Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

πρέπει να σώσουμε ό,τι αγαπάμε

 

«Προς τον Αντρές, σε κάποιο μέρος του βορρά:

Μαλ..., εδώ εμείς σε θυμόμαστε. Σ' αγαπάμε ακόμα και νομίζω πως θα σ' αγαπάμε πάντα. Λέει ο Κούνελος ότι ο χρόνος περνάει, εγώ όμως πιστεύω πως αυτό είναι ψέμα. Αν τυχόν όμως είναι αλήθεια, μακάρι να συνεχίζεις κι εσύ εκεί πέρα να μας αγαπάς, γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να χαθούν. Και αν χαθούν, τότε την έχουμε όντως ... . Έχουμε σχεδόν χάσει τα πάντα, όμως πρέπει να σώσουμε ό,τι αγαπάμε. Είναι βράδυ και είμαστε εντελώς πίτα, γιατί καθόμαστε και πίνουμε ρούμι στο Κοχίμαρ: ο Κοκκαλιάρης που πια δεν είναι κοκκαλιάρης, ο Κούνελος που δεν είναι ιστορικός, κι εγώ που πια δεν είμαι αστυνομικός και εξακολουθώ να μην μπορώ να γράψω μια ιστορία απλή και συγκινητική. Αληθινά απλή και συγκινητική.

Κι εσύ; Τι είσαι και τι δεν είσαι; Σου στέλνουμε μια αγκαλιά και άλλη μια για τον Χέμινγουεϊ, αν τυχόν τον βλέπεις πουθενά εκεί πέρα. Όταν λάβεις αυτό το μήνυμα, να μας επιστρέψεις τη μποτίλια, αλλά γεμάτη»,

και υπέγραψε, Μάριο Κόντε, για να περάσει μετά το χαρτί στον Κοκκαλιάρη και στον Κούνελο που υπέγραψαν το όνομά τους. Με προσοχή ο Κόντε τύλιξε το χαρτί και το έσπρωξε μέσα στη μποτίλια, βύθισε το φελλό στο στόμιο και τον χτύπησε με την παλάμη για να τη σφραγίσει εντελώς. Ο Κόντε κοίταξε τη θάλασσα, απέραντη, ταγμένη να ανοίγει αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στις καλύτερες αναμνήσεις τους και παρατήρησε τα επιθετικά βράχια του βυθού πάνω στα οποία μπορούσαν να συντριβούν όλες οι αυταπάτες και οι πόνοι ενός ανθρώπου. Ήπιε άλλη μια γουλιά, εις ανάμνησιν της λήθης, και ούρλιαξε με όλη τη δύναμη που είχαν τα πνευμόνια του.

Και τότε έβαλε φόρα στο μπράτσο του, τραβώντας το προς τα πίσω, και εκσφενδόνισε το μπουκάλι στο νερό. Το επιστολικό δοχείο, που κουβαλούσε στην κοιλιά του τις νοσταλγίες εκείνων των ναυαγών της στεριάς, έμεινε να επιπλέει κοντά στην ακτή, λάμποντας σαν ανεκτίμητο διαμάντι· μέχρι που ένα κύμα το τύλιξε και το πήρε μακριά, προς εκείνη τη σκοτεινή ζώνη όπου μπορεί κανείς να διακρίνει κάτι μόνο με τα μάτια της μνήμης και της επιθυμίας.


* Από το μυθιστόρημα του Λεονάρδο Παδούρα, Αντιός, Χέμινγουεϊ, εκδ. Καστανιώτη.