Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Μένοντας με το στόμα ανοιχτό, στης στεριάς το μπαλκόνι


«Είμαστ' ενωμένοι;»
Ένα ξεψυχισμένο «ναι» ίσια που βρήκε την άκρη του νήματος για το λαβύρινθο του αυτιού μου.
«Είμαστ' ενωμένοι λέω;» επέμεινε η ..ρομποτική φωνή του τηλεβόα.
Το «ναι» ή «όχι» χάθηκε στη χρυσή λιακάδα του μεσημεριού.

>>>

Βγήκα από τη στοά της οδού Νίκης 3 και η λάμψη του μεσουρανούντος ήλιου έκανε τα μάτια μου να κλείσουν ανακλαστικά. "I watched the boiling sea meet the open sky / but my soul still felt like it's ice" γράφουν οι Turin Brakes σ' αυτό το ανεπανάληπτο τραγούδι τους (The Door).

Ψέμματα. Η εικόνα που είχα μπροστά μου ήταν ικανή να καψαλίσει την ψυχή μου σαν συκωτάκι που ξεχάστηκε σε τσουρουφλισμένο λάδι. Η θάλασσα κυμάτιζε πεταχτά κι ανέμελα, ενώ το βορειοανατολικό αεράκι την έκανε στ' ακρογυάλι τόσο ρηχή που αποκάλυπτε τα πρώτα βραχάκια του βυθού. Στη Θεσσαλονίκη ειμαι ή στα Λαλάρια, αναρωτήθηκα.. Κι η επιφάνειά της χρύσιζε σαν πασπαλισμένο με χρυσόσκονη μιλφέιγ. Απ' αυτή, ναι, που πασπαλίζονται τα όνειρα. Τα όνειρά της Άνοιξης, τα όνειρά της επικείμενης Ανάστασης.

Η θάλασσα είχε καταπιεί έναν ήλιο που ξέβραζε στον αφρό τα λαμπιόνια του, κι εγώ έστεκα ανέκφραστος, άσχημος μπρος στην απερίγραπτη ομορφιά της στιγμής. Έπεισα τον εαυτό μου να κλείσει το στόμα μου που έχασκε και τράβηξα το δρόμο της επιστροφής. Στην Αριστοτέλους ξανάκουσα τη φωνή..

«Είμαστε φοβισμένοι;»
«Όχι»
«Είμαστε φοβισμένοι λέω;»
Έστρεψα πρώτη φορά το βλέμμα μου από τη θάλασσα και προσπάθησα να το συγκεντρώσω στο μαζεμένο πλήθος. Ποιοι είναι; Τι θέλουνε; Γιατί αναστατώνουν τη στιγμή μου; Με τι σκοπούς ταράσουν την γλυκιά αφηρημάδα μου; Μια ομάδα μεσήλικων, με πλακάτ, σημαίες και πανό και μια ξέψυχη ντουντούκα. Η μέρα στα καλύτερά της... χειρότερη δεν μπορούσαν νά 'βρουν.

Το δεύτερο «όχι» χάθηκε μες στη δική τους βαριεστημάρα. Μερικοί σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους, άλλοι «ταξίδευαν» χαζευτικά μεταξύ ουρανού και θάλασσας. Ένας προσπαθούσε να συμμαζέψει με τη γλώσσα το μαρούλι με τη λευκή κρέμα που ξέφευγε από το ωμό σάντουιτς, κι όλοι παρακολούθησαν την καλοβαλμένη ..κοκόνα που τικι-τοκ, τικι-τοκ έσχισε ρυθμικά το λιγοστό πλήθος, αφήνοντας πίσω της μια αύρα αρώματος κι επιθυμίας μαζί.

>>>

«Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης / στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς»
Τα κοριτσάκια καθόντουσαν στα σκαλιά του δημοτικού σχολείου και τραγουδούσαν τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης».

Ξέγνοιαστα. Ακούω καλά; σκέφτηκα μέσα μου ή ονειρεύομαι; Τι ελπίδα μου 'δωσαν πρωί-πρωί αυτά τα παιδιά. Ευλογημένα να 'ναι!

Κι ευθύς, αναλογιζόμενος ξανά τους στίχους του Γκάτσου, έδωσα πρόσταγμα στον εαυτό μου να κοιμήσει μέσα μου γλυκά την εικόνα της θάλασσας. Κι απέσυρα τη ματιά μου απ' το μπαλκόνι της στεριάς, κοιτώντας σαν τελευταία φορά την αυστηρή γραμμή του ορίζοντα. Εκεί, στην κόψη, που ενώνεται η πλάνη (θάλασσα) με το όνειρο (ουρανός).

Στην κόψη που χαράσονται οι αποφάσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου