Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

σαν βέλος

«Πριν φύγω από το Παρίσι, πήγα ένα δειλινό ν' αποχαιρετήσω τη Notre-Dame. Θα την ευγνωμονώ πάντα για τη συγκίνηση που μου 'δωκε σαν την πρωτόδα· ο θόλος στις δικές μας εκκλησιές είναι θαρρείς μια χαριτωμένη συμφιλίωση του περιορισμένου με το απεριόριστο, του ανθρώπου με το Θεό· τινάζεται προς τ' απάνω ο ναός, θαρρείς και φιλοδοξεί να φτάσει στον ουρανό, και ξαφνικά, με θεοφοβούμενη εγκαρτέρηση, υποτάζει την ορμή του στο άγιο μέτρο, υποκλίνεται και καμπυλώνεται μπροστά στην άφταστη απεραντοσύνη, γίνεται θόλος και κατεβάζει στην κορφή του τον Παντοκράτορα.»
«Ολότελα πιο περήφανη μου φαίνουνταν η παράτολμη φιλοδοξία της γοτθικής μητρόπολης· τινάζεται από το χώμα, επιστρατεύοντας, θαρρείς, όλες τις πέτρες της γης, για να τις πειθαρχήσει να καταλήξουν σε βέλος, που χιμάει στον ουρανό, μυτερό, τολμηρό, σαν αλεξικέραυνο. Όλα στην άγια ετούτη αρχιτεκτονική αποκορυφώνουνται και γίνουνται βέλος· όχι πια η ισιόγραμμη, τετράγωνη λογική του ελληνικού ρυθμού, που βάζει ανθρώπινη τάξη στο χάος, τέλεια ισορροπώντας την ομορφιά με την ανάγκη κι εγκαινιάζοντας λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό· μα κάτι παράφορο, παράλογο, μια ένθεη αλλοφροσύνη, που συνεπαίρνει ξάφνου τους ανθρώπους και τους σπρώχνει να επιχειρήσουν έφοδο στην επικίντυνη γαλάζια ερημία, για να κατεβάσουν το μέγα Κεραυνό, το Θεό.»
«Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να 'ναι κι η προσευκή· τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας...»
* Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
Καλή Σαρακοστή. 

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ωδή στην αποκριά

Σε οκτώ βδομάδες πάλι
Μ' αναστενάζουσα καρδιά κι ένα βαρύ στομάχι
έριξα στάχτη και νερό στα λιπαρά 'ποφάγια.
Μπούχτισα μέχρι το λαιμό, αντικριστά και σφάγια
κι επήρα την απόφαση σε οκτώ βδομάδες πάλι.
***
Ξεκίνησα με λάχταρο και ελαφρύ κεφάλι
ξαπόσταινα πιπιλίζοντας στα δάχτυλα τη λίπα·
μα ούτε στιγμή δεν στάθηκα, δε ρώτησα, δεν είπα
- καλά, πότε ξανάρχεται; - σε οκτώ βδομάδες πάλι!
Μάσησα, καταπόντισα, σωστό 'να καρναβάλι
που όμοιο ποτέ δεν έγινε σε γειτονιά, σε σπίτι.
Μα όταν εξεχείλισε, ξεπόρτισε απ' τη μύτη
ο κόψιδος βασίλεψε, σε οκτώ βδομάδες πάλι.
***
Τότες μόνο-μετάνιωσα που ζήτηξα τρία κιλά να βάλει
απ' το καλό το σύγκλινο και το 'κλεκτό απάκι·
που όλα μαζί τα σιάξαμε προχθές στου φίλου μου του Άκη
αναφωνώντας λέφτεροι σε οκτώ βδομάδες πάλι!



Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Η μικρή μπουμπού

Έχοντας για λίγα μόλις λεπτά χάσει το προηγούμενο δρομολόγιο, μ' έπιασε γρήγορα το μεσημέρι στο δρόμο για το χωριό της, μια γλυκιά μέρα στην καρδιά του φθινοπώρου.

Να, ήδη διασχίζω γοργά το οδόστρωμα της εθνικής και κατεβαίνω τον κόμβο της γέφυρας, που οδηγεί στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κοιτώ αυθόρμητα δεξιά κι αριστερά καθώς πατώ στις ράγες της παλιάς γραμμής του τραίνου, που ποιος θυμάται πότε έπαψε να λειτουργεί και ανηφορίζω στον δεξιό παράδρομο που οδηγεί στο σπίτι της. Η φύση στέκει ακόμη περήφανη στις αρχές του Οκτώβρη, οι μουριές σκιάζουν το στρατί σ' όλο του το μήκος. Από τα διπλανά σπίτια ακούγονται πιρούνια να κροτούν αποφασιστικά στη λευκή πορσελάνη, ποτήρια να γεμίζουν πιοτό. Γνέφω χαμογελαστά σε μια γειτόνισσα, αφήνοντάς την στην απορία ποιος να 'μαι. Κοντεύω το βήμα, ανασηκώνω το μικρό μου σακίδιο, ισιώνω τη ζακέτα που κρέμεται στο λουρί του· η κουκούλα της σχεδόν γλύφει το τσιμεντόστρωτο δρομάκι.

Στα τελευταία μέτρα σταματώ. Την έχω ήδη δει από μακριά, μα πλησίασα κοντά αθόρυβα. Καθισμένη ανάποδα στην πλαστική καρέκλα, κάνει τα συνηθισμένα καλοκαιρινά ανέμελα νάζια της κάθε φορά που το υπομονετικό κουταλάκι με το κριθαράκι πλησιάζει το στόμα της. Θέ μου πώς μεγάλωσε! Μάκρυναν τα μαλλάκια της, ψήλωσαν τα ποδαράκια της, μόρφυνε το πρόσωπό της. Στέκουμαι και χαμηλώνω φέρνοντας τις παλάμες στα γόνατά μου· και την κοιτώ χαμογελαστός. Θα με θυμηθεί; Εκεί που χαζεύει στριφογυρνώντας το κεφαλάκι της, η έκτακτη παρουσία μου τραβά το βλέμμα της· τα μάτια της ανοίγουν μεγάλα καστανά, τα χαμόγελα περιορίζονται, τα χείλη της ανοίγουν ελαφρά. Θα με θυμηθεί; Τα δευτερόλεπτα περνούν αργά. Στο επόμενο φέρνει το δαχτυλάκι της στο κάτω χείλος, ποιος ξέρει σε τι στροφές θα λειτουργούν τώρα οι μηχανισμοί της μνήμης της. Θα με θυμηθεί;

(Αυτό ήταν πάντα το όνειρό μου. Κυριολεκτικό όνειρο, ύπνου όνειρο. Ότι την επισκέπτομαι στο σπίτι στο χωριό, κι όσο ακόμα βαδίζω στο δρομάκι που οδηγεί στην αυλή του σπιτιού, εκείνη με βλέπει από μακριά και τρέχει να κρυφτεί στην αγκαλιά μου.)

Και την επόμενη στιγμή μου χαρίζει το ομορφότερο χαμόγελό της. Και το δαχτυλάκι που σκάλιζε το χείλος της τώρα με δείχνει, ακροδείχτης στο τεντωμένο χεράκι της. Και μετά οι δικοί μου μηχανισμοί μνήμης χάνονται στις παιδικές φωνούλες της, στις αγκαλίτσες της, στα νάζια της. Στον παιδικό της λαιμό που δεν χορταίνω να φιλώ.

Το κριθαράκι έμεινε μισό.

* Για τη μικρή μπουμπού μου, που σήμερα κλείνει τα δυο της χρόνια.