Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

όλα σου λένε κάτι

Μετά από τον πολύ πόνο, που σε φέρνει στην κατάρρευση και στην απόγνωση, γίνεται ο άνθρωπος σκέτη ευαισθησία. Και το τίποτε σου δίδει πολλά. Και η ελάχιστη κίνηση μιλά εύγλωττα.
Τότε σου λένε ατελείωτα κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες (κινήσεις, φωνές, ήχοι και συναπαντήματα), που άλλοτε δεν σου έλεγαν τίποτε, γιατί είχες την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας ή την αφασία της αναισθησίας. Τώρα όλα τα ακούς, τα βλέπεις και τα δέχεσαι ενιαίως και άλλως συλλειτουργούντα μέσα στη λογική λατρεία της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Νιώθεις να είσαι στη Μεγάλη Παρασκευή και στο Πάσχα διαρκώς.

* Γέρ. Βασίλειος Ιβηρίτης, Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν.



Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

το φιλί της Λισμπόν

Ο ήλιος έδυε βάφοντας μαβιά την απέναντι όχθη του ποταμού Ταγού. Πλήθος νέων γέμιζε τις γωνιές και τα πεζούλια στη Σάντα Λουτσία, ενώ στην κάτω πλατεία δύο δεξιοτέχνες κιθαρίστες χτένιζαν τα τάστα των εγχόρδων τους αφήνοντας άφωνους τους περαστικούς που αυθόρμητα έκλεισαν κύκλο γύρω τους.

***
Δύο από τις συμβουλές της Φανής, που είχε περπατήσει τα ίδια μέρη το περασμένο φθινόπωρο, ήταν τόσο επιτακτικές που δεν χωρούσαν αμφισβήτηση ή αναβολή: ψάξε βρες όλα τα μιραντούρο, ανέβα σε όλα, Σάντα Λουτσία το αγαπημένο μου. Και η δεύτερη, φάε διακόσια από τούτα*.

***
Η τελευταία βόλτα μας έφερε για δεύτερη φορά σ' αυτή τη γωνιά της πόλης, που έμοιαζε ξεχασμένη απ' τον χρόνο. Περιποιημένα παρτέρια και παλιομοδίτικα πλακίδια διακοσμούσαν την έκταση του προαυλίου της μικρής εκκλησίας, πλακόστρωτοι δρόμοι, αρτ-ντεκό φανοστάτες να φέγγουν τις έντονα χρωματισμένες προσόψεις των κτιρίων, κι από κάτω η συνοικία της Αλφάμα να απλώνεται σαν τις ρίζες γεροπλάτανου ως την ακροποταμιά.

Ήταν η τελευταία μέρα ενός ταξιδιού που σχεδιάστηκε μες στις απελπισμένες μέρες του Σεπτέμβρη και φώτισε ένα μικρό σημαδάκι για τη φετινή Άνοιξη, που ολοένα και μεγάλωνε μες στο καταχείμωνο, ανέτειλε μέσα απ' τον ποταμό πέρα απ' τη γέφυρα Βάσκο ντα Γκάμα και έδυσε εκείνο το απόγευμα στη Σάντα Λουτσία. Νέοι κατά μπουλούκια ρουφούσαν τις τελευταίες στιγμές φωτός μέσα απ' τ' αχόρταγα κινητά τους, έπαιρναν πόζες είτε έδιναν φιλιά, παραδομένοι στη μοναδική σχεδόν ερωτική αίσθηση που μόνο το λιόγερμα μπορεί να προσφέρει σ' έναν άνθρωπο, μονάχο ή σμιγμένο.

Είχε προηγηθεί ένας ..ημιμαραθώνιος, νωρίς το πρωί. Προτού ο ήλιος προβάλει πάνω απ' τους γερανούς του λιμανιού, τα βήματά μου έτρεχαν ρυθμικά να προλάβουν τη μέρα πλάι στον γαληνεμένο ποταμό. Κι αυτό που ξεκίνησε ως ένας γοργός πρωινός περίπατος κατέληξε σε προπόνηση αγώνα, σμίγοντας απ' τη μέση και μετά με τους τοπικούς δρομείς που ξεκινούσαν τη δική τους προετοιμασία. Να μας βρεις στο φέισμπουκ, μου είπε χαμογελώντας η γλυκιά πορτογαλίδα, προσφέροντάς μου ένα χάρτινο ποτήρι νερό, όταν σχεδόν ξέψυχος της το ζήτησα λίγο πριν το τέλος της προπόνησης. «Θα μας κάνεις παρέα στον ερχόμενο αγώνα; Δεν μπορώ, θα τρέξω στην Ελλάδα. Γνωρίζεις τα Μετέωρα; Ναι!» ο σύντομος διάλογός μας, μετά μια υπόκλιση, ένα φιλί ευχαριστίας στον αέρα και δρόμο για το σπίτι.

