Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Χειμωνιάτικη ανταπόκριση

Σήμερα το πρωί πρώτη φορά φόρεσα σκούφο. Σήμερα το πρωί πρώτη φορά χιόνισε στα Τρίκαλα. Τυλίχτηκα στο κασκόλ μου, φώλιασα τα δάχτυλα στα ζεστά μάλλινα γάντια, κρύφτηκα στον ανασηκωμένο γιακά του πανωφοριού μου​ και βγήκα για μια χιονιάτικη βόλτα με το ποδήλατο. Το -5 στο θερμόμετρο της κεντρικής πλατείας με τρόμαξε λίγο, όπως και το χιόνι που έφερνε στα μάτια μου ο βοριάς. Ωραία θα ήταν να είχα ένα ζευγάρι από εκείνα τα μεγάλα γυαλιά των παλιών αεροπόρων ή των οδηγών φόρμουλα ένα της εποχής πριν το '60, που άφηναν στο τέλος ένα καθάριο οβάλ σημάδι στο κατά τα άλλα βρώμικο από τα λάδια και τα καυσαέρια πρόσωπο.

Δεν είμαι βέβαιος τι είναι αυτό που αρχίζει πρώτο να νιώθει (ή μάλλον γενικώς να μην νιώθει) την παγωνιά στο σώμα μου. Τα πόδια, τα ακροδάχτυλα, η μύτη, τα αυτιά. Η ζεστή ανάσα αναπληρώνει εν μέρει την αίσθηση αυτή, μέχρι να αρχίσει το πάγωμα να καίει το ερεθισμένο δέρμα. Έχω την εντύπωση πως είναι τα δάχτυλα, πάντα αυτά είναι, την αλήθεια να λέμε. Σιγά τα γάντια με την επένδυση!

>>>

Περιμένω να το στρώσει (αν..). Ο ήχος του χιονιού που συνθλίβεται κάτω από το λάστιχο του ποδηλάτου είναι από εκείνους τους υπέροχους μοναδικούς ήχους που στοιχειώνουν τις θύμησες παντοτινά. Σαν τον ήχο του χειμάρρου που κατηφορίζει την πλαγιά ενός βουνού, σαν τον ήχο του ξύλου όταν καίγονται τα σωθικά του στο τζάκι, σαν τον ήχο της ρωγμής που απλώνεται στον πάγο κάτω από την πίεση ενός φορτίου.

Μια χειμωνιάτικη ποδηλατο-βόλτα σε χιονισμένους δρόμους της πόλης θέλω. Εκεί που τα αυτοκίνητα δεν θα μπορούν να φτάσουν, εκεί που οι άνθρωποι θα πάψουν να κυκλοφορούν, εκεί που οι καπνοί από τα τζάκια θα δίνουν την άνιση μάχη με τις χοντρές νιφάδες του χιονιά, εκεί που τα λάστιχα θα καπακώνουν ηχηρά το βελούδινο χιόνι. Χαλάλι τα παγωμένα ακροδάχτυλα.

Βάλτε τώρα να ακούσετε το τραγούδι της αλλαγής αυτού του Χρόνου,
με την ελπίδα ότι μερικά πράγματα θα γίνουν πράγματι Αλλιώς.
(Καρασούλος-Μουράτογλου-Γαλάνη)

[♪] Πρέπει τα χέρια ν' αγαπούν αυτά που αγκαλιάζουν, 
τα αυτιά να μάθουνε να ακούν αυτά που δεν φωνάζουν.
Πρέπει στον κήπο οι διαφορές ελεύθερες ν' ανθίζουν
για να μπορούνε κι οι καρδιές κι αν χάνουν να κερδίζουν [/♪]

Μία και σήμερα. Με το καλό η τελευταία μέρα του παλιού και το πέρασμα στον νέο Χρόνο (η χρονιά μπήκε ήδη από το Σεπτέμβρη). Καλή δύναμη στους γενναίους.

Να χαρείτε, να προσέχετε.


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Η ανάγκη της ανάγκης

* του Νίκου Δήμου
«Ο Μπαλζάκ έγραφε για να πληρώνει τα χρέη του (όσο δεν είχε χρέη, δεν έγραφε). Το ίδιο και ο Ντοστογιέφσκι. Αν δεν είχαν ανάγκες δεν θα τους διαβάζατε τώρα. Αλλά κι αυτοί που δεν έγραφαν για να καλύψουν υλικές χρείες, κάποια άλλη ανάγκη ικανοποιούσαν.
Βέβαια, η δημιουργία κάτω από το μαστίγιο της ανάγκης δεν δίνει την ευτυχία. Πιο μακάριο είναι το ακίνητο φυτό. Αλλά ποιος είπε πως η ευτυχία είναι η μοίρα του ανθρώπου; Μια ανάγκη είναι και αυτή - που ποτέ δεν στερεύει».
* Απόσπασμα της ομώνυμης ιστορίας, από το βιβλίο του «παρ' όλα αυτά» (εκδ. Πατάκη).
Αφιερωμένο στον Δημήτρη, τον Νίκο, τη Μαρίνα, τον Άκη, που ξέρουν να μετρούν τα βήματα στον πολύτροπο αυτό δρόμο της ανάγκης της χαράς. Το απέδειξαν το περασμένο Σάββατο. Να ζήσετε.

Αφιερωμένο και στην Αννούλα που ξεμύτισε σ' αυτόν τον κόσμο την ίδια ακριβώς μέρα, αποδεικνύοντας με τη σειρά της ότι η δημιουργία χωρίς το μαστίγιο της ανάγκης είναι σκέτη - ατόφια ευτυχία. Να μας ζήσει.


Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Η μικρή σας έκπληξη

Με περίμενε σήμερα, στο πρώτο σκαλί του σπιτιού μου, η μικρή σας έκπληξη. Ο λευκός φάκελος με τα μπλε και μαύρα γράμματα, τις σφραγίδες και τα στραβοκολλημένα γραμματόσημα. Έκανα να τον προσπεράσω, διατρέχοντας μ' ένα γρήγορο βλέμμα τις συστάσεις. Για μένα να 'ναι;

Ψηλά και αριστερά το όνομα του κουμπάρου με την καινούρια του διεύθυνση. Για μένα ήτανε. Και μόνο η επισήμανση της τοποθεσίας «Πεύκα» έκανε την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο. Και η φέτα με το κατακόκκινο καρπούζι στο γραμματόσημο έκανε τα χείλη μου να χάσουν την αυστηρή γραμμή τους. Το έπιασα στα χέρια μου, φουσκωτό-φουσκωτό. Να πω την αλήθεια ήμουν έτοιμος να αντικρύσω Χριστουγεννιάτικη κάρτα, γιατί τόσο νωρίς δεν ξέρω. Περί κάρτας επρόκειτο ναι, ευχετήριας ναι, όχι όμως για τα Χριστούγεννα αλλά για την γιορτή μου που σαν να ήτανε καιρός που πέρασε.

Δεν ξέρω αν αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήτανε το εξώφυλλο με το ποδήλατο και τις χρυσές γιορτινές μπορντούρες, οι σύντομες μα περιεκτικές ευχές, το ένθετο στολίδι σε ρόμβο με τις δύο απροσδιόριστες φιγούρες σε στάση (προσ)ευχής, αυτό το μοναδικό «Αγαπημένε μας»..



..ή απλά το hardcopy του θέματος! Η απλή, παλιά και αγαπημένη χαρτονένια κάρτα, που βάζαμε σε φάκελο και ταχυδρομούσαμε στους μοναδικά αγαπημένους μας. Και η αντίστοιχη που εμείς θα λαμβάναμε, που την αποζητούσαμε χωρίς ποτέ στ' αλήθεια να την περιμένουμε!

Δεν ήθελε και πολύ για να συγκινηθώ, καλά μου και αγαπημένα μου παιδιά, Παναγιώτη και Ζαφειρούλα, μάλλον γιατί δεν το περίμενα. Γιατί, περίμενα μήπως τα δώρα του Δημήτρη, της Μαρίνας, της Ζωής; Άσχετα αν έχω μάθει να κρύβω το συγκινησιακό μου φορτίο πίσω από τα «δεν έπρεπε» και τα «δεν ήταν ανάγκη».

Ευχαριστώ για τη μικρή σας έκπληξη. Δεν έπρεπε, δεν ήταν ανάγκη.


Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Σε τεντωμένο σκοινί


Η ποίηση ήταν πάντα μια αγωνιώδης προσπάθεια να βρούμε έναν τρόπο με τον οποίο ο εσωτερικός μας κόσμος να βρίσκει ένα μέτρο ισορροπίας με τον εξωτερικό. Η ύλη και το πνεύμα αντιμάχονται διαρκώς. Και ο ποιητής μοιάζει λίγο με γελωτοποιός ή διασκεδαστής, αφού γνωρίζει πόσο ρευστές είναι οι ισορροπίες που κρατάνε τις ζωές μας.

Παρ' όλα αυτά επιμένει. Συνεχίζει. Και μέσα από αυτή την επιμονή του κερδίζει να υπερβεί αυτά που μας φυλακίζουν στον απόλυτο ρεαλισμό.

* Αυτά έγραφε προχθές ο Γιώργος Λίλλης στον Αναγνώστη. Και μου ήρθαν στον νου σήμερα, διαβάζοντας τις πρωινές ειδήσεις για τον Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος πριν λίγες ημέρες, πάλι στον Αναγνώστη, έδινε αυτήν που έμελλε να είναι μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, για το καινούριο του βιβλίο «Ο θησαυρός του χρόνου». Τι είναι αυτός ο χρόνος βρε παιδί μου, το τεντωμένο αυτό σκοινί.