστικα ενθουσιώδες. «Ααα..» κατάφερε μόνο να ψελλίσει με εμφανή τη ματαίωση στην έκφρασή της, χωρίς να μειώνεται ωστόσο η ανεμελιά της.

- Παρόλα αυτά, «Το κιβώτιο» που ψάχνετε, είναι ακριβώς εδώ, πίσω σας, συνέχισα χωρίς διακοπή, δείχνοντας ένα ράφι πάνω από το κεφάλι της. Αυτό δεν ψάχνετε; Το βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου;

Αυτή τη φορά το «Ααα..» της ήταν αυθεντικής έκπληξης, αφήνοντας το δεξί χέρι μετέωρο μπρος στο ανοιχτό στόμα της.

- Μα, πού το καταλάβατε ποιο βιβλίο έψαχνα;
- Μα, εσείς μου το είπατε..

Το «ευχαριστώ» ήταν εξίσου αυθεντικό, όπως και η χαρά μου που γι' άλλη μια φορά βρέθηκα δόκιμος βοηθός στον έκπληκτο άγνωστο άνθρωπο. Την αχαριστία την περιμένει κανείς από τους γνωστούς, τους αγαπημένους, σ' αυτούς που κατεξοχήν δίνει χωρίς μέτρο την καρδιά του. Κλεισμένη βιαστικά, σταλμένη σε κιβώτιο αχαριστίας, συστημένη, κάτι σαν ..«να προσέχεις, γεια σου».

Η βραδιά έμελλε να είναι υπέροχη, κι ας ήταν η τελευταία. Λοιπόν, στην επόμενη!


Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

μέσα από σένα

Τι μ' έπιασε τώρα και θυμάμαι ξανά. Θα σου πω τι φταίει, η χθεσινή συναυλία ήταν η αφορμή. Η αχόρταγη δύναμη να διατηρώ τις μνήμες μου, η αιώνια αιτία.

Με χλιαρή διάθεση κάθισα να ακούσω κινηματογραφικές μουσικές της Ρεμπούτσικα χθες βράδυ, να ξεγελάσω τη μελαγχολία των τελευταίων εβδομάδων. Δεν θα πω ψέματα, υπήρχε κέφι και ζωντάνια στη σκηνή· μακάρι να υπήρχε αντίστοιχη και στην καρδιά μου. Μέχρι που ξεκίνησε μια στιγμή να παίζει αυτή η ουράνια μελωδία..



>>>

Ήτανε η καταπληκτική χρονιά του 1998, είκοσι μακρινά χρόνια πριν, η χρονιά της αποφοίτησης, η χρονιά του πανεπιστημίου, που έμοιαζε σαν ήμαστε παιδιά ότι ποτέ δεν θα 'ρθει. Και κάπου εκεί ενδιάμεσα της αποφοίτησης και του πανεπιστημίου, η Σύρος.

Από τη Σύρο είναι ο Λάμπρος, να τα ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, οι υπόλοιποι είμαστε μπουνταλάδες στεργιανοί. Σου έχω ξαναπεί για τον Λάμπρο, όπως και για τον Άκη, τον Γιώργο, τον Βάιο. Το αγαπημένο παρεάκι του Λυκείου που έσμιξε μια φορά στα δεκάξι και άντεξε σ' όλες τις φθορές που ο χρόνος σκάλισε στα κορμιά μας. Ενόσω ο νησιώτης, λοιπόν, έλιαζε τα μπράτσα του στα σοκάκια της κοσμοπολίτικης κυκλαδίτικης πρωτεύουσας, εμείς οι άμαθοι από πλατσουρίσματα φορτωθήκαμε στο τουριστικό κτελ τα μεσάνυχτα μιας ζεστής μέρας του Ιούλη, προκειμένου να προλάβουμε το γαλατάδικο για τη Σύρα, τη χώρα του Μάρκου και του Μάνου. Παρέα με άλλα αντράκια που τ' όνειρο τους πήγαινε για Σαντορίνη και Πάρο. Οι πρώτες μας ελεύθερες διακοπές, με το κατευόδιο των μπαμπάδων μας φυσικά, τι νόμισες..

Μας περίμενε εκτός από τον φίλο, και όλη η φαμίλια στο νησί, η μάνα, η θεία, η γιαγιά, το σπίτι του θείου που ζούσε στη Γαλλία, και το οποίο θα φιλοξενούσε τις θαλασσινές μας περιπέτειες μιας βδομάδας. Τις σκαλίζω λίγο και έρχονται στον νου, οι βόλτες στις παραλίες του νησιού με το λεωφορείο, τα πάνω-κάτω στις πλατείες και στα σοκάκια, τα ατελείωτα ξενύχτια με κουβεντολόι και πειράγματα, το σπίτι που κάναμε άνω-κάτω· μα όχι τόσο το τι κάναμε όσο το πώς ήμαστε τότε, ανέμελοι, ξέγνοιαστοι, τελειωμένοι μια για πάντα από υποχρεωτικές εξετάσεις και διαβάσματα· αθώοι μες στην εφηβική ακόμη τρέλα μας, χαρούμενοι που είχαμε απλά ο ένας τον άλλον, καρδιές άγραφες και άσπιλες από τους πόνους και τα σημάδια της ώριμης νιότης.

Υπήρξε πάντα το σημείο αναφοράς, η Σύρος, το μεταίχμιο μεταξύ της παιδικής σχολικής αφέλειας και της πρόωρης ψευτο-ωριμότητας των μετέπειτα σπουδών. Μετά σκορπίζαμε και ξαναβρισκόμασταν όπως φυσούσε κάθε φορά το ρεύμα των ονείρων του καθενός και καταλήξαμε να ονειρευόμαστε ένα come-back στη Σύρο αυτό το καλοκαίρι, στην εικοσάχρονη επέτειό μας. Δεν το καταφέραμε. Γιατί καταλήξαμε και ο ένας παντρεμένος με νεογέννητο, ο άλλος μεταξύ παντρειάς και μόνιμης δεσμευμένης εργενοσύνης, κι άλλοι τρεις με χαρακωμένες καρδιές ψημένες στο αλάτι της αξόδευτης αγάπης και της πληγωμένης μοναξιάς. Δεν γίνονται έτσι τα ριγιούνιον μάτια μου..

>>>

Και τι σχέση έχει η Ρεμπούτσικα με τη Σύρο, θα μου πεις, και τα εικοσάχρονα από το ονειρεμένο εκείνο ταξίδι. Κάτσε ντε να τελειώσω την ιστορία..

Εκείνο το καλοκαίρι γίνονταν στο νησί τα γυρίσματα της «Αίθουσας του θρόνου», της εξαιρετικής σειράς που προβλήθηκε στο Mega τον επόμενο χειμώνα, μαζί με το «Λόγω Τιμής», θυμάσαι; Και η χαρά μας ήταν ανείπωτη που όλη τη χρονιά γυρίζαμε μαζί με τους πρωταγωνιστές στα ίδια αγαπημένα μέρη.

Η μελωδία που άκουσες στην αρχή ήταν το μουσικό θέμα της σειράς. Δεν ήξερα φυσικά ότι ήταν της Ρεμπούτσικα. Όπως δεν ήξερα ότι έχει και τον τίτλο «μέσα από σένα». Κι αν τότε ζούσαμε ο καθένας την τρέλα του μέσα από την παρέα, τώρα πια δεν μπορώ να σκεφτώ πώς είναι να ζω αν όχι μέσα από σένα. Και συγκινήθηκα, ήθελα να πω, ανακουφίστηκα, που η μουσική μου το υπενθύμισε αυτό, ότι δεν γίνεται. Άσχετα που γι' άλλη μια φορά ξώμεινα μονάχα με μένα.


Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

το παντζούρι


Έλεγες, θέλω τον ήλιο να μπει
να θερμάνει τις ψύχρες μου.

Έλεγες, θέλω το φως να με λούσει
να δω τα σκοτάδια μου.

Έλεγες, θέλω αεράκι απαλό
να γλυκάνει τις ξέρες μου.

Κι ήρθε, μια αχτίδα
και εξάτμισε τις υγρές γωνιές σου.

Κι ήρθε, μια δέσμη
και φώτισε τις μαύρες σκιές σου.

Κι ήρθε, μια αύρα
και χάιδεψε τ' ανθισμένα στήθη σου.

Και τρόμαξες,
πόσο απλά και πιστά διαλύονταν οι φόβοι σου.

Και έκλεισες το παντζούρι.
 
[♪]



Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

ονειρόπιτα

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος για να ξέρει πόσο μπορεί ο αέρας του ωκεανού να φουσκώσει τα μυαλά ενός νέου, πώς μπορεί ο αέρας των ταξιδιών να μεταμορφώσει ένα μυαλό σε χαρταετό, πόσο εύκολα κόβονται τα σχοινιά των χαρταετών και μένουν αυτοί ύστερα να μετεωρίζονται ανάμεσα σε κομήτες και όνειρα.

***

Έξω στην αυλή ακούστηκε να κελαηδάει ένα αηδόνι.
«Πιάστε μου αυτό το αηδόνι», είπε, «κι αύριο θα σας ψήσω αηδονόπιτα».
«Θα κάνεις τι;» ρώτησα ξαφνιασμένος.

Όταν λένε εδώ αυτή τη λέξη εννοούν κάτι όπως πίτα με όνειρα, πίτα γεμάτη από το άπιαστο, το χιμαιρικό, πες το όπως θέλεις.

«Είσαι έτοιμη για τέτοιο όνειρο;» τη ρώτησα μέσα στο σκοτάδι.
«Πιάστε μου ένα αηδόνι και τότε θα δείτε...» απάντησε γελώντας.

Όλος ο αγώνας φαίνεται τώρα πια μες στο μυαλό μου σαν μια μεγάλη αηδονόπιτα. Τ' αηδόνια είναι κρυμμένα βαθιά στα φυλλώματα της νύχτας, πώς να τα πιάσει κανείς; Αν εκείνη μου ζητούσε να κατέβω στον κάτω κόσμο, θα γινόμουν Ορφέας και θα πήγαινα. Εδώ στην Ελλάδα λένε ένα παραμύθι για το αθάνατο νερό - αν το ζητούσε, θα της το 'φερνα. Τ' αηδόνι όμως πώς να το βρω, πώς να το πιάσω στη χούφτα μου;


* Από το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού, η αηδονόπιτα, εκδ. Πατάκης.


Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

του ύπνου το σημάδι

Θυμάμαι που τα παρατηρούσα όταν ήμουν μικρός. Ανάγλυφα και επίμονα να αυλακώνουν το μέτωπο ή τα μάγουλα των συμμαθητών μου. Τα κόκκινα σημάδια. Συνήθως γραμμικά, πότε-πότε καμπύλα ή μπλεγμένα μεταξύ τους και ακανόνιστα, από την πρώτη πρωινή ώρα μέχρι το μεσημεριανό τους ξεθύμασμα.

Θυμάμαι κι εκείνη τη φάση στο στρατό, την πρώτη μόλις εβδομάδα μετά την κατάταξη, όταν βγήκαμε ένα ψυχρό χειμωνιάτικο πρωινό στην αναφορά και είδαμε τον λοχαγό να κρατάει ένα μαξιλάρι σε λευκή θήκη με δαντελένια μπορντούρα. Έψαχνε και ρωτούσε επίμονα τίνος να ήτανε· ανεπίτρεπτες τέτοιες τρυφές σ' ένα στρατόπεδο. Θα μπορούσε και να μην ρωτήσει, αρκεί να ταίριαζε τη δαντέλα με τα σημάδια που άφηνε ο ύπνος στο πρόσωπο του ανυποψίαστου κατόχου.

>>>

Το είδα, λοιπόν, στον καθρέφτη μου σήμερα το πρωί. Ένα τεράστιο οβάλ σημάδι, κόκκινο και βαθουλωτό, ξεκινούσε από τον αριστερό μου κρόταφο μέχρι πάνω από το φρύδι. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε εμφανιστεί κάτι παρόμοιο. Το ψηλάφησα και διέτρεξα τον δείκτη στην τροχιά της χαρακιάς· σχεδόν το αγάπησα, το σημάδι του ύπνου μου. Έτρεξα στα σκεπάσματα να βρω τη μήτρα που το γέννησε, μα δε διέκρινα κάτι εμφανές. Όχι, δαντελωτή μαξιλαροθήκη δεν έχω ούτε είχα ποτέ μου, σε περίπτωση που αναρωτήθηκες πριν.. Ίσως ο μορφέας βάζει τη σφραγίδα του στα αγαπημένα του παιδιά, σκέφτομαι, κι εγώ ποτέ δεν υπήρξα τέτοιο παρά κάποιες σπάνιες φορές. Χθες υπήρξε μια τέτοια.

Μια μέρα, η χθεσινή, που ξύπνησε με την πρωινή ηώ, την πρώτη υποψία φωτός πριν την αυγή του ήλιου, καθώς το μεγάλο καράβι προσέγγιζε ήσυχα το μεγάλο νησί του νότου· και κοιμήθηκε τις μικρές μεταμεσονύκτιες ώρες, σ' έναν ληθαργικό σχεδόν λιποθυμικό ύπνο, εμπλουτισμένο με κόπωση, χορό και αλκοόλ. Και σφραγίστηκε με το κόκκινο αυλακωτό σημάδι του ύπνου.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς, που λέει κι ο ποιητής, και κοιτάζω ξανά τώρα εξεταστικά τη μούρη μου στον καθρέφτη, περνώ απαλά τα δάχτυλά μου στον κρόταφο και το μέτωπο μήπως και διακρίνω το σημάδι. Μάταια· μεσημέριασε, ξεθύμανε. Να εξαφανίζονταν κατά τον ίδιο τρόπο όλων των ειδών τα σημάδια, αναρωτιέμαι.

>>>

ΥΓ. Νονέ να σε ρωτήσω κάτι; Η μικρή μου αγαπημένη, σε μια από τις συχνές αγκαλιές μας, πρόσωπο με πρόσωπο, μάτια στα μάτια και με τις άκρες των μυτών μας σχεδόν να αγγίζουν. Γιατί έχεις όλο σημάδια στο πρόσωπό σου; Είπε με ειλικρινή παιδική σοβαρότητα, και με τα λεπτά τρυφερά δαχτυλάκια της άγγιξε τα παλαιά σημάδια της ακμής στα ζυγωματικά μου.
Γλυκειά μου, τα σημάδια είναι αποτυπώματα βιωμάτων, όπως οι ουλές των πληγών ή σαν αυτά ακριβώς του ύπνου, μπορείς και ψηλαφείς πάνω τους τον χρόνο, τη διαδρομή, τις επιλογές. Είναι τα ..cookies μια ζωής που πορεύεται. Ν' αγαπάς τα σημάδια.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Πέρασμα

Την ώρα που θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές θα είμαι στο πλοίο της επιστροφής, ρύθμισα έτσι την ώρα ώστε τότε να λάβεις αυτό το μήνυμα. Δεν θα μπορούσα και αλλιώς, να σου το στείλω εν κινήσει. Το κινητό μου πέθανε, χθες. Εκτιμώ δε ότι αναστήθηκε κιόλας, χθες, Λαμπριάτικα. Αλλά πρώτα έχω άλλα να σου πω, μη βιάζεσαι.

***

Όταν κουδούνισε το τηλέφωνο ήτανε αργά το βράδυ τσικνοπέμπτης, χωρίς ψητά και τέτοια, πάει καιρός που δεν μ' ενθουσιάζουν άλλωστε αυτά, το ξέρεις. Στην άλλη μεριά της γραμμής αναγνώρισα τη βραχνή φωνή του προϊσταμένου. Σου έχω νέα, τον θυμάμαι να λέει, όχι ευχάριστα. Είναι τελικά ο τρόπος που λέει κανείς κάτι και όχι τόσο το περιεχόμενο, που σε κάνει να καταλαβαίνεις αμέσως περί τίνος πρόκειται. Πότε φεύγω μόνο πες μου, του αποκρίθηκα, και για πού. Κι άσε να κρίνω εγώ αν είναι ευχάριστα ή όχι τα νέα· αυτό δεν του το είπα. Τελικά για το πού, έγινε διαπραγμάτευση εκείνα τα μεσάνυχτα. Το πότε ήτανε φιξ βάσει του πού: σε επτά ημέρες αναχώρηση για Σκιάθο.

Κι έτσι γύρισε ο μύλος, κύλησαν οι μέρες και οι βδομάδες σαν τα σύννεφα που τρέχουν στο ανεμοδαρμένο πέλαγος. Μια ολόκληρη Σαρακοστή στο νησί του κυρ-Αλέξανδρου. Και μια μεγαλοβδομάδα και ένα Πάσχα! Μέρες βγαλμένες σαν από τα συγκινητικά διηγήματά του, που περιστρέφονται και διαδραματίζονται στον ταπεινό και ήσυχο τόπο του νησιού. Ήσυχος, γιατί ήταν χειμώνας και άνοιξη και μια χούφτα άνθρωποι που ετοιμάζονται για το καλοκαίρι. Ταπεινός, γιατί παρά τον τουρισμό και τη φήμη, δεν παύει να πορεύεται στον Χρόνο στη σκιά του αγίου Άθωνα, που τις καθάριες μέρες δεσπόζει στον βορεινό ορίζοντα.

Δυο μήνες, λοιπόν, και πέρασαν. Τελικά τα νέα της μακρινής πια τσικνοπέμπτης δεν ήταν πράγματι ευχάριστα. Ήταν ευλογημένα! Κι αν άφησα πίσω μου εκκρεμότητες και ευκαιρίες που μοιραία θα χάνονταν στις μέρες απουσίας μου, κέρδισα άλλες που δεν θα φανταζόμουν. Πάντα έτσι δεν συμβαίνει άλλωστε; Η ανανέωση των εικόνων που είχα από το μικρό νησί ήταν το πρώτο μου μέλημα. Τελευταία φορά το είχαμε επισκεφτεί καλοκαίρι με την παρέα, πέρασαν κιόλας οκτώ χρόνια από τότε. Άλλαξαν πολλά στο πέρασμα αυτών των ετών, οι υποδομές του νησιού κυρίως. Δρόμοι που ασφαλτοστρώθηκαν, νέα καταστήματα που άνοιξαν, συγκροτήματα κατοικιών που χτίστηκαν σε όποιο απίθανο παραλιακό ή ορεινό σημείο. Τα ξαναπέρασα όλα, ως επί το πλείστον με το ποδήλατο· τις αμμουδερές παραλίες του νότου, τα δάση στο κέντρο του νησιού, την άγρια ομορφιά της θαλασσοδαρμένης βόρειας ακτογραμμής, το μοναστήρι, το κάστρο. Πολλές οι θύμησες από κείνα τα ανέμελα χρόνια, πολλή η συγκίνηση στην ερειπωμένη καστροπολιτεία και στην ονειρική Μπανάνα που θυσιάστηκε ανεπιστρεπτί στον βωμό της ανάπτυξης. Αναπόφευκτη και η κατάνυξη στην Βαγγελίστρα, που αγκάλιασε τους σαρακοστιανούς καημούς. Μα κι αυτές οι αμέτρητες ερυθρές ανατολές από την κορυφή του πύργου ή το μπαλκόνι του δωματίου!

Η επίσκεψη δυο φίλων ήταν ευχάριστο διάλειμμα στη μοναχικότητά μου, που είχε συντονιστεί με τη νωχελικότητα, την ηρεμία του νησιού αυτή την εποχή. Διέκοψε και την ασταμάτητη ανάγνωση στην οποία είχα επιδοθεί με ιδιαίτερο πόθο ήδη από τις ώρες του πλοίου του ερχομού. Έντεκα βιβλία, σχεδόν τέσσερις χιλιάδες σελίδες όλων των ειδών και των εποχών και των γλωσσών. Κι όπως πάντα μου αρέσει να κάνω και πρέπον είναι, γνώρισα και τίμησα τον τόπο μέσα και από τα έργα του ταπεινού λογοτέχνη του. Πήρε άλλη διάσταση η μικρή επαρχία, ζωντάνεψε ξανά το κάστρο· άνθισαν οι κάμποι στο πέρασμα των πονεμένων ανθρώπων κι ανάσανε η θάλασσα στ' αρμένισμα των ξύλινων βαρκών. Κι όλα σμιλεμένα με τη Σαρακοστή, τις ακολουθίες στην ενορία και στο μοναστήρι, τη λαμπρή μεγαλοβδομάδα και το ταπεινό Πάσχα.

Α, ναι, ήτανε και η δουλειά..

***

Προτελευταία μέρα στο νησί, χθες, και μάλιστα πασχαλιάτικα, θέλησα να βγάλω τις τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες. Όχι ότι μου έλειπε κάτι που δεν είχα απαθανατίσει με τη φωτογραφική του κινητού. Αλλά να, τις προάλλες που είχε έρθει η παρέα, πήγαμε μαζί στις πλάκες· ένα ωραίο σημείο στην άκρη της πόλης, μια μικρή χερσόνησος με πεύκα που καταλήγει σε μεγάλους λευκούς επίπεδους βράχους στη θάλασσα. Εκεί λοιπόν υπάρχει ένα ωραίο σημείο, ένα σχίσμα μεταξύ δύο βράχων, απόστασης περίπου δύο μέτρων, που αιωρείται πέντε μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Τους ζήτησα να με φωτογραφίσουν πηδώντας από τη μία άκρη στην άλλη· αρνήθηκαν φυσικά, μη κατανοώντας την ανάγκη μου να κάνω ορισμένα πράγματα λίγο έξω από τις απόλυτα ασφαλείς και τυποποιημένες συνθήκες. Η συνθήκη δεν έδεσε· η πρόκληση ωστόσο παρέμεινε. Φύγαν οι φίλοι, ήρθε το Πάσχα. Μετά τον εσπερινό της αγάπης, τον ωραιότερο εσπερινό όλου του χρόνου, και λίγες ώρες πριν την βάρδια, ξαναπήγα στο μέρος. Και μάντεψε τι, η πρόκληση ήταν ακόμη εκεί. Μάζεψα λίγα βότσαλα και στήριξα με αυτά το κινητό όρθιο απέναντι από το μόνο σημείο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή, το σχίσμα των βράχων. Έβαλα την κάμερα να γράφει και ετοιμάστηκα για το δικό μου πέρασμα, μέρα που ήταν άλλωστε (Πάσχα). Έγινε το μικρό και σχεδόν ασφαλές άλμα, κατέγραψε την κίνηση το κινητό και επιθεώρησα το ωραίο αποτέλεσμα. Τότε, κανονικά, θα έπρεπε να τα μαζέψω και να φύγω· είχα αραδιάσει δω κι εκεί γυαλιά, κλειδιά, ακουστικά, κι ένα κόκκινο αυγό. Αλλά επεθύμησα και το κάτι παραπάνω, μια δεύτερη απόπειρα, αυτή τη φορά με διαδοχικές φωτογραφίες. Ήταν μάλλον η ..ύβρις προς τον τόπο, μία φορά θα έπρεπε να μου αρκεί. Στήριξα ξανά το κινητό με ζόρι γιατί συνέχεια γλυστρούσε. Ρύθμιση για συνεχείς φωτογραφίσεις και δεύτερο επιτυχημένο άλμα.

Πρώτα άκουσα το σύρσιμο της συσκευής και των βοτσάλων που την στήριζαν στην επικλινή πλάκα και μετά το είδα να επιταχύνει στον κατήφορο. Χτυπήθηκε σε τρεις-τέσσερις βράχους, είπα μέσα μου δεν πειράζει, το έχει ξαναπάθει, και έμεινα να παρακολουθώ πού θα σταματήσει. Δεν σταμάτησε. Ώσπου έπεσε στα νερά σ' ένα στενό σημείο μεταξύ βράχων. Αυτό σίγουρα δεν το είχε ξαναπάθει, αλλά και πάλι δεν ταράχτηκα, πίστευα ότι θα μπορούσε να επανέλθει. Έτρεξα γοργά καθώς το έβλεπα αργά να βυθίζεται και να στέκεται σε ένα μικρό ύφαλο. Μέχρι να πλησιάσω ένα μικρό κύμα ανέτρεψε την ασταθή ισορροπία του και το βύθισε μια για πάντα στην κοιλιά του βράχου, στον σκοτεινό πάτο της θάλασσας. Βούτηξα χέρια, έβγαλα παπούτσια, βούτηξα πόδια, καμία ελπίδα, χαιρέτα το..

Μα θα μου πεις, γιατί τόσο αναλυτική περιγραφή, σιγά την απώλεια. Σιγά την απώλεια, συμφωνώ, και ευτυχώς η μέρα ήταν τέτοια που δεν μου επέτρεψε στενοχώριες. Ήταν όμως ιδιαίτερο το δέσιμο μαζί του, ειδικά αυτές τις λίγες εβδομάδες στο νησί. Ήταν η μουσική παρέα μου στο πρωινό τρέξιμο, ήταν φυσικά το ξυπνητήρι μου για τις αχάραγες βάρδιες μου. Ήταν η αποτύπωση των εικόνων μου, μα πρωτίστως ήταν ο δρόμος να συναντιέμαι με τους λίγους αγαπημένους μου που ιδιαίτερη μ' είχαν έγνοια. Σε κάποιους από αυτούς δεν πρόλαβα καν να ευχηθώ..

Με ευχαριστεί η σκέψη ότι ίσως κάποτε ένα κύμα το ξεκολλήσει από τη θέση που αναπαύεται και το ξεβράσει ίσως σε κάποια κοντινή παραλία των Σποράδων. Τότε, εκείνος που θα το βρει, ίσως ψηλαφίσει στη μαύρη οθόνη τις επαφές μου και τα όνειρα, τις εικόνες και τα μηνύματα. Ίσως πάλι αποκαταστήσει ακόμα κι όσα δεν γράφτηκαν κι εκείνα που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν, σ' αυτό το παράξενο και μοντέρνο message in a bottle.

***

Πάντα φεύγω με μια αμφίσημη διάθεση. Λίγη θλίψη για τον τόπο που θα μου λείψει, λίγη χαρά για την επιστροφή σ' όσα πίσω άφησα. Αν και όπως λέει ο ποιητής, ποτέ κανείς στην ουσία δεν επιστρέφει κάπου ή σε κάποιον· κάθε φορά πηγαιμός είναι και αλλαγμένα πράγματα συναντά κανείς στον άλλοτε γνώριμό του τόπο, το διάστημα της απουσίας έχει αλλοιώσει τις συνθήκες, προς το καλό; προς το άσχημο ή το ουδέτερο; προς το μέλλον σίγουρα.

Λίγο σε ζηλεύω κιόλας, μου 'γραψε μια φίλη όταν την ενημέρωσα για την απώλεια, που είσαι free από την τεχνολογία και θα σε βρουν μόνο αυτοί που θες. Έτσι είναι, μ' αυτούς που θες υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Υπάρχουν πολλοί τρόποι.

Χριστός Ανέστη.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

ενόψει σκόπελος

Από μέρες είχα βάλει πείσμα να ανακαλύψω πώς στο καλό φτάνει κανείς στα σπίτια που έβλεπα έναντί μου στον ορίζοντα, ψηλά και χαμηλά στον λόφο, πνιγμένα στα πεύκα. Την πρώτη φορά που βγήκα τσάρκα με το ποδήλατο πήρα τον πρώτο παράδρομο της δημοσιάς, που συνέχιζε παραλιακά στον ήσυχο κόλπο της Σκιάθου. Ωπ! Σκιάθος είπα και ελπίζω ότι δεν σε πιάνω προ εκπλήξεως· δεν θυμάμαι αν σου έχω πει τίποτα σχετικά με τη διαμονή μου στο διαμαντάκι των βορείων Σποράδων, ούτως ή άλλως δεν είναι ώρα και στιγμή τώρα, μην περιμένεις. Σε επόμενο ίσως μήνυμα, που όπως συνήθως συμβαίνει ποτέ δεν θα έρθει γιατί κάτι άλλο θα επείγει τότε να σου διηγηθώ.

Ορίστε μ' έβγαλες απ' την πορεία μου που ήτανε θυμάμαι παραλιακή και μπρος μου σχεδόν τελείωνε το τσιμεντένιο μονοπάτι· ίσια ίσια που χωρούσε στο πλάτος ένα αυτοκίνητο. Κι όμως, οποία έκπληξις, ένα πλάτωμα αποκαλύφθηκε στα αριστερά μου, καθαρό από χόρτα, επίπεδο, στρωμένο με τσιμέντο. Πάνω του παρκαρισμένο με ντελικάτη βόλεψη ένα ολόκληρο λεωφορείο "Σκιάθος-Κουκουναριές", που μάλλον ξεχειμώνιαζε μακριά από την προδιαγεγραμμένη του διαδρομή. Άνοιξη σου περιγράφω. Θα ήθελα να βρισκόμουν ξανά, σ' εκείνο το μέρος, τη μέρα που θα κινούσε να ξεπαρκάρει το ογκώδες όχημα, να δω πώς θα ξεγλιστρήσει απ' την παγίδα του. Η χθεσινοβραδινή καταιγίδα είχε λασπώσει το χωμάτινο μονοπάτι που ξεδιπλωνόταν στο διάβα μου, ανάμεσα σε κέδρους και καλαμιές, οι ρόδες του ποδηλάτου βουτούσαν με αμφίβολη ισορροπία στα σοκολατί νερά που κολλούσαν στις σχισμές των ελαστικών. Γρήγορα όμως έφτασα σε τέρμα. Περπάτησα λίγα μέτρα πιο κάτω και επιβεβαίωσα το αδιέξοδο αυτής της επιλογής.

Στον γυρισμό έγινα χάλια. Λάσπες ξεκολλούσαν από τα λάστιχα καθώς περιστρέφονταν με ταχύτητα οι τροχοί και πιτσίλιζαν τα πόδια μου· ποδηλατούσα γοργά να ξεφύγω από τον σκύλο που έτρεχε στο κατόπι μου. Ήταν η μέρα που διάλεξα να φορέσω παντελόνι το κόκκινο κοτλέ.

Επανήλθα στην περιοχή τις προάλλες, προσπερνώντας τον πρώτο παράδρομο για τον δεύτερο, μα έμοιαζε κι αυτός να τερματίζεται νωρίς. Μια απότομη, ωστόσο, στροφή τον έκανε να μοιάζει με αδιέξοδο χωρίς στην πραγματικότητα να είναι. Συνέχιζε με χάρη στροφίζοντας βαθιά μες στο πευκοδάσος. Διαδοχικές πινακίδες ενημέρωναν τους ταξιδιώτες του νησιού για την τοποθεσία της βίλας Έμυ και χαμογέλασα στη σκέψη ότι θα μπορούσε να ήταν κάποιο εξοχικό ανάπαυσης υπαλλήλων της εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας. Γρήγορα προσπέρασα την κλειστή σιδερένια πύλη της και συνέχισα να ποδηλατώ στην απέραντη ησυχία, κάτω από τη σκιά των ανθισμένων πεύκων. Η άσφαλτος κολλούσε ρετσίνη, ο αέρας μοσχοβολούσε πιπέρι. Το gps του κινητού μου με ενημέρωνε για τις εκατέρωθεν χωμάτινες διακλαδώσεις που έφταναν όλες τους σε αδιέξοδα των λίγων μέτρων, μπροστά σε πύλες με σιδεριές και λουκέτα, με ξύλινους φράχτες και τσιμεντένιους στύλους, σε οικόπεδα περιφραγμένα με συρμάτινες σίτες. Όπου έβρισκα την πύλη να χάσκει ανοιχτή, έμπαινα να εξερευνήσω την περιοχή τάχα μου ανήξερος για το τι θα συναντήσω· άλλη μια βιλίτσα μες στο δάσος. Το τέλος της ασφάλτου ήρθε σύντομα. Στα δεξιά μου "no entry" με προειδοποιούσαν τα λευκά γράμματα στην κόκκινη πινακίδα, συνοδευόμενα από το σχετικό σήμα με την οριζόντια γραμμή. Ευθεία μπροστά "ιδιωτικός χώρος" με ενημέρωνε λιγότερο απειλητικά μια δεύτερη πινακίδα. Έτερη "προσοχή σκύλος" ευτυχώς δεν υπήρχε. Πήρα θάρρος και συνέχισα στ' αριστερά.

Το δρομάκι συνέχιζε κατηφορικό και στρωμένο με χαλίκι, διερχόμενο μέσω μιας σιδερένιας πύλης που έγερνε ανοικτή χωρίς έγγραφες δηλώσεις ή απαγορεύσεις. Στο φόντο η θάλασσα. Μέσα της η Σκόπελος. Μπροστά ξεκινούσε μια έκταση με δέντρα και ελιές και το δρομάκι που έστριβε απότομα. Στήριξα το ποδήλατο στην πύλη και κατέβηκα πεζή ως τη στροφή, στο καραούλι με την ανόθευτη θέα. Δικαίωμα. Το φως του μεσουρανούντος ήλιου χρύσιζε στα κατσαρά νερά· αυτά με τη σειρά τους έσκαγαν με βοή στις απότομες βραχώδεις ακτές, την ώρα που τζιτζίκια συμπλήρωναν την εκφραστική λαλιά κείνης της μέρας. Στην άκρη του οικοπέδου με τις ελιές ένα μικρό αυτοκίνητο, μια καμινάδα, μια κεραμοσκεπή, ένα σπίτι. Το μπαλκόνι με θέα στο πέλαγος και στο απέναντι νησί, που 'χε τον οικισμό του ψηλά σ' έναν αυχένα στο μέσο του. Ένα παράθυρο στον μπροστινό τοίχο, κάγκελα τριγύρω, ένα τραπεζάκι. Μια μοναχική σεζλόγκ, ο γυμνός ήλιος και δυο πόδια σταυρωμένα ίσια μπροστά στην αγκαλιά μιας πετσέτας. Δικαίωμα;...

Μια μαυρομαλλούσα γοργόνα απολάμβανε νωχελικά τον μεσημεριάτικο ήλιο φορώντας τα ελάχιστα απαραίτητα· τα σκούρα γυαλιά της· ίσως και το αντιηλιακό της. Η απόσταση δεν μου επέτρεπε περισσότερες λεπτομέρειες. Η ευγενής μου διάθεση δεν μου επέτρεπε περαιτέρω στάση και παρατήρηση. Το δικαίωμά μου είχε εξαντλήσει την παράτασή του. Ή, τουλάχιστον, της καθωσπρέπει περιγραφής μου δεν της αρμόζει συνέχεια. Η ανάσα μου κρατήθηκε αντανακλαστικά, ίσως και η καρδιά μου να έχασε έναν χτύπο· πόσο συχνά βλέπει κανείς γοργόνες στη στεριά, και μάλιστα εκεί που δεν το περιμένει.. Όταν ο χτύπος αίματος επέστρεψε στις αρτηρίες, γύρισα στο ποδήλατο προσεκτικά και αθόρυβα. Η στιγμή ήταν τόσο τέλεια που αμαρτία θα 'ταν να μαγαριζόταν από ένα τρόμαγμα, ένα κλαράκι που θα έσπαγε, μια πέτρα που θα κυλούσε. Μετά επανήλθε και η αναπνοή μου.

Επέστρεψα μέσα απ' το δάσος, ποδηλατώντας αργά, μυρίζοντας απ' τη ρετσίνη των δέντρων ανακατωμένη με την αρμύρα που έφερνε ο γαρμπής απ' το πέλαγος κι απ' τη σκόπελο που ξεμύτιζε στα κυματιστά νερά της φαντασίας μου.



Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

home made with love

«Μικρό μέγεθος, σκληρό εξώφυλλο. Θα στοιχημάτιζα στις εκδόσεις Εστία».

Με τους φίλους από την Κοζάνη και τις πιτσιρίκες τους, στα Τρίκαλα. Και ποιος δεν πέρασε φέτος από τα Τρίκαλα στις γιορτές, παράπονο δεν έχω. Δεν προλάβαινα να εναλλάσσω τη θέα αγαπημένων φίλων και προσώπων, που ήρθαν από κοντά ή πολύ μακριά, άλλοι για λίγες ώρες, κάποιοι ευτυχώς για πολλές μέρες, προγραμματισμένα ή έκτακτα για να με δούνε και να τους δω· θερμά τους ευχαριστώ. Μου ξετίναξαν αργά και συστηματικά κάθε συναισθηματικό μου δείκτη.

«Κι επειδή θα είναι Εστία, εκτιμώ ότι είναι κάποιο του Καραγάτση, σωστά;»

Ο Κωστής ήδη μειδιούσε από απορία και παραίτηση ταυτόχρονα, καθώς πασπάτευα το περιτυλιγμένο βιβλίο που είχα μπροστά μου, το δώρο τους. Πόσες φορές με είχε σκάσει η Φανή να μου δανείσει τον Γιούγκερμαν κάθε που περνούσα από το σπίτι τους στην Κοζάνη. Μα κάθε φορά ένιωθα ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα του, και επειδή ποτέ δεν καταφέρνει κανείς να ξεφύγει από τη Φανή, έφευγα με κάποιο άλλο βιβλίο παραμάσχαλα.
Αλλά να τώρα, να μην μπορώ να θυμηθώ αν ο Γιούγκερμαν είναι δίτομο έργο ή ένας μόνος του. Κι έτσι πιθανολόγησα ότι από πείσμα που δεν το έχω δανειστεί απ' αυτούς δεν θα μου το έφερναν ούτε κι εκείνοι· θα περίμεναν να περάσω από την Κοζάνη να το πάρω μόνος μου.

«Η Μεγάλη Χίμαιρα, αυτό είναι», κατέληξα με αβέβαιη σιγουριά, για να δω αυτοστιγμεί το χαμόγελο της νίκης στα χείλη των συνδαιτυμόνων μου. Έσκισα το περιτύλιγμα και αντίκρυσα τον δίτομο Γιούγκερμαν. Παλιόπαιδα!
Στην ίδια χαρτοσακούλα είχαν στοιβάξει και δυο βάζα με μπεζέδες made by Kostis, τους οποίους δοκιμάσαμε έκπληκτοι -για το πλούσιο της γεύσης- την ίδια εκείνη ώρα.

Αργότερα, κι αφού τους αποχαιρέτησα αργά εκείνο το απόγευμα, κι αφού έσωσα με το ένα χέρι τη χαρτοσακούλα και όλο το περιεχόμενο που σκίστηκε καθώς ποδηλατούσα για το σπίτι, άφησα τα δυο βάζα με τους μπεζέδες στον πάγκο της κουζίνας. Την επόμενη μέρα κέρασα ένα τη μητέρα μου. Απ' το «τι είν' αυτό;» μέχρι το «Μμ, καλό είναι!» πέρασαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα, στην πρώτη κιόλας δοκιμή. Βάλθηκε στη συνέχεια να διαβάσει και τα αυτοκόλλητα στο καπάκι. «Το ένα λέει χαντ μέιντ, το άλλο χόμ μέιντ γουίθ και..», γελάκια, «..μια καρδιά». Γελάκια ξανά.

Έμειναν τα δυο βάζα στον πάγκο, όποιος περνούσε τις επόμενες μέρες, τσουπ, έτρωγε κι από ένα. Έβλεπα κάθε πρωί να μειώνεται η στάθμη, άδειασε το πρώτο βάζο, ανοίχτηκε το δεύτερο. Και δεν είχα ανακαλύψει μέχρι τότε ποιος έβαζε περισσότερο το χέρι του στο βάζο. Μετά από λίγες μέρες, προς το τέλος της διαμονής μου, δέχτηκα επίθεση από τη μικρή μου αδερφή και τη μάνα μου· πώς τα φτιάχνει και ποια συνταγή και πώς τα ψήνει, κλπ. Είναι η ώρα που αρχίζω και παίρνω ανάποδες, τόσο γιατί αντιλαμβάνομαι ποιος έσωσε τα στρατηγικά αποθέματα μπεζέδων στο σπίτι, όσο και γιατί αυτή η κουβέντα περί συνταγών μάλλον δεν βγάζει πουθενά. Άλλωστε, ποιος τον φτάνει τον Κωστή.

>>>

Έχω που κοιμάμαι μερικές μέρες, και νύχτες, αγκαλιά με τον Γιούγκερμαν. Βρίσκεται σταθερά στο κομοδίνο, στο κρεβάτι πλάι στο μαξιλάρι, στο αυτοκίνητο και στη δουλειά. Στη δουλειά, ναι. Τώρα μην αρχίσεις να φοβάσαι και να σκέφτεσαι ότι τάχα κάνω υπεύθυνη δουλειά και πώς γίνεται να διαβάζω σε ώρα υπηρεσίας κι αν επιτρέπεται και τέτοια. Σου έχω ετοιμασμένη την απάντηση, ότι όλες οι δουλειές είναι υπεύθυνες κι ότι μάλιστα υπάρχουν πολύ πιο υπεύθυνες δουλειές από τη δική μου, χίλιες δυο, και πού να σου τις απαριθμώ τώρα. Να, πάρε για παράδειγμα τη δουλειά που κάνει η κουμπάρα μου στην Πάτρα, λίγο το 'χεις, τόση προσοχή και τόσες ευθύνες και άγχος; Δεν συμφωνείς; Πάρε παράδειγμα μετά την άλλη κουμπάρα μου στη Θεσσαλονίκη, εκεί κι αν είναι ευθύνη, Η Ευθύνη να πω, αλλά ποιος τα λογιαριάζει πες μου.. Μην πούμε για γιατρούς και πυροσβέστες και τέτοια.

Τελοσπάντων, με έβγαλες εκτός συνειρμού, ξέχασα τι ήθελα να σου πω· θα περιοριστώ στο ρεζουμέ. Κοιμάμαι και ξημερώνω με τον Γιούγκερμαν, αναπολώ Περσεφόνες και Εκάβες, κυνηγάω Χίμαιρες, ονειρεύομαι, χαίρομαι, ζω.



Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

home is where the library is

«Εμείς στο νησί συνήθως το κάνουμε αυτό μ' άλλον τρόπο».

 ***

Στην Αθήνα έζησα ενάμιση χρόνο ακριβώς. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες καλά, το εννοώ το ακριβώς. Εμφανίστηκα μια μέρα στα τέλη του Νοέμβρη, μέσα σ' ένα εκτυφλωτικό μεσημεριάτικο φως που στραφτάλιζε στη θάλασσα των νοτίων προαστίων, και ένα μουντό απριλιάτικο πρωινό δεκαοχτώ μήνες ακριβώς μετά, χαιρέτησα για τις θάλασσες του Νότου. Εντάξει, δεν είναι και πολύ Αθήνα η Γλυφάδα και το Ελληνικό, συμφωνώ, μιας και πιάσαμε την ακρίβεια των λόγων και των θυμησών. Αλλά θυμάσαι ότι στο Χαλάνδρι αρχικά, μετά στον Ταύρο και στο κέντρο σύχναζα ολημερίς, και στα Εξάρχεια· άντε και στο κρύο Κολωνάκι. Τα 'χω γυρίσει όλα αυτά άλλωστε και μάλιστα με το ποδήλατο..

Άλλο όμως θέλω να σου πω τούτη τη βροχερή νύχτα και με παρασέρνουν σαν ρυάκια οι μνήμες.

Στην Αθήνα λοιπόν, για ενάμιση χρόνο. Όσο μετακόμιζα από το αειθαλές τριάρι της Θεσσαλονίκης, μαμά-μπαμπάς-θείος-θεία έφεραν μια γύρα στη γειτονιά των τελευταίων και μου νοίκιασαν μια ταπεινή γκαρσονιέρα σ' έναν ησυχο δρόμο στο κέντρο της Γλυφάδας. Προτού ακόμα το δω είχα ακούσει τέσσερις διαφορετικές περιγραφές και γνώμες γι' αυτό το δωμάτιο, που μ' έκαναν να ανασηκώσω το φρύδι από ενδιαφέρον. Η παρουσία μου θα -έπρεπε να- ήταν τόσο σύντομη στην Αθήνα όσο θα διαρκούσε η fast track εκπαίδευσή μου στα της δουλειάς. Η εκπαίδευση ποτέ δεν ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά και καταλαβαίνεις, οι δέκα βδομάδες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνος, έγιναν χρόνος και μήνες μαζί, και το ότι δεν ξέμεινα να σου γράφω ακόμα από εκείνο το σπίτι είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα για τις απέραντης αργοπορίας υπηρεσίες μας.

***

«Εμείς στο νησί, είπες; Εμείς

Καθόμαστε στην κοίτη του ποταμού που διασχίζει την πόλη μας απ' άκρο σ' άκρο. Δηλαδή εκείνη κάθεται στο ξύλινο παγκάκι, εγώ στέκουμαι όρθιος. Έχω τα χέρια πότε δεμένα σταυρωτά μπροστά στο στήθος, πότε χωμένα στις τσέπες του μπλουτζήν. Στάση αμυντική; Στάση άνεσης; Κοιτώ πότε τη βάρκα που μακραίνει μες στα νερά προς την γέφυρα, πότε την Περσεφόνη που έκπληκτη έπιασε την αποστροφή ενός ανιαρού λόγου μου.


***

Χαυνωμένος από τις ομορφιές της παραλιακής ζώνης εκείνο το λαμπερό μεσημέρι, φτάσαμε στο νέο μου σπίτι. Μαμά και θεία κι εγώ. Οι μεγάλοι άντρες έμειναν σπίτια τους. Ο θείος στην ευρύτερη γειτονιά, όπου έχτισε πριν από σαράντα και πλέον χρόνια όταν η περιοχή ήταν κάτι σαν εξοχή, ο πατέρας πίσω στην πατρίδα· ποτέ δε συμπάθησε την Αθήνα, εξακολουθεί να την αποφεύγει όπως το ψάρι την στεριά.
Η εξώπορτα άνοιγε σ' ένα μικρό χωλ που φιλοξενούσε και την κουζίνα. Αριστερά το μπάνιο, μ 'ενα παράθυρο που έβλεπε στο κλιμακοστάσιο(!) και μπρος ένα ευρύχωρο δωμάτιο με μια τεράστια μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον φαρδύ δρόμο. Ένα τραπέζι με δυο ψάθινες καρέκλες, πλήθος κουζινικά σκεύη με πιάτα τιγρέ, μια χτιστή ντουλάπα, μια βιβλιοθήκη. Εδώ είμαστε, είπα.

***

Στο τριάρι της Θεσσαλονίκης έζησα δεκατέσσερα χρόνια. Όλα μου τα χρόνια στην πόλη δηλαδή, σ' εκείνο το σπίτι, πολλά από αυτά μόνος. Δεν μετακόμισα καμία φορά, παρά την τελευταία. Όταν είπα του ιδιοκτήτη ότι φεύγω για την Αθήνα, με παρακάλεσε να του πω την αλήθεια, ότι τάχα δηλαδή είχα βρει άλλο καλύτερο σπίτι, σ' άλλη γειτονιά, και ντρέπομαι να του το πω. Δεν το πίστευε. Μήπως εγώ το πίστευα; Άσ' τα, κλάφ' τα.
Σ' εκείνο το σπίτι είχα βολέψει όλη μου τη νεανική ζωή, όλα μου τα ρούχα, τα πράγματα, την ιδιοκτησία, το βιός μου. Όλα εκτός από ένα πράγμα. Τα βιβλία μου. Βιβλιοθήκες είχαμε στο σπίτι, δύο. Μία ας την πούμε μεγάλη, με μαύρο σιδερένιο σκελετό και ξύλινα λευκά ράφια, κι άλλη μία ξύλινη μικρή· αυτή μπήκε στο δωμάτιο των κοριτσιών. Εγώ οικειοποιήθηκα από την αρχή την πρώτη και ανακάτευα μέσα της τα ογκώδη βιβλία της Σχολής, τους φακέλους και τις σημειώσεις, που όλα μαζί έκαμψαν με τα χρόνια τα λεπτά της ράφια.
Τα εξωσχολικά μου, όμως, βιβλία ποτέ δεν βρήκαν θέση στα ράφια της. Τα αστυνομικά κυρίως και τα υπόλοιπα λογοτεχνικά και θεολογικά, αφού διαβαζόντουσαν με λαιμαργία, φυλάσσονταν στο απομονωμένο ράφι κάποιας ντουλάπας, μέχρις ώτου να έρθει η ώρα που θα ταξίδευαν για την πατρίδα. Εκεί θα έμπαιναν με ευλάβεια στη μεγάλη καφετιά ξύλινη βιβλιοθήκη, η οποία ακόμα και τώρα κοσμεί το παιδικό μου δωμάτιο. στο πατρικό σπίτι.

Κάπου στα χρόνια των ολυμπιακών αγώνων περίπου, πήρα μια κρίσιμη αναγνωστική απόφαση. Σταμάτησα να διαβάζω τις δύο κυριακάτικες εφημερίδες που αγόραζα ανελλιπώς από τα δεκαοχτώ μου, και με τα χρήματα που εξοικονομούσα κάθε μήνα άρχισα να αγοράζω δύο βιβλία από την πρωτοπορία ή το βιβλιοστόκ. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια η καφετιά ξύλινη βιβλιοθήκη στο πατρικό σπίτι γέμισε ασφυκτικά από δικά μου βιβλία, που με κάθε ευκαιρία μετανάστευαν από τη Θεσσαλονίκη. Πάντα ήταν γεμάτη αυτή η βιβλιοθήκη. Στην αρχή, στα χρόνια της εφηβείας, ο πατέρας μου επέτρεψε να χρησιμοποιώ δυο μεγάλα ράφια στη μέση περίπου του ύψους της· στα υπόλοιπα τακτοποιούσε εκείνος τα φιλολογικά και ιστορικά του εγχειρίδια και λεξικά. Με τα χρόνια τα δύο μου ράφια έγιναν τέσσερα, έγιναν σειρές ολόκληρες, ώσπου στα χρόνια της δικής μου αναγνωστικής ακμής κατέλαβα το σύνολο των σειρών. Αυτή είναι και η εικόνα σήμερα. Μονάχα η εγκυκλοπαίδεια Υδρία με τους ασήκωτους δώδεκα τόμους της, τιμής ένεκεν, κατοικεί από παλιά στο μεσαίο κάτω ράφι της βιβλιοθήκης.

***

Τακτοποίησα σχετικά γρήγορα όλα μου τα πράγματα στην ντουλάπα, τα κουζινικά στη θέση τους, αγόρασα κρεβάτι, έστησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και βόλεψα μπροστά του μία από τις μεγάλες ψάθινες καρέκλες. Άφησα τελευταίο το κουτί με τα βιβλία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε δουλέψει υπερωρίες τις τελευταίες εβδομάδες και είχα εφοδιαστεί με κάμποσα αδιάβαστα βιβλία για τη νέα αρχή, τη ζωή στο νέο σπίτι, στη νέα πόλη. Τη νέα ζωή να λέμε καλύτερα. Τα έβγαλα με προσοχή, καμιά ντουζίνα στο σύνολο, και τα τοποθέτησα σε δύο ράφια, τα μυθιστορήματα στο ένα και τα θεολογικά στο άλλο. Πάντα τα ξεχώριζα μεταξύ τους, μη "μαγαριστούν τα μεν από τα δε", χωρίς να είμαι πάντα βέβαιος ποια ήταν τα μεν και ποια τα δε. Στα άλλα ράφια χώρεσαν το ραδιόφωνο, κάποια προσωπικά είδη, το προσευχητάρι, τέτοια πράγματα.
Ήταν ωστόσο τόση η συγκίνηση που ορισμένα βιβλία μου έμπαιναν σε μια νέα βιβλιοθήκη, που αμέσως ένιωσα το ξένο σπίτι οικείο, φωλιά μου, ολοδικό μου. Και το πιο σημαντικό; Ότι στον ενάμιση χρόνο που έμεινα σ' εκείνο το σπίτι, σ' εκείνη την πόλη, τα βιβλία σταμάτησαν να μεταναστεύουν στην καφετιά βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού. Θα μου πεις ότι σου έγραψα ότι είχε ήδη παραγεμίσει, και άδικο δεν θα έχεις καθόλου. Ίσως μου πεις ότι και η απόσταση πλέον ήταν μεγαλύτερη και ότι όλο και πιο αραιά επέστρεφα στην πατρίδα, κάτι το οποίο όμως δεν είναι αληθές. Αν ψάχνεις την αλήθεια, αυτή είναι ότι για πρώτη φορά εκεί, σ' εκείνο το δωμάτιο, σ' εκείνη τη νέα βιβλιοθήκη ένιωθα ότι μπορούσαν να ξαποστάσουν τα βιβλία μου, οι περιπέτειές μου, οι ανησυχίες μου, ν' αναπαυτούν οι ώρες που είχα περάσει σφιχτά μαζί τους, κάτι που ουδέποτε μου είχε περάσει σαν νιώσιμο τα δεκατέσσερα προηγούμενα χρόνια.

***

«Μας έγινες και κρητικός δηλαδή; Σ' έκαναν κιόλας δικόν τους;»

Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είπα μετά, μάλλον κάτι σαν γκριμάτσα θα έκανα, κάτι σαν "ουπς, είπα εμείς; χιχιχι, εκείνοι ήθελα να πω, χοχοχο". Ούτε καν για ποιο θέμα μιλούσαμε δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Γιατί μέσα μου σχίστηκα στα δυο από τη συνειδητοποίηση ότι αυτό το εμείς δεν ήταν καθόλου κατά λάθος, ήταν φύσει αυθόρμητο άρα και αληθινό. Κι αν τότε αδυνατούσα να ερμηνεύσω το πώς και κυρίως το πότε γεννήθηκε αυτό το εμείς, το συνειδητοποίησα λίγες μέρες αργότερα όταν έφτασε στον υπολογιστή μου ένα λινκ, κλικ, το πάτησα και άστραψε μπροστά μου η απάντηση. Και μακάρι να μπορούσα να επιστρέψω πίσω στην όμορφη εκείνη στιγμή που τα λόγια μου χάνω και να πω στην όμορφη εκείνη Περσεφόνη, που όμορφα έτσι κάθεται, που όμορφα μαζί μιλάμε και όμορφα αμήχανα αλλάζω στα χέρια μου θέση, μια στο στήθος σταυρωτά και μια στις τσέπες, ότι το εκείνοι έγινε εμείς από τη στιγμή που απέκτησα στο τελευταίο μου σπίτι νέα βιβλιοθήκη.

Από τη στιγμή που υλοποιήθηκε ένα σχέδιο που εκκολαπτόταν τρία χρόνια και δεκάδες βιβλία τριών χρόνων ανάγνωσης βγήκαν από τη σκοτεινιά μιας ντουλάπας, για να βρει καθένα τη θέση του στα πολύχρωμα ράφια της. Το εκείνοι έγινε εμείς γιατί το εκεί, δηλαδή το εδώ απ' όπου τώρα σου γράφω, έγινε έκτοτε σπίτι μου. Που δεν ξέρω αν έγινε ποτέ το δεκατεσσάρων χρόνων τριάρι της Θεσσαλονίκης, που ενδεχομένως και να έγινε το δεκαωχταμηνήτικο δωμάτιο στη Γλυφάδα και που ούτως ή άλλως είναι και θα είναι το πατρικό μου σπίτι.

Όπου η βιβλιοθήκη εκεί και το σπίτι σου, έλεγε το ηλεκτρονικό μήνυμα, μα ξέρω ότι ανεβαίνει τώρα στα χείλη σου μια διαφωνία, μια ύστατη ένσταση. Ότι σπίτι είναι εκεί που φωλιάζουν οι αγαπημένοι σου και περιμένουνε να 'ρθείς. Κι εγώ σ' αυτό δύσκολα μπορώ να σταθώ και να διαφωνήσω από μόνος μου. Στηρίζομαι όμως στη γερή γραφή του συγγραφέα και σου λέω ότι κάποια αντικείμενα που στέκουν για πάντα στη θέση τους σ' ένα σπίτι, όπως ένα πιάνο, μια βιλιοθήκη, «είναι η απτή απόδειξη ότι εκείνα που μένουν πίσω δεν είναι οι άνθρωποι. Αυτοί ξοδεύονται από νωρίς, όπως το καλό μπράντι μια βροχερή νύχτα»*.

Στηρίζομαι και ισορροπώ πλέον την καρδιά μου στις δυο βιβλιοθήκες μου που χαίρομαι να βλέπω να γεμίζουν, απολαμβάνω να τακτοποιώ, τσατίζομαι να ξεσκονίζω.


* Ισίδωρος Ζουργός, λίγες και μία νύχτες, εκδ. Πατάκης.