Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Πού να βρω μια άποψη;

* του Οδυσσέα Ιωάννου

Δεν έχω πάντα έτοιμη την άποψη. Οι βασικές αρχές παραμένουν μάλλον ακλόνητες, αλλά δεν υπάρχει μία μαγική οδός που ενώνει αυτόματα -δικαιώνοντας ή υπονομεύοντας- αυτές τις αρχές με συγκεκριμένα γεγονότα που συμβαίνουν κατά δεκάδες καθημερινά. «Ποια η γνώμη σου για τα γεγονότα της παρέλασης στην Θεσσαλονίκη;» Τι να σου πω; Δεν είναι μία για όλα, και δεν ξέρω αν είναι και άποψη. Κάποιες φορές αφήνω το “σώμα” να απαντήσει πριν σκεφτώ. Τις πιο πολλές φορές που το εμπιστεύτηκα, καλά μου τα ΄πε. Λοιπόν, δεν με χάλασε που δεν έγινε η παρέλαση, δεν θα ψάξω για κομματικές συνομωσίες, υπάρχει σίγουρα πολύ μεγάλη και αληθινή οργή και απόγνωση που δεν πατρονάρεται, δεν βρίσκω κάποιο νόημα στο να φωνάζεις τον Παπούλια προδότη, την αποστροφή των κεφαλών πολλών μαθητών από τους επισήμους την βρήκα ωραία μαγκιά, ενώ την μούτζα του πιτσιρικά στην Λάρισα, από δήθεν μαγκιά μέχρι εφηβική μ@λ@κί@. Αυτά. Σε βοήθησα;

Μας έχουνε σκάσει πολλά τελευταία. Ένας λαός εθισμένος στο σκυλάδικο και στην τηλεόραση, καλείται ξαφνικά να κολυμπήσει στα βαθιά. Να έχει άποψη. Για πολιτική, για οικονομία, για πολιτισμό, για ηθική, για πατρίδα, για δικαιοσύνη, για ό,τι λοιδωρείται και συκοφαντείται εδώ και δεκαετίες. Δύσκολη πίστα. Την ώρα που κάναμε τα ψώνια μας, μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. Πώς παρατάς τις σακούλες στη μέση του δρόμου και τρέχεις να διαβάσεις Ηράκλειτο και Καβάφη; Δεν γίνονται αυτά. Είναι σαν να απαιτήσεις από τους χουλιγκάνους να αφήσουν το “γ** ο Θρύλος κι ο Πειραιάς” και να πιάσουν την Casta Diva (την εκτέλεση με την Κάλλας βεβαίως). Δεν ειρωνεύομαι, ούτε υποτιμώ. Εννοώ πως η κάθε πίστα έχει τους δικούς της κώδικες, και υπάρχουν “δραστηριότητες” που προσφέρονται μόνο για το προσωπικό μας ξεμπούκωμα και άλλες που απαιτούν όλες τις εφεδρείες της πνευματικότητάς μας, ακόμη και τους τραυματίες. Εκεί, στις δεύτερες, έχουμε θέμα. Και πέρα από την φτώχεια που εφορμά δίχως αντίσταση, θα κληθούμε πια να έχουμε άποψη για ό,τι συμβαίνει. Ακόμη κι αν η άποψή μας καταλήγει -υγιώς- πως δεν γίνεται να έχουμε όλοι άποψη για όλα. Αλλά τουλάχιστον να δίνουμε λόγο για ό,τι κάνουμε. Πρωτίστως, στους εαυτούς μας. Ούτε το “δεν βαριέσαι” ούτε το “δεν γ**” θα αντέξουν. Όμως, η άποψη θέλει περισσότερο κόπο κι απ’ τον τρύγο. Και συνήθως, αρχίζεις από την απόψή σου για τον εαυτό σου. Κοίτα να το δεις με χιούμορ.

Είναι σαν εκείνη την πολυφορεμένη ερώτηση «μα γιατί δεν μιλάνε οι πνευματικοί άνθρωποι;» την οποία όλοι μας την παίρνουμε προσωπικά! Ούτε καν περνάει από το μυαλό μας, ότι κανένας δεν εννοεί εμάς…

Δανείζομαι για την περίσταση μια ιστοριούλα που μου έχει αφηγηθεί ο φίλος μου τραγουδοποιός Θοδωρής Παυλάκος. Ήταν πιτσιρικάς, σκάλιζε μία κιθάρα και έλεγε στην μητέρα του πως θέλει να γίνει μουσικός. Την ημέρα που δολοφόνησαν τον Τζων Λέννον, ο μικρός Θοδωρής ήταν πολύ στενοχωρημένος.
«Τι έχεις παιδί μου;» τον ρώτησε η μητέρα του.
- «Σκοτώσαν τον Λέννον μάνα»
- «Τι ήταν αυτός παιδάκι μου;»
- «Μουσικός, μάνα»

   ……………
- «Να προσέχεις παιδί μου!!!»

* Άρθρο του στο protagon.gr, την 30ή Οκτωβρίου 2011. Θα το βρείτε εδώ.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ποιος να πει και ποιος να ξέρει


Today's Soundtrack:
Νίκος Ζιώγαλας
"Αν θα χαθούμε ποιος να πει ή αν θα σμίξουμε ποιος ξέρει, ποιος να ξέρει.."

Για ώρες κοιτούσα το απέναντι πεζοδρόμιο. Για την ακρίβεια την απέναντι αντιδιαμετρική γωνία του πεζοδρομίου. Λοξά όπως ήμουν στη δική μου γωνιά, είχα εμπρός μου χιαστί τους δυο κάθετα διασταυρούμενους δρόμους, με τις δυο ουρές τους που χάνονταν πίσω μου -αριστερά και δεξιά- και τις δυο προεκτάσεις τους να χάνονται μπροστά μου, μέχρις εκεί που δε φτάνει το μάτι. Συνέβαινε κάτι ιδιαίτερο σ' αυτή τη διασταύρωση που είχε εγκλωβίσει το βλέμμα μου. Οι προεκτάσεις των δρόμων εμπρός μου δεν είχαν φυσική συνέχεια με τις προεκτάσεις πίσω μου. Ο ίδιος δρόμος έμοιαζε πολύ διαφορετικός πριν και μετά τη διασταύρωση, λες και άλλαζε η πόλη από το σημείο αυτό και μετά.

Ο δρόμος που ερχόταν από πίσω-αριστερά ήταν πολύ γραφικός, χαρακτηριστικός μιας παλιάς πόλης. Με τα χαμόσπιτα με τους μικρούς κήπους και τις φουντωτές φορτωμένες ροδιές πλάι στα τρία σκαλοπατάκια που οδηγούσαν στη μικρή βεράντα και την καμαρωτή είσοδο. Το ίδιο μοτίβο και στις δυο πλευρές του δρόμου, που επεκτείνονταν πλέον απέναντι, εμπρός και δεξιά. Εδώ όμως τα παλιά σπίτια είχαν αντικατασταθεί από πολυτελείς μονοκατοικίες, δυώροφες μεζονέτες με ημι-υπόγεια γκαράζ και πέργκολες και ψηλούς θάμνους πίσω από την περίφραξη, τέτοιους που δεν επέτρεπαν πολλές ελευθερίες στα αδιάκριτα βλέμματα! Πολυπλοκόσχημα κτήρια, με ζεστά όμως χρώματα και πανάκριβα υλικά, το ένα δίπλα στ' άλλο, στη σειρά.

Και στον άλλο δρόμο, που ερχόταν από τα δεξιά κι έφευγε εμπρός κι αριστερά, συναντούσε κανείς πιο πίσω μαγαζάκια και μικρές βιοτεχνίες, τακτοποιημένα σε καλόβολους χώρους, παρά τη στενή φάτσα και το μεγάλο βάθος. Σιδεράδικα και καπνοπωλεία, ηλεκτρικά, ραφτάδικα, χρώματα και βερνίκια, παντοφλάδικα. Όλα τους τακτοποιημένα και αρμονικά διαταγμένα μες στην ποικιλομορφία τους, παρά τη διαφορετικότητα των χρήσεών τους. Μα μετά τη διασταύρωση ορθώνονταν εμπρός μου πανύψηλα πολυ-όροφα κτίρια, μ' εκείνες τις άχαρες όψεις από γυαλί και μέταλλο. Γραφεία, υπηρεσίες, εταιρείες, καταστήματα. Με δυο λέξεις, ανάπτυξη και "μούρη".

Η Οδός Επιθυμίας και η Οδός Ευκαιρίας. Να τες, πίσω μου κι εμπρός μου.

Μα εγώ τι γύρευα εκεί;

Τι άλλο απ' το να περιμένω το ραντεβού μου. Ένα ραντεβού που δεν είχε αργήσει, μα ούτε κι εγώ είχα φτάσει νωρίτερα. Είχα πάει ακριβώς στην ώρα μου. Σ' αυτό το ραντεβού διαρκείας. Το πρώτο μήνυμα είχε έρθει στις αρχές του περασμένου μήνα και με τραβολογούσε απ' το χέρι επίμονα, έντονα, να περπατήσω γοργά την Επιθυμίας και να βρω το σταυροδρόμι. Και να περιμένω εκεί, λέει, το ραντεβού μου. Το δεύτερο μήνυμα ήρθε στο τέλος του περασμένου μήνα. Πολλά αναπάντεχα αυτός ο μήνας! Και με παρακινούσε να τρέξω με όλη μου τη δύναμη την Ευκαιρίας και να περάσω απέναντι στο σταυροδρόμι, χωρίς να κοιτάξω καν αριστερά και δεξιά. Θα είχα προτεραιότητα, έλεγε. Πρώτη προτεραιότητα. Κι εκεί θα 'βρισκα, λέει.

Για ώρες κοιτούσα την απέναντι γωνία του πεζοδρομίου, ακίνητος απ' το δικό μου σημείο, Επιθυμίας και Ευκαιρίας γωνία. Είχα φτάσει εκεί ακολουθώντας τα δύο μηνύματα. Δεν είναι ότι πήγα γιατί δεν είχα τίποτα να χάσω. Και βέβαια είχα, πάντα κάτι μένει πίσω. Αλλά μου άρεσε, μου είχαν φανεί τόσο ελκυστικά τα μηνύματα, τόσο ελπιδοφόρα... Μα σαν έφτασα εκεί, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήταν και λιγάκι αντικρουόμενα. Και τώρα ποιον δρόμο να τραβήξω, πού να κοιτάξω; Το ένα μήνυμα είχε πει να μείνω εκεί, να περιμένω, να κοιτάξω απέναντι στην οδό Επιθυμίας, να ζυγίσω και ν' αποφασίσω. Το άλλο είχε πει να τρέξω χωρίς δισταγμό απέναντι στην οδό Ευκαιρίας.. Μα εγώ δίστασα.. Αλλά και την Επιθυμίας που λοξοκοιτούσα δεν αισθάνθηκα κανένα feedback. Πού 'ναι η επιθυμία που πεθύμησα; Και η ευκαιρία τι απέγινε, χάθηκε;

Για ώρες κοιτούσα. Τη γωνία. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Άρχισα να τα βάζω με τον εαυτό μου, που γι' άλλη μια φορά στα δύσκολα στύλωσε τα πόδια, μουλάρωσε. Απ' τη μια δεν κοίταξε, απ΄την άλλη δεν έτρεξε. Έσκυψα το κεφάλι και κοίταξα τώρα τη δική μου γωνία. Η ίδια γωνία, όπως παλιά, όπως πάντοτε, σκιασμένη όμως απ' τη σκιά που της έριχνε το σκοτεινό γερμένο μου κεφάλι. Έριξα ένα ακόμη βλέμμα προς τα πίσω, μια αριστερά, μια δεξιά, μπας και βρω στήριγμα, σημάδι, έναν οιωνό ν' αποφασίσει για μένα. Καλά που δεν κάηκα σαν τη γυναίκα του Λωτ! Και τώρα;

Και τώρα στέκομαι ακόμη στη γωνιά μου, σαν φοβητσιάρης αθλητής του μποξ που δε λέει να κουνήσει τα πόδια του. Και εξακολουθώ να κοιτάζω τη δική μου γωνιά. Χάμω. Συγκεντρώνομαι εκεί κι ας ξέρω ότι εκεί δε θα βρω απαντήσεις. Ξέρω όμως ότι όταν σηκώσω το κεφάλι και δω μπροστά, δε θα ξανακοιτάξω την απέναντι γωνία. Ένας απ' τους δύο δρόμους θα μαγνητίσει το βλέμμα μου Χμμ, αλλά δεν ξέρω ποιος! Ξέρω ποιος θα 'θελα να... Αλλά δεν ξέρω ποιος τελικά θα... Αλλά, εδώ που φτάσαμε, δεν ξέρω κι αν τελικά θα... Ξέρεις εσύ;

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Η γυναίκα με το μαύρο μαντήλι

* της Νίνας Κουλετάκη

Ο Νικόλας εκτελέστηκε το χάραμα της 21ης Απριλίου του 1967, την ίδια ώρα που στην Αθήνα τα τανκς είχαν βγει στους δρόμους. Ο Νικόλας δεν πρόλαβε να μάθει για τη χούντα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το χωριό κρεμόταν στη μέση της διαδρομής για το βουνό, στην ανατολική πλαγιά. Πετρόχτιστο και γραφικό, καλοσυντηρημένο από τους νοικοκυραίους του, χιονισμένο τους χειμώνες και δροσερό τα καλοκαίρια, μάζευε πάντα τουρίστες στα πλακόστρωτα δρομάκια του.Και όλοι σταματούσαν να δροσιστούν και να τσιμπήσουν κάτι πρόχειρο στο καφενείο του Νικόλα.

Από τον πατέρα του κληρονομημένο, το καφενείο ήταν μια από τις πιο ανθηρές επιχειρήσεις του χωριού. Μα κι ο Νικόλας νοικοκυρόπαιδο, το είχε κάνει σωστό παλάτι: είχε ανανεώσει τον εξοπλισμό, είχε στηρίξει την κληματαριά που είχε φουντώσει και χάριζε παχιά σκιά στους πελάτες που ξαπόσταιναν από κάτω της. Είχε και τη μάνα του στην κουζίνα και μαγείρευε μεζέδες που τους σέρβιρε ο Νικόλας με τσίπουρο.

Είχε και μιαν αγάπη ο Νικόλας, μα ήταν κρυφή και παράνομη. Αγαπούσε τη Δόμνα, από τότε που ήταν 18 χρονών κι εκείνη 16. Και είχε, πια, κλείσει τα 40 κι η Δόμνα ήταν ήδη 20 χρόνια παντρεμένη με τον Μηνά, αδελφικό του φίλο και κουμπάρο. Ποτέ δε θέλησε να δέσει τη ζωή του με άλλη ο Νικόλας και είχε κρατήσει τον έρωτά του μυστικό από όλους, ακόμα και από εκείνη. Μέχρι πριν δυο χρόνια, στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής. Κάτι το κρασί, κάτι η γλύκα της καλοκαιριάτικης νύχτας, κάτι ο Μηνάς που ήταν φευγάτος στην Αθήνα να δει έναν συμβολαιογράφο, έγινε το μοιραίο. Καλό–κακό, δεν ήξερε ο Νικόλας, τίποτα δεν ήξερε πια. Μέχρι το όνομά του κόντεψε να ξεχάσει στην αγκαλιά της Δόμνας. Κι από τότε δεν είχαν αποχωριστεί. Πρόσεχαν πολύ να μη δώσουν δικαίωμα στο χωριό, συναντιόταν στη μέση της νύχτας, όταν ο Μηνάς και τα παιδιά της Δόμνας ήταν βυθισμένοι στον πιο βαθύ ύπνο. Έσμιγαν όπου μπορούσαν: στον αχυρώνα, στον πίσω τοίχο της αυλής, στην αποθήκη δίπλα στα εργαλεία του Μηνά. Δυο χρόνια κι ούτε μια νύχτα χαμένη, χωρίς έρωτα.

Έτσι κι εκείνη τη νύχτα. Την περίμενε στον αχυρώνα κι εκείνη φάνηκε στις δύο ακριβώς, όπως κάθε άλλη φορά. Έκαναν έρωτα σαν να ήταν η τελευταία τους φορά. Και ήταν, μόνο που κανείς τους δεν το ήξερε ακόμη.

Την άλλη μέρα το χωριό ήταν ανάστατο. Ο Φώτης ο Αστρίτης είχε βρεθεί σφαγμένος στο πέρασμα του Γέρακα. Την προηγούμενη μέρα μεθυσμένος τα είχε σπάσει στο καφενείο του Νικόλα, κι εκείνος τον πέταξε έξω. Κάποιος βρέθηκε να πει πως σαν να είχε πάρει το μάτι του το Νικόλα να τρέχει κοντά στον τόπο που έγινε το φονικό.

Τον συλλάβανε και τον πέρασαν από δίκη. Δεν είχε άλλοθι, η μάνα του είπε πως σηκώθηκε να πάει προς νερού της και ο Νικόλας έλειπε από το σπίτι: το κρεβάτι του ήταν απείραχτο. Η Δόμνα ήταν μέσα στην αίθουσα, με το Μηνά στο πλάι της, έναν Μηνά να απειλεί θεούς και δαίμονες και να ωρύεται για τη σίγουρη αθωότητα του φίλου του. Ο Νικόλας δεν έβγαλε άχνα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μόνο για μια στιγμή κοίταξε τη Δόμνα κατάματα.

Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση που τον καταδίκαζε στην εσχάτη των ποινών, ο Μηνάς ξέσπασε σε λυγμούς και η Δόμνα άκουγε σα μαρμαρωμένη.

Ο Νικόλας εκτελέστηκε το χάραμα της 21ης Απριλίου του 1967, την ίδια ώρα που στην Αθήνα τα τανκς είχαν βγει στους δρόμους. Ο Νικόλας δεν πρόλαβε να μάθει για τη χούντα. Κάθε νύχτα, γύρω στις δύο, μια γυναίκα με ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, πάει στο νεκροταφείο και σπαράζει πάνω από τον τάφο του.

Την έχω δει και ψέματα δε λέω.

* Μυθιστορηματική διασκευή του τραγουδιού "The Long Black Veil" (1959), των Danny Dill και Marijohn Wilkin, τραγουδισμένο αρχικά από τον Lefty Frizzel, τραγουδιστή της Country, της δεκαετίας του '50. Στη συνέχεια το τραγούδι γνώρισε πολυάριθμες διασκευές, με πιο γνωστές αυτές του Johnny Cash, του Mig Jagger, της Joan Baez, των Dave Matthews Band, κ.ά.
Ακούστε το original track του Lefty Frizzel εδώ και την live εκτέλεση του Johnny Cash με την Joni Mitchell εδώ.
Άρθρο και σχόλια θα τα βρείτε εδώ.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Match point

Today's Soundtrack:
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
"..πως θα 'ναι όλα πιο δύσκολα πρέπει ν' αποφασίσω"

Για μια στιγμή νόμισα το μπαλάκι είχε περάσει το φιλέ. Στ' αλήθεια το νόμισα. Χτύπησε με δύναμη στην άσπρη λωρίδα που ορίζει το ανώτερο ύψος του, μπορεί να ταλαντεύτηκε με αμφιβολία, μπορεί να το σκέφτηκε ξανά και ξανά.. Αλλά νόμισα, στ' αλήθεια, ότι πέρασε! Αυτό μου έδειξε, αυτό μου «φώναζε» από μακριά!

Είδαν τα μάτια μου λάθος; Ίσως το βάθος πεδίου να μου έπαιξε άσχημο παιχνίδι, ίσως.. Αφουγκράστηκε η αίσθησίς μου διαφορετικά; Ίσως η καρδιά μου να φαλτσο-χτύπησε, να έχασε το βηματισμό της. Δεν εξηγείται αλλιώς. Εκτός.. εκτός.. χμ.. εκτός κι αν άλλαξε το μπαλάκι γνώμη..
«Ο άνθρωπος που είπε "θα προτιμούσα να είμαι τυχερός παρά καλός", σκέφτηκε πολύ βαθιά τη ζωή. Πολλοί φοβούνται να παραδεχτούν πόσο πολύ η ζωή εξαρτάται από την τύχη. Είναι πράγματι τρομακτικό αν σκεφτούμε πόσα πράγματα είναι έξω από τον έλεγχό μας. Είναι στιγμές σε μια παρτίδα τένις, που το μπαλάκι χτυπά στο άνω άκρο του φιλέ, αιωρείται για μια στιγμή στο χρόνο, και μπορεί να πέσει μπροστά ή πίσω. Με λίγη τύχη πέφτει μπροστά και κερδίζεις. Ή μπορεί και να μην πέσει και να χάσεις.»
(Jonathan Rhys Meyers, Match Point: Woody Allen, 2005)

Τώρα το βλέπω καθαρά. Το μάτι μου μπορεί και νετάρει και ανιχνεύει το βάθος πεδίου με ακρίβεια χιλιοστού. Το βλέπω που χτυπάει στην άσπρη λωρίδα και παίρνει μικρή φορά προς τα πάνω. Η δύναμη της ρίψης εξισώνεται με την αντίδραση στο φιλέ και λόγω ελαστικότητας εκτονώνεται προς τα πάνω.. ευθεία πάνω, ακριβώς! Και φτάνει στο μέγιστο ύψος και προτού αρχίσει την αγωνιώδη -για την έκβαση- κάθοδο, παγώνει στιγμιαία και στέκεται. Εκεί, πάνω από το φιλέ. Με κοροϊδεύει; Έτσι μοιάζει. Σίγουρα όχι. Στέκεται ακίνητο, αμίλητο, αγέλαστο. Και περιμένει. Περιμένει το δικό μου βλέμμα; Το καρφώνω πάνω του.. δε σαλεύει. Περιμένει μήπως τα δικά μου λόγια ν' αποφασίσει; Του μιλάω, του τραγουδώ, του ψιθυρίζω γλυκόλογα κι ευχές.. δεν ακούει.

Περιμένει σαν κάτι μυστικό, σαν ένα υπόγειο έναυσμα που θα του ελευθερώσει τη δεσμευμένη -μοιάζει- βαρύτητα να πέσει. Περιμένει κύματα καρδιάς να ζεστάνουν την παγωμένη στιγμή του, αυτό είναι σκέφτομαι. Έχω; Κι αν έχω λέει.. αλλά τρέμω! Τρέμω να στείλω, τρέμω να δώσω, τρέμω ν' αδειάσω.. Τρέμω την κατοπινή αίσθηση της αδειανής από θερμότητα καρδιάς, αν το παιχνίδι δε μου κάτσει.

Είναι ένα match point που δεν ελέγχω. Το σέρβις έφυγε από τα χέρια μου. Ούτε καν περιμένω μπαλιά για να ελέγξω την υποδοχή. Κι έτσι ακόμα θα είχα κάποιον έλεγχο. Είναι όλα στο μπαλάκι. Στο μπαλάκι που στέκει «παγωμένο» στον αέρα. Που διστάζει να ξεκινήσει την κάθοδο και να διαλέξει τη μεριά που θα πέσει. Και είναι πράγματι τρομακτικό αν σκεφτώ ότι είναι πλήρως έξω από τον έλεγχό μου.


Είναι όμως;
«Ο άνθρωπος που είπε "η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ", σκέφτηκε πολύ βαθιά τη ζωή. Πολλοί νομίζουν ότι υπάρχει ελπίδα να ανατραπεί μια κατάσταση, όσο δύσκολη κι αν είναι, μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή, που κι αυτή -όμως- πεθαίνει. Τελευταία μεν, αλλά πεθαίνει. Νομίζουν ότι εγκαταλείπουν την προσπάθεια όταν πεθάνει η ελπίδα τους. Χεχ! Φοβούνται -είναι η πικρή αλήθεια- να παραδεχτούν ότι η στιγμή που μοιάζει να πεθαίνει(;) η ελπίδα τους, είναι η στιγμή που έπεται της εγκατάλειψης της προσπάθειας και όχι το αντίστροφο.»
(adis99, 2011)

Αποστρέφω το βλέμμα μου, σφραγίζω τα χείλη μου και γραπώνομαι αποφασιστικά απ' το σβέρκο της τελευταίας μου ελπίδας. Αυτηνής που δεν πεθαίνει ποτέ, αυτηνής που τρέφεται όσο εγώ δεν εγκαταλείπω την προσπάθεια. Κι αρχίζω να παραμιλώ προσευχές. Αν μου κάτσει...

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Το πέφτειν


Today's Soundtrack:
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
"Όμορφη μέρα μες στη δροσιά σου χαμογελούν τα λόγια μου"

Έχεις δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες.. χαμηλός φωτισμός, ζεστή ατμόσφαιρα, καθαρά-μαλακά σκεπάσματα.. ησυχία.. (άπαπα! πού πάει ο νους σας.. τσ,τσ,τσ!)

Έχει προηγηθεί μπόλικο βαρύ φαγητό, με πρόσθετη σαλάτα και φρούτο σαν ..πανωτόκια στο αρχικό κεφάλαιο! Και μια παρασπονδία.. ψωμί! Για βούτες στη σαλάτα να μας πιάσει!

Έχει προ-προηγηθεί χλιαρό μπάνιο. Απ' αυτά που δε θες να τελειώσουν. Που στέκεσαι (ή κάθεσαι) στη μπανιέρα και στραγγίζεις απ' τα νερά, με τα χέρια στα μούτρα και τα μάτια κλειστά και σκέφτεσαι. Και απολαμβάνεις. Και νιώθεις καθαρός, ξανά καινούριος.

Έχει προ2-προηγηθεί ατέλειωτο περπάτημα στην εργαζόμενη πόλη, απολαμβάνοντας το καθιερωμένο ρεπό της εβδομάδας. Λίγο "δουλειές", πολύ βόλτα. Δρόμοι, στενάκια, μαγαζιά και βιβλία, πλατείες και ήλιος λαμπερός μετά τη βροχή, κόσμος και φασαρία και πήγαιν-έλα σπίτι. Ιδρώτας (υγρασία γαρ) και κούραση (7km γαρ).

Έχει προ3-προηγηθεί πρωινό ξύπνημα, παρά το ρεπό. Δε χρειάζεται λαϊκή αυτή τη φορά, τα φρούτα αρκούν για λίγες ακόμα μέρες.. χμμ και οι ντομάτες μάλλον. Έχει πρωινή εξυπηρέτηση. Οδήγηση-παραλαβή-οδήγηση-στάση1η-συνεννόηση-οδήγηση-στάση2η-συνεννόηση-οδήγηση-προορισμός και απόθεση-επιστροφή στο σπίτι.

Έχει προ4-προηγηθεί ξενύχτι διαρκείας. Από 'κείνα που «βρε πώς πέρασε κιόλας η ώρα..!». Τέτοιο που η μία ανοικτή παλάμη σου φτάνει και σου περισσεύει να μετρήσεις τις διαθέσιμες ώρες ύπνου. Ενδεχομένως αρκούν και τα 4 μόλις δάχτυλα του Ρίμπο!

Έχει προ5-προηγηθεί η στατιστικά πιο απαιτητική μέρα. Με συνεχές τρέξιμο στην εργασία, γράψιμο (έχει ρεπό η γραμματέας γαρ), ίσα με τριάντα αλλαγές γραφείου (είπαμε, λείπει η γραμματέας!) για τα πάρε-δώσε εγγράφων και x ώρες καρφωμένες σ' ένα κομπιούτερ. Και απευθείας σχεδόν μετάβαση στο μάθημα και καπάκι βόλτα στην ατέλειωτη παραλία (όσο ακόμα κρατάει η ζεστούλα).

Έχεις δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες..

..και ετοιμάζεσαι να βουτήξεις, να χωθείς κυριολεκτικά, να χουχουλιάσεις στο καθαρό, ζεστό, ευλαβικά ετοιμασμένο κρεβατάκι σου. Το ξέρεις ότι μόλις ευθυγραμμιστείς και σκεπαστείς και νιώσεις τη γλυκιά θαλπωρή του σεντονιού με το σκεπασματάκι να σ' αγκαλιάζει.. και κλείσεις τα μάτια βγάζοντας εκείνο το ξέψυχο αναστέναγμα "χαα" (ξαναμαζέψτε το νου σας...).. τότε θα 'ρθει, το ξέρεις, με μιας ο ύπνος που τόσο σε πόθησε, που σε κλέβει πριν καν τον αναζητήσεις, πριν καν τον σκεφτείς. Χαααπ!

