Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

deja vu


Καθόταν σταυροπόδι στο παγκάκι στην άκρη του δρόμου. Φορούσε μακρύ παλτό μοντγκόμερυ σε σκούρο μπλε κι απ' το άνοιγμα μπροστά διακρινόταν η ίδιου χρώματος στολή υπηρεσίας με τις κόκκινες λεπτομέρειες. Γάμπα λεπτή, τυλιγμένη σε σκουρόχρωμο καλσόν και ασορτί παπούτσια με ασημένιο τακούνι. Η κεφαλή ακάλυπτη και τα μαύρα λαμπερά μαλλιά τεντωμένα και δεμένα πίσω σε αυστηρό μαζεμένο κότσο. Έντονο μακιγιάζ, μακριές τονισμένες βλεφαρίδες, χείλη βαμμένα στο χρώμα του ώριμου ρόδου· κι ανάμεσά τους ένα τσιγάρο που έκαιγε λαίμαργα την καύτρα του στο παγωμένο απόγευμα.

Η ίδια κοπέλα, στο ίδιο παγκάκι, την ίδια μέρα και ώρα, στο σχόλασμα της βάρδιας της, την περασμένη βδομάδα κι ετούτη. Χωμένος στο σκοτεινό εξπρές λεωφορείο που συνδέει το αεροδρόμιο με τον σταθμό λεωφορείου, παρατηρούσα το κενό βλέμμα της καθώς φυσούσε τον καπνό στον παγερό αέρα. Πρώτο της τσιγάρο μετά την πτήση, μετά τη βάρδια.

>>>

Ίδιο δρομολόγιο, ίδιος προορισμός, ίδιες καταστάσεις και αστικές μεταφορές· και επόμενος σταθμός κόμβος Κηφισίας. Μα και ίδια πρόσωπα, τι κύκλος μικρός αυτός ο κόσμος Θέ μου. Όλος ο χρόνος ένα διαρκές deja vu, μια αέναη ανακύκλωση ενεργειών και συναισθημάτων, οι ίδιοι πόνοι, οι ίδιες λαχτάρες, κι αυτές οι ίδιες επιθυμίες που χρόνια δεν λένε ν' αλλάξουν όνομα και μορφή, χρόνος μπαίνει - χρόνος βγαίνει. Ευχόμαστε ψευτο-τυπικά ευτυχισμένες και καλές χρονιές, μα οι προσδοκίες συνήθως φτάνουν αν όχι μέχρι την πρώτη εργάσιμη, τότε το πολύ μέχρι την πρώτη ματαίωση. Μετά ακολουθεί το ίδιο τσιγάρο που καίγεται γοργά στην κρύα νυχτιά και μένουν μονάχα δυο ρόδινα χείλη να θυμίζουν τις ευχές ευτυχίας, τις καλόκαιρες μέρες ευτυχίας.

>>>

Το λεωφορείο τραντάχτηκε με θορυβώδη βήχα όταν ο οδηγός άναψε τη μηχανή να ζεσταθεί· είχε έρθει η ώρα να κλείσουν οι πόρτες, να ξεκινήσει ένα ακόμη δρομολόγιο αεροδρομίου-σταθμού. Η αεροσυνοδός πίεσε βιαστικά το μισοτελειωμένο τσιγάρο στο ειδικό δοχείο δίπλα στο παγκάκι, ανέβηκε στο όχημα και κάθισε στην ίδια ακριβώς θέση όπως και την περασμένη φορά.

Στον σταθμό αποβιβάστηκε και χάθηκε ξανά στο πρώτο σταυροδρόμι.



Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Αν δεν αγαπάς, λιγοστεύει ο χρόνος σου.


Όλη η δημιουργία, ο χώρος και ο χρόνος, έχουν αξία, επειδή είναι φανέρωση της αγάπης του Θεού.

Η αγάπη κάνει χώρο τον Παράδεισο, και στον χρόνο φέρνει το άχρονο και αιώνιο.

Κοντά στον ταπεινό και άνθρωπο της αγάπης ανοίγει η καρδιά σου. Βρίσκεις ευρυχωρία. Γίνεσαι μικρό παιδί. Κινείσαι άνετα. Δεν θέλεις να τον εγκαταλείψεις. Ο χρόνος περνά κοντά του άγια και γόνιμα.

Αντίθετα, κοντά στον φίλαυτο, που ζηλεύει και μνησικακεί, δεν μπορείς να μείνεις. Δεν βρίσκεις χώρο. Σφίγγεται η καρδιά σου. Δυσφορείς. Και απωθείσαι.

Αν δεν αγαπάς, στενεύει ο χώρος σου και λιγοστεύει ο χρόνος σου.

Αν δουλεύεις φίλαυτα μόνο για τον εαυτό σου, σαν τον άφρονα πλούσιο του Ευαγγελίου, ξεχνώντας τον άλλο, ο χρόνος σου τελειώνει αμέσως. Η μέρα σου γίνεται νύχτα. Και ακούς τη φωνή: «...ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ ιβ'20).

Εκείνος όμως που αγαπά, δουλεύει και ζει για τον άλλο, όταν έλθει η ώρα η τελική, και του γίνει η ίδια ερώτηση: Αυτά που ετοίμασες σε ποιον μένουν; Η απάντηση είναι έτοιμη: Όλα ανήκουν στον αληθινό και ακριβό εαυτό μου, που είναι όλοι οι άλλοι.

Όταν δώσεις χώρο στον άλλο με τη συμπεριφορά σου, δίδεις χώρο στον εαυτό σου. Όταν διώχνεις, αντιπαθείς ή μισείς τον άλλο, μισείς τον εαυτό σου. Και εάν τώρα δεν το καταλαβαίνεις, θα έλθει καιρός που θα το καταλάβεις.

* Από το βιβλίο του αρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, Φως Χριστού φαίνει πάσι.