Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ωμέγα

«Τι έχουμε 'δω;»
«Άντρας, ετών 37, λευκός».
«Άσχημα;»
«Μπα. Έχω δει και χειρότερα».
«Πνιγμός;»
«Μμμ».
Ο επιθεωρητής ξεφύσηξε κι άρχισε ν' ανασαίνει κανονικά. Ίσιαξε το πηλίκιό του κι έσφιξε το κασκόλ καλά στο λαιμό του.
«Πόσες μέρες;»
«Δύο μέρες, ίσως τρεις. Με τέτοια παγωνιά ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Θα ξέρουμε απόψε μετά την ιατροδικαστική εξέταση».

Μ' ένα νεύμα κάλεσε τον αστυνόμο να πλησιάσουν στην περιφραγμένη περιοχή. Η αστυνομία είχε έρθει από νωρίς. Μόλις που θα 'χε φέξει κι η πάχνη στις όχθες της λίμνης Σπάιχερσι στο βορειοδυτικό Μόναχο ήταν συνηθισμένη για τέτοια εποχή. Φεβρουάριο μήνα δεν περίμενε ποτέ κανείς κάτι καλύτερο.
Ο επιθεωρητής είδε τον νεαρό αστυνομικό να ξεφυλλίζει τις σημειώσεις που είχε ήδη κρατήσει και ρώτησε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Ταυτότητα; Χαρτιά;»
«Όλα πάνω του. Έλληνας».
«Gastarbeiter *...»
«Το όνειρο της Γερμανίας, βλέπετε».
«Έγινε εφιάλτης. Πάντα έτσι ήτανε γι' αυτούς».
«Έτσι μοιάζει επιθεωρητά. Τόπος καταγωγής μια κάποια πόλη Τρίκαλα. Πόλη, χωριό, ποιος ξέρει..»
«Όλη η Ελλάδα ένα χωριό είναι Ρόζμπεργκ, άκου με που ξέρω..»

>>>

Τα νέα ταξίδεψαν γοργά στην Ελλάδα κι έσπειραν πίσω τους την απορία. Γιατί; Πώς; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Είναι βεβαιωμένο; Η απόσταση μεγάλωνε την αμφιβολία, στήριζε ακόμα ασθμαίνουσα μια τοσοδά ελπίδα.
Μετά ήρθε η θλίψη, η στενοχώρια. Τ' αναφιλητά των μικρών αδερφών. Το τηλεγράφημα, η είδηση, καμία περιγραφή, καμία εξήγηση, το βούρκωμα του πατέρα και τ' αναθέματα. Μετά την αρρώστια και το χαμό της κυράς, της μάνας, τους έβρε και τούτο. Πού να χωρέσει τέτοια απογνωσιά; Πώς;

Η διαδικασία αποφασίστηκε γρήγορα. Θείος και αδερφός θα έφευγαν την επομένη για Θεσσαλονίκη, κι από 'κει με τρένο για το Μόναχο. Με μισό κουράγιο, με κομμένη καρδιά στα δυο. Να γυρίσουν το μεγάλο αδερφό στην πατρίδα, στο χωριό.

>>>

«Δεν υπάρχουν ίχνη πάλης, δεν φέρει σημάδια χτυπήματος. Οι δε πνεύμονες γεμάτοι λάσπη και φύκια».
«Πνιγμός, ε; Ξεκάθαρο».
«Έτσι ακριβώς».
«Πότε εκτιμάτε ότι έγινε γιατρέ;»
Ο ιατροδικαστής κοντοστάθηκε, γύρισε στις σημειώσεις του και απάντησε με σχετική άνεση.
«Θα έλεγα το βράδυ της Παρασκευής, αστυνόμε, όχι αργότερα. Α, βρέθηκαν και υψηλά επίπεδα αλκοόλ. Ίσως να τα 'χε τσούξει λίγο..»
«Δε θα τον αδικούσα.. Ζωή είν' αυτή που κάνουνε..»
«Α, μη μου πείτε.. συνεχίζετε κι εσείς τις παλιές καλές συνήθειες, Ρόζμπεργκ!»
Ο νεαρός κοντόχοντρος αστυνόμος έξυσε μηχανικά το σβέρκο του και κοίταξε το κάτασπρο γυμνό στέρνο του νεκρού.
«Τίποτα άλλο έχουμε; Κάτι παράξενο;»
«Μπα.. Θα διαβάσετε την αναφορά μου το απόγευμα. Τίποτα το ενδιαφέρον. Ένας ακόμα πνιγμός στο βούρκο της Σπάιχερσι. Άρχισε να γίνεται βαρετό αστυνόμε, βαρετή συνήθεια τα θύματα της λίμνης. Έχετε βρει καμια άκρη;»
«Αν χρειαστώ κάτι θα σου τηλεφωνήσω το απόγευμα Μάννερ», απάντησε κοφτά κι έφυγε βιαστικά.

Άρχιζε να συνηθίζει τη μυρωδιά των νεκροτομίων. Κάποτε η αναγούλα δεν έφευγε παρά μόνο το επόμενο πρωί, τώρα με μια δυνατή μπύρα θα έφτιαχνε εύκολα τη γεύση. «Παλιά κακή συνήθεια..». Καθίκι!

>>>

Το ταξίδι της επιστροφής ήταν κατά κάποιο τρόπο λυτρωτικό. Τι κι αν η θλίψη δεν έσβησε καθόλου. Τι κι αν τα ερωτήματα δεν βρήκαν απαντήσεις; Η επιστροφή στην πατρώα γη έμοιαζε ταξίδι ελευθερίας, για τους ίδιους, για την ψυχή του αδερφού τους. 
Δυο μερύνυχτα ταξίδι, δυο μέρες οι διαδικασίες στο Μόναχο, η αναγνώριση, η παραλαβή, τα προσωπικά αντικείμενα, άλλα δυο ξενύχτια επιστροφή, σαν δυο χαμένα χρόνια.

>>>

Μια βδομάδα μετά άνοιξαν την πάνινη βαλίτσα με τα προσωπικά είδη του εκλειπόντος αδερφού τους. Ένα τζάκετ, δυο-τρεις μάλλινες φανέλες, λίγες αλλαξιές. Τα ρούχα εργασίας κι ένα μαχαίρι. Το πορτοφόλι του με 10 μάρκα και τη φωτογραφία του απ' το στρατό. Μια μικρή μεταλλική φυάλη για ποτό, ένα παλιό ασημένιο ρολόι..

>>> (25 χρόνια μετά)

Πήδηξα δυο-δυο τα τσιμεντένια σκαλιά της βεράντας κι έσυρα τα μπαλωμένα γόνατά μου με τα πετσιά στο γρασίδι της αυλής. Η κορομηλιά τη σκέπαζε απ' άκρη σ' άκρη, βαριά απ' τα κατακόκκινα κορόμηλα. Ο πατέρας είχε αραδιάσει κάμποσα κουτιά με παλιοπράγματα στη μέση της αυλής και ξεκαθάριζε τα χρήσιμα απ' το σωρό των αχρήστων. Με πολύ κόπο τα είχε σύρει έξω απ' το χαμηλοτάβανο υπόγειο του πατρικού σπιτιού στο χωριό, να βάλει επιτέλους μια τάξη κι εκεί κάτω, που μόνο ποντίκια και φίδια δέχονταν να φωλιάσουν.

Τα πιτσιρίκια μαζευτήκαμε τριγύρω ψαχουλεύοντας κανα παλιό παιχνίδι. Δυο ρόδες στο ένα κουτί, α, να κι ένα κομμάτι μπρούτζινο από παλιό φωτιστικό, μια μπάλα πολυκαιρισμένη, ξεφούσκωτη, ένα σωρό σκουπίδια - παιχνίδια του τότε, του κάποτε. Ξάφνου σ' έναν πάτο ξεχώρισα κάτι στρόγγυλο μεταλλικό, «ξένο» απ' την υπόλοιπη σαβούρα. Το έπιασα στα χέρια μου και το αναποδογύρισα. «Ένα ρολόι! Ένα ρολόι!», φώναξα μέσα μου. Τι ωραίο.. Πρώτη μου φορά έβλεπα ρολόι τσέπης. Μεγάλο, λευκό, με την κορώνα να προεξέχει στο πάνω μέρος κι έναν μεγάλο κρίκο. Κι από πίσω σκαλιστό, αδιάκριτο όμως λόγω μαυρίλας και σκουριάς.

Το χούφτιασα και το 'βαλα στην τσέπη. Αθόρυβα. Για λίγο συνέχισα το ψάξιμο, μ' ενδιαφέρον δήθεν, μην καρφωθώ. Υποκριτής από τότε. Είχα βρει το θησαυρό μου, τι να με νοιάξει άλλο. Έτρεξα στο δωμάτιο και το κρυφοκοίταξα στο φως του παραθύρου. Το περιεργάστηκα ξανά. Διέκρινα μερικά σπασίματα στο καντράν, το θαμπωμένο τζάμι. Δεν δούλευε. Έστριψα την κορώνα, έστριβε. Το έφερα στ' αυτί.. μπα, τίποτα. Δε μ' ένοιαζε. Στην περιφέρειά του πρόσεξα δυο εγκοπές. Έβαλα το νύχι και τράβηξα προς τα έξω. Το μπροστινό τζάμι άνοιξε με ευκολία κι έμεινα να προσέχω τους δείκτες. Πόσο λεπτός και ντελικάτος ήταν ο μικρός των δευτερολέπτων. Τον άγγιξα με προσοχή, κάρφωσα τη μύτη του στο δείκτη του χεριού μου κι αμέσως λύγισε στην πίεση. Έσπασε. Χτύπησα το κεφάλι μου από οργή. Ξανάβαλα μέσα το δείκτη και έκλεισα το καπάκι. «Τι βλάκας είμαι», είπα, «το έσπασα». Αλλά η περιέργεια-περιέργεια.

Η δεύτερη εγκοπή άνοιξε το πίσω καπάκι, για να αποκαλύψει ένα δεύτερο καπάκι από μέσα, γυαλιστερό με μεγάλα χαραγμένα νομίσματα και τα γράμματα OMEGA GRAND PRIX PARIS 1900. Κι ακόμα πιο μέσα το πιο όμορφο θέαμα της ζωής μου! Ένας μικρόκοσμος μικροσκοπικών γραναζιών, βιδούλες όσο το κεφάλι της καρφίτσας και περίτεχνα σκαλιστά σχέδια. Απ' το θαυμασμό το έκλεισα γρήγορα, βεβαιώθηκα ότι ασφάλισα τα καπάκια και το ξανάβαλα στην τσέπη. Έκτοτε δεν το
αποχωρίστηκα ποτέ. Σχεδόν ποτέ.

>>> (20 χρόνια μετά)

«Πατέρα, κοίτα εδώ τι έχω, θα σ' αρέσει..»
«Τι είναι αυτό;»
«Το αναγνωρίζεις;»
«...»
«Πού το βρήκες αυτό;» ήρθε αυθόρμητη η αντίδρασή του.
«Δε σου λέει κάτι;»
Από την έκφρασή του κατάλαβα ότι κατάλαβε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη θυμηθεί.
«Του παππού είναι αυτό; Αυτό δεν είναι; Πού το βρήκες; Πού..» ξαναρώτησε με μεγαλύτερη υποψία απ' την πρώτη φορά.
«Στο χωριό, παλιά, τότε που αδειάσαμε το υπόγειο και.............»

>>>

Κάθομαι τα βράδια μέχρι αργά, καμια φορά, και χαζεύω. Βάζω 958fm και κλείνω τα μάτια ονειρευόμενος. Απ' το διπλανό ράφι της βιβλιοθήκης ακούγεται αμυδρό, μα ρυθμικό ένα τικ-τικ-τοκ, τικ-τικ-τοκ. Στρέφω το βλέμμα μου προς τα κει και το βλέπω γυαλισμένο στη θήκη του, να κρέμεται καμαρωτό, πλάι στο μπουκάλι με τη χρωματιστή άμμο απ' την Αλεξάνδρεια. Να δουλεύει. Τικ-τικ-τοκ.

Και ξανάρχεται τότε η ιστορία σαν ήχος, και ξεγελά το νου μου.. τι να 'ναι άραγε αλήθεια και τι μύθος!

* Gastarbeiter: φιλοξενούμενοι εργαζόμενοι στα εργοστάσια ή Katzelmacher, όπως υποτιμητικά χαρακτήριζαν στη Βαυαρία τους μετανάστες που προέρχονται από τις νότιες χώρες. Δυστυχώς η Γερμανία δεν ήταν ..Αμερική, όπως την ονειρεύονταν πολλοί.

Αφιερωμένο στο Σ. που βοήθησε τα μέγιστα να πραγματοποιηθεί ένα όνειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου