Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Σκιές

Όλη μέρα κάτω απ' τον άσπρο ήλιο, αποζητάς το σούρουπο όπως η ξερή γη τη φθινοπωρινή βροχή. Η διαφορά με την τελευταία είναι ότι το γέρμα θα έρθει νομοτελειακά στο τέλος κάθε ημέρας.

Κοντοζύγωνε, λοιπόν, το σούρουπο κι ο ήλιος έσβηνε σαν ερυθρός νάνος πίσω απ' το άγριο βραχώδες βουνό, κάνοντας πλέον περιττή τη χρήση γυαλιών και κλιματισμού. Ο δρόμος κατέβαινε απότομα χαμηλά στον λόφο χαράσσοντας τη φιδωτή μαύρη γραμμή του στο καφετί της γης, την ώρα που το υψηλόστροφο μούγκρισμα της πρώτης ταχύτητας του κινητήρα του Megane εισχωρούσε ασίγαστο από τα κατεβασμένα παράθυρα. Σκόνη, αλμύρα κι ένα κάδρο τοπίου βγαλμένο απ' τη φαντασία των καλύτερων cinestudio της φύσης.

Είχε προηγηθεί ο διάσημος Μπάλος, είχε προηγηθεί η ξακουστή Σαμαριά, είχε προηγηθεί η κοσμοπολίτικη Παλαιοχώρα, μα τώρα όλη η κάψα του τριημέρου έσβηνε στον τεθλασμένο βραχώδη κόλπο της παραλίας του Στεφάνου.


>>>

Θυμάμαι μικρό παιδί στον Πύργο της βόρειας Εύβοιας, με τη φαμίλια και το σόι όλο διακοπές, ξαδέρφια μια ντουζίνα και ολημερίς παιχνίδι μέχρι εξαντλήσεως. Η αγαπημένη μας στιγμή της μέρας ήταν εκείνη που έφτανε στο συγκρότημα των σπιτιών το βανάκι του φούρναρη και βάζαμε τον καλύτερο εαυτό μας ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά ήρθε το ψωμιιιί!, να τ' ακούσει η γειτονιά να κατέβει για ζεστή φραντζόλα και το ταψί του μεσημεριανού φαγητού -με το εκάστοτε επώνυμο γραμμένο με μπλε μαρκαδόρο στο πλαϊνό- που είχε αφήσει ο πατέρας απ' το πρωί στο μαγαζί να ψηθεί στον ξυλόφουρνο. Μετά περιμέναμε το σούρουπο. Στήναμε τότε παιχνίδι στην αυλή μαζί με τα άλλα παιδιά που μέναν μόνιμα το καλοκαίρι στον οικισμό, κυνηγητό στην αρχή και ψείρες, και μόλις το σκοτάδι κέρδιζε τη μάχη με το φως ανάβανε οι φακοί για το κρυφτό. Οι σκιές, τα δέντρα, οι τοίχοι ήταν οι σύμμαχοί μας στη μάχη, μα κυρίως ο ασέληνος ουρανός, που έριχνε στη γειτονιά το μαύρο πέπλο του μυστηρίου. Αναγκαζόσουν τότε να πλησιάσεις τόσο πολύ την ανθρώπινη σκιά που στέκονταν λαμπάδα πίσω απ' το δέντρο, σχεδόν να την ψηλαφίσεις, για να μαντέψεις το πρόσωπο, να τρέξεις μετά να προλάβεις να μη σε "φτύσει" εκείνη πρώτη στο σημείο εκκίνησης.

Πήγαμε και το επόμενο καλοκαίρι στο ίδιο χωριό, στα ίδια σπίτια, ίσως και το μεθεπόμενο. Τα μεγαλύτερα ξαδέρφια δεν ακολούθησαν, η παρέα λιγόστεψε. Μεγάλωσαν και τα ντόπια παιδιά του οικισμού, αγόρια και κορίτσια, και άλλοι πόθοι ξύπνησαν στην θερμή καλοκαιρινή καθημερινότητά τους. Έπαψαν και τα έντονα παιχνίδια, ξέφτισε το κρυφτό· ίσως έφταιγε κι ο ουρανός που δεν έτυχε να είναι και πάλι ασέληνος. Κερδίζαμε πιο εύκολα ωστόσο στο ήρθε το ψωμί, που πεισματικά έμεινε να ενώνει την παιδική μνήμη με την πρόωρη εφηβική.

>>>

[♪] Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο, μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν
Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως, είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν [/♪]

Κατεβήκαμε τον απόκρημνο βράχο, αγνοήσαμε τις τρεις παρέες που χόρταιναν τη μέρα τους στη μικρή παραλία και ξεχυθήκαμε στα βαθυγάλαζα νερά του απόκοσμου κόλπου. Μέχρι να στρίψουμε δυο φορές κατά τη φορά που ορίζουν οι βράχοι και να βγούμε στο πέλαγος, η αίσθηση ήταν αυτή μιας υπόγειας λίμνης στα βάθη μεγάλης σπηλιάς· οι κάθετες παρειές του βράχου, ο αντίλαλος, τα ήρεμα νερά. Στην έξοδο προς τη μεγάλη θάλασσα μας περίμενε το φεγγάρι που ανέτελλε κάθετα μπρός μας, παραμονή του αυγουστιάτικου ολογεμίσματός του. Τις ακτίνες του υποδέχονταν στολισμένα τα ήσυχα νερά, τη σάρκα του έτεμναν τα αερόπλοια που έστρεφαν προσεγγίζοντας το κοντινό αεροδρόμιο.

Είναι στιγμές που ο χρόνος κάνει κράτηση, αιωρείται υποκλινόμενος στο Όμορφο και μετά επανακάμπτει επιταχυνόμενος να συναντήσει ξανά το σωστό χρονισμό του. Επιταχύναμε κι εμείς τις απλωτές μας προς τα ενδότερα του κόλπου να προλάβουμε το απόκρημνο μονοπάτι, προτού μας συναντήσει το ξεφτισμένο σκοτάδι της πανσέληνης βραδιάς. Ψηλά πάνω στον κάθετο βράχο, πάνω από τα νερά, δυο πρόσωπα έσμιξαν τις σκιές τους αντιφεγγίζοντας το άσπρο φως της σελήνης, παρατείνοντας το αιώρημα του χρόνου.

Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο. Μεταμορφώνεται. Για λίγο ξεγελιέσαι ότι το γέρμα ίσως δεν έρθει απόψε. Μετά επιταχύνεται και συναντά τη νομοτέλειά του.


* Το τραγούδι Ηλιόπετρα είναι ελληνική απόδοση ομώνυμου ποιήματος (Piedra de Sol, 1954), ένα από τα πιο γνωστά έργα του Οκτάβιου Πας, του περίφημου Μεξικανού νομπελίστα λογοτέχνη.