Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

hey

Παρακολουθώ τώρα, εκτάκτως μεσημέρι Κυριακής, το Μουσικό Κουτί της περασμένης Τετάρτης, παρέα με μια γενναία μερίδα λιγκουίνι με ντοματίνια, συνοδεία του εξαιρετικού ροζέ που κάθε χρόνο φτιάχνει ο νονός μου στο κτήμα του. Και, να, μόλις έχει αρχίσει η εκπομπή και με πιάνει μια συγκίνηση εύκολη πλην όμως αναπάντεχη, από την εισαγωγή κιόλας, από τις πρώτες μουσικές νότες· με το πρώτο ριφ του Νίκου Πορτοκάλογλου από το My my, hey hey του αγαπημένου μου Neil Young.

Ακούστε πώς πάει..

Ήταν ίσως το πρώτο ξένο τραγούδι που άκουσα ποτέ ή μάλλον το πρώτο ξένο τραγούδι το οποίο θυμάμαι -με εξαιρετική διαύγεια μνήμης- να ακούω στο παλιό Sanyo του πατέρα, μικρός, στην προ-προ-Πετρίδη εποχή. Είχα βρει ψαχουλεύοντας στα κουτιά του μπαμπά, μαζί με τις κασέτες με τα αγαπημένα του δημοτικά τραγούδια, και μία με την ετικέτα ξένη μουσική, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Πρώτο τραγούδι της ήταν αυτό το χιλιοπαιγμένο αριστούργημα του Neil Young. Τα υπόλοιπα έχω ξεχάσει ποια ήταν, μπορεί να μην τα άκουσα και ποτέ, να μην προχώρησε καν παρακάτω η κασέτα, παρά να έμεινε σε ένα αέναο rewind & play. Κόλλησα.

Έχουμε κολλήσει με τις παρέες και μ' αυτή την εκπομπή, το Κουτί. Και κάθε Τετάρτη σχολάμε κάθε άλλη δουλειά ή υποχρέωση νωρίς και συντονιζόμαστε στις δέκα στην ερτ. Και σχολιάζουμε live με τον Άλεξ και τον Αντώνη τις ευφάνταστες διασκευές των μουσικών, τα τραγούδια των ερμηνευτών που μας ενθουσιάζουν με τη Μαρίνα και τον Νίκο. Με τον Άκη επιβεβαιώνουμε κάθε φορά την αγάπη μας για τον Πορτοκάλογλου, ενώ πρήζω συνέχεια τη Φανή για την αξεπέραστη γοητεία και τα φουστάνια της Ρένας.

Έτσι και τώρα, στέκω γοητευμένος από την υπέροχη συνάντηση του Κουτιού με τον Μητσιά και την Νταγάκη, που μπαίνει άνετα στο τοπ-3 των αγαπημένων μου έως τώρα Κουτιών. Συγκινημένος μ' ένα ριφ απ' το πρώτο δευτερόλεπτο.

Είναι κι ο Μανώλης που ψέλνει στη νύχτα να την πάρει γιατί τη σκέφτομαι ξανά, είναι κι η Γεωργία που σκαλίζει γλυκιές αναμνήσεις στα παλιά σινεμά, στην πρώτη σειρά αγκαλιά, στο λαιμό φιλιά.

Είναι κι αυτά τα ανεμίσματα της φούστας της Ρένας.

Είσαι κι εσύ, αγάπη, που σε λέγαμε πότε Περσεφόνη, καμιά φορά νεαρά κι άλλοτε Εκάβη.



Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

σε γνωρίζω από την κρέπα

 

Στο σημείο που φτάσαμε, ήρθε η ώρα να πούμε αλήθειες, χωρίς περιστροφές ή άλλα εμπόδια. Έφτασε η στιγμή να αποκαλύψω την αειθαλή μου λαχτάρα να σ' ανταμώσω, ν' αγγίξω λαίμαργα τα κρουστά σου χείλη, τη γλυκιά σου γεύση να απολαύσω μ' αυτή τη μοναδική επίγευση αλμύρας που αφήνεις σε κάθε ρουφηξιά.

Σε είχα στο νου μου διαρκώς, καθώς πλησίαζαν οι μέρες να έρθω στην πόλη. Τ' ομολογώ ότι όταν είμαι μακριά δε μου λείπεις πολύ. Να, η καθημερινότητα, οι έγνοιες, οι άλλες συντροφιές που απολαμβάνω κάποια βράδια, όλα αυτά δε μου αφήνουν κενό να σε θυμάμαι· ξεχνιέμαι, να με συμπαθάς. Δεν είναι ότι δε σε ποθώ ή δε σε θέλω, μην το πάρεις έτσι, κι όσο κλισέ κι αν ακουστεί δεν είναι αυτό που νομίζεις· αλήθεια. Κάθε άλλο, θα έλεγα, ξεπερνάς κάθε προσδοκία και κάθε μου λαχτάρα για οποιαδήποτε άλλη. Θυμάσαι -και το ξέρεις- από τότε που άρχισα να τριγυρνώ σε διάφορα μέρη, όσο κι αν προσπάθησα δε βρήκα άλλη να σου μοιάζει, παρότι αυτό που αναζητούσα ήταν πάντα μια δική σου αντιγραφή, μια κόπια. Τον ίδιο πάντα τύπο ερωτευόμαστε, δε λένε; και πάντα από την ίδια ..παθολογία νιώθουμε έλξη. Από την Πάργα ως τη Μυτιλήνη κι από τη Θεσσαλονίκη ως την Κρήτη, καμμιάς το γλυκάλμυρο φιλί δεν έστειλε ηλεκτρισμένα κύματα ωκυτοκίνης κατευθείαν στην καρδιά μου σαν το δικό σου. Μακάρι η αναζήτηση να είχε θετικό αποτέλεσμα -ψέματα δε θα πω- μακάρι να είχα βρει κι αλλού μια να σου μοιάζει· θα είχα έτσι πιο συχνή την αίσθηση πληρότητας που νιώθω όταν στα χέρια μου σε κρατώ.

Μα σαν πλησιάζει ο καιρός του ερχομού μου, σαν βγάζω τα εισιτήρια και μελετώ το πρόγραμμα της αδείας, σαν κλέφτης μπαίνεις στη σκέψη μου και διεκδικείς χρόνο και χώρο απ' το κορμί μου. Μα πες μου, σου χάλασα ποτέ χατήρι, πέρασα ποτέ από τα μέρη σου και σε αγνόησα; δε θυμάμαι. Κι αν έγινε ποτέ, είναι σαν να μην έγινε διότι και για σένα έρχομαι εδώ. Γι' αυτό και την τελευταία φορά, προτού καν πατήσω το πόδι μου στην αποβάθρα του σταθμού, είχα ήδη αποφασίσει ότι θα σου αφιερώσω όλα τα βράδια της διαμονής μου, επτά μέρες για μένα, επτά νύχτες για σένα. Και το έκανα. Και δεν είδα να σε χάλασε. Ούτε μένα φυσικά, γιατί να το κρύψω. Αλήθειες σήμερα, είπαμε, θα πούμε.

Με είχες δικό σου κάθε βράδυ, σε απόλαυσα, σε χόρτασα, και πάλι απ' την αρχή, ξανά και ξανά. Έφυγα πλήρης, έφυγα ευτυχισμένος. Φυσικά και θα μου λείψεις ως την επόμενη φορά· ήδη μου λείπεις. Αν είχα άλλες επτά ημέρες στη διάθεσή μου, θα συνεχίζαμε το ίδιο βιολί για άλλες επτά νύχτες, αμφιβολία μην έχεις καμμία γι' αυτό. Και μη στενοχωριέσαι που αποχωριζόμαστε, θα 'ναι ξανά η προσδοκία της αντάμωσης μεγάλη· ήδη είναι.

Χάρηκα και για έναν ακόμη λόγο. Θυμάσαι την περασμένη φορά, το πρώτο βράδυ που πέρασα απ' τη γειτονιά σου, όταν με είδε ο γεννήτοράς σου δεν κατάλαβε στην αρχή ποιος είμαι. Έπρεπε να του εξηγήσω ποια αναζητώ, να σε περιγράψω, να σε παινέψω για να θυμηθεί, α, εσύ είσαι! δεν σε κατάλαβα με τη μάσκα.. Τούτη τη φορά όμως με γνώρισε κατευθείαν και προτού τελειώσω τον χαιρετισμό έβαζε φωνή να έρθεις. Το χάρηκα αυτό, δεν είμαι πλέον κάποιος, είμαι εκείνος· ο ξεχωριστός εκείνος που σ' αναζητώ μ' αυτόν τον τρόπο τον μοναδικό. Δε μ' αρέσουν οι υποσχέσεις, γιατί θέλω ελεύθερα να ανταποκρίνομαι σ' αυτό που ποθώ. Και η δική μου κλίση είναι να σε θέλω, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που θα πω σήμερα, ίσως και η μοναδική.

Θα έρθει κάποτε η στιγμή μιας άλλης αλήθειας, όταν όσοι θα με βλέπουν να έρχομαι για σένα θα λένε, σε γνωρίζω από την κρέπα του tykoz την αλμυρή, η οποία εγώ κι εσύ θα ξέρουμε μόνον ότι είσαι κατά βάση τόσο μα τόσο γλυκιά.



Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

24 καράτια

«Ώστε από τα Τρίκαλα είσαι!» είπε, και το πρόσωπο του γηραιού ιερέα φωτίστηκε με μια ειλικρινή χαρά. Ήμουν στην οδό Ισαύρων στα Εξάρχεια και είχα απέναντί μου τον μητροπολίτη κεντρώας Αφρικής, ο οποίος είχε βρεθεί για λόγους υγείας μερικές εβδομάδες στην Αθήνα.

Του αποκρίθηκα δεύτερη φορά καταφατικά και περίμενα να συνεχίσει τις διερευνητικές ερωτήσεις του. Όμως εκείνος συνέχισε με κάτι που δεν το περίμενα. «Έχετε ένα διαμάντι εκεί στα Τρίκαλα», είπε με ύφος υπαινικτικό σαν να συμμετείχαμε σε παιχνίδι ερωτήσεων. «Ξέρεις ποιο είναι αυτό;» Περνούσαν διάφορα από τον νου μου, ωστόσο ένιωθα τέτοια αμηχανία σαν να είμαι στην τελευταία πίστα του trivial persuit, όπου κρίνονται όλα από τα λόγια μου. Οπότε του ζήτησα από ευγένεια να συνεχίσει εκείνος την αποκάλυψη της ερώτησής του, αλλά και για να μην ντροπιαστώ με μια πιθανά άσχετη απάντηση. «Έχετε στα Τρίκαλα τον π. Διονύσιο!» αποκρίθηκε δίνοντας ένταση στη φωνή του, και φυσικά δεν ήταν στις πιθανές απαντήσεις που σκεφτόμουν. «Ο π. Διονύσιος είναι ένα διαμάντι· και μάλιστα εικοσιτεσσάρων καρατίων», συνέχισε, αυτή τη φορά με χαμηλή σταθερή φωνή απόλυτης σιγουριάς, «και δεν ξέρω αν γνωρίζετε πόσο τυχεροί είστε που τον έχετε δίπλα σας».

Αυτό είχαμε μαζί μας, ένα διαμάντι εικοσιτεσσάρων καρατίων, και μπορεί πράγματι να πέρασαν χρόνια μέσα στην πολύχρονη σχέση μας μέχρι να το καταλάβουμε, όμως το βίωμα μαζί του μας αποκάλυπτε σιγά σιγά τα γράδα της καρδιάς του. Και τώρα που έφυγε, είναι σαν να πληρώθηκαν και τα εικοσιτέσσερα καράτια, και να λάμπουν περήφανα στις θύμησες και στις εμπειρίες μας κοντά του.

«Ώστε ήρθες στα Τρίκαλα!», έλεγε κάθε φορά· «σου έδωσαν μήπως καναδυό μήνες άδεια να σε χαρούμε παραπάνω;»· έτσι θα τον θυμάμαι, με την ειλικρινή χαρά στο πρόσωπό του κάθε φορά που τον συναντούσα, κι ας συνοδευόταν συχνά το αντάμωμα με κάποια "αγγαρεία" ή κάποια γλυκιά αυστηρότητα στις κατ' ιδίαν επικοινωνίες μας.

Μαζί με τις εμπειρίες έμειναν τώρα και λίγα δάκρυα από το βούρκωμα των αναμνήσεων, τα παίρνω, τα σφουγγίζω με μετάξι και στιλβώνω μ' αυτό τις παρειές του διαμαντιού· να λάμψει ολοκάθαρο στο δικό μου στερέωμα, έτσι όπως ακριβώς αρμόζει στα εικοσιτέσσερα καράτια.



Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

γιατί πρέπει όλα να είναι έτσι;


Γιατί, γαμώτο, πρέπει όλα να είναι έτσι; Μα, γιατί ακριβώς όλα είναι έτσι και όχι αλλιώς. Να είναι άραγε εφικτό να γυρίσει κανείς πίσω και να διορθώσει αδικίες και λάθη και παρεξηγήσεις;

Δεν είναι εφικτό, αν και μπορείς ακόμα να είσαι ακατανίκητος, μονολογούσε, όταν μέσα στη σκοτεινιά ανακάλυψε την ιδιότροπη πτήση εκείνου του λευκού περιστεριού που ξεπηδούσε από κάποιο όνειρο ή χλεύαζε τις συνήθειές του, συνήθειες ζώου ημερόβιου, και αψηφούσε τη φλογισμένη νύχτα και έπαιρνε ύψος σε μια μόνιμη κατακόρυφο και κατόπιν δίπλωνε τις φτερούγες του και έκανε κάτι παράξενες πιρουέτες, λες και εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανακάλυπτε την ιλιγγιώδη αίσθηση της πτώσης στο κενό, μέχρι που το έχασε από τα μάτια του, πίσω από ένα κτήριο σαρακοφαγωμένο από τα χρόνια.

Εγώ είμαι αυτό το περιστέρι, σκέφτηκε, και σκέφτηκε ότι, όπως κι εκείνο, δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει· μόνο να ξαναρχίσει την πτήση μέχρι να χαθεί στον ουρανό και στη νύχτα.


* Από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Leonardo Padura, Μάσκες, εκδ. Μεταίχμιο.