Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

The end is the beginning is the end


Ιανουάριος 2007, Κουφόβουνο, Έβρος 
Τρεις φιγούρες διακόπτουν τη μονότονη υγρή θαμπάδα του μεσονυκτίου. Στο πέρσμά τους από την πλατεία μια ξεκιτρινισμένη λάμπα τυπώνει τις σκιές τους γιγαντωμένες στους τοίχους των παραπηγμάτων. Αφέγγαρη ξαστεριά ..υγρασία ..το θερμόμετρο κολλημένο στο -9. Όχι, δεν είναι οι τρεις μάγοι. Ούτε δώρα κουβαλάνε νυχτιάτικα. Τα κοφτά τους βήματα κρατσανίζουν στο παγωμένο χώμα, καθώς ανηφορίζουν βαριεστημένα. Το διπλό παντελόνι κάνει δουλειά, το ίδιο και η κάπα ..μακάρι να ίσχυε το ίδιο και για τις κάλτσες! Τα δάχτυλα του ποδιού έχουν κιόλας παγώσει, η μύτη μουσκεύει συνεχώς το μάλλινο κασκόλ. Κάθε ανάσα και μια απώλεια θερμότητας. Με τα χέρια φυτεμένα μόνιμα στις βαθιές τσέπες, η νύχτα έχει δρόμο μπροστά της.

Η ζεστασιά του θαλάμου μοιάζει μακρινό παραμύθι, το ίδιο και η αλλαγή του χρόνου που μόλις ήρθε. Και πέρασε αθόρυβα, στο θάλαμο, κάτω απ' τις κουβέρτες, μήπως και ξεγελαστεί ο ύπνος κι έρθει καμια ωρίτσα. Οι σκέψεις, όμως, του βασανιστικού τρίωρου που ακολουθεί στοιχειώνουν κάθε κουρασμένη νύχτα ..η αργοπορημένη προετοιμασία, τα πρώτα μουδιασμένα βήματα, η παγωμένη ξαστεριά κι η υγρασία που ξεντροπιάζουν κάθε ισοθερμική προστασία ..το ατελείωτο περίπολο ..το τσάι απ' την ακάθαρτη τσαγιέρα που βρωμάει ..ο βρωμιάρης άνεμος.

>>>

Δεκέμβριος 1946, Ξυλοχώρι, Τρίκαλα
«Άριωσαν τα σκοτάδια της αυγής. Στο ουρανοθέμελο χαμηλά, πάνω απ’ τις χιονισμένες βουνοκορφές, πήρε να κοκκινίζει η μέρα. Φυσούσε ανάλαφρο παγωμένο αεράκι, ανακατώνονταν οι δριμιές μυρουδιές του ελατιά με τα λιγοστά αγριολούλουδα του χειμώνα.»
Δάνειο από το βιβλίο «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΡΚΟΣ - Ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα 1945-1949«, εκδ. Παπαζήση. 

Μια φιγούρα διέκοψε τη μουντή καταχνιά στο ξέφωτο. Ο μπαρμπα-Νίκος περπατούσε σκυφτός, σφιχτοχωμένος στη μάλλινη κάπα του. Με τα χέρια και τα πόδια κατέβαινε την πλαγιά προς το ρέμα. Είχε βγει απ' το δασωμένο μέρος και φυλαγόταν στα σκιερά. Διέκρινε το σπιτάκι του σχολειού και κρύφτηκε από πίσω. Σήκωσε τα δυο του χέρια και τράβηξε την τραγιάσκα του που χαμηλά σκέπαζε το μισό του πρόσωπο, αργά και την ίσιαξε στο άτριχο κεφάλι του. Βρήκε ξανά την αναπνοή του. Η ζεστασιά του σπιτιού έμοιαζε ξένο παραμύθι για 'κείνον, το ίδιο κι η αλλαγή του χρόνου που θα 'ρχόταν ταχιά. Συνηθισμένος στο νυχτερινό ξύπνημα και στο περπάτημα, άλλοτε από συνήθεια, άλλοτε από ανάγκη σαν τώρα.

Ήτανε απόγεμα όταν τους είδαν να 'ρχονται. Δυο φασκιωμένοι. Άνοιξαν την πορτοξυλιά κι όρμησαν στην πόρτα του σπιτιού. Το σπίτι φτωχικό, απ' τα παλιά μονόχωρα χωριάτικα. Καθιστικό, κουζίνα, δωμάτιο, όλα σ' ένα. Και δυο τζάκια αντικρυστά πυρωμένα. Τριγύρω οι τοίχοι από τσατμά (μπαγδατί) στεριωμένοι στο πέτρινο υπόγειο. Άνοιξε επιφυλακτικός. Πονηρές οι εποχές, πονηρεμένος κι ο μπαρμπα-Νίκος. Είπε στα γυναικόπαιδα -5 είχε τότε, τ' άλλα 3 ήρθαν μετά- να βγάλουν το σκασμό και στράφηκε στους δυο αγνώστους. Δεν μίλησε,  μίλησαν αυτοί πρώτοι.
«Είμαστε απ' τους αντάρτες, κανα καρβέλι να μας δώκεις».
«Δεν ξέρω τι λέτε εσείς.. όποιοι και να 'στε, δεν έχω τίποτα να σας δώκω».
Οι δυο άγνωστοι κοντοστάθηκαν απ' έξω, δεν αποκρίθηκαν. Αξύριστοι 3 μέρες, καθάρια τα βλέμματα.
«Φυγέτε από δω σας λέω, εγώ δεν κάμω με κανέναν», ξανάπε ο μπαρμπα-Νίκος και διώχνοντας βρόντηξε την πόρτα. Είδε γυναίκα και παιδιά κουρνιασμένους στο τζάκι. Δαγκώθηκε. Σκέφτηκε μην έκανε λάθος και τους έδιωξε.. πονηρεύτηκε ακόμα περισσότερο. «Αν ήταν πράγματι αντάρτες», σκέφτηκε, «θα δώσουν μήνυμα ότι εκείνο το σπίτι αρνήθηκε να δώσει βοήθεια. Αν όμως ήταν απ' τ'ς άλλιοι και με δοκίμαζαν να δω αν βοηθώ τους αντάρτες;» Βλαστήμησε και μάζεψε τα παιδιά. Τρεις γιοι, τρεις λεβέντες, ο Ντούλας, ο Λίας κι ο Σιώκας και τα κοριτσούδια. Δεν είχε επιλογή, έπρεπε να κρυφτεί. Το πρωί έπρεπε να τον έβρει μακριά, γιακάθε ενδεχόμενο. Βόλεψε λίγο ξεροφάι στον τρουβά, λίγο τυρί, λίγο ψωμί, μπόλικα κάστανα κι έπεσε από νωρίς για λίγο ύπνο. Χωρίς σκέψεις για το τι θα ακολουθήσει. Προς το βουνό δεν θα τραβούσε, τα 'ξεραν οι συμμορίες τα κατατόπια, θα 'χαν πιάσει και τα θερινά καλύβια στο διάσελο. Θα πήγαινε χάμω προς το ρέμα, κάπου θα έβρισκε να φωλιαστεί για λίγες μέρες. Διάταξε στα παιδιά τις συμβουλές για τα ζώα και σιμά τα ξημερώματα έβαλε δρόμο.

Στάθηκε αρκετή ώρα στο σχολειό. Μύρισε τον υγρό-παγωμένο αέρα και γιόμισαν τα πνεμόνια του χειμώνα. Δεν είχε χιονίσει μέρες τώρα, αλλά η παγωνιά κρατούσε βδομαδιάτικο το λιγοστό που 'χε ρίξει στα τέλη του Δεκέμβρη. Έτριψε με τους αντίχειρες τις σκαμένες παλάμες του, αλλά τα πόδια έμπαζαν. Μέσ' απ' τις φθαρμένες μπότες τα δάχτυλα των ποδιών ξυλιάζανε. Αναμέρησε με τους αγκώνες του τα πρώτα κέδρια και βρήκε το παλιό μονοπάτι για το ρέμα, για το παλιό αλώνι με τις καστανιές. Πάνω απ’ τα δέντρα ξημέρωνε ένα φως σκοτωμένο κι ο γιακάς της κάπας άρχισε ξανά ν' ανασηκώνεται στις ανάλαφρες ριπές του καθάριου ανέμου.

>>>

Is it bright where you are,
have the people changed?
Does it make you happy you're so strange?

(Smashing Pumpkins - "The end is the beginning is the end")

Είναι άραγε φωτεινά εκεί που είμαστε, εκεί που ζούμε ..αναρωτιέμαι.
Και πόσο χαρούμενους μας κάνει αυτό το τέλος, που θέλουμε-δε θέλουμε σηματοδοτεί μια κάποια νέα αρχή.. Ακόμα κι εκείνοι που θα σνομπάρουν την αλλαγή του τελευταίου ψηφίου από 0 σε 1, ως -και καλά- μια σύμβαση, ένα τυπικό ξημέρωμα σε μια ακόμα μέρα του χρόνου, ακόμα κι εκείνοι θα χαρούν όταν θα κόβουν την εθιμοτυπική βασιλόπιτα με το σταμπαριστό 2011. Μια νέα αρχή, ΟΚ, κι ας είναι και συνέχεια του περασμένου τέλους.

Μη γελιόμαστε, όμως, αλλού το Φως κι αλλού η Χαρά. Σε άλλους αριθμούς, σε άλλες πολιτείες, γιατί σ' αυτές εδώ το μόνο που βιώνουμε είναι διαδοχικές αρχές και αλλεπάλληλα τέλη που πάνε κι έρχονται και χάνονται. Απ' αυτές τις πολιτείες θ' απομείνει μονάχα εκείνος που διάβηκε από μέσα τους, ο άνεμος. Όλα τ' άλλα θα περάσουν, θα ξεχαστούν. Είτε είναι παραμονές πρωτοχρονιάς του '47 στο χωριό, είτε στιγμές μετά το μπάσιμο της νέας στο Κουφόβουνο της τιμημένης ..Εβρολίγκας. Είτε οι μέρες που έρχονται μπροστά μας.

Χαρούμενα Χριστούγεννα και Φωτισμένα Φώτα, τα υπόλοιπα τ' αφήνω στον άνεμο.

Η εικονογράφηση του τίτλου είναι του Στάθη, από το λεύκωμα «33 τραγούδια εικονογραφημένα» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000), για το τραγούδι «Για τον φτωχό B.B.», από τη «Μουσική Πράξη στον Brecht», του Θ. Μικρούτσικου, μετάφραση του Π. Μάρκαρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου