Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Σόρυ που σας περνάμε!

Κοίτα να δεις, μου λέει, μη στενοχωριέσαι που μας περνάνε τώρα, στο τέλος θα δεις τι θα γίνει.

Είμαστε περίπου στο 10ο χιλιόμετρο, επί της Μαραθώνος, κι έχουμε αφήσει πίσω μας τον τύμβο της περίφημης μάχης. Είναι η φάση εκείνη που το σώμα έχει ήδη πιάσει τη σωστή θερμοκρασία, τα πόδια έχουν ήδη βρει τα σωστά τους πατήματα, ο νους έχει συντονιστεί στην αποστολή και δίνει τον ρυθμό. Όλα σε πλήρη αρμονία και συνεννόηση να μου λένε «τρέξε ρε!» κι εγώ να 'χω τη Φανή στο πλάι μου, αγκώνα με αγκώνα, να μου λέει κόψε, κράτα δυνάμεις, θα δούνε τι έχει να γίνει στο τέλος. Ο στρατηγός της αποστολής. Κι εγώ ένα φανταράκι που ακούει· ακούει και εκτελεί· και τρέχει.

 Μαραθώνιος, ο των Αθηνών, ο κλασσικός. Ο Αυθεντικός ντε.

>>

Ο Χαλ λέει, μου λέει και μου ξαναλέει και περνάει έτσι μια ώρα τρέχοντας στην παραλιακή της Θεσσαλονίκης, πριν κάμποσο καιρό, λέγοντάς μου αναλυτικά τι λέει ο Χαλ για κάθε πιθανή και απίθανη περίσταση.

Αλλά ένα-ένα, ποιος είναι ο Χαλ αναρωτιέσαι και δεν έχεις άδικο. Ο Χαλ είναι ο προπονητής μας, από τους πιο διάσημους στον κόσμο· και δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από εκείνη. Τον διάλεξε και μου τον ανακοίνωσε λίγες μέρες αφότου μας δήλωσε για τον μεγάλο αγώνα. Στο έχω ξαναπεί πώς έγινε, θα το θυμάσαι. Δηλαδή το πρόγραμμά του μου ανακοίνωσε μια καλή μέρα του Μάη, το οποίο θα έβαζε έκτοτε ταφόπλακα σε κάθε ποθούμενη καλοκαιρινή ξεκούραση. Αναλογίσου λίγο τη συνθήκη, προσπάθησε: καλοκαίρι, βιδωμένος στο νησί, συνεχόμενες βάρδιες μέρα-νύχτα, ατέλειωτος ήλιος και ακρογυαλιές, τουρίστες και τουρίστριες μιλιούνια, φαγητά-πανηγύρια-ρακές, και μια καλή Τρίτη 11 Ιουλίου (κι άγιος Παΐσιος που το ίδιο βράδυ γιορτάζει βοήθειά μας) να πρωτοσέρνω τα ποδάρια μου στο καυτό ταρτάν του σταδίου. Οι πρώτοι έντεκα γύροι, και την επομένη άλλοι δεκαενιά, μετά πάλι έντεκα και το Σαββάτο τριάντα.
Έσταξα ένα καλοκαίρι στην άσφαλτο και στο ταρτάν. Δεκαοκτώ βδομάδες αγκαλιά με τον Χαλ (καλή του ώρα), με ζέστη, με βροχή, ξημερώματα και βραδινά στο Ηράκλειο, με τον Χαλ στο Φραγκοκάστελλο, με τον Χαλ στα Τρίκαλα, με τον Χαλ απ' το χωριό στην Τύρνα και όπισθεν να μ' αλυχτάνε τα σκυλιά, με τον Χαλ στην Πάτρα.

Με τον Χαλ, φυσικά, στη Θεσσαλονίκη, στον μεγάλο ημιμαραθώνιο. Γιατί ο Χαλ λέει, μου λέει, και πέρασε άνετα ο μισός αγώνας. Στον άλλον μισό με αποδέσμευσε και έτρεξα για το ρεκόρ έχοντας στον νου μου την απορία, τώρα που έμεινα μόνος τι ακριβώς λέει ο Χαλ γι' αυτό;

>>

Θα δούνε τι έχει να γίνει στο τέλος. Μόνο που έχουμε μπροστά μας άλλα τριάντα δύο χιλιόμετρα και αυτό που έχει να γίνει στο τέλος είναι άγνωστο και σε μένα. Έχει περάσει από δέκα και μισή, είμαστε ξύπνιοι από τις πέντε τη νύχτα, και έχουμε ακόμα ποδαρόδρομο μέχρι τις δύο το μεσημέρι τουλάχιστον. Στους σταθμούς περπατάμε, πίνουμε το νερό μας, τρώμε τα τζελάκια μας, κάνουμε το πιπί μας· συνεχίζουμε την τρεχάλα πιο δυνατοί. Τι κι αν στο 14ο την άκουσαν τα γόνατά μου; Της το λέω, δεν λέει τίποτα. Μια ώρα μετά έχουν γιατρευτεί μόνα τους. Ή το πιο πιθανό είναι ότι άλλοι πόνοι αντικατέστησαν τους πρότερους, το μυαλό τους ξέχασε. Πρόσεχε το γόνατό σου, μου λέει, σε κάθε ανάποδη κλίση του δρόμου. Δεν της λέω τίποτα.

Στα μισά του αγώνα έχουμε βάλει καπέλο είκοσι λεπτά στον χρόνο μας. Ό,τι ακριβώς είχαμε υπολογίσει. Στρατηγός είπαμε, η τακτική θα έβγαινε έστω και ..επί τας. Περπάτημα στους σταθμούς, ενυδάτωση, χρόνος, πάμε πάλι, ξανά και ξανά και φτου κι απ' την αρχή. Έτσι περνάνε τα χιλιόμετρα και πού και πού, ο Χαλ λέει, να μην ξεχνιόμαστε· ή μάλλον ακριβώς για να ξεχνιόμαστε. Να ξεχνώ ότι τώρα τα πέλματα έχουν πάρει φωτιά και πονάει το παλιό τραύμα, να ξεχνά τους πόνους στην κοιλιά της που άρχισαν να τσιμπάνε.

Το 32ο είναι σημαδιακό χιλιόμετρο. Εκεί τελειώνουν τα ανηφορικά βάσανα του αγώνα, με την πιο απότομη ανηφόρα. Μετά καβάλα στον κατήφορο και ο τερματισμός πλησιάζει. Εκεί όμως τελειώνει και η γνώριμη από τις προπονήσεις απόσταση. Γιατί ο Χαλ λέει ότι προπόνηση θα κάνεις μέχρι τα τριάντα δύο. Μετά στοπ. Ο αγώνας θα σε σπρώξει άλλα δέκα να τερματίσεις καμαρωτός. Τι γίνεται μετά τα τριάντα δύο λοιπόν; Κανείς πρωτάρης δεν ξέρει. Το σώμα δεν ξέρει, τα πόδια δεν ξέρουν, το μυαλό μπερδεύεται δεν ξέρει. Ο Μαραθώνιος αρχίζει στα τριάντα δύο, λένε οι παλιοί. Κι ο κακός ο τοίχος εμφανίζεται στα τριάντα δύο, λένε οι παθόντες. Τα φτάνουμε, τα περνάμε, και συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ακόμα τις δυνάμεις ακμαίες. Ποιος τοίχος, ποιοι πόνοι, ποια κούραση. Συνεχίζουμε το ίδιο βιολί, στον κατήφορο όμως: περπάτημα στο σταθμό, νερό, τελευταίο τζελάκι. Ανοίγω το βήμα και φεύγω δέκα μέτρα μπροστά· τα μάτια μου έχουν βουρκώσει, αισθάνομαι πλέον τον τερματισμό και δεν βαστιέμαι· τα σφουγγίζω με την ανάστροφη της παλάμης να μη με δει. Μη βιάζεσαι, μου λέει· ο Χαλ λέει..

Έχουμε μπει για τα καλά στην καρδιά της Αθήνας, κόσμος πολύς χειροκροτά και εμψυχώνει. Στο ύψος της Μαβίλη ο φίλος μου ο Θανάσης πετάγεται από το πλήθος και ορμά πάνω μας. Τρέχει μερικά μέτρα μαζί μας, με το κινητό στο χέρι τραβάει βίντεο και μας δυναμώνει. Τον αγκαλιάζω τρέχοντας και συνεχίζουμε. Έχω πεθάνει, της λέω. Έχω πεθάνει βασικά από ανυπομονησία. Θέλω να αντικρίσω το στάδιο, να δω τον τερματισμό, δεν αντέχω άλλο στο περίμενε, περίμενε και τρέχα και λίγο ακόμα θα δεις. Τρέχουμε όμως, κι αυτό είναι θαύμα. Και προσπερνάμε σωρηδόν σαν κινητά εμπόδια αργότερους δρομείς. Στρίβουμε στην Ηρώδου Αττικού, τελευταία στροφή και τελευταία πεντακόσια μέτρα. Στο βάθος το στάδιο, η βουή του κόσμου. Ανατριχίλα.

>>

Χέσε το γόνατο!

Πάει ώρα που ο Χαλ δεν λέει· πάει ώρα που δεν έχω πει τίποτα για το πέλμα, τίποτα για το γόνατο. Τρέχουμε σαν τρελοί στο κατήφορο της Ηρώδου Αττικού και προσπαθούμε να μην τρακάρουμε με τα κινητά εμπόδια. Και μου λέει ξαφνικά, χέσε το γόνατο; Και φεύγει ακόμα πιο μπροστά. Κι εγώ που δεν νιώθω καν ότι έχω γόνατο ακολουθώ και προσπερνάω και της κάνω νόημα να πάει πιο γρήγορα ακόμα. Νιώθω σαν τον Μπολτ στην κούρσα-ρεκόρ των εκατό μέτρων. Αν και στην πραγματικότητα μοιάζω με ..χοχλιό που βγήκε βόλτα μετά τη βροχή. Το νιώθουμε, όμως, και η πραγματική πραγματικότητα είναι ότι πάμε πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους χοχλιούς που βγήκαν την ίδια μέρα για σουλάτσο.

Σόρυ! Σόρυ που σας περνάμεεεεε! Την ακούω έκπληκτος δίπλα μου να ξεφωνίζει. Σόρυ που σας περνάμε, γιούχου! Συγγνώμη! Συγγνώμη! Πάψε βρε, της λέω, και τρέχα, αλλά εκείνη έχει πάθει ντελίριο, είναι αλλού, ο στρατηγός τρελάθηκε που έχει βγει η τακτική κατά γράμμα και δεν κρατιέται να το διαλαλίσει στα σύμπαντα. Το πιο επικίνδυνο εκείνη την ώρα είναι να βρεθεί κάποιος στο διάβα μας. Έτσι πώς έχουν τσακίσει τα πόδια, στον παραμικρό ελιγμό θα σκορπίσουν στην άσφαλτο, και μετά ποιος μαραθώνιος και ποιος τερματισμός.

Στρίβουμε, μπαίνουμε στο στάδιο, πατάμε στο μαύρο ταρτάν για τα τελευταία εκατό μέτρα. Όλα πια είναι πίσω μας. Οι σταθμοί, τα νερά, τα τζελάκια, το κατούρημα, ο τύμβος, η εκκίνηση, οι διατάσεις στο γρασίδι, το νυχτερινό ξύπνημα, το ταξίδι στην Αθήνα, οι αγωνίες, η προετοιμασία στην κάψα ενός καλοκαιριού που έσταξε από πάνω μας με τον ιδρώτα, η τρέλα εκείνου του Μάη όταν δηλώσαμε συμμετοχή· και φυσικά ο Χαλ, που όλο λέει και λέει και λέει.

Όλα είναι πίσω μας· μπροστά μας μόνο ο τερματισμός και τον διαβαίνουμε χέρι-χέρι, όπως όλους αυτούς τους μήνες, που ενώσαμε Ηράκλειο με Κοζάνη και Τρίκαλα με Νικήτη. Και στο τέλος μια αγκαλιά που τα σβήνει όλα. Λίγα μέτρα πιο κάτω ο Κωστής με τον Άλεξ· άλλες αγκαλιές εκεί, φωτογραφίες, κλάματα ατελείωτα, και τω Θεώ δόξα.

>>

Τα στατιστικά έδειξαν ότι στα τελευταία πέντε χιλιόμετρα περάσαμε χίλιους τριακόσιους και πλέον δρομείς. Κι ότι το δεύτερο μισό ήταν πιο γρήγορο από το πρώτο. Ω της τακτικής το θαύμα. Ο Χαλ λέει, η Φανή λέει, τι να πω εγώ ο δόλιος. Υποκλίνομαι, κι ας μην έχω γόνατα ή πέλματα να περπατήσω. Την τελευταία φορά που θυμάμαι, απλά ..τα 'χεσα.

Σόρυ που σας περάσαμε, και συγγνώμη που όχι μόνο το κάναμε αλλά σας το φωνάζαμε κιόλας, αλήθεια τώρα. Μα δεν κρατιόμασταν, ήμασταν εκτός πραγματικού εαυτού μας. Και μένει ως τα τώρα, μια βδομάδα μετά που σου τα διηγούμαι, η απορία μέσα μου μεγάλη, αν κι αυτό πράγματι ο Χάλ το λέει..


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

η σταγόνα που συνειδητοποίησε το νόμο της βαρύτητας

Τις είδα παραταγμένες όμορφα σε ευθεία κάθετη γραμμή.
Πάνω πάνω η μεγάλη, η στρουμπουλή· εκμεταλλεύτηκε την μικρότερη κλίση και στάθηκε περήφανα γεμάτη στην γλιστερή παρειά.
Από κάτω της μια πιο συμμαζεμένη, κανονική, με τέλειο στρογγυλό περίγραμμα και διάφανη επιδερμίδα· έμοιαζε ακλόνητα αιωρούμενη στη μεγάλη γλίστρα.
Λίγο πιο κάτω η τρίτη της σειράς, πιο μικρούλα και σφικτή, με νεανικά σχεδόν χαρακτηριστικά, ισορροπούσε με μαεστρία στην πλαγιά που τώρα είχε πολύ απότομη κλίση.
Τέλος, στο άκρο της κάθετης παράταξης η πιο μικρή, η πιο δεμένη, η πιο αιχμηρή, στα όρια του υπερφυσικού να στέκει απόλυτα προσαρμοσμένη, συνυφασμένη με την σχεδόν κάθετη επιφάνεια.
Και οι τέσσερις εκεί, σταγόνες, στα μάτια μου μπροστά τολμηρές, σ' ένα που μόλις απομακρύνθηκε απ' τα χείλη μου ποτήρι, σκαρφαλωμένες στην κρύα γυάλινη εσωτερική παρειά του· να νικούν τους νόμους της βαρύτητας.
Ώσπου μια πεταλούδα ανοιγόκλεισε τα φτερά της στα βάθη της Ανατολής κι η βλεφαρίδα μου πετάρισε αντανακλαστικά τινάζοντας το αριστερό μου βλέφαρο· το βάρος του προκάλεσε μια ανεπαίσθητη ταλάντωση του κεφαλιού, μεταδόθηκε ταχύτατα στους αγκώνες που ακουμπούσαν νωχελικά στην επιφάνεια του γραφείου. Την ταλάντωση μετέφερε το στέρεο υλικό στη βάση του ποτηριού, που χόρεψε κι αυτό στους ρυθμούς της.

Και τότε την είδα· τη χοντρή. Να λικνίζει τους γοφούς της, να παραμορφώνει το σχήμα της, να τραμπαλίζεται επικίνδυνα γύρω από την εύθραυστη ισορροπία της. Και στο τέλος να καταρρέει πανηγυρικά προς το χάος. Στο διάβα της συνάντησε πρώτα την τέλεια στρογγυλή και διάφανη· αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, ενώθηκαν σχεδόν ερωτικά -ο χρόνος υποκλινόμενος θυσίασε για χάρη τους μιαν αιώνια θα λεγες στιγμή- και βούτηξαν μαζί σε αναπόφευκτη πτώση. Επόμενος σταθμός η σφριγηλή νεάνιδα, μόνο που εδώ δεν υπήρξε καν στάση ούτε χαμένη στιγμή. Η αχόρταγη συσσωματωμένη ορμή τους έπεσε στη νεαρά σταγόνα, ωσάν χιονοστιβάδα σε απότομη πλαγιά. Κι εκείνη καταβροχθίστηκε δίχως φιλί και χάθηκε στην καλπάζουσα μάζα τους. Έντρομη η πιο μικρή και μοναχική πλέον σταγόνα έβλεπε το μοιραίο να 'ρχεται τρομακτικό και ταχύ· γύρισε το βλέμμα της προς τον πυθμένα του ποτηριού, μάζεψε τις δυνάμεις και κίνησε για την οδό της περηφάνιας. Της έμεινε, όμως, μονάχα η γενναία απόφαση· η πραγματικότητα αμείλικτη την παρέσυρε μαζί στου θανάτου τη βουτιά.

Με μια εξίσου αποφασιστική κίνηση σήκωσα και πάλι το ποτήρι, ρίχνοντας δυο στάλες στα διψασμένα χείλη· και το απίθωσα ξανά στη γνώριμη θέση του. Και τότε τις είδα παραταγμένες όμορφα σε ευθεία κάθετη γραμμή.
Πάνω πάνω η μεγάλη, η στρουμπουλή...