Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Το σκιάχτρο


Σήμερα φόρεσες και το κίτρινο καπέλο σου. Ταιριάζει, τ' ομολογώ, με το θαλασσί που σου 'βαλαν πουκάμισο, σαν ξέθωρος ουρανός με ξέγνοιαστο ήλιο. Απ' το παράθυρο του γραφείου το βλέμμα μου τερματίζει στο Χορτιάτη, μα γρήγορα το τραβάει μια μορφή που ανεμίζει στα κοντινά χωράφια. Το σκιάχτρο.


Today's Soundtrack:
Λ. Νικολακοπούλου | Δ. Γαλάνη
(Ε. Ζουγανέλη & Ν. Μποφίλιου)
Εγώ μιλάω για δύναμη
"οι ευαίσθητοι αμύνονται στη ζωή και αργούν..
μα εγώ γυρνάω στην αθωότητα, την παλιά μου την ταυτότητα"



Ήρθε πριν λίγες μέρες με τα τελευταία σπαρτά και κοντοστάθηκε στη μέση του φραγμένου. Στην αρχή στήθηκαν γυαλιστερές κορδελίτσες και δεκάδες σι-ντι να το υποδεχτούν και τώρα παραμένουν να στολίζουν το βασίλειό του: δυο στρεμματάκια γης, τετραγωνισμένα, οριοθετημένα, οργωμένα. Κι ο βασιλιάς ταπεινός, με το θαλασσί πουκάμισο και το κίτρινο καπέλο, κι έναν σταυρό στην πλάτη να του κρατά ανοιχτά τα χέρια. Σε εικοσιτετράωρη υπηρεσία, σε ειδική αποστολή, να παραμονεύει κάθε κίνδυνο, ν' αποτρέπει τους εχθρούς, να σκιάζει με το μπόι του τις μαύρες καρακάξες.

Μα εμένα δε με σκιάζει κι ας κρυφοκοιτώ καθεμέρα το βασίλειό του. Ή δε με λογαριάζει για εχθρό ή δε με βλέπει καλά έτσι που γέρνω με τους αγκώνες στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου και μυρίζω το φρεσκοσκαμμένο χώμα της εξοχής, σφυρίζοντας φθινοπωρινούς σκοπούς. Μου είναι γνώριμο αυτό το σκιάχτρο. Το βλέπω συχνά το πρωί στον καθρέφτη μου, με το θαλασσί πουκάμισο και την κίτρινη όψη, να με κοιτά σιωπηλό με τα θαμπά του μάτια. Και τότε εγώ ψηλαφίζω τα βαθουλωμένα μάτια και τα σημάδια στο μέτωπο, τον κοκαλιάρικο λαιμό και τους ώμους, σαν τον τυφλό που διαβάζει ένα οικείο πρόσωπο. Ένα σκιάχτρο εντοιχισμένο στον καθρέφτη μου, σε μόνιμη εφημερία να σκιάζει τις καρακάξες που τριγυρίζουν στα μέρη μου.

Μα και πάλι δε με σκιάζει κι ας αγγίζω καθετόσο το πρόσωπό του. Μου είναι γνώριμο κι αυτό το σκιάχτρο. Το βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Την ώρα που τα γόνατα λυγίζουν και το κεφάλι αγγίζει το ξύλινο πάτωμα, την ώρα που η ανάσα πνίγεται και τα λόγια σμίγουν μ' αναφιλητά, το βλέπω μέσα μου να στέκει στο κέντρο του βασιλείου μου. Με το θαλασσί πουκάμισο, το κίτρινο καπέλο και το μαύρο κοκαλιάρικο πρόσωπο, να κρέμεται στο δικό του σταυρό, στη δική του αποστολή, να διώχνει την καλή διάθεση, να σκιάζει με το μπόι του τα όνειρα που μαζεύονται σαν μαύρες καρακάξες.

Μα δε με σκιάζεις θαλασσοκιτρινόμαυρο κοκαλιάρικο σκιάχτρο μου, και αυτό είναι το πρόβλημά μου, δε με σκιάζεις να σε διώξω. Σε συνήθισα, σε άγγιξα, σε αγάπησα. Μαζί βλέπω να ξεμένουμε, να βγάζουμε παρέα το δύσκολο χειμώνα. Ανυπεράσπιστος να βλέπω τις όμορφες καρακάξες να σκιάζονται, να φεύγουν μακριά μου.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

πώς τελειώνουν..



...χάριν του παλιού καιρού, σκέφτηκε, κι έπειτα αντιλήφθηκε, κατάπληκτη, τι είχε πει - του παλιού καιρού; Όταν όμως αναλογίστηκε το ζήτημα συνειδητοποίησε πως ήταν αλήθεια: ο χρόνος που πέρασαν μαζί, αυτή κι εκείνος, είχε τελειώσει. Είχαν διασκεδάσει, και ήταν καλό αγόρι από πολλές απόψεις, όμως είχε τελειώσει. Καθόταν στον καναπέ και τον παρατηρούσε. Κάτι της έλεγε, αλλά εκείνη δεν τον άκουγε. Ήταν σαν να βρισκόταν πολύ μακριά, πέρα από την ακτίνα ακοής της.

Ξαφνικά, σχεδόν δεν τον ήξερε - θα μπορούσε να είναι ένας άγνωστος, ένας υπηρέτης που νοικοκύρευε το δωμάτιο ή ένας άστεγος που είχε μπει περιπλανώμενος από το δρόμο. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε.

Είναι παράξενος ο τρόπος που έχουν τα πράγματα να διαλύονται, ενόσω το κορμί εξακολουθεί να είναι ευδαιμονικά ανίδεο για το τι συμβαίνει. Είχε εξαντλήσει ό,τι ήταν από αυτόν χωρίς να το ξέρει, και τώρα είχε τελειώσει. Θα ακολουθούσε η συνηθισμένη αναστάτωση, κλάματα και παρακάλια, φωνές και αλληλοκατηγορίες, όμως δεν θα διαρκούσαν για πολύ. Ήταν παλιά καραβάνα στο να τελειώνει καταστάσεις.

* Από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Benjamin Black, «Ο ασημένιος κύκνος».
Benjamin Black είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιρλανδού συγγραφέα John Banville, βραβευμένου με Booker Prize 2005 για το μυθιστόρημά του «Η θάλασσα».

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Το *βολικό κάτοπτρο



Δυο μικρές φωτίτσες. Λευκές, ελλειπτικές, η σελήνη σαν να φόρεσε μάσκα βενετσιάνικη. Τις βλέπω στο παραβολικό κάτοπτρο να πλησιάζουν από την περιφέρειά του προς στο κέντρο. Δε μεγαλώνουν μα είναι εκεί απ' την πρώτη στιγμή, ζωηρές στο μουντόχρωμα του μελαγχολικού πρωινού.

Σταματώ. Οι φωτίτσες σαν θα 'ρθουν έχουν προτεραιότητα. Πότε θα 'ρθουν; Κι αλήθεια, θα 'ρθουν; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω, μόνο κοιτάζω το κάτοπτρο. Κι αυτό μου λέει ότι κινούνται κι έρχονται, απ' τη δεξιά περιφέρεια προς το κέντρο. Να τες, όπου να 'ναι θα με φτάσουν, θα με συναντήσουν, θα διασταυρωθούν μαζί μου. Και δε θα σταματήσουν, να ξέρεις, έχουν προτεραιότητα. Γι' αυτό κάτσε στ' αυγά σου μια φορά και περίμενε! Το κάτοπτρο μου λέει.





Today's Soundtrack:
(από την ταινία "The Piano" της Jane Campion, 1993)





Και περιμένω. Σαν καλό και υπάκουω παιδί που είμαι. Και έρχονται και φτάνουν, και διασταυρώνονται μαζί μου και να κοιτάξω να δω δεν τολμώ. Μόνο στο κάτοπτρο στυλώνω το βλέμμα μου τι θα διατάξει στη συνέχεια.

Οι δυο μικρές λευκές φωτίτσες έφτασαν στο κέντρο του κατόπτρου, επιταχύνθηκαν προς την αντιδιαμετρική περιφέρεια και εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Κι ευθύς αμέσως τη θέση τους πήραν δυο τετράγωνα μπουκέτα κατακόκκινα λαμπιόνια, τα οποία αφού μίκρυναν, αργόσβησαν τελικά στον ομφαλό του κατόπτρου.