Μετά ακολούθησε ένας ακόμη· ημιμαραθώνιος σχεδόν. Βόλτα στις υπαίθριες αγορές του σαββατιάτικου πρωινού, μετά στο δυτικό άκρο της πόλης για το τελειότερο σοκολατοκέικ της ηπείρου, κι από κει ένα πέρασμα στα ωραιότερα μιραντούρο και βραδινή τσάρκα στα σοκάκια της παλιάς πόλης.

***

* Δεν έφαγα διακόσια φυσικά, ούτε καν όλοι μαζί αθροιστικά. Αν είχαμε καναδυο βδομάδες ακόμη, ίσως. Ήταν το πρώτο πράγμα που λιμπιζόμουν κάθε πρωί κι ο τελευταίος βραδινός πειρασμός μου. Η διαρκής σκέψη, ο λαχταριστός σύντροφος. Τα αγαπήσαμε από την πρώτη δαγκωνιά. Μετά συνήθισα να τα καταβροχθίζω ολόκληρα. Αφράτα κουπάκια πολλαπλών λεπτότατων φύλλων παραγεμισμένα με κατακίτρινη κρέμα, φουρνισμένα στους διακόσιους βαθμούς μέχρι να σχηματιστεί από πάνω η χαρακτηριστική τους καφεκόκκινη κρούστα· που όταν την έσπαγαν τα μπροστινά σου δόντια, ξεχύνονταν οι κρουνοί των γλυκών γεύσεων στους ευαίσθητους υποδοχείς της γλώσσας, και μέχρι να προχωρήσει η μπουκιά στα βάθη του ουρανίσκου γενναίες υπερ-ποσότητες ενδορφινών έλουζαν τους νευρώνες του εγκεφάλου μουδιάζοντας από ατόφια ευτυχία όλα τα κύτταρα του κορμιού σου. Το ταπεινό pasteis de nata, το ονειρικό γαλατοπιτένιο φιλί της Λισαβόνας.

***

Το ήξερα από την αρχή ότι θα αδικήσω τις πρώτες εντυπώσεις, τις πρώτες εικόνες. Τις βόλτες στις πλατείες και τα μουσεία, τα δείπνα μας και το τραμ, τα φάντο και το υπέροχο κακάο στου Νικολό & Μπεττίνα. Τη Σίντρα και το Κασκαίς στο πίσω κάθισμα του Μιγκέλ. Το μνημείο των εξερευνητών, τις γέφυρες· την Πόρτο που δεν είδαμε. Άμα βρω κουράγιο άλλοτε, θα σου γράψω και γι' αυτά· συνήθως όμως δεν βρίσκω, το ξέρεις· προτιμώ να βρεθούμε μαζί εκεί, να μην χρειάζεται τίποτα να σου λέω· να χορταίνεις να βλέπεις.
Ήταν κι εκείνος ο αφρός, ο κάτασπρος και δασύς του ωκεανού, που όπως ο ποιητής με πόνο σημείωνε, γλιστρούσε ανάμεσα στα δάχτυλα σαν τις μεγάλες αγάπες μες στα μάτια μου. Τι να πεις όμως για την παρέα αυτή την αγαπημένη!

***

Με σαρακοστιανή διάθεση ονειρεύομαι μια συνεταιρική μπύρα στην αυλή της Σάντα Καταρίνα, κάτω απ' τον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, καθισμένοι πλάι-πλάι στα σιδερένια τραπέζια. Ποθώ μια αγκαλιά στη γωνιά της Σάντα Λουτσία αγναντεύοντας τις όχθες του ποταμού (σαν άλλος μάδρε ντε ντίος ή άραγε Θερμαϊκός). Λιμπίζομαι κι ένα pasteis, από μισό-μισό στα χείλη· είμαι σίγουρος ότι ακόμα και το φιλί θα ξεχνιόταν μπρος του.
Ο ήλιος όμως έγειρε πίσω απ' το άγαλμα του Χριστού στη νοτιοδυτική όχθη, κι ενώ οι τελευταίες νότες ταξιδεύουν μαζί με τις κραυγούλες των χαρούμενων χειλιών, όσο διαρκεί ακόμη το τελευταίο απόγευμα. Το τραμ έκρωξε σαν καρουσέλ σε λουναπάρκ και άλλο ένα ταξίδι βάζει πλώρη για τις θερμές όχθες της καρδιάς.