Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Polaroid






«Είναι σημαντικό να μπορείς να σταθείς πάνω σ' έναν τόπο. Να έχεις ρίζες που σε βαστούν σ' αυτό τον κόσμο, είτε βρίσκεσαι στην Ελβετία είτε πάνω σ' ένα σκάφος. Να ξέρεις πως, αν τραβήξεις τις ρίζες σου, σαν ένα καλώδιο που το ξηλώνεις για να βρεις από πού ξεκινάει, θα σε οδηγήσουν σ' έναν τόπο, σε μια θέα, στη σκιά ενός δέντρου».

Δείλιασα μα είπα να το δοκιμάσω. Και τι έχω να χάσω.. Να ξηλώσω το δικό μου καλώδιο να δω από πού ξεκινάει, ν' ακολουθήσω τις ρίζες μου να ανακαλύψω από πού τρέφονται, από πού πηγάζουν. Κι άρχισα λοιπόν να τραβάω..

:Today's Soundtrack
«Κοντραπούντο»
Άλκης Αλκαίος | Σωκράτης Μάλαμας
,Πάντοτε έψαχνα ένα δρόμο να σε φτάσω"
,τρέχεις αδιάκοπα και τίποτα δεν τρέχει
,μα συνεχίζω κι ας βρεθώ ξανά στον άσσο
"κανείς δε χάνει μια ζωή που δεν την έχει

«Η μνήμη των ανθρώπων είναι σαν της πολαρόιντ, ξεθωριάζει με τα χρόνια».
Ήθελε λίγο κόπο παραπάνω, ναι. Να βρεθούν τα πρώτα βήματα, να διαβαστούν τα ξεθωριασμένα σημάδια. Βάζοντας όση δύναμη υπήρχε σκουριασμένη στις αποθήκες ισχύος μου, βάλθηκα να τραβώ και να ψάχνω, να ξαναζωντανεύω πεθαμένες θύμισες.
«Όσοι ασχολούνται με το έγκλημα γνωρίζουν πως για πολλά συμβάντα φταίει το γεγονός πως κάποιοι δεν μπόρεσαν να ξεχάσουν. Η κοινωνική επιβίωση στηρίζεται συχνά στην επιλεκτικότητα της μνήμης».
Ελάχιστη η δύναμη που μάζεψα. Μήπως να τα παρατήσω; Μήπως το σκάλισμα στην αρχαιολογία της ζωής μου δε θα ξέθαβε και τίποτα το σπουδαίο; Κι ας φαινόταν να αντιστέκεται το καλώδιο σαν να 'χε ριζώσει σε κάτι μεγάλο.
«Από ένα σημείο κι έπειτα ζούμε με τις μνήμες μας και ό,τι μας βοηθάει να κρατιόμαστε από τη μεριά της ζωής χωρίς να προδίδουμε το παρελθόν».
Μα ποιος δε θα το 'θελε αυτό. Να κρατηθεί από τη μεριά της ζωής συμφιλιωμένος με το παρελθόν του. Και τι παρελθόν ε.. Γεμάτο τρέλα και εμπειρίες και γεύσεις ανεπανάληπτες, αλλά και όμορφες στερήσεις. Απ' αυτές που σε κρατούν τώρα ελεύθερο. Και όνειρα.. αχ, όνειρα! Ότι κάποια στιγμή θα.. ότι θα 'ρθει μια μέρα να.. ότι όταν μεγαλώσω θα καταφέρω να.. ότι ως τα ** χρόνια θα έχω..

Δεν ήθελε και πολύ -μ' αυτά και μ' αυτά- να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήτανε το παρελθόν αυτό που έτρεφε τις ρίζες μου, μα τα γενναία όνειρα που πάντοτε έκανα για το μέλλον. Αμέτρητα, αχόρταγα, ανεξίτηλα όνειρα που πλημμύριζαν το εκάστοτε τώρα μου, με φόντο ένα ανυπόμονο μέλλον.

Και τελικά τα παράτησα. Δε συνέφερε το ξεθάψιμο. Όχι τούτη την ώρα τουλάχιστον. Αντιστεκόταν και το καλώδιο σαν να 'χε ριζώσει σε κάτι τεράστιο. Μια πηγή ατόφιας δύναμης; Μια καλά απωθημένη μνήμη ίσως; Ή ένα κούτσουρο βαρύ σαν το ξερό μου το κεφάλι;
«Το να προσπαθείς απεγνωσμένα να είσαι ένας κανονικός άνθρωπος σε κάνει σακάτη στην ψυχή».
* Τα επιλεγμένα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο της Μαρλένας Πολιτοπούλου,  «Η μνήμη της πολαρόιντ» (εκδόσεις Μεταίχμιο).

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου


Στο είπα τις προάλλες στο τηλέφωνο μα πάλι δε με άκουσες, σαν τότε, εκείνη τη μέρα που ο μήνας είχε τριπλώσει το 9.

Η ζωή δεν είναι τραίνο, αρπάχτηκες απ' τη χειρολαβή, μπήκες, κάθισες και φύγαμε. Σταθερά κουμπωμένοι πάνω στις ράγες και βουρ όπου μας βγάλει. Δεν είναι καν αεροπλάνο η ζωή, ούτε καράβι όπως θα 'θελαν πολλοί, αγανακτησμένοι να διώξουν από πάνω τους την ευθύνη της αποτυχίας. Δε φταίει το ταραγμένο νερό, ούτε ο άνεμος που δέρνει. Ούτε το τραίνο που δε σταμάτησε στο σταθμό που ήθελες, κι ας τράβηξες το φρένο.



Today's Soundtrack:
«Περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου»
Χρήστος Θηβαίος
"Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα,
όλα πάνω στην άμμο χτίζονται..."



Είναι άμμος η ζωή. Ελάχιστη και ασταθής στη μικρότητά της, απέραντη και παντοτινή στην ολότητά της. Κυμματιστή, σιμιγδαλένια άμμος, στον ήλιο χρυσή, στο σκοτάδι ύπουλη, στο βούρκο λάσπη. Κι εμείς είμαστε δυο χέρια που την κρατούν στη χούφτα, την αναμοχλεύουν, την πασπατεύουν. Δυο χέρια που πασχίζουν να κάνουν τους κόκκους της να σμίξουν, να κολλήσουν, δουλεύοντας το σχήμα της ζωής μας.

Κανείς δεν είναι της γης το αλάτι
κι όμως όλοι μας μες στη ζωή
κρύβουμε αυτό το ανεκτίμητο κάτι
.που είναι το αλάτι της για μια στιγμή

Και θέλει κόπο το σμίλεμα, δεν είναι υπόθεση στιγμής. Θέλει ιδρώτα να δένει το μίγμα, θέλει δάκρυ να αρωματίζει τις στιγμές. Δεν φτιάχνεται αλλιώς αυτό το ανεκτίμητο κάτι, παρά μόνο με κόπο και πόνο. Μην τον φοβάσαι τον πόνο, είναι το πολυτιμότερο συστατικό στα ταλαίπωρα χέρια που ακούραστα πλάθουν.

,Όσοι αγαπάνε τη ζωή ξοδεύονται
.δίνονται, κι είναι αυτό που μετράει

Τον φόβο να φοβάσαι. Το φόβο εκείνο που ξεπηδά μες στα όνειρα και τα μαγαρίζει. Τον φόβο που φυτρώνει στις πιο όμορφες και εύφορες επιθυμίες και τις δηλητηριάζει. Τον φόβο που ποτέ δεν φυλάει τα έρ'μα, μα τα στέλνει βίαια-τσακισμένα στα λιμάνια της μοναξιάς, εξαντλημένα, χωρίς δόσιμο, χωρίς ξόδεμα, χωρίς προσφορά. Όταν ζεις με κίνητρο και κριτήριο το φόβο, ο φόβος θα είναι η ζωή σου.

Ευτυχισμένοι, τέλος, όσοι αγαπάνε
,κι όσοι αγαπιόνται δεμένοι σφιχτά
ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπορέσαν
να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά

Έλεγε κάποιος κάποτε ότι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι να τον αγαπούν. Αν απολέσει αυτό το επίπεδο τότε το δεύτερο καλύτερο είναι να τον εκτιμούν και αν κι αυτό δεν ισχύει, τότε ας είναι να τον φοβούνται. Μη φτάσεις να σε φοβούνται. Μην υποτιμάς την αγάπη, ούτε την εκτίμηση προς το πρόσωπό σου να περιφρονείς. Είναι το μόνο, η αγάπη, που σαν να πετρώνει την άμμο, στεριώνει τη σύντομη ζωή.

Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα
...όλα πάνω στην άμμο χτίζονται

Και αμφιβολία μην έχεις καμία γι' αυτό.

Μα εγώ θα χτίζω πάνω στην άμμο..
σαν να 'τανε η άμμος πέτρα


* Ανάρτηση-μνεία στο υπέροχο ομώνυμο τραγούδι του Χρήστου Θηβαίου, από τον πρώτο δίσκο των Συνήθων Υπόπτων «Αδέσποτες Μέρες» (1995). Οι στίχοι είναι διασκευή ποιήματος του Jorge Luis Borges ("Fragmentos de un evangelio apocrifo"). Στη συγκεκριμένη live εκτέλεση τα δεύτερα φωνητικά είναι του Μίλτου Πασχαλίδη.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Ο δεμένος γάιδαρος

* της Νίνας Κουλετάκη

Είσαι τυχερός.. γιατί έχεις γερά δεμένο τον γάιδαρό σου. Κι είναι γάιδαρος αστεράτος αυτός, με όμορφα μάτια και τεράστια υπομονή, γαϊδουρινή θάλεγε κανείς! Πρόσεχε, όμως, γιατί δύο τινά μπορεί να συμβούν.

Αν τον αφήνεις νηστικό κι απότιστο θα σου ψοφήσει, πράγμα πιθανό αλλά όχι πολύ. Το πιο σίγουρο είναι πως όταν δεν θ’ αντέξει άλλο να τον φορτώνεις παραπάνω απ’ όσο μπορεί να σηκώσει, θα δώσει μια με όλη του τη δύναμη και θα ξεριζώσει το πελώριο δέντρο, στον χοντρό κορμό του οποίου έχεις δέσει το σχοινί του. Και οι βαθειές ρίζες του δέντρου θα παρασύρουν κι όλο το χωράφι σου που, με τη σειρά του, θα ξεκολλήσει ένα κομμάτι του φλοιού της γης, μαζί με λίγο ανώτερο μανδύα.

Και, σέρνοντας όλα αυτά ξοπίσω του θα καλπάσει, έτσι όπως δεν τον έχεις δει ποτέ να καλπάζει, όσο πιο πέρα από σένα γίνεται. Κι αυτό το «πέρα» θάναι τόσο απελπιστικά μακρυά, που δεν θα μπορείς να τον δεις ούτε με το πιο δυνατό τηλεσκόπιο της ΝΑΣΑ.

Κι έχει κι ένα πείσμα, γαϊδουρινό θάλεγε κανείς, που δεν θα ξαναείναι δικός σου ποτέ πια, στους αιώνες των αιώνων.

* Από το blog της. Ανάρτηση και σχόλια εδώ.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Ο ελέφαντας και το τέρας



Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ελέφαντας.
Που έβαλε σκοπό στη ζωή του να αποδείξει ότι ..δεν ήταν ελέφαντας.

Δ. Χατζάκος | Δ. Ζερβουδάκης
"Στα χαμηλά και στα ψηλά
τα π' αγαπώ σκορπίσανε
και φύγανε και πάνε"





Η πρώτη φορά που κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ήταν και η τελευταία. Είδε στο είδωλο μια πρωτοφανή ασχήμια. Κάτι η σκληρόπετση σάρκα, λίγο τα τέσσερα χοντροπόδαρα χωρίς δάχτυλα, πολύ η μακρουλή προβοσκίδα και τα βαθουλωτά μάτια. Αμ κι εκείνα τα αυτιά σαν αλεξίπτωτα.. Ασχήμια! Του μαύρισε την ψυχή. Έδωσε μια  με την προβοσκίδα του και το τέρας εξαφανίστηκε από μπρος του, φυλακισμένο στα χίλια κομμάτια του καθρέφτη.

Βάλθηκε λοιπόν ν' αλλάξει ζωή. Αρχικά αποφάσισε να ασχοληθεί με το δέρμα του. Πήγε στους καλύτερους αισθητικούς και έβαλε ένα σωρό κρέμες και προϊόντα ομορφιάς, που με τον καιρό έκαναν το δέρμα του λείο και απαλό. Και μετά με την κατάλληλη θεραπεία απέκτησε λαμπερό και στιλπνό τρίχωμα σαν όλα τα άλλα ζώα του δάσους. Τώρα θα μπορώ κι εγώ να κυκλοφορώ χωρίς ντροπή σκέφτηκε ο ελέφαντας και καμάρωσε για το αποτέλεσμα. Έλα όμως που καθώς περπατούσε πλάι στο ρυάκι, με το περίγραμμά του να λαμποκοπά στα ήρεμα νερά, ένα μικρό λαγουδάκι σκούντηξε χαχανίζοντας το πόδι της μαμάς του φωνάζοντας κοροϊδευτικά  «μαμά, κοίτα ένας ελέφαντας με γούνα!»

Έσκασε απ' το κακό του ο ελέφαντας και έτρεξε ντροπιασμένος στη σπηλιά του. Μα πώς να μην τον αναγνωρίσει ένας λαγός.. η προβοσκίδα και τα αυτιά τον μαρτυρούσαν από χιλιόμετρα. Κι έβαλε μεγαλύτερο πείσμα απ' το πρώτο και χτύπησε την πόρτα των καλύτερων πλαστικών χειρούργων, με στόχο να αποκτήσει κι αυτός μια μύτη σαν όλα τα άλλα ζώα κι ένα ζευγάρι κανονικά αυτιά. Και ύστερα από πολυέξοδες και πολύ κοπιαστικές εγχειρίσεις, η επιστήμη κατάφερε να του δώσει μια καλλίγραμμη γαλλική αλεπουδίσια μύτη -καταργώντας μια για πάντα την αντιαιθητική προβοσκίδα- και δυο πεταχτά ζαρκαδένια αυτιά!

Και τι χαρές δεν έκανε σαν είδε το πρόσωπό του στο νερό. Πλέον μπορούσε να μυρίσει κανονικά τα λουλουδάκια και τα δέντρα του δάσους, ν' ακούσει τόνους και ήχους των πουλιών μυστικούς έως τότε. Και το κυριότερο, να περπατά καμαρωτός σαν μορφονιός πρωτευουσιάνος κι όχι σαν κάποιος άξεστος του βουνού. Απ' τη βαθιά, ανείπωτη χαρά του, άφησε να του ξεφύγει ένα ατέλειωτο γέλιο ευτυχίας, χοροπηδώντας τριγύρω στη γέρικη βαλανιδιά. Κι όπως ταρακουνήθηκε η γη απ' τα ποδοβολητά, σηκώθηκε αλαφιασμένο απ' τον ύπνο του ένα σκιουράκι που είχε κατασκηνώσει στο δεύτερο κλαδί. Βλέποντας τη μοναχική γιορτή που είχε στηθεί κάτω απ' το σπίτι του, του ξέφυγε του σκίουρου ένα φωναχτό παράπονο. «Ούτε μια ώρα ησυχίας δε μπορεί να βρει κανείς σ' αυτό το δάσος; Είχαμε όλη μέρα τα πουλιά, έχουμε τώρα κι αυτόν τον ελέφαντα!».

Μαράζωσε σαν τ' άκουσε αυτό ο ελέφαντας, πάγωσε η χαρά στο πρόσωπό του. Έσκυψε το κεφάλι του και όπου φύγει-φύγει. Γύρισε πικραμένος στη σπηλιά του μην μπορώντας να χωνέψει ότι όσο κι αν αλλάξει το σώμα του, σμιλέψει το σουλούπι του, απαλύνει τα χαρακτηριστικά του, κατά βάθος δε θα είναι τίποτα άλλο παρά ένας άξεστος χοντροκομμένος ελέφαντας. Στη γλώσσα, στους τρόπους, στη συμπεριφορά. Θυμήθηκε όμως μες στη θλίψη του δυο φίλους του κι έτρεξε να τους βρει στο στέκι τους. Και να τους πείσει να του κάνουν όσα μαθήματα χρειαστεί για να αποκτήσει κι αυτός ευγενικούς τρόπους και γνώσεις και αιθέριες κινήσεις. Κι έτσι η κουκουβάγια ανέλαβε τη μόρφωσή του, την καλλιέργεια του πνεύματος, ενώ η ζέμπρα βάλθηκε να του μάθει εκλεπτισμένες κινήσεις και στάσεις. Και ύστερα από μήνες εντατικών μαθημάτων νυχθημερόν, καμάρωσε με χαρά το πτυχίο του με άριστα! Πλέον ήταν έτοιμος να κυκλοφορεί με χάρη στα μεγάλα σαλόνια και να συναρπάζει τις συναναστροφές του με την πλούσια γνώση του, με πηγαίες ιστορίες και περίτεχνα ευφυολογήματα.

Κι όταν μετά από λίγο καιρό συνάντησε το πιο όμορφο πλάσμα που είχαν δει ποτέ τα μάτια του, έβαλε στόχο να κατακτήσει την καρδιά της ανέμελης ελαφίνας, no matter what! Με κάθε κόστος. Την πλησίασε με ευγένεια που θα έλιωνε και τον πιο παγωμένο κρύσταλλο, με τρυφερότητα που θα ημέρωνε και το πιο άγριο λουλούδι. Και της πρόσφερε τα πάντα. Όλον τον ξεκαινουργωμένο εαυτό του. Κι εκείνη αποκρίθηκε, ντροπαλή, μα χαρούμενη! Και τι δεν έκαναν μαζί. Και περιπάτους όλο ομορφιά και χορούς όλο πάθος. Και εκδρομές όλο περιπέτεια και κουβέντες όλο γλύκα. Ώσπου μια μέρα σουλατσάροντας στις όχθες του ρυακιού, κοντοστάθηκαν, κοιτάχτηκαν στα μάτια κι αγκαλιάστηκαν τρυφερά. Έλα όμως που ο ελέφαντας δεν ήλεγξε τη στιβαρή δύναμή του και πίεσε -άθελά του- παραπάνω απ' όσο η λεπτεπίλεπτη ελαφίνα μπορούσε ν' αντέξει. Κλονίστηκε εκείνη, ένιωσε να ασφυκτιά, να πιέζεται αφόρητα κι έτσι ζήτησε απ' τον αγαθό ελέφαντα να της δώσει χώρο και χρόνο ν' ανασάνει, να ξεμπλοκάρει, να σκεφτεί.

Μάζεψε τη θλίψη του ο ελέφαντας και κίνησε για ένα ατέλειωτο περιδιάβασμα στα όρια του δάσους. Τσακισμένος απ' την αλήθεια που βομβούσε μέσα του σαν σειρήνα σε συναγερμό, ότι ό,τι κι αν κάνει με τον εαυτό του, θα παραμείνει ένας χοντροκομμένος ελέφαντας. Ένας άγριος, άχρηστος ελέφαντας. Ένας άσχημος ελέφαντας. Ένας ελέφαντας τέρας, σαν εκείνο το τέρας που σκόρπισε στα χίλια κομμάτια του καθρέφτη. Και που τώρα γυρνούσε ξαφνικά πίσω κι απλωνόταν σ' όλη του την ψυχή. Κι όπως βάδιζε μονάχος στα όρια του δάσους, κοντά στην άκρη του τελευταίου γκρεμού, γλύστρισε από απροσεξία κι άρχισε να τσουλάει επικίνδυνα προς το χείλος. Έκανε να γυρίσει με την πλάτη του μήπως και σταματήσει με την τριβή, αλλά πλέον δεν είχε τραχύ δέρμα.. το στιλπνό τρίχωμα που είχε αποκτήσει γλίστρησε ακόμα περισσότερο και τον έφερε κοντά στην κόψη. Γυρνώντας στ' αριστερά, είδε ένα δεντράκι να στέκει άφοβο και να θωρεί αγέρωχο το χάος. Κι έκανε με την προβοσκίδα του ν' αρπαχτεί απ' τα κλαδιά να σωθεί, μα με τρόμο συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πλέον προβοσκίδα να τον σώσει. Την είχε θυσιάσει στο βωμό της αλλαγής. Κι ενώ το πρώτο δάκρυ έκανε να κυλήσει παγωμένο από τα βαθουλωτά του μάτια, θυμήθηκε τα μαθήματα χορού και κάνοντας μια αποφασιστική κίνηση, γράπωσε το πίσω δεξί του πόδι στο τελευταίο κλαδί του δέντρου, την ώρα που το κεφάλι του ήδη έχασκε στο κενό της αβύσσου.

>>>

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ελέφαντας.
Που έβαλε σκοπό στη ζωή του να αποδείξει ότι δεν ήταν ελέφαντας...

..μέχρι που το τελευταίο κλαδί υποχώρησε απ' το υπέρβαρο ελεφαντίσιο βάρος του.


* Αφιερωμένο σ' όλους εκείνους που στο βωμό της κοινωνικής αποδοχής και αρέσκειας έχασαν τον εαυτό τους. Και ξέχασαν ότι η αλήθεια και η αυθεντικότητα δεν κρύβουν ποτέ τέρατα. Συγνώμη..

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Οκλαδόν


«Καλά.. δεν πιάστηκαν τα πόδια σου που τα 'χεις έτσι;»

Τελικά μια βόλτα στην παραλία δημιουργεί ωραίες ιστορίες. Μια μοναχική βόλτα.. Και ξεθάβει αναμνήσεις ένα σωρό. Απ' αυτές που «βρέξει-χιονίσει», ωραίες ή άσχημες, στο τέλος θα κλάψεις ανήμπορος που έφυγαν ανεπιστρεπτί και πίσω δε γυρίζουν.

Κύριε Ιησού Χριστέ... 

Με μάτια θολά παρά τον κόντρα άνεμο έγραψα ξανά τη συνηθισμένη διαδρομή. Σπίτι, όμιλος κι όλο ευθεία στο ξύλινο κράσπεδο πλάι στο κύμα, με φόντο το μέγαρο. Μεγάλος κύκλος γύρω από τα δύο επιβλητικά κτίρια και επιστροφή. Η στάση δεν προέκυψε από κούραση, μα από ανάγκη για ξεφόρτωμα, για άδειασμα, για τακτοποίηση «λογαριασμών» και συναισθημάτων. Στον ξύλινο καναπέ με τη διακοπτόμενη απ' τους ποδηλάτες θέα της θάλασσας. Ένα αχρησιμοποίητο κομποσκοινάκι 10ετίας κρυφά στα ακροδάκτυλα του δεξιού χεριού και το 'να πόδι κάτω απ' τ' άλλο. Οκλαδόν.

«Μπα.. συνήθεια είναι».

Δεν έστριψα καν το κεφάλι. Όταν ήρθαν και χαιρέτισαν ευγενικά και κάθισαν στην άλλη γωνιά, ζευγάρι σχεδόν στα ..όντα τους, ούτε όταν βγήκε εύλογη η απορία τους για τη στάση περισυλλογής μου, που θύμιζε -όπως είπαν- μουσουλμάνο ή βουδιστή σε ώρα προσευχής.. Μακριά δεν έπεσαν.

..ελέησον...

Σε ένα τέταρτο της ώρας είπαμε πολλά. Για τα ζόρια του σήμερα και το αύριο που δεν ξημερώνει, κι ας πήγε ήδη δέκα η ώρα, διαμαρτυρήθηκε η κυρά. Να φεύγουμε; Και δε φεύγετε.. μια ευχή σωστή να συμπληρώσω δεν μπόρεσα. Για τους φίλους, την οικογένεια. Την Α που δυσκολεύεται, τη Δ και τον Γ που περιμένουν, τον Α που ονειρεύεται και καρδιοχτυπά, τον Δ που χαθήκαμε, γιατί έτσι;.. Την Ε που πιέζεται, ο Θεός -μην ξαναπέσει- να φυλάει, τον Σ που στεναχώρησα, τον Π, όλα καλά να πάνε. Τον Β και τον Π που εύκολα παραιτούνται, την Φ που ξέρει να υποστηρίζει, ευχαριστώ! Τον Δ και τη Μ, τα ξαδέρφια που μόλις συνάντησα και είχα μήνες να δω, τι κάνετε βρε παιδιά.. τον Β που δεν το βάζει κάτω και την Α που πολεμάει και αντέχει και βοηθάει, όλους τους ξενιτεμένους μου, τη Φ που δάκρυα με πιάνουν δεν μπορώ..

..τη δούλη σου...

«Το χθες πέρασε, το αύριο δεν το γνωρίζουμε, το μόνο που έχουμε είναι το τώρα», ήρθε μήνυμα υποστήριξης. Πώς αντέχεται όμως το τώρα, όταν το αύριο μοιάζει σβηστό, κενό προσδοκιών και το χθες τορπιλίζει συνεχώς με θύμησες γλυκές σαν παιδικό γλυφιντζούρι..

Το σήκωμα δεν προέκυψε από κούραση, μάλλον από διάθεση αλλαγής, φευγιού. Μα τελικά είχε δίκαιο ο ευγενής συνομιλητής μου. Το πόσο πιάστηκαν τα πόδια μου οκλαδόν φάνηκε στο σήκωμα, στην προσπάθεια να περπατήσω ξανά. Το πόσο πονάει το χθες φαίνεται στην αλλαγή, στην προσπάθεια να περπατήσει κανείς ξανά στο τώρα. Αν είναι και «αγύμναστος»...

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Ο Ηλίθιος


«Ντοστογιέφσκι έχεις διαβάσει;»

Καθόμουν βολικά στους τεράστιους ξύλινους καναπέδες της νέας παραλίας και για λίγο -μπορώ να το πω- είχα απορροφηθεί στις ενοχλητικά, η αλήθεια είναι, λευκές σελίδες του φρεσκοξεκκινισμένου βιβλίου μου. Τα μικρά μαύρα γράμματα χοροπηδούσαν στις αραιές γραμμές, όπως τα μικρά κυμματάκια στα ρηχά του θερμαϊκού. Ήλιος. Γαλάζιο. Αεράκι. Κι εγώ στη γωνιά του καναπέ, εκεί που έπεφτε τσιγκούνικη η σκιά του διπλανού δεντρυλίου, σαν μαλωμένος με τον ήλιο που φώτιζε δίπλα μου αφειδώς το ξεπετσιασμένο ξύλο.

Άπλωσα τη δεξιά παλάμη και τη σφήνωσα ανάμεσα στις σελίδες, ανασηκώνοντας τη ματιά μου που πάλευε για εστίαση απ' τα κοντινά των γραμμάτων στα μακρύτερα, στοχεύοντας προς την κατεύθυνση της φωνής.

«Ορίστε;»

Όχι πως δεν είχα ακούσει την ερώτηση, αλλά, να, προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβω ποιος μιλάει και γιατί τόσο ενδιαφέρον στην αφεντιά μου.

«Έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι;»

Είχε αντιστρέψει τώρα την ερώτηση, με πιο καθαρή και αργή άρθρωση. Κοντούλης, μεσήλικας και άνω, τριγύρω στα 65 μάλλον. Με χοροπηδηχτά βήματα ερχόταν γοργά από τ' αριστερά, κάτι που το είχα καταλάβει προτού να κοιτάξω από τη φωνή που ζύγιαζε.

Συνήθως δεν ασχολούμαι με κάτι τέτοιους. Μου 'ρθε αυτόματα στη μνήμη ένα ταξίδι με τραίνο για Θεσσαλονίκη, ένα βράδυ, σ' ένα κουπέ. Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ που κρατούσα ανοιχτό στις παλάμες μου είχε ενοχλήσει τον απέναντι και μου 'πιασε κουβέντα γεμάτος ειρωνεία, αραδιάζοντας κομματικές αριστερο-μπαρούφες για τον συγγραφέα. Για να το βουλώσει ένα λεπτό αργότερα, όταν στην επίμονη ερώτησή του για τις σπουδές μου, εγώ του απάντησα με πλήρη ειλικρίνεια... εντάξει, και μια δόση κομπασμού είναι η αλήθεια!

«Ναι, αμέ!»

Νόμιζα ότι το είχα κόψει το "αμέ". Να πω την αλήθεια -ξανά- πρέπει να πήγαινα ακόμα σχολείο, με κοντά παντελονάκια και άσπρη κάλτσα, την τελευταία φορά που αποκρίθηκα έτσι. Και το 'ξερα ότι κάτι παιδικό ξεκλείδωσε μέσα μου όταν πριν μέρες πίσω από την αγια-Σοφιά άκουσα μια κοπελίτσα να ανασύρει από τη μνήμη μου μια ακόμα ξεχασμένη από τα χρόνια ατάκα, "άσ' τα, βράσ' τα!". Και παγιώθηκε μέσα μου βγαίνοντας τις προάλλες από το μάθημα ιταλικών, παρατηρώντας ένα δεκάχρονο κοριτσάκι να επιστρέφει σπίτι της απ' το παιχνίδι, βαρύ απόγευμα κιόλας. "Μαμά πεινάω!". "Έλα, έχει φαγητό". "Θα μου δώσεις να πάρω παγωτό;...".

Δεν είχε σταματήσει να περπατά χοροπηδώντας στα λευκά του παπούτσια, κατάλληλα για άνετο και απεριόριστο περπάτημα. Σαν αυτά που ποτέ δεν εδέησα να πάρω, μένοντας για πάντα με τα πολυφορεμένα asics μου. Φορούσε κι ένα από κεινα τα καπελάκια τύπου τζόκεϋ, με το λεπτό ύφασμα και το εντελώς ίσιο γείσο και μάλιστα λίγο πιο ψηλά στο κεφάλι, όπως χαρακτηριστικά κάνουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Κι από κάτω ανοιχτόγκριζα βερμούδα και λευκό polo μπλουζάκι. Μια χαρά φαινόταν να κρατιέται.. εμ.. με τόσο περπάτημα πώς να μην.

«Τον Ηλίθιο τον έχεις διαβάσει;»

Αυτό κι αν δεν περίμενα να με ρωτήσει. Ήδη εδώ και δέκα δευτερόλεπτα, απ' την πρώτη στιγμή μου τράβηξε το βλέμμα με την πρώτη του ερώτηση, προσπαθούσα να καταλάβω τι να ήθελε, πού άραγε το πήγαινε. Στην αρχή ένας συγκεκριμένος συγγραφέας. Και τώρα η αναφορά σ' ένα συγκεκριμένο τίτλο. Κι άραγε είχε δει που διάβαζα κάτι πολύ πιο πεζό και ήθελε λίγο να κορδωθεί απέναντί μου; Γιατί όπως και να το κάνουμε, ο Ίαν Ράνκιν είναι πολύ ..μπας-κλας κόντρα στον Ντοστογιέφσκι και φυσικά μια non-Τζον Ρέμπους- ιστορία του ούτε για ανακυκλωμένο χαρτί για το οπισθόφυλλο του Ηλίθιου δεν θα περνούσε!

Κοντοστάθηκα, άργησα η αλήθεια ξανα-είναι, να επεξεργαστώ το άκουσμα του τίτλου και να αναζητήσω στα βάθη των μνημών μου την απάντηση. Μα φυσικά..

«Ναι..»

Ήταν σχεδόν Νοέμβρης του '06 όταν αναχωρούσα από τη Θεσσαλονίκη για τη στρατιωτική θητεία. Ένα κρύο βράδυ στο ΚΤΕΛ, ο αποχαιρετισμός στα ..όπλα. Στην φοιτητική 8ετία. Εκεί, έξω από το λεωφορείο η Κ. με το δώρο της ανα χείρας, "για τις δύσκολες ώρες στο στρατό". Και πράγματι, στις 6 εβδομάδες στη Θήβα, μεταξύ αγγαρειών και πειραγμάτων, είχα καταφέρει εύκολα τους δυο τόμους του Ηλίθιου. Το δύσκολο ήταν το στρίμωγμά τους στο ασφυκτικά τεζαρισμένο σακίδιο..  Ήταν όμως ακριβώς αυτό που έπρεπε, ό,τι πιο αταίριαστο ανάγνωσμα για το στρατό. Τέλεια!

«Εγώ είμαι αυτός!»

..μου ξεφούρνισε και ήδη απομακρυνόταν προς τα δεξιά μου, γυρνώντας όλο και πιο πολύ το κεφάλι του μη χάσει κάτι από το αποσβωλομένο βλέμμα μου. Έτσι χοροπηδηχτά και χαρωπά όπως είχε πλησιάσει.

Σήκωνε πολύ συζήτηση αυτό το "εγώ είμαι αυτός". Ότι είναι ηλίθιος; Αλλά αν είχε πράγματι διαβάσει κι εκείνος το βιβλίο (για να ρωτάει..), τότε αν εννοούσε ότι ήταν ο Ηλίθιος, μόνο ηλίθιος δεν είναι! Μου ξέφυγε ένα ηχηρό..

«Χμ..»

..σκεπτόμενος τον πρίγκιπα Μίσκιν, τον Ηλίθιο, που προσπαθούσε να συμβιβάσει τον έρωτά του για την Αγλαΐα Ιβάνοβνα και την παθολογική συμπόνοια του για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, την ώρα που και οι δυο τον αγαπούσαν διεκδικητικά. Ο πρίγκιπας Μίσκιν. Ένα άτομο που, αν και οι γύρω του τον θεωρούσαν ηλίθιο, αυτός μάλλον δεν στερούνταν καθόλου ευφυΐας. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά οδηγήθηκε στην πνευματική κατάρρευση, λόγω του ότι ήταν συναισθηματικά ιδιαίτερα ευάλωτος. Ο ίδιος ο Μίσκιν απορούσε «πώς γίνεται να είμαι εγώ ηλίθιος, την ώρα που από μόνος μου καταλαβαίνω πως ο κόσμος μ’ έχει για ηλίθιο;».

Ο Ηλίθιος. Ένας χαρακτήρας ταυτισμένος με τον πόνο και τη συμπόνοια ταυτόχρονα. Που βρέθηκε μπροστά σε αινίγματα και απορίες, και όπως ο κάθε «ηλίθιος» άνθρωπος βάλθηκε να τα λύσει. «Ξάφνου τον κυρίευσε μια τρομερή επιθυμία να παρατήσει τα πάντα εδώ και ο ίδιος να φύγει, να γυρίσει πίσω, εκεί απ’ όπου ήρθε ή και μακρύτερα ακόμη. Προαισθανόταν πως αν έμενε εδώ, τότε θα ταυτιζόταν αμετάκλητα μ’ αυτόν τον κόσμο και στο εξής ο κόσμος αυτός θα γινόταν δικός του. Αμέσως αποφάνθηκε πως θα ήταν μικροψυχία αυτό, ότι έχει απέναντί του τέτοια προβλήματα, που τώρα πια δεν έχει καν το δικαίωμα να μην τα λύσει».

«Μήπως δεν είμαι κι εγώ ο Ηλίθιος;»

..αναρωτήθηκα σιωπηλά και απέσυρα τα μάτια μου από τον χοροποδηχτούλη κύριο που συνέχισε το άπειρο περπάτημά του, μες στο καταμεσήμερο της καλοκαιριάτικης τούτης μέρας.

«Μα την αλήθεια, είμαι εγώ ο Ηλίθιος!»

«Μα γίνεται στ' αλήθεια να είμαστε δυστυχισμένοι; Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να περάσεις πλάι από ένα δέντρο και να μην είσαι ευτυχισμένος που το βλέπεις. Να κουβεντιάζεις μ’ έναν άνθρωπο και να μην είσαι ευτυχισμένος που τον αγαπάς!».

* Οι χρωματιστές πλαγιαστές παραπομπές είναι αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, όπως τις δανείστηκα απο μια εξαντλητική κριτική του βιβλίου που βρήκα εδώ.

Το sms του Ιουνίου





Έσκυψε -σαν σε timelapse κίνηση- το κεφάλι του και άφησε τη στερνή του διαπίστωση να πλημμυρίσει τα μάτια του, σαν πληγή που βουλιάζει στο αίμα δευτερόλεπτα μετά το βαθύ κόψιμο..

«Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες». Μα Γιατί;;

Γιατί..

Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος
(Ρωμ. στ΄ 23)