Ελεύθερος, φώναξε μουγκά το αδειανό από φωτίτσες κάτοπτρο. Χούφτωσα ευγενικά το λεβιεδάκι, Κούμπωσα την πρώτη και έστριψα επιταχύνοντας στην υγρή άσφαλτο, κλείνοντας το δεξί μου μάτι στον εντολέα μου. Ένα νεύμα ευχαριστίας που με προσέχει. Ένα νόημα συμφωνίας, ότι και τις επόμενες φορές θα δεχθώ με ευχαρίστηση τις υπηρεσίες του.

Σε θέλω στη ζωή μου, καλό μου κάτοπτρο, μπορείς; Παραβολικό, υπερβολικό, ό,τι θέλεις, δε με νοιάζει.. βολικό θέλω να 'σαι, πες μου μπορείς; Να με ειδοποιείς στις τυφλές διασταυρώσεις για τις λευκές φωτίτσες που έρχονται δειλά απ' την περιφέρεια προς το κέντρο μου. Να μου σφυρίζεις αν θα 'ρθουν, κι αν πράγματι θα 'ρθουν, θα φύγουν ή θα σταθούν; Θα 'χουν προτεραιότητα ή θα περιμένουν; Και τελικά, θα αξίζει να διασταυρωθώ μαζί τους ή στο τέλος θα μείνω να κοιτώ τα κόκκινα μπουκέτα της φυγής τους, μόνος στην υγρή άσφαλτο, στο μουντόχρωμα των μελαγχολικών πρωινών μου.

Πες μου, μπορείς;

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Σβήνω τα ίχνη


Είναι λίγος καιρός που το παλεύω να μάθω να διαβάζω τους χρησμούς,
με ανοιχτούς λογαριασμούς μια και καλή να ξεμπερδεύω.

Είναι αργά τη νύχτα. Οκτώ; Δέκα; Μία μετά τα μεσάνυκτα; Ποιος ξέρει.. στ' αλήθεια δεν έχει και πολύ σημασία. Στο μοναστήρι είναι νύχτα μόλις πέσει η νύχτα. Και σβήσουν τα ίχνη, τα φώτα. Αληθινή νύχτα. Και κάθε στιγμή της είναι αργά τη νύχτα.

Το στρώμα μου, τοποθετημένο κάτω ακριβώς απ' το φεγγίτη της σοφίτας, παραλαμβάνει τα φορτία και τους πόνους μιας μέρας, μιας ζωής. Τα μάτια μου καρφωμένα στο ανοικτό παράθυρο προσπαθούν να διαχωρίσουν τις τρεις αποχρώσεις μαύρου του οπτικού μου πεδίου. Το μαύρο του άσπρου των τοίχων, το μαύρο του μπλε των παραθυρόφυλλων και το μαύρο του μαύρου του έξω κόσμου, που περνά ανόθευτο τα όρια της μικρής σοφίτας και προβάλλεται σαν σε παλιά οθόνη πενήντα επί σαράντα. Όχι του κόσμου τούτου εδώ, του άλλου, αυτού που απλώνεται 'κει πάνω και παιχνιδίζει με τ' αστέρια. Μα τ' αστέρια πήραν ρεπό τούτο το βράδυ, δεν άναψαν φωτίτσες, δεν στέλνουν μηνύματα, σβήσαν τα ίχνη τους κι άντε βρες τα πού πήγαν τώρα.

Θα κάψω τα παλιά μου τα βιβλία κι όλους τους φίλους θα ξεγράψω,
τραγούδι δε θα ξαναγράψω για μια παλιά φωτογραφία.

Η μόνη μου συναλλαγή με την οθόνη είναι οι ριπές καθάριου αέρα που λούζουν το πρόσωπό μου, δροσίζουν το ξεσκέπαστο κορμί μου. Ένα ανεπαίσθητο μπουμπουνητό αντιλαλεί στους περικείμενους λόφους και είναι κι αυτή η αλάνθαστη μυρωδιά της βροχής που προκαλεί τη μνήμη, ειδοποιεί για τον σίγουρο ερχομό της, σαν ίχνος μοναδικού γυναικείου αρώματος της κοπέλας που πέρασε κι ακόμα δεν έσβησε.

Σβήνω τα ίχνη χάνομαι, σβήνω τα ίχνη.

Και τότε η συναλλαγή μου με την οθόνη γίνεται περισσότερο διαδραστική. Τα ίχνη παραμένουν σβηστά, το μαύρο παραμένει μαύρο, το αεράκι συνεχίζει ν' αγκαλιάζει το στρώμα μου κουβαλώντας τώρα σταγονίτσες βροχής, ψιλές ψιλές σαν κάποιο τρυπητό ποτιστήρι να σκαρφάλωσε στη μολυβένια μολυβιά σκεπή, έβαλε την κουκούνα του απ' τ' ανοιχτό παράθυρο και άρχισε να ραντίζει το μέσα κόσμο της μαύρης σοφίτας.

Όσο κι αν θέλω να θυμάμαι, ό,τι μ' αγάπησε ξεχνάω
κι ό,τι με πόνεσε αγαπάω, ο πόνος δείχνει ότι ζω.

Και οι σταγονίτσες όχι μόνο δροσίζουν το κορμί μου, αρχίζουν να τρυπώνουν και μέσα στον μαύρο κόσμο του, γαργαλώντας τις αισθήσεις του. Έναν μαύρο κόσμο σε τρεις αποχρώσεις. Το μαύρο του λευκού της αγάπης, το μαύρο του μπλε της μνήμης, το μαύρο του μαύρου του πόνου. Κι αρχίζουν να αναδύονται, σαν σκόνη απ' τους πόρους του, θύμησες ανακατεμένες με αισθήματα και δάκρυα και στροβιλίζονται μπλεγμένες στις ψιλές σταγόνες της βροχής που χορεύει σαν κριθάρι ο καθάριος άνεμος.

Δρόμοι ανοίγονται εντός μου, τώρα η σιωπή δε με τρομάζει
κι ο κόσμος μια φωτοτυπία, κάποιον θα βρείτε να μου μοιάζει.

Για λίγες στιγμές νιώθω σαν το πατάρι όπου μπήκε φουριόζα η νοικοκυρά, με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα πίσω τα μαλλιά, και ξεσήκωσε στρωσίδια, πέταξε σαβούρα, τίναξε σκεπάσματα κι άφησε ώρες διαμπερώς ανοικτό να φύγει ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε πολύς. Και τώρα στέκει στη χαμηλή πόρτα σκουπίζοντας διαδοχικά τα χέρια στη μακριά ποδιά της και με το ανάστροφο της παλάμης τον ιδρώτα που τρέχει στο κοκκινισμένο μέτωπο. Έχοντας πλάι της τα σύνεργα του πολέμου, χλωρίνη, σφουγγαρίστρα κι έναν κουβά νερό ίσα με 'κει πάνω, έτοιμη να σβήσει τα ίχνη της παλιάς χρήσης, ν' ανοίξει χώρους καινούς, καθάριους.

Είναι λίγος καιρός που το παλεύω..

* Σας τραγούδησα το «Σβήνω τα ίχνη» του Μίλτου Πασχαλίδη, από το δίσκο του «Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος», που κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες το 2003. Ακούστε το εδώ.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

09/09


Υπάρχουν κάποια πράγματα που δύσκολα μπορεί να ανακτήσει κανείς,

          ..την πέτρα αφότου ριχθεί,
          ..τη λέξη αφότου ειπωθεί,
          ..την ευκαιρία αφότου χαθεί,
          ..το χρόνο αφότου περάσει.





Today's Soundtrack:
Οδ. Ιωάννου | Λ. Μαχαιρίτσας
Μ. Πασχαλίδης
Δεν έχω χρόνο μάτια μου





Δεν είναι ότι δε θυμάμαι..
ότι ξέχασα τόσο γρήγορα και πίσω μου τα 'βαλα όλα πια.

Είναι μονάχα που δεν έχω χρόνο πια, μάτια μου..

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Μια αγκαλιά για τη Λούσι


Φρένα που πυρώνουν τους δίσκους, λάστιχα που στριγγλίζουν στην τραχιά άσφαλτο.. περιμένω το μπαμ. Μα αυτό δεν έχει τον αναμενόμενο ήχο της λαμαρίνας που συμπλέκεται και τσαλακώνεται στη στιγμή. Έρχεται υπόκωφο, μονωμένο. Περιμένω παρόλα αυτά τις φωνές. Κι ακολουθούν οι λυγμοί μιας κοπέλας, ωχ Θε μου.

Γέρνω στα κάγκελα του μπαλκονιού, οι αγκώνες τσουρουφλίζονται στην καυτή μαύρη σωλήνα. Αυτό με κάνει να μη σκέφτομαι τα γυμνά μου πόδια που ζεσταίνονται στο ανοιχτόγκριζο πλακάκι. Σιγά μην έψαχνα τις παντόφλες μου μες στη βιασύνη. Πρόλαβα μονάχα ν' αναποδογυρίσω το βιβλίο, ένα τρυφερό αστυνομικό του Τζων Μπάνβιλ, που μου κρατούσε μεσημεριάτικη παρέα.. τα βιβλία μου 'μειναν μονάχα, πιστή, τρυφερή συντροφιά.

Κοιτώ πρώτα τριγύρω τον κόσμο που έχει βγει στα μπαλκόνια του, υπερνικώντας τη γλυκιά υπνωτική ζάλη του μεσημεριού. Η συνηθισμένη διασταύρωση αριστερά είναι παραδόξως καθαρή, κοιτώ μετά στο βάθος δεξιά. Μια κοπελίτσα στα γόνατα πνίγει το κλάμα της. Με το ένα χέρι ψάχνει στην τσάντα της το κινητό, με το άλλο χαϊδεύει τη Λούσι. Την γαλήνια Λούσι. Την ξέψυχη Λούσι.
«τώρα μόλις.. δεν ξέρω ποιος, έφυγε.. ένα παλιό κόκκινο..»
«..έλα γρήγορα!»
Μια γειτόνισσα έτρεξε για παρηγοριά, οι άλλες ρωτούσαν τι και πώς. Στο τέλος του δρόμου ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε. Έστριψε αργά και διερευνητικά. Ένα παλιό κόκκινο, το είδα και το τύπωσα στη μνήμη μου. Κοντοστάθηκε, έκανε αναστροφή και χάθηκε ήρεμα όπως ήρθε. Και δεν το είδε ξανά άλλος κανείς.

Ήρθε γρήγορα. Σταμάτησε βιαστικά στο πλάι, βγήκε από το αυτοκίνητο και όρμηξε στην αγκαλιά της κοπελίτσας.
«ψόφησε; ..ψόφησε»

Today's Soundtrack:
"Αγκάλιασέ με, δεν ήθελα ποτέ να σε πληγώσω"


Τα μάτια μου πόνεσαν ξαφνικά και έγειρα το κεφάλι χάμω. Σαν να σουρούπωσε λιγάκι μου φάνηκε. Πόσο εύθραυστο είναι αυτό που λέμε ζωή, δεν κατάφερα να το χωρέσω εκείνη τη στιγμή. Μια σκυλίτσα που έφυγε δίχως ένα τόσοδά γρύλισμα μου κουρέλιασε τη διάθεση. Κι εκείνο το κόκκινο παλιό αυτοκίνητο..

Κι η κοπελίτσα που έχασε την πιστή, τρυφερή συντροφιά της. Της έμεινε όμως η ανθρώπινη αγκαλιά, η ανεξάντλητη αυτή πηγή ασφάλειας και τρυφερότητας.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Πώς είναι;

* της Νίνας Κουλετάκη


Δειλινό.
Ένα μπαλκόνι σ’ ένα ορεινό τοπίο.
Δυο άντρες καθισμένοι σε πολυθρόνες: Αυτός-που-είναι κι Αυτός-που-θάθελε
Μπροστά τους στροβιλίζεται, στο ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνη ακούει, μια γυναίκα.
Μιλάει ο Αυτός-που-θάθελε.
Κοιτάζει την γυναίκα, μα απευθύνεται στον άνδρα.




Today's Soundtrack:
Anima | Sanjuro | ft. Onirama
Να την προσέχεις
"Κάποια βράδια κάτι θα πάθει νομίζει,
να της κρατάς συντροφιά μέχρι τα μάτια να κλείσει.
Κι αν ποτέ σου θυμώσει δώσ' της μόνο αγάπη."




Πώς είναι μαζί της; Πώς είναι να σ’ έχει αναγνωρίσει ως έρωτα με την πρώτη ματιά, με την ίδια ευκολία που αναγνωρίζει κανείς τα σκίτσα του Λεονάρντο, τις μπαλλαρίνες του Ντεγκά, τα καμπαρέ του Λωτρέκ;

Πώς είναι να σου γράφει τις λέξεις τις πιο ερωτικές, χωρίς ν’ ανησυχεί ότι κάποτε θα της τελειώσουν, μιας κι αποτελείς την έμπνευσή της και θα εφεύρει άλλες, νέες, άφθαρτες κι ανείπωτες, μόνο για εσένα;

Πώς είναι να ταξιδεύει με το μυαλό της σ’ όλους τους τόπους που έχει βρεθεί χωρίς εσένα και να ξαναζεί τα ταξίδια αυτά μ’ εσένα πλάι της;

Πώς είναι να χάνεται στα μάτια σου και να σε συναντά στα βάθη τους όπως ήσουν παιδί;

Πώς είναι να σε κάνει ήλιο της και να πετά προς το μέρος σου φορώντας κερένια φτερά, χωρίς να νοιάζεται αν η φωτιά σου τα λειώσει και γκρεμοτσακιστεί;

Πώς είναι να σε θαυμάζει γι αυτό που είσαι κι όχι γι αυτό που θάθελες να είσαι;

Πώς είναι ν’ αγαπάει το κορμί σου ως έχει, χωρίς σχόλια, χωρίς συγκρίσεις ενσυνείδητες κι ασυνείδητες, χωρίς διορθωτικές παραινέσεις;

Πώς είναι να λατρεύει τα χέρια σου γύρω της, πάνω της;

Πώς είναι, φορές-φορές, να της χαράζεις τον γυάλινο κόσμο της με το διαμάντι της καρδιάς σου κι εκείνη να μένει ν’ αποθαυμάζει τα σχέδια, αδιαφορώντας για τον πόνο;

Πώς είναι όλα της τα κύτταρα να την ειδοποιούν κάθε φορά που «αγαπάς» άλλη; Πώς είναι κάθε φορά να πεθαίνουν; Πώς είναι ν’ αναγεννιούνται στο επόμενο, προγραμματισμένο άγγιγμά σου; Πώς είναι να γίνεται αυτό αενάως και να σ’ αγαπάει ακόμα; Πώς είναι να την μεταμορφώνεις σε θηλυκό Σίσσυφο και να επιμένει;

Πώς είναι να έχει κόψει τον εγωϊσμό της με το ψαλίδι σε χάρτινες πεταλούδες και να τις έχει αφήσει να πετάξουν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στο πρωϊνό αεράκι;

Πώς είναι να λαχταρά ν’ ακούσει να της απευθύνεις την εξομολόγηση του Λήσταρχου Νταβέλη, αλλά να μπορεί να ζει και χωρίς αυτή;

Πώς είναι να την κάνεις τόσο ευτυχισμένη;

>>>

Πες. Τι ανεκτίμητο καλό έχεις κάνει στον κόσμο, για ν΄αξίζεις κάτι τέτοιο; Πες. Πόσο αφόρητα έχεις υποφέρει στη ζωή σου, για ν’ ανταμοίβεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο; Πες. Πώς γίνεται να είσαι τόσο τυχερός και τόσο ευλογημένος;

Πες. Πώς είναι να σε θέλει;

Πες. Κι εγώ θα σου πω πώς είναι να μη με θέλει.


* Πώς είναι, κάθε φορά που διαβάζω ανάρτηση της Nina C να ήθελα να την έχω γράψει εγώ, χμ; Ευτυχώς που συγκρατούμαι και τις διαχειρίζομαι με φειδώ! Τη συγκεκριμένη θα την κρατούσα -όπως τόσες άλλες- μόνο για μένα σαν μικρό-μικρό διαμαντάκι, αν δεν άκουγα σήμερα το πρωί πρώτη φορά το γλυκερό τραγουδάκι του Sanjuro "Να την προσέχεις", που μοιάζει σαν εναλλακτική ανάγνωση του κειμένου. Το σκίτσο, δε, ήρθε και έδεσε σαν σιωπηρή απάντηση του Αυτός-που-είναι στον πονεμένο χείμαρρο του άλλου άνδρα. Ολόκληρη η ανάρτηση από εδώ.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012