..και τότε χτυπάει το τηλέφωνο! Και, ναι, σε πνίγει το παράπονο! Που όταν το θες δε χτυπάει κι όταν είναι το τελευταίο πράγμα που θα 'θελες να συμβεί, τσουπ, συμβαίνει, σαν το σκυλί εκείνο που -πιτσιρικάς ήσουν τότε, στην παλιά γειτονιά- σου 'γλυψε το κολατσιό μέσ' απ' τα χέρια σου.

..και σηκώνεσαι με την πιο ασήκωτη καρδιά που είχες ποτέ. Και απαντάς. Και είναι η αδερφή σου απ' τα μακριά. Και έχει όρεξη να μιλήσει, να κουβεντιάσει, να ξεδώσει, να βγάλει από μέσα της ό,τι την κούρασε, να βγάλει από μέσα της όσο ενδιαφέρον δεν είχε δείξει ποτέ για σένα. Κι όταν σε ρωτάει τι θα κάνεις τώρα, εσένα σου ξεφεύγει αυθόρμητα το πολυαναμενόμενο..πέσιμο!

..και σου κλείνει άρον-άρον το τηλέφωνο (νοιάζεται για σένα βρε κουτό!).

..και "την ξαναπέφτεις" με την ίδια μεν ιεροτελεστία, με γρηγορότερο, δε, τέμπο. Και ξανα-ευθυγραμμίζεσαι και ξανα-στέλνεις πρόσκληση στον ύπνο να 'ρθεί να σ' ανεβάσει στα πούπουλα..

..και ξαναχτυπάει το ευλογημένο! Όχι το ίδιο, το άλλο τώρα. Το κινητό. Που ξέχασες δίπλα στα ανοιχτά ηχεία και άρχισε να κάνει τα ενοχλητικά παράσιτα. Που σε βολεύουν, βέβαια, όταν είσαι ξύπνιος και κάνεις δουλειές ή χαζεύεις, γιατί σε ειδοποιούν ότι κάποιος σε καλεί, αφού το ηχείο του κινητού παρέδωσε πνεύμα τότε που σου 'πεσε απ' το κρεμασμένο τζάκετ. Αλλά τώρα το ξέχασες στα ανοιχτά ηχεία.. τι να φταίει, που το ξέχασες εκεί ή που άφησες ανοιχτά τα ηχεία, χμ,χμ..

..και απαντάς.

..και αυτό που ακούς σ' αρέσει, χμ! Σ' αρέσει πολύ!

..και ξεχνάς την ιεροτελεστία, ξεχνάς και τα καθαρο-ζεστά σκεπάσματα. Ξαφνικά η χθεσινή κούραση δε συνέβη ποτέ, ο λειψός ύπνος των δαχτύλων του Ρίμπο διπλασιάστηκε, το πρωινό ξύπνημα έγινε χουζούρεμα διαρκείας, το περπάτημα στην πόλη έγινε ξεκούραστη πτήση με μαγικό χαλί και το ατέλειωτο μεσημεριανό ..χλαπάκιασμα μεταμορφώθηκε σε γιαουρτάκι 0%! Χώρια το προσκλητήριο που του 'πεσε απ' τα χέρια. Του ύπνου καλέ!

Πέσιμο θα ήταν.. και πάει!

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ο χαμένος δυναμισμός της κοινωνίας

* του Φώτη Γεωργελέ

Διάβασα ότι στη Σαντορίνη θα κρατήσουν ανοιχτά τα μαγαζιά τους το χειμώνα. Θα προσπαθήσουν να διευρύνουν την τουριστική περίοδο, έρχονται Κινέζοι που θέλουν να παντρευτούν στο νησί ρομαντικά. Και για να το επιτύχουν αυτό, πρέπει τουλάχιστον τα καταστήματα να είναι ανοιχτά.
Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία καταλάβαμε ότι θα γίνουμε φτωχότεροι 15 με 30%. Όσοι θέλαμε να καταλάβουμε, δηλαδή, γιατί πάρα πολλοί προτίμησαν να βουλιάξουν στις ψευδαισθήσεις της ολέθριας δημαγωγίας. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την απώλεια, έπρεπε να κάνουμε δύο πράγματα. Το ένα, ήταν οι οικονομίες. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι όταν πέφτουν έξω, παντού στον κόσμο. Οικονομίες που θα ’πρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιες, να πληρώσουν περισσότερα αυτοί που ήταν περισσότερο ευνοημένοι την προηγούμενη περίοδο. Αποτύχαμε. Η ιδεολογική προπαγάνδα των προνομιούχων ελίτ ήταν ισχυρότερη. Πουθενά, σε κανένα τομέα, καμία επαγγελματική ομάδα δεν φάνηκε διατεθειμένη να χάσει το παραμικρό προνόμιο. 

Το δεύτερο που έπρεπε να κάνουμε, ήταν να δουλέψουμε. Περισσότερο και πιο σωστά. Για να αναπληρώσουμε αυτό το χαμένο 15-30% των εισοδημάτων μας που προερχόταν από τα δανεικά, με νέα έσοδα. Μπορούσαμε να το κάνουμε. Γιατί είχαμε όλες τις δυνατότητές μας αναξιοποίητες. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τα προβλήματα που έχει μπροστά του. Μέχρι τώρα το πρόβλημά μας ήταν η διανομή, λεφτά υπήρχαν. Επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, δανεικά. Ξένα λεφτά. Γίναμε πολύ ικανοί σ’ αυτό. Τα κόμματα μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρείες, ο συνδικαλισμός σε κρατική γραφειοκρατία, οι επιχειρήσεις σε προμηθευτές του κράτους και οι πολίτες σε δημόσιους υπαλλήλους και πρόωρους συνταξιούχους.

Είμαστε η τρίτη παραγωγός χώρα στον κόσμο σε ελαιόλαδο. Είναι πολύ μεγάλο πράγμα να είσαι σε κάτι τρίτος στον κόσμο. Εξάγουμε το λάδι, κυρίως στην Ιταλία. Αυτοί το συσκευάζουν, το κάνουν προϊόν, το πουλάνε σχεδόν στη διπλάσια τιμή. Στις Βρυξέλλες υπάρχει ένα ανέκδοτο για μας, λένε ότι η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης, αρχίζει από τα παράλια της Λιβύης και φτάνει στις πεδιάδες της Ουκρανίας. Το 1985 δηλώναμε 600.000 στρέμματα βαμβάκι στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το 2004 δηλώσαμε 3,5 εκατομμύρια. 35 εκατομμύρια δέντρα ελιές, σήμερα 130 εκατομμύρια. Στα χαρτιά. Γίναμε ειδικοί να παίρνουμε επιχορηγήσεις, προγράμματα, επιδοτήσεις και η παραγωγικότητα της χώρας έφτασε τελευταία στην Ευρώπη.

Όταν φτιάχνεις προϊόν λάδι αντί να το εξάγεις χύδην, δεν κερδίζουν μόνο οι αγρότες. Αναπτύσσεται και μια ολόκληρη οικονομία, δημιουργούνται επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας. Αγρότες, γεωπόνοι, ειδικοί επιστήμονες, λογιστήρια, πωλητές, καταστήματα, εταιρείες συσκευασίας, γραφίστες που φτιάχνουν λογότυπα, διαφημιστές. Αντί γι’ αυτά όλα έχουμε 6.000 γεωργικούς συνεταιρισμούς, οι 5 χιλιάδες ανενεργοί και χρεοκοπημένοι. Στη Λάρισα οι συνεταιρισμοί έφτιαξαν Mall, που τώρα κλείνει…

Οι εργαζόμενοι στον τουρισμό παραπονιούνται για το all inclusive, οι ξένοι δεν βγαίνουν από τα ξενοδοχεία. Έχουν πολύ άδικο; Αν για να νοικιάσουν ένα αμάξι πληρώνουν τα διπλάσια από την Ισπανία, για να φάνε στο νησί πληρώνουν όσο στο Παρίσι και ο λογαριασμός για τις ομπρέλες και τους καφέδες είναι όσο το τσάρτερ μιας φτηνής αεροπορικής εταιρείας για Λονδίνο, τι θα κάνουν δηλαδή; Αν μια μέρα τούς στοιχίζει όσο το πακέτο μιας βδομάδας προπληρωμένων διακοπών, θα μείνουν μέσα. 

Αναπτύξαμε έναν τουρισμό δύο μηνών. Στη χώρα που έχει καλοκαίρι 8 μήνες, που θα ’πρεπε να έχει τουρισμό όλο τον χρόνο. Αναπτύξαμε έναν τουρισμό εύκολο, μαύρο συνήθως κι αφορολόγητο, στραμμένο στους Έλληνες, που είναι κιμπάρηδες αυτοί, παιδάκι μου, χαλάνε, όχι σαν τους μίζερους που τρώνε μια σαλάτα… Τίποτα που λειτουργεί δύο μήνες δεν μπορεί να είναι φτηνό, είναι αρπαχτή, μόνο με μεγάλη διάρκεια βγάζει τα έξοδά του. 

Όταν φτάνεις με το καράβι στον Πειραιά μαγεύεσαι κοιτώντας τα φώτα. Δεν υπάρχει άλλη πόλη στην Ευρώπη μ’ αυτή την παραλία, από το Σούνιο ως τον Πειραιά. Αν την είχε άλλο κράτος, θα ήταν η Ιπαννέμα, το Μαϊάμι Μπιτς και το Μόντε Κάρλο μαζί. Εμείς έχουμε κάτι λυόμενα μπουζουξίδικα για Έλληνες που έχουν λεφτά και καγιέν και ξέρουν να κάνουν «ζημιές» οι άρχοντες. Είχαν λεφτά. Ξένα λεφτά. Με 10 χρόνια καθυστέρηση, αρχίζουμε τώρα να σκεφτόμαστε την αξιοποίηση του Ελληνικού.

Τα περσινά Χριστούγεννα, διάβαζα μια είδηση από την Ιταλία. Οικονομική κρίση και σε πολλά σχολεία της Ρώμης αποφάσισαν, σκεφτόμενοι τη δύσκολη κατάσταση των συμπολιτών τους, να μένουν ανοιχτά μέχρι το βράδυ. Πολλοί παιδικοί σταθμοί, μάλιστα, καθιέρωσαν νυχτερινή λειτουργία 9-12 το βράδυ με αμοιβή το 1/3 που θα έπαιρνε μια μπέιμπι-σίτερ, για να μπορούν οι άνθρωποι να βγαίνουν έξω οικονομικά και να ’χουν τα σχολεία ένα πρόσθετο έσοδο. Αν το πεις εδώ, θα θεωρηθείς τουλάχιστον εχθρός του λαού. Κι όμως σε άλλες χώρες τα πανεπιστήμια το καλοκαίρι κάνουν θερινά μαθήματα, σεμινάρια για πολίτες, για ξένους, έχουν έσοδα. Εμείς στέλνουμε 65.000 φοιτητές έξω.
Το δημόσιο δεν είναι μόνο ακριβό επειδή είναι πολλοί οι δημόσιοι υπάλληλοι. Είναι πανάκριβο γιατί οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι χαμηλής ποιότητας και αναγκαζόμαστε να τις πληρώνουμε διπλά. Δυο με τρεις μισθούς πληρώνει το χρόνο κάθε ελληνική οικογένεια για τη δήθεν δωρεάν παιδεία και τη δήθεν δωρεάν υγεία. Όπως ο ιδιωτικός τομέας έτσι και ο δημόσιος, πρέπει να αρχίσει να δουλεύει. Δεν πρέπει κάποια στιγμή οι καθηγητές, που είναι περισσότεροι αναλογικά από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να πουν γιατί υπάρχουν τα φροντιστήρια; Δεν πρέπει να γιατροί, που είναι επίσης υπεράριθμοι, να πουν γιατί στο ΙΚΑ δίνουν ραντεβού σε 6 μήνες και βασιλεύουν τα φακελάκια; Δεν πρέπει οι περισσότεροι από άλλες χώρες δικαστικοί να εξηγήσουν γιατί η δικαιοσύνη στη χώρα μας έχει καταρρεύσει; Οι υπεράριθμοι αστυνομικοί να εξηγήσουν γιατί, όχι την εγκληματικότητα, αλλά ούτε το λαθρεμπόριο στο κέντρο της Αθήνας δεν μπορούν να περιορίσουν;

Δυο χρόνια τώρα αντί να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση και ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε για να τη διορθώσουμε, διαδηλώνουμε όχι για να την αλλάξουμε, αλλά για να μην αλλάξει τίποτα. Απεργούμε ζητώντας να μείνουν τα πράγματα όπως είναι. Κάθε μέρα απεργίας στις συγκοινωνίες στοιχίζει 2 εκατομμύρια στο κράτος. Την ημέρα. Κάθε απεργία στα λιμάνια το καλοκαίρι στοίχιζε 1,1 εκατομμύριο. Χώρια τα εκατομμύρια οι απώλειες στους πολίτες. Έπειτα ακολουθούν νέα μέτρα για να μαζέψουμε τα χρήματα που λείπουν. Όλο αυτό το σύστημα, συνδικαλισμός, κόμματα, φορείς, προσανατολισμένο στην προηγούμενη λειτουργία, τη διανομή, αδυνατεί να συλλάβει τη νέα κατάσταση. Όπως παλιά, με καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές μορφές αγώνα προσπαθούν να επιφέρουν το μεγαλύτερο δυνατό κόστος στην κοινωνία για να εκβιάσουν και να διατηρήσουν τα προνόμια. Μόνο που τώρα πια, δεν υπάρχει τίποτα για διανομή. Μόνο χρέος.
Έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο. Το αναχρονιστικό πολιτικό σύστημα ευνουχίζει την κοινωνία και η κοινωνία, χωρίς δυναμισμό να αντιδράσει στην πραγματική ζωή, αντιπροσωπεύεται απ’ το πολιτικό σύστημα που της αξίζει.

Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Η κούραση και ο χαμένος δυναμισμός της κοινωνίας. Αν είχαμε τη δύναμη να αντιδράσουμε, αν δεν είχαμε χάσει 2 χρόνια εγκλωβισμένοι στις θεωρίες συνωμοσίας των απατεώνων και στις κλάψες για τα χαμένα δανεικά, ήδη τώρα θα αρχίζαμε να βγαίνουμε από τη δύσκολη κατάσταση.

* Editorial στην Athens Voice, 05/10/2011. Το βρήκα εδώ.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Οι γείτονές μου

* του Νίκου Παπαδογιάννη

Είδα ένα ωραίο όνειρο τις προάλλες. Αποκοιμήθηκα βραδάκι στο μπαλκόνι και ταξίδευα. Ήμουνα λέει κάπου στην Κεντρική Αμερική, στο σπίτι που δεν ήξερα ότι έχω αλλά ονειρεύομαι να αποκτήσω, και μάζευα δροσούλα καθισμένος σε μία αναπαυτική πολυθρόνα.

Στο δέρμα μου ένιωθα την αρμύρα της θάλασσας και στον ουρανίσκο μου τη γλύκα του πολύχρωμου κοκτέιλ που έφτιαξα με τοπικό ρούμι. Κάπου στο βάθος ακουγόταν μουσική με λάτιν κιθαρίτσα, ενώ το τροπικό αεράκι πολλαπλασίαζε τις μυρωδιές από το ταβερνάκι του Χοσέ.

Και όταν πια έπεσε η νύχτα, βάλθηκαν να φωνάζουν μέσα από τη ζούγκλα οι μαϊμούδες. Εκείνες οι μαϊμούδες οι μεγαλόσωμες, οι μαύρες, howler monkeys τις λένε οι γραμματιζούμενοι, αυτές που εξαφανίζονται στα πυκνά δάση και κάνουν σαν να γαυγίζουν, τρομάζοντας τους ανυποψίαστους και πλημμυρίζοντας τη νύχτα με τη διαπεραστική τους κραυγή.

Μετά από λίγο, οι μαϊμούδες σταμάτησαν. Κι έπειτα άρχισαν ξανά. Άναρθρες κραυγές, σαν αυτές που βγάζουν οι... οι... οι...
...οι Έλληνες...
...ποδοσφαιρόφιλοι...
...στα γήπεδα.


Ξύπνησα απότομα, καταϊδρωμένος και θυμωμένος από την αναίδεια αυτών που τόλμησαν να διακόψουν το γλυκό μου όνειρο. Από το απέναντι παράθυρο, φαινόταν καταπράσινη η οθόνη της τηλεόρασης. Και μέσα χοροπηδούσαν κάτι πίθηκοι.

Η ομάδα τους είχε μόλις σκοράρει δύο απανωτά γκολ. Οι άναρθρες κραυγές που τρύπωσαν στο όνειρό μου έβγαιναν στην πραγματικότητα από το δικό τους λαρύγγι.


* Το μπάσκετ είναι η 2η αγάπη του Νίκου Παπαδογιάννη, του γνωστού δημοσιογράφου και σπίκερ αγώνων. Η 1η είναι η μουσική. Αρθρογραφεί συστηματικά στο Billboard Greece και στο e-tetRadio, απ' όπου και το παρόν άρθρο. Το βρήκα εδώ. Ο τονισμός συγκεκριμένων λέξεων έχει διατηρηθεί από το πρωτότυπο.