Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

το δίδυμο δευτερόλεπτο που κράτησε οκτώ μήνες

Η είδηση.
«Την τελευταία ημέρα του Ιουνίου ο χρόνος θα κάνει ένα άλμα και το τελευταίο ακριβώς λεπτό του μήνα δεν θα διαρκέσει 60, αλλά 61 δευτερόλεπτα. Ένα ακόμα δευτερόλεπτο, δηλαδή, θα προστεθεί στον παγκόσμιο χρόνο σήμερα, προκειμένου να διορθωθεί η απόκλιση που έχει συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στην αστρονομική ώρα, η οποία υπολογίζεται με βάση την περιστροφή της Γης, και τον λεγόμενο Συγχρονισμένο Παγκόσμιο Χρόνο (UTC). Έτσι απόψε το βράδυ η ώρα UTC θα περάσει από τις 23.59.59 στις 23.59.60 και μετά στις 00.00.00 της 1ης Ιουλίου».

>>>

Ήτανε, θυμάμαι..., έτσι ξεκινάνε όλες οι όμορφες ιστορίες που αφήνουν μόνο γλυκύτητα στο πέρασμά τους, σαν ίχνος γυμνοσάλιαγκα που σέρνει λαμπερή την τροχιά του στην τσιμεντένια αυλή. Ήτανε λοιπόν μια μέρα μετά την παρέλαση του Οκτώβρη, θυμάμαι. Το ξημέρωμα με βρήκε να συγυρίζω τις τελευταίες λεπτομέρειες στο σπίτι, την ώρα που ο ήλιος άρχιζε να ανατέλλει καθάριος μετά από ένα τριήμερο συννεφιάς εμπλουτισμένο με πιτσιλιές λερωμένης βροχής. Λίγα λεπτά αργότερα η μηχανή ενός αυτοκινήτου πλησίαζε, μαρσάριζε στην ανηφόρα μπροστά από το σπίτι και έσβηνε ξανά στην ησυχία του πρωινού. Το λευκό fiat έστεκε ταιριαστό και βαρυφορτωμένο κάτω από το μεγάλο πεύκο στην απέναντι μεριά του δρόμου· το είδα βγαίνοντας στη βεράντα, έχοντας ακούσει γνώριμο ήχο ιταλικής μηχανής. Δυο κουρασμένα πρόσωπα βγήκαν από τις μοναδικές κανονικές πόρτες του τρίθυρου κουπέ. Λίγη ώρα μετά απολαμβάναμε τη ζεστασιά του πρωινού ήλιου στο μπαλκόνι, συνοδεία τσιγάρου και πίτας σπιτικής, η οποία είχε ταξιδέψει μερικές εκατοντάδες οδικά χιλιόμετρα και δέκα-τόσες ώρες υγρής διαδρομής μέχρι να καταλήξει στον πρώτο όροφο ενός σπιτιού στο νότιο Ηράκλειο. Τρία ζευγάρια μάτια έτρωγαν με χαρά τα απέναντι πρόσωπα, άλλα παλιά και αγαπημένα, άλλα καινούρια και υποσχόμενα, σε μια προσπάθεια να εξατμιστούν η κούραση, ο φόβος, η αγωνία ενός νέου ξεκινήματος, οι πρώτες ημέρες μιας βιαστικής προσαρμογής.

Και ήτανε χθες, αυτό το θυμάμαι το ίδιο καλά, που τα ίδια ζευγάρια μάτια θόλωσαν και μίκρυναν στην τελευταία χόρταση των αγαπημένων προσώπων, την ώρα εκείνη του αναπόφευκτου αποχωρισμού, εκκρίνοντας δάκρυα και ένα τσουβάλι συμπυκνωμένες θύμησες οκτώ ολόκληρων μηνών στο σαλόνι ενός πλοίου που ζέσταινε τις μηχανές για ένα πρόωρα βιαστικό φευγιό. Μέχρι να επιστρέψω στο αυτοκίνητο που περίμενε τη μοναξιά μου, αναλογίστηκα τους μεγάλους αποχωρισμούς που κάθε χρόνο τελευταία σημαδεύουν τις εποχές μου. Και είναι κάθε φορά τόσο μεγάλοι, όσο πιο ανέμελη και στενή και ανεπιτήδευτα αδερφική είναι η καθημερινή σχέση που αναγκάζεται να σπάσει. Κράτησα με βία το κεφάλι μου να μην κοιτάξει πίσω, μην πάρουνε την όπισθεν και τα πόδια μου.

Από το ήτανε θυμάμαι... μέχρι το χθες μαζεύτηκαν σωρό οι αναμνήσεις, ατέλειωτες οι ώρες οι κοινές. Χιλιάδες τα βήματα που μέτρησε το κινητό στις νωχελικές μας βόλτες ως το λιμάνι και στα πλακόστρωτα στενά του κέντρου, αμέτρητες οι μουσικές ώρες στο δυάρι της κνωσσού· τότε που μια καινούρια μελωδία είχε ξεπηδήσει απ' την έμπνευση της περασμένη νύχτας και συναντούσε τις συγχορδίες και τα όργανα στο ακούραστο i-book που κοσμούσε το βαρύ γυάλινο τραπέζι στο μέσο της κουζίνας. Χάνεται ο αριθμός και των υποσχέσεων που δόθηκαν «αυτή τη φορά τέλος, από αύριο δίαιτα», μέχρι μια πίτσα, μια μπύρα, ένα μίνι κοτοσουβλάκι ή μια συσκευασία καινούριου οικογενειακού παγωτού κανταΐφι να μετατρέψει την πρόσφατη υπόσχεση σε αμφίβολη ανάμνηση. Αξέχαστες και οι πρώτες κοινόβιες εβδομάδες στις Μεσαμπελιές, η μοναδική φορά στους Σταμνούς που δεν προφτάσαμε να επαναλάβουμε· το επαναλάβαμε όμως στα σπίτια μας με χίλιες και μία συνταγές. Και άλλα και άλλα και τόσα πολλά, ο Πορτοκάλογλου και οι Foo Fighters, ο Δούκας Χατζηδούκας και ο Μάκης Δημάκης, ο Χλαπάτσας, ο Χαρούλης. Και το φαράγγι, ναι, ήτανε και το φαράγγι!

>>>
«Είναι κάποιες μέρες που στροβιλίζονται πιο γρήγορα από κάποιες άλλες. Μερικές φορές υπάρχουν ώρες που μεγαλώνουν στην κοιλιά τους δίδυμα δευτερόλεπτα. Τότε ο χρόνος περισσεύει και είναι σαν η ζωή να μεγεθύνεται και να τρέχει. Τα μαλλιά της, τα νύχια της, μακραίνουν, και φαίνεται σαν να πέρασαν βδομάδες, μήνες... Είναι κάποιες μέρες που από μόνες τους συμπυκνώνονται και μπερδεύουν τα ρολόγια».
(Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο, εκδ. πατάκης).
>>>

Χαίρομαι πολύ που η τελευταία μας δυνατή εμπειρία ήτανε το διάβα του φαραγγιού· του μεγάλου φαραγγιού· απ' το πρωί στο δρόμο για τον Ομαλό και απ' το πρώτο χιλιόμετρο στο μονοπάτι η γκρίνια και το λύγισμα μπρος στα δεκάξι που υπολείπονταν· τότε που λέγαμε σχεδόν προφητικά ότι θα μπούμε στην είσοδο του φαραγγιού με ευρώ και θα βγούμε ποιος-ξέρει-με-τι, τόσο μεγάλο το πέρασμα, τόσο επίπονη η διαδικασία. Οι πονεμένες γάμπες, τα χτυπημένα νύχια, ο ζαλιστικός ήλιος και τα σερνάμενα πόδια, όλα γιατρεύτηκαν στη δροσερή θάλασσα του νότου κι ας έμειναν τα πιασμένα μέλη να δαγκώνουν μέρες μετά σε κάθε κατέβασμα σκαλοπατιού. Το ίδιο βράδυ, όταν κατάκοποι διαβήκαμε και την τελευταία πόρτα, αυτή του σπιτιού μας, στις τηλεοράσεις ο πρωθυπουργός ξεκινούσε το διάγγελμα για το δημοψήφισμα. Μετά οι μέρες κύλησαν τόσο γοργά, μα τόσο γοργά σαν σκάρτα δευτερόλεπτα.

>>>

Τούτη εδώ η ώρα, αυτό το ακροτελευταίο λεπτό του μήνα, γέννησε επίσημα ένα δίδυμο δευτερόλεπτο, ένα έξτρα δευτερόλεπτο, που έκανε το χρόνο αυτής της στιγμής να μεγεθυνθεί τόσο πολύ ώστε να χωρέσει να τρέξει στις στιγμές των μηνών που περάσαμε παρέα. Ελπίζω να καταφέρει έτσι να διορθώσει την «απόκλιση» που συσσωρεύτηκε μέσα μου, να επαναφέρει τους δείκτες μου, να ξαναρυθμίσει το χρονισμό μου σ' αυτόν τον τόπο, που τόσο όμορφα και απαλά είχε συντονιστεί στη μόνιμη παρουσία σας.

Χρωστάμε κάμποσες συναυλίες και μερικές ακόμα χιλιάδες βημάτων, Άκη και Χρύσα. Τούτο το ξεχωριστό δίδυμο δευτερόλεπτο, που κράτησε ίσαμε οκτώ μήνες, δυστυχώς εξαντλείται από στιγμή σε στιγμή· δίνει τη θέση του στο επόμενο λεπτό της επόμενης ώρας ενός άλλου μήνα, που θα μοιάζει σαν όλα τα άλλα που προηγήθηκαν πριν απ' αυτό. Στην επόμενη ευκαιρία θα τα προσπαθήσουμε όλα ξανά. Ως τότε υπομονή και δύναμη· το φαράγγι μας δείχνει τον τρόπο.

Κι άντε τώρα πάλι απ' την αρχή τα βήματα.


Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

του ανέμου λόγια

«Μη μείνουμε μόνο να ρουφάμε μια ζωή τις ανάσες των βιβλίων, αντί για τα χείλη τα κερασένια κάποιας ξωθιάς», έφτασε με μια δόση ισχυρά ποιητική το μήνυμα του Αντώνη στο viber. Ήταν η απάντησή του στον δικό μου ενθουσιασμό από την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος του Ισίδωρου Ζουργού, Ανεμώλια· στα αναπάντεχα δάκρυα που φούσκωσαν στις κόγχες μου και μούσκεψαν το μαξιλάρι τούτο το μουντό απόγευμα.  Και σ' αυτό το εσώτερο άδειασμα που συνοδεύει την τελευταία σελίδα, λες και όλη η ζωντάνια μας εγκλωβίζεται στα κενά μεταξύ των σελίδων, ανάμεσα στις γραμμές και στα γράμματα, κάθε που κλείνει ερμητικά το οπισθόφυλλο και το βιβλίο παίρνει τη θέση του στη μικρή βιβλιοθήκη.

«Τα βιβλία σπάνια απογοητεύουν», σε αντίθεση με τους ανθρώπους ήθελα να πω, «η συντροφιά τους μένει τίμια ως το τέλος». Μα και ποιος δεν ορέγεται τέτοια χείλη! Ονειρεμένα..

Σαν τα όνειρα που αναφέρει η γλυκιά αφιέρωση της Μαρίνας, να τα ζω με μάτια ανοιχτά και χαμόγελα.

«Η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει με τον άνθρωπο· ο εικοσιτετράωρος κύκλος υπομνηματίζει, ή μάλλον υπαινίσσεται, τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του. Τα πρωινά έχουν ένα βρεφικό ψέλλισμα, απ' τα πουλιά συνήθως, ένα αντανακλαστικό τίναγμα στα πόδια κι ένα κλάμα, όπως η ώρα που ξεκινούν τα αστικά λεωφορεία. Τα πρωινά έχουν ένα σαλιωμένο δάχτυλο και μια αθωότητα, γιατί ο άνθρωπος στο ωράριό του είναι ανεξίκακος, οι άνθρωποι αμαρτάνουν συνήθως την ώρα της σχόλης. Το μεσημέρι πάλι ταυτίζεται με το μεσουράνημα του ανθρώπινου κόπου. Το απόγευμα προοιωνίζεται τα γηρατειά, την απελπισία της μέσης ηλικίας, όπως είναι η δική μου. Το σούρουπο καλεί τον χάλκινο ύπνο».
σημειώνω από τις σελίδες του βιβλίου, τούτη ακριβώς την ώρα που στο ραδιόφωνο ο Neil Young κεντάει τις νότες σε παλιό αγαπημένο τραγούδι και ο εγκέλαδος κουνάει τραπέζια, τρίζει πιάτα και κεντρίζει συναγερμούς αυτοκινήτων, πενήντα ένα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ρίχνω τη ματιά μου έξω από το στρογγυλό σαν φινιστρίνι παράθυρο της κουζίνας να επιβεβαιώσω ότι η γειτονιά στέκει στη θέση της. Τα μπαλκόνια παραμένουν σκοτεινά και ήσυχα, το κούνημα του σεισμού μάλλον νανούρισμα θα προκάλεσε παρά άκαιρο ξύπνημα. Όμως
«Οι ουρανίωνες θεοί δεν ησυχάζουν ποτέ και το εργαστήρι της μοίρας μας διανυκτερεύει».
όπως διανυκτερεύω τώρα κι εγώ γράφοντας αυτό το σημείωμα, αυτή τη μαρτυρία μεταξύ ξενυχτιού, σεισμού και ραδιοφώνου, παραβαίνοντας τον άγραφο εργασιακό κανόνα μου να μην αγρυπνώ εν μέσω βαρδιών.
«Η κάθε παράβαση των κανόνων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ξέσπασμα της εσωτερικής ελευθερίας. Η μοιχεία, το έγκλημα, η οδική παράβαση, ένα σκουπίδι σ' ένα καθαρό πεζοδρόμιο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αφροί της ψυχής όταν εκείνη είναι ταραγμένη, γιατί η κάθε μέρα είναι προπέλα που γυρνάει ακατάπαυστα και τη βασανίζει όπως τα καράβια τα νερά της θάλασσας».

Συμμαζεύω κι εγώ την κυματισμένη ψυχή μου κι οδεύω προς τον γλυκό -όχι βέβαια τον χάλκινο*, όχι ακόμη!- ύπνο. Να ετοιμαστεί για την αυριανή προπέλα που θα γυρνά για άλλη μια φορά ακατάπαυστα. Τσαλακώνω και πετώ το πηγαινέλα εισιτήριο του μετρό προς αεροδρόμιο που τέλεσε χρέη σελιδοδείκτη για μια βδομάδα στα Ανεμώλια*. Ρίχνω άλλη μια ματιά στην ολιγόφωτη γειτονιά απ' το φινιστρίνι της κουζίνας και σβήνω το φως. Συγκρατώ τα μάτια μου ανοιχτά και χαμογελώ, περιμένοντας τις ξωθιές και τα όνειρα. Μέχρι να 'ρθουν, και σαν τελευταία πράξη τούτης της μέρας, διαλέγω τον επόμενο Ζουργό από τη στοίβα των βιβλίων που μαζεύτηκαν στο κομοδίνο.


* χάλκινος ύπνος στην Ομηρική γλώσσα είναι ο θάνατος,
ανεμώλια είναι τα ανεμώδη λόγια, τα επιπόλαια.

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, εκδ. Πατάκη.