Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Φιλίας τέχνασμα

«Ξέρεις, Φίλιξ» ξεκινάει «ούτε εγώ είχα ποτέ μου φίλους, για πολύ καιρό, όχι πριν γίνω πολύ μεγαλύτερος από σένα». Καταλαβαίνει πιο πολύ, παρά βλέπει, τον Φίλιξ να στήνει αυτί, τον νιώθει να ακούει. «Κι εγώ τους ήθελα» συνεχίζει, και μιλάει αργά τώρα, επειδή θέλει να επιβεβαιώσει ότι τα λόγια του θα ακουστούν σωστά. «Και πάντα αναρωτιόμουν αν θα έβρισκα ποτέ έναν φίλο, και πώς, και πότε». Διατρέχει με τον δείκτη του το σκούρο καρυδόξυλο του τραπεζιού, τη ράχη του βιβλίου μαθηματικών του Φίλιξ, το κρύο ποτήρι του νερού του. «Και μετά πήγα στο κολέγιο και γνώρισα ανθρώπους που, για όποιον λόγο κι αν το έκαναν, αποφάσισαν να γίνουν φίλοι μου, και μου έμαθαν - τα πάντα, πραγματικά. Με έκαναν, και με κάνουν, έναν άνθρωπο καλύτερο από αυτόν που είμαι πραγματικά.

»Δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ τώρα, μα μια μέρα θα το καταλάβεις: το μόνο τέχνασμα της φιλίας, νομίζω, είναι να βρεις ανθρώπους καλύτερους από σένα -όχι εξυπνότερους, ή ωραιότερους, μα ευγενέστερους, και πιο γενναιόδωρους, και πιο επιεικείς- και να τους εκτιμάς για όσα μπορούν να σου μάθουν, και να προσπαθείς να τους ακούς όταν σου λένε κάτι για σένα, όσο άσχημο -ή καλό- κι αν είναι αυτό, και να τους εμπιστεύεσαι, που είναι το δυσκολότερο απ' όλα. Μα και το καλύτερο».

Σωπαίνουν και οι δυο για πολλή ώρα, ακούγοντας το κλικ του μετρονόμου, που είναι ελαττωματικός και μερικές φορές αρχίζει να χτυπάει από μόνος του, ακόμα και αφού τον σταματήσει. «Θα κάνεις φίλους, Φίλιξ» λέει τελικά. «Θα κάνεις. Δεν θα χρειαστεί να προσπαθήσεις τόσο πολύ για να τους βρεις όσο για να τους κρατήσεις, μα σ' το υπόσχομαι, είναι προσπάθεια που αξίζει να την κάνεις. Πολύ περισσότερο απ' ό,τι, ας πούμε, τα λατινικά». Και τώρα ο Φίλιξ τον κοιτάζει και χαμογελάει, και του χαμογελάει κι αυτός. «Εντάξει;» τον ρωτάει.

«Εντάξει» λέει ο Φίλιξ, και ακόμα χαμογελά.


>>>

Διαβάζω καθημερινά εδώ και καιρό (και ελπίζω για αρκετόν ακόμα, αργά και χορταστικά) το μοναδικά συγκινητικό μεγάλο βιβλίο της Hanya Yanagihara (που προφέρεται κάπως σαν Χάνια Γιαναγκιχάρα), Λίγη Ζωή. Ένα μικρό τουβλάκι εννιακοσίων σελίδων, που από τις πρώτες εκατό και μετά στενοχωριέμαι ήδη που θα τελειώσει, και τώρα που είμαι στο πρώτο τρίτο στενοχωριέμαι ακόμα πιο πολύ. Είναι αυτή η παράξενη αίσθηση που με πλακώνει, αλλά και με ενθουσιάζει που έχω στα χέρια μου ένα αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα, "ένας τραγικός, υπερβατικός ύμνος στην αγάπη, μια αριστοτεχνική απεικόνιση του σπαραγμού, της τυραννίας της μνήμης και των ορίων της ανθρώπινης αντοχής" αντιγράφω από το οπισθόφυλλο και δεν προφταίνω την ώρα να βυθιστώ στη συνέχεια του.

Μα το δηλώνω ξανά με θλίψη, που 'χει και θα 'χει συντροφεύσει σιωπηρά τόσα βράδια και ξημερώματά μου: λυπάμαι στ' αλήθεια που θα τελειώσει.


Από το βιβλίο αυτό είναι και το παραπάνω απόσπασμα. Το αφιερώνω στους δικούς μου εγκάρδιους φίλους, για τη γενναιοδωρία και την επιείκειά τους· μαζί τους γίνεται αλήθεια το "πόσο γλυκός και μέγας είναι ο κόσμος όταν τον βλέπουνε μαζί δυο φίλοι" του ποιητή. Τώρα που χρειάζομαι, θρέφομαι απ' τις κοινές μας μνήμες, τα κοινά μας βιώματα, τις προσευχές τους.


Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Πέρασε κάποια που φορούσε τ' άρωμά σου

Πέρασε κάποια που φορούσε τ' άρωμά σου
χρωματίζοντας τον αέρα που ξεχνούσε πίσω της·
τον συνάντησα την επόμενη στιγμή που εκείνη τον άφησε
όταν πλάγιασα το ποδήλατο στην κάθετη στροφή·
κουβαλούσε την ψύχρα της απόστασης ανακατεμένη με τη γλύκα της ανάμνησης.

Βήμα βιαστικό, αποφασιστική κίνηση, πορεία σταθερή
για το απέναντι πεζοδρόμιο.
Τακούνι, πέτρα· έσμιξαν ηχηρά πέμποντας παλμούς στα ξεσκούφωτα αυτιά
που πρόδωσαν το κοκκίνισμα που έφερε η θύμησα. Ή μήπως
ο αέρας ήτανε που σφύριζε ξεχασμένες ιστορίες στο χιονισμένο πέρασμά του.

Πέρασε κάποια που φορούσε τ' άρωμά σου
-πράμα δεν ελάλει στη δευτεριάτικη μεσόσταση της μέρας παρά
μόνο το ρυθμικό πεφτοσήκωμα του πεταλιού-
και χάθηκε στις καμάρες της καινούριας πόρτας.
Πέρασε κάποια μα δεν ήταν τ' όνομά σου.


*Τίτλος δανεισμένος από τραγούδι του Πάνου & Χάρη Κατσιμίχα.