Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Χωρίς χέρια

Όρμηξα με βιασύνη στα σκαλιά. Με τρεις δρασκελιές έφτασα στο πλατύσκαλο. Η μάνα με περίμενε στην εξώπορτα, όπως πάντοτε, σα μάνα ναυτικού που 'χει μήνες να δει το παιδί της. Να πω την αλήθεια, πέρασε πράγματι μήνας από την τελευταία φορά που ήμουν Τρίκαλα. Αυτή τη φορά δε μου 'χαν' λείψει. Φιλί στο μάγουλο για καλωσόρισμα.

Κλώτσησα το σακίδιο στο δωμάτιο και άδειασα τις τσέπες από εισιτήρια και κλειδιά. Και χωρίς δευτερόλεπτο χασούρας, ξαναφόρεσα το τζάκετ μου και έτρεξα σα σίφουνας την ανάποδη πορεία προς τη σκάλα.
Το σχεδόν 3ωρο ταξίδι με το λεωφορείο σπάνια ξανά 'ταν τόσο νευρικό, τόσο ανυπόμονο. Λίγο σκασμένος για το γεγονός ότι έπρεπε να το κάνω, λίγο όλα αυτά που άφηνα πίσω, μα περισσότερο το σφικτό πρόγραμμα που με περίμενε το πρώτο 3ωρο, με το που θα πατούσα το πόδι μου στην αγαπημένη(;) πόλη μου.

Λίγο έλειψε να φύγω ιπτάμενος στα σκαλοπάτια του υπογείου, να σπάσω το κεφάλι μου στη σιδερένια πόρτα. Σήκωσα το ποδήλατο στον ώμο κι ανέβηκα στην πυλοτή. Ξεσκόνισμα στα πεταχτά, λάστιχα τσεκ, χμμ ΟΚ, καβάλημα και δρόμο! Σηκώθηκα όρθιος κι έριξα όλο μου το βάρος στα πετάλια για ν' αποκτήσω ταχύτητα. Με τα χέρια σφικτά στο τιμόνι, χαμήλωσα το κεφάλι και ύψωσα τις κόρες των ματιών στα όρια του άνω βλεφάρου. Οι τρεις πρώτες διασταυρώσεις με προτεραιότητα, η επιτάχυνση αμείωτη. Μετά, το stop στη Βούλγαρη, ματιά αριστερά, ο δείκτης κι ο μέσος προληπτικά χαιδεύουν τη μανέτα των φρένων. Καλή ορατότητα, κανένα ιδιαίτερο βουητό. Περνώ πατητός. Δεύτερο stop στην Κανάρη, ματιά δεξιά, ορατότητα χάλια. Τεντώνω περισσότερο το αυτί, τίποτα δεν μοιάζει να ακούγεται, περνώ με με αμείωτη φόρα. Καθισμένος πλέον στη σέλα, ποδηλατώ με όλη μου τη δύναμη. Αλλάζω σε πιο μακριά ταχύτητα για να ρίξω στροφές και εκτοξεύομαι ακόμη περισσότερο. Πλέον κινούμαι αντίθετα σε μονόδρομο, χωρίς χέρια. Non c'è problema. Τα αυτοκίνητα έχουν συνηθίσει την παρουσία ποδηλάτη. Όχι όμως και οι διαβάτες. Μια κυρία διασχίζει διαγώνια τη Δεληγιώργη. Είναι στραμμένη με πρόσωπο στη ροή του δρόμου. Δε με βλέπει. Πλησιάζω αστραπιαία, βλέπω μιλάει στο κινητό. Δε μ' ακούει. Περνώ ανάμεσα στο κενό 2 μέτρων που της απομένει μέχρι το απέναντι παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που το αυτί μου περνά μπροστά από το έκπληκτο πρόσωπό της, προλαβαίνω ν' ακούσω το άλαλο σοκ της. Η πρώτη σταγόνα ιδρώτα που αποδρά αγχωμένη από τους πόρους του μετώπου μου, παγώνει στην ανατριχίλα του κορμιού μου.


Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αγαπητοί μου φίλοι Π. και Κ. (κατασκήνωση 2009, μεσημέρι, στο αρχηγείο) και αγαπητέ κ. Οικονόμου (ασπαίτε 2010), αλλά η πεταλιά χωρίς χέρια είναι η προσωπική μου στιγμή μεγαλύτερης ηδονικής απόλαυσης. Απ' οτιδήποτε άλλο (έχω δοκιμάσει).

>>>

Σε μιάμιση ώρα έπρεπε να καταφέρω κούρεμα, λούσιμο, φωτογραφίες και ανανέωση διαβατηρίου, μπαταρίες για τη μηχανή ενόψει εκδρομής και έγκαιρη άφιξη στη βάπτιση του Λ.
Κούρεμα-λούσιμο ΟΚ, με αστραπιαίες ποδηλατικές φιγούρες.
Φωτογραφία διαβατηρίου.. «Σε μισή ώρα θα είναι έτοιμες»..
Μπαταρίες-βαρελάκια λιθίου.. «Συγνώμη, δεν έχουμε. Αν θες να παραγγείλ..». Ήδη έσπρωχνα την πόρτα της εξόδου. «Γερμανός» σου λέει μετά!
Τουλάχιστον έφτασα έγκαιρα στη βάπτιση. Και νωρίτερα θα έλεγα. Με την ελπίδα ότι όλα θα κυλήσουν σβέλτα και θα προλάβω το γραφείο διαβατηρίων που έκλείνε σε δύο ώρες. Σβέλτα;

Στις 14.15 ξανά στη σέλα και επιστροφή στο φωτογραφείο. Έτοιμες οι φώτο, τσεκάρω και τη χαρτούρα με τα παράβολα και ανακουφισμένος που όλα -κι ας μην πήγαν ρολόι- μοιάζουν να τακτοποιούνται παίρνω το δρόμο για την αστυνομία. Εκεί τα έδωσα όλα. Στο ποδήλατο. Όχι τόσο γιατί βιαζόμουν (είχα μισή ώρα περιθώριο -τουλάχιστον αυτό νόμιζα, χεχ!) όσο γιατί το τραβούσε η διαδρομή. Κεντρική πλατεία, πίσω από τα δικαστήρια, πίσω από τη Μπάρα κι όμορφα ωραία στο μέγαρο. Στηρίζω το ποδήλατο ξεκλείδωτο κι απολαμβάνω την ηρεμία του ηλιόλουστου μεσημεριού του Σαββάτου. Ναι, αυτή η αