Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Χαμένοι στη μετάφραση



Στην αρχή άκουσα τις φωνές από την κλειστή αίθουσα· μετά είδα τον νεαρό να βγαίνει με ορμή στο προαύλιο εκτοξεύοντας ακατάληπτες λέξεις μέσα από την μάσκα που φορούσε στο πρόσωπο.

***

Ήμουν στον σταθμό των τραίνων, περίμενα το δεύτερο τοπικό δρομολόγιο για Παλαιοφάρσαλο και στη συνέχεια μετεπιβίβαση για Αθήνα· το πρώτο πρωινό είχε ακυρωθεί λόγω των έκτακτων συνθηκών, μάλλον έτσι νόμιζα ως εκείνη τη στιγμή. Μαζί μου περίμενε μια οικογένεια από το Ιράκ, νεαρό ανδρόγυνο με έναν έφηβο γιο, ένα κοριτσάκι και ένα μωρό στο καρότσι. Όλοι τους ντυμένοι χοντρά λόγω του κρύου κι όλοι τους φασκιωμένοι με μάσκες λόγω του ιού. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε άλλη εκείνη την ώρα στον σταθμό, ούτε στους γύρω δρόμους. Ο ήλιος πάλευε να νικήσει την πρωινή παγωνιά.

Το τραίνο αργούσε, η αμηχανία τους ήταν έκδηλη. Μετά από λίγο ο νεαρός άνδρας κίνησε προς την αίθουσα εισιτηρίων να μάθει πληροφορίες για την καθυστέρηση. Ανέμενε κι ο ίδιος με την οικογένειά του το ίδιο τοπικό τραίνο ως την ενδιάμεση στάση, απ' όπου θα κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη και το αεροδρόμιο Μακεδονία.

***

Με τη δεύτερη είσοδό του στην αίθουσα μπήκα κι εγώ μαζί. Ήθελα πρώτα να μάθω για το δικό μου δρομολόγιο και μετά να δω προς τι η φασαρία. Για το πρώτο δεν έμαθα ποτέ, μ' έπιασε απ' τον γιακά η ανάγκη του δεύτερου.

Ο άνδρας είχε μόλις μάθει από τον υπάλληλο του σταθμού ότι το τραίνο του για Θεσσαλονίκη είχε ακυρωθεί και ότι το επόμενο θα ήταν αργά το απόγευμα, λόγω της γενικότερης κατάστασης μείωσης των δρομολογίων που είχε αποφασίσει το προηγούμενο βράδυ η εταιρεία. Τα λιγοστά αγγλικά του ενός συγκρούονταν με τα σχεδόν καθόλου του άλλου και οι φωνές ανέβαιναν χωρίς να υπάρχει συνεννόηση. Εκείνη τη στιγμή, και όσο το τοπικό τραίνο αργούσε να έρθει, ανέλαβα να ξεδιαλύνω την κατάσταση. Όσο μετέφερα στον απελπισμένο Ιρακινό ότι το τραίνο του ακυρώθηκε και ότι δικαιούταν κουπόνι ισάξιο των εισιτηρίων που είχαν αγοράσει (τους ήταν παντελώς άχρηστο), και όσο ταυτόχρονα διάβαζα στα μάτια του την αγωνία της δικής του κατάστασης: η οικογένεια που έπρεπε να προστατέψει, η πτήση που έπρεπε να προλάβει και που έμοιαζε να χάνεται από μια έκτακτη ακύρωση της τελευταίας στιγμής, σε μια ξένη χώρα που έμπαινε στον πάγο και μια διεθνή κατάσταση περιορισμού των μετακινήσεων, την ίδια ακριβώς ώρα ο υπάλληλος του τραίνου καλούσε την αστυνομία φοβούμενος θερμό επεισόδιο.

Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα για κανέναν λόγο να βρίσκομαι στη θέση του Ιρακινού.
Έπρεπε όμως να μπω.

***

Ο έφηβος γιος μιλούσε καλά αγγλικά και έπαιρνε με βιασύνη τηλέφωνα εξηγώντας την δύσκολη περίσταση στην οποία βρισκόντουσαν. Μπαίνω στην ιστοσελίδα των ΚΤΕΛ αναζητώντας τα δρομολόγια που είχαν απομείνει για Θεσσαλονίκη· διαπιστώνω με ένταση ότι το επόμενο λεωφορείο έφευγε σε είκοσι πέντε λεπτά. Έπρεπε οπωσδήποτε να μπούνε σ' αυτό το λεωφορείο, το μεθεπόμενο αναχωρούσε έξι ώρες αργότερα.

Ένωσε τα δυο του χέρια σε στάση προσευχής και με χιλιοπαρακάλεσε με βουρκωμένα μάτια να βρω τρόπο να ταξιδέψουν με το λεωφορείο. Ήταν πολύ αργά για κράτηση, του εξήγησα, έπρεπε να φτάσουν έγκαιρα στον σταθμό ν' αγοράσουν επί τόπου εισιτήριο. Εκείνη την ώρα έφτασε το περιπολικό.

***

Όταν αντιλαμβάνονται ότι ήρθανε γι' αυτούς τα γυναικόπαιδα ξεσπάνε σε λυγμούς. Ποιος ξέρει τι περνούσε εκείνη την ώρα απ' τη σκέψη τους.

Οι αστυνομικοί ζητούνε εξηγήσεις από τον υπάλληλο,
..ρωτούνε για πληροφορίες τον Ιρακινό,
..οι συνεννοήσεις χάνονται πάλι στην αδυναμία μετάφρασης,
..τα λεπτά περνούν γοργά,
..η αγωνία του γιου μεγαλώνει,
..οι στιγμές χάνονται όπως έρχονται
..και η αδρεναλίνη μου αυξάνεται σε κάθε χτύπο δευτερολέπτου.

Υψώνω τη φωνή και διακόπτω την ανώφελη κουβέντα. «Ποιος είσαι συ;». Δεν έχω χρόνο εξηγήσεων, τους ζητώ τηλέφωνο από ταξί. «Δική μας δουλειά είναι;». Ο υπάλληλος μου δείχνει τον πίνακα με τα τηλέφωνα, καλώ να έρθει ένα όσο πιο γρήγορα γίνεται, ελπίζοντας ότι στο ενδιάμεσο θα εξηγήσω και στα όργανα της τάξεως τι συμβαίνει, τη δική μας "ευθύνη" έναντι αυτών των ανθρώπων.

***

Από μακριά ακούγεται το τοπικό τραίνο που πλησιάζει. Το τραίνο μου. Έχει καθυστερήσει αρκετά· ευτυχώς. Αλλά στη συγκεκριμένη περίσταση θα ήθελα να έχει καθυστερήσει λίγο ακόμη. Δεν έχουν τελειώσει όλα, δεν έχει έρθει ακόμη το ταξί, που υπό άλλες συνθήκες πάντα είχε πιάτσα μπροστά στον σταθμό. Ακούγονται οι ήχοι ασφαλείας από τις μπάρες που κατεβαίνουν στις διασταυρώσεις της περιοχής.

Λέω στον Ιρακινό ότι πρέπει να φύγω κι ότι θα έρθει να τους πάρει το ταξί νούμερο τάδε. "How much?" μου φωνάζει και του λέω πόσο περίπου θα τους κοστίσουν τα εισιτήρια του λεωφορείου και η κούρσα ως εκεί. "Νο! How much?!" και μου δείχνει το ρολόι του. Ποια χρήματα.. τα εναπομείναντα δεκαπέντε λεπτά ήταν ο χρυσός τους. Θα προλάβετε τους λέω, χωρίς καμία βεβαιότητα όσο το ταξί δεν εμφανιζόταν.

Παίρνω το σακίδιο που τόση ώρα είχα παρατημένο στο παγκάκι και προχωρώ προς την αποβάθρα. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω βλέπω το ασημί ταξί να πλησιάζει. Βγαίνουν στον δρόμο και του κάνουν νοήματα όλοι μαζί, με τα χέρια υψωμένα σαν εκπομπή μηνύματος SOS σε διερχόμενο αεροπλάνο. Το ταξί τους αγνοεί και έρχεται μπροστά στο κτίριο. Οι αστυνομικοί είναι ακόμη μες στην αίθουσα. Το τραίνο πλησιάζει, σε λίγες στιγμές θα είναι μπροστά μου, μα η κατάσταση πίσω μου είναι και πάλι "χαμένοι στη μετάφραση".

***

Ο οδηγός παρκάρει, κοιτάζει στ' αριστερά του μια οικογένεια μελαμψών που τρέχοντας τον πλησιάζει αναψοκοκκινισμένη με βαλίτσες, μωρό και καρότσι στα χέρια· στα δεξιά του έναν επιβάτη με σακίδιο στην πλάτη. Του χτυπώ το παράθυρο και του λέω όσο πιο κοφτά και γρήγορα και κατανοητά και επιτακτικά μπορώ. Ότι εγώ τον κάλεσα, ότι αυτούς θα πάρει, ότι σε δέκα ακριβώς λεπτά θα πρέπει να είναι στον σταθμό των ΚΤΕΛ, ότι είναι υπέρρ επείγον.

Πρώτα με κοίταξε, ύστερα τους ξανακοίταξε· και μετά κατέβηκε γρήγορα να φορτώσει τα πράγματά τους. Μέχρι να τρέξω στο τραίνο που είχε ήδη ανοίξει τις πόρτες έκλεινε και η πόρτα του αυτοκινήτου. Ο θόρυβος της μηχανής του τραίνου κάλυψε τα λόγια που έβγαιναν απ' τα χείλη του αγοριού που κάτι μου φώναζε. Δυο χέρια χαιρετούσαν απ' το ανοιχτό παράθυρο, σήκωσα κι εγώ το δικό μου σε σήμα νίκης.

***

Θέλω να πιστεύω ότι τελικά πρόλαβαν.

Η μέχρι εκείνη την ώρα τύχη τους μείωνε κάπως τις ελπίδες. Θα προλάβαινε το ταξί να φτάσει; Θα τους βοηθούσε ο οδηγός να βρούνε γρήγορα το γραφείο εισιτηρίων; Θα τους περίμενε το λεωφορείο; Θα είχε θέσεις; Ή θα έβρισκαν πάλι τοίχο επικοινωνίας, αδιαφορίας, παραμένοντας ξένοι, χαμένοι στους μηχανισμούς της δικής μας μετάφρασης της καθημερινότητας. Δεν ξέρω.

Ξέρω ότι και το δικό μου δρομολόγιο είχε τελικά ακυρωθεί χωρίς ποτέ να προλάβω να το μάθω έγκαιρα. Τουλάχιστον η επόμενη αμαξοστοιχία θα περνούσε μετά από τρεις ώρες.

***

Στην αίθουσα του σταθμού Παλαιοφαρσάλου, όπου είχα ξεμείνει, ήμουν μαζί με το σακίδιο και το βιβλίο μου. Στην άλλη γωνία, με τα δικά τους σακίδια, δυο γαλλιδούλες διασκέδαζαν το δικό τους ακυρωμένο δρομολόγιο μιλώντας και γελώντας ακατάπαυστα. Καμία αγωνία, καμία επείγουσα κατάσταση.

Ο ήλιος που χτυπούσε στο διαχωριστικό τζάμι μου ζέσταινε συντροφικά την πλάτη. Έβγαλα το αντισηπτικό, έτριψα καλά τα χέρια και άνοιξα το βιβλίο στη σελίδα που είχα μείνει. «Η παλιά αγάπη είναι ένα σκουριασμένο άρμα μάχης που στέκει φρουρός δίπλα σ' ένα άμορφο μνημείο: εδώ, κάποτε, ελευθερώθηκε κάτι» (Julian Barns, Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου