Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Βροχές



Είσαι πολύ τυχερός που βρέχει σήμερα, το βράδυ που αποφάσισες να γράψεις την ιστορία της περασμένης άνοιξης, αν και δεν είναι εύκολο να γράψεις μια ιστορία όταν δεν είσαι σίγουρος ότι έχει τελειώσει, όταν ο ιστός της μπορεί ακόμα να πλέκεται μέσα σ' ένα φευγαλέο όνειρο ή στο σχήμα ενός σύννεφου και, πάντα, στην άκρη ενός λυγμού.

Αν θέλω να διηγηθώ την ιστορία, πρέπει να μείνω συγκεντρωμένος και ψύχραιμος, να εκμεταλλευτώ την ασφάλεια που μου δίνει ο μικρός χώρος, να γράψω παρά τη βροχή, τα μάτια και τα χέρια πάνω στα χαρτιά, ν' αδιαφορήσω για τα υγρά νεύματα στο παράθυρο, να θυμηθώ τα πάντα με τη σειρά. Δεν γκρινιάζω -γιατί να το κάνω;- το μόνο που θέλω είναι να γράψω για όλα αυτά, να τα γράψω, να τα κρατήσω για πάντα, ξέρω πως θα τρελαθώ αν ξυπνήσω ένα πρωί ύστερα από χρόνια και διαπιστώσω ότι έσπασε ο κόκκινος κρίκος, ότι στέγνωσαν τα βρεγμένα της μαλλιά, ότι χάθηκε ο γλυκός πανικός.

Το ξέρω, δεν είναι εύκολο να είσαι ειλικρινής γράφοντας, δεν ξέρεις τι έχεις ζήσει και τι όχι, προσπαθείς με τις λέξεις να εξιχνιάσεις ένα μυστήριο, κι όσο σκοντάφτεις, τόσο πεισμώνεις, δοκιμάζεις διαφορετικές εκδοχές, άλλα ενδεχόμενα για το παρελθόν, ανασύρεις στιγμές, αλλά στο χαρτί εμφανίζονται αόριστες μυρωδιές. Κι όμως, δεν πρέπει να τα παρατήσεις, πρέπει να παρηγορηθείς, να ξαναζήσεις μια τέτοια άνοιξη, μια άνοιξη που δεν θα 'ναι άνοιξη, μια άνοιξη με φθινοπωρινό φέρσιμο, γεμάτη αμυγδαλιές, αλλόκοτους χορούς και ξαφνικές βροχές. Συνέχισε..


Today's Soundtrack:
Monika - "Never"
"But I'm alone again,
as we're whispering goodbye
can't be forever.
But I'm a fool again,
as we're staring at the end
can't be forever.
Oh tell me, tell me it's all right"


Δεν είχα σκοπό ν' ανοίξω, ένας πολύ παλιός φόβος με πολιορκούσε από εκείνη τη μέρα, όμως μου φάνηκε ότι σιγά σιγά τα χτυπήματα στην πόρτα μετατράπηκαν σ' ένα απαλό γρατζούνισμα, σ' έναν γλυκό ψίθυρο, σαν κάποιο ζώο κυνηγημένο απ' τη βροχή να ικετεύει ένα χάδι. Δεν έπρεπε να το κάνω -όχι επειδή το απαγόρευαν οι κανονισμοί-, δεν έπρεπε να της ανοίξω επειδή τα μάτια της με προειδοποίησαν. Χρειάστηκε ένας ολόκληρος χρόνος για να καταλάβω ότι το λάθος έγινε εκείνο το τρομερό δευτερόλεπτο, τότε όμως δεν ήταν δυνατόν να υποψιαστώ πόσο επικίνδυνο είναι να παρασύρεσαι από ένα βλέμμα που αναζητά συνένοχο, από μια ανάγκη που θέλει να κουρνιάσει στην πρώτη αγκαλιά που θα συναντήσει.

Γιατί της άνοιξες; Σε ρώτησα γιατί της άνοιξες..
Δεν φαίνονται όλα, μικρέ μου, κάνουμε κάτι δύσκολο και, για να το κάνουμε καλά, χρειάζεται πειθαρχία, αναλγησία, σκληρότητα, ο κόσμος είναι σκληρός, γι' αυτό κι εμείς πρέπει να είμαστε σκληροί, όχι να φαινόμαστε, να είμαστε σκληροί, να μην παραδεχόμαστε την ανημπόρια, να μη μας παρασύρουν οι ψεύτικες λύπες. Κατάλαβες τώρα γιατί δεν έπρεπε να της ανοίξεις την πόρτα;


Το επόμενο απόγευμα μου χάρισε το μηχανικό μολύβι. «Για να υπογραμμίζεις αυτά που πρέπει να θυμάσαι», μου πέταξε και έτρεξε μακριά. Αυτό το μολύβι χρησιμοποιώ τώρα, γλιστράει στο χαρτί, με δυσκολία το συγκρατώ, μερικές φορές βιάζεται να πάρει τις λέξεις απ' το μυαλό μου και να προχωρήσει πιο γρήγορα απ' όσο πρέπει, πιο γρήγορα απ' όσο αντέχω.

Είδες που όλα σε επισκέπτονται σιγά σιγά; Είδες που θυμάσαι ακόμα; Που θυμάσαι μέχρι και τη γεύση του τσαγιού που σου έφτιαξε; Βανίλια. Ο φόβος σου φταίει, από πάντα φοβόσουν να προσέξεις όσα σ' εμπόδιζαν να νανουρίζεσαι απ' τις ανόητες ελπίδες σου. Αν είχες τολμήσει να τη ρωτήσεις τότε, εκείνο το βράδυ της βανίλιας, μπορεί και να μη ζούσες σήμερα σ' έναν τόσο κλειστό κόσμο. Είδες πόσο εύκολα μπορώ να μπω στο μυαλό σου;

Ήταν τόσο όμορφη την περασμένη άνοιξη. Οι εικόνες των πραγματικά ωραίων γυναικών δεν ξεθωριάζουν εύκολα, και η εικόνα της να γελάει κάτω απ' τις περσινές βροχές δεν θα ξεθωριάσει ποτέ.

Αγόρασα δυο κρουασάν με σοκολάτα απ' το περίπτερο, ανέβηκα στο δωμάτιό μου, άναψα το μικρό αερόθερμο και χώθηκα στις κουβέρτες. Εκείνο το βράδυ έμεινα νηστικός από λύπη.

Θυμάσαι ότι περπάτησες πολύ εκείνη τη νύχτα, δεν μπορεί να μην το θυμάσαι, ήθελες να σκεφτείς, ήθελες να καταλάβεις τι σκατά συνέβαινε, πού οφειλόταν η γοητεία της, ποια αύρα τη σήκωνε, τη χάιδευε, την έπαιρνε μακριά σου.

Δεν αποκλείεται εκείνη να ήταν η στιγμή που πέρασε απ' το μυαλό μου η ιδέα ότι θα τολμούσα τα πάντα για να την αποκτήσω. Έφυγα περπατώντας στις μύτες και χρειάστηκε να περπατήσω πάρα πολύ μέχρι να πείσω τον εαυτό μου πως, αν έδειχνα την απαραίτητη υπομονή, θα την έκανα να μ' αγαπήσει.

Το πρόβλημα δεν είσαι εσύ. Είμαι βέβαιος ότι θα έβρισκες τον τρόπο, τη μέθοδο, την ισορροπία. Είσαι γλυκός και αγαθός. Και νέος. Και οι νέοι θέλουν να δοκιμάζουν.

Σε πιστεύω, όμως, σε πιστεύω παρά τα πολλά "μάλλον" και "ίσως". Ξέρω τι σημαίνει να φεύγεις σαν κυνηγημένος χωρίς να φταις. Αλλά δεν έγραψες τι έκανες μετά, γιατί; Το ξέχασες ή φοβήθηκες να το γράψεις; Δε θυμάσαι; Ας πούμε πως σε πιστεύω.


***

Δεν έχει λογική το γράψιμό σου, κατάλαβέ το. Ό,τι έχεις γράψει μέχρι τώρα είναι θολό. Ξεκίνησες να γράφεις για να οργανώσεις το παρελθόν, για να μου αποδείξεις ότι είσαι ο μόνος που δεν έφταιξε, ο μόνος που δεν αμάρτησε, φυσικά χρειάζεται να το αποδείξεις πρώτα στον εαυτό σου και μετά σ' όλους τους άλλους, και για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να βάλεις στη σειρά τις βροχές της περασμένης άνοιξης, έτσι είπες κι έτσι συμφωνήσαμε. Κι εσύ γράφοντας ξεγλιστράς σαν τα πράσινα χέλια του νησιού Σαλ στο Κάπο Βέρντε, κανέναν δεν θα πείσεις έτσι, ούτε καν τον εαυτό σου. Αποφάσισε να σοβαρευτείς, δεν μπορώ να περιμένω πολύ. Ημερολόγιο πρέπει να γράψεις, όχι μια δακρύβρεχτη ερωτική ιστορία. Σου το είπα απ' την αρχή, άλλο οι βροχές κι άλλο τα δάκρυα, τα δάκρυα θολώνουν τους καθρέφτες.

Αυτό θα κάνω. Και θα είμαι τίμιος με τα κενά της μνήμης μου, ό,τι δεν θυμάμαι θα λέω «εδώ δεν θυμάμαι, αυτό δεν υπάρχει πια».

Ευτυχώς που η βροχή είχε σταματήσει και μπόρεσες να περπατήσεις χωρίς προφυλάξεις, μετρώντας τις λίμνες κάτω απ' τα φώτα που έσταζαν και τινάζοντας σταγόνες απ' τα φύλλα των θλιβερών δέντρων. Μαντεύω σωστά, ε; Έτσι δεν έγινε; Απορώ μαζί σου μερικές φορές, τόση αφέλεια.. Βάζω στοίχημα ότι, προσπαθώντας να κοιμηθείς στο μονό σου κρεβάτι, έφερνες στο μυαλό σου τον χάρτη των νησιών, από 'κει που είχες αποφασίσει ότι θα ξεκινούσατε την καλοκαιρινή σας περιπέτεια. Σήκω και κοίταξέ με.. το βρήκα ε;

Πρέπει σιγά σιγά να ελαττώσω τη φλυαρία, ο καιρός τελειώνει, όλα φαίνεται πως τελειώνουν εκτός απ' τις βροχές. Βρέχει και τώρα που γράφω..

Μακάρι να είχα ένα μαγνητόφωνο, έτσι μόνο θα ήταν δυνατόν να μεταφέρω, όχι τόσο αυτά που μου έλεγε, τα λόγια δεν ήταν πολλά και άλλωστε τα θυμάμαι ακόμα, όχι, να μεταφέρω τον τρόπο, τις παύσεις, το λαχάνιασμα, το πώς κινούσε τα μακριά δάχτυλα όταν δεν μιλούσε, και κυρίως, τον ήχο της σπασμένης σιωπής. Ήταν βέβαια και το βλέμμα. Όχι, όχι το βλέμμα, πάλι δεν είμαι ακριβής, όχι το βλέμμα αλλά ο τρόπος που ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα.

***

Δεν έχω πολύ χρόνο, το νιώθω. Δεν είναι ότι κάτι με πιέζει, όχι, ο μέσα μου χρόνος τελειώνει, ακούω το "τικ-τακ". Θυμάμαι ότι άναψα όλα τα φώτα στο σπίτι. Για να μη με πάρει εύκολα ο ύπνος, είπα. Έβαλα το κεφάλι μου κάτω απ' τη βρύση για τον ίδιο λόγο. Δεν τα κατάφερα. Μόλις ξανάρχισε να βρέχει, κοιμήθηκα. Όχι από κούραση, από παράπονο κοιμήθηκα.

Τι έγινε; Φοβάσαι να γράψεις τα υπόλοιπα; Μα εδώ είναι το ζουμί!

Δεν τα θυμάμαι όλα καλά, αλήθεια λέω, είναι μερικά που φεύγουν, που διαλύονται σαν σκόνη, που πετάνε στην άμμο όταν φυσάνε οι νοτιάδες, δεν είναι δικαιολογία, δεν τα θυμάμαι όλα, τ' ορκίζομαι, υπάρχουν κενά, αλλά θα συνεχίσω να γράφω κι ο καθένας ας βγάλει το δικό του συμπέρασμα, ας αποφασίσει.

Το ξέρω πως τα γράφω όλα αυτά για να επιβραδύνω τα γεγονότα, για ν' απομακρύνω τη στιγμή που θα πρέπει να εξηγήσω τους λόγους, τις αιτίες που με οδήγησαν σήμερα εδώ, να κοιτάζω τα τρελά σύννεφα έξω απ' το παράθυρο και να πιέζω το μηχανικό μολύβι στο χαρτί.

Μη σταματάς, την αλήθεια, την αλήθεια θέλω!

***

«Πέθανε;»
«Ναι».
«Τι έκανες μετά;»
«Ντύθηκα, τράβηξα την πόρτα και ήρθα εδώ με τα πόδια. Δεν με είδε κανείς, είμαι σίγουρη».
«Και τώρα;»
«Θα μείνω μαζί σου».
«Δεν ήξερα..»
«Και τώρα που ξέρεις;»
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Αν σε ρωτήσουν.. μην ανησυχείς. Όλους θα μας ρωτήσουν».

Δέχτηκα να την καλύψω. Έβαλα όμως έναν όρο: να γίνει για πάντα δικιά μου. Είπε "ναι". Η αγωνία στα μάτια της ήταν αληθινή. Η ιστορία της, δεν ξέρω.. Δεν θυμάμαι πια.

***

Δεν μιλάμε ποτέ πια για τα γεγονότα της περασμένης άνοιξης. Έγραψα τις τελευταίες σελίδες επειδή τον τελευταίο καιρό βλέπω άσχημα όνειρα. Αλλά και εκτός απ' τους εφιάλτες, δεν είμαι πολύ καλά. Δε μου μιλάει πολύ. Με κανέναν δεν μιλάω τον τελευταίο καιρό. Μόνο με τον καθρέφτη μου..

Γιατί αμφιβάλλεις; Φταίνε οι εφιάλτες;

Μπορεί.

Νομίζεις ότι σου είπε ψέμματα;

Δεν ξέρω.

Να κάνω υποθέσεις; Διάβασα προσεκτικά το ημερολόγιό σου και νομίζω ότι υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα.

Όλα γίνονται.

Σκέφτηκες την πρότασή μου;

Ποια πρόταση;

Ν' αλλάξεις ζωή. Αλήθεια, πώς το φαντάζεσαι το μέλλον σου; Μάλλον δεν το φαντάζεσαι καθόλου, δεν τολμάς να το φανταστείς. Ενώ εγώ.. εγώ σου προτείνω το φως.

...

Λοιπόν, τι διαλέγεις; Την αλήθεια θέλω, με το χέρι στην καρδιά.. Έλα, στον καθρέφτη σου μιλάς!

***

ΥΓ. Άρχισε πάλι να βρέχει. Η μικρή μου κοιμάται τώρα στο κρεβάτι της. Δεν ξέρω αν θα την καταφέρω να μ' αγαπήσει. Θα περιμένω πάντως. Πόσο, άραγε, μπορείς να περιμένεις κάποια; Στα μέρη μου λένε ότι μια ζωή φτάνει. Αρκεί οι βροχές της να είναι καλές.


* Σου διάβασα αποσπάσματα, κατάλληλα διαλεγμένα και συνδυασμένα, από το διήγημα του Σέργιου Γκάκα «Βροχές», της συλλογικής έκδοσης αστυνομικών ιστοριών «Ελληνικά Εγκλήματα 2» (Καστανιώτης, 2008). Κι άμα σου άρεσε, θα σου διαβάσω κι άλλα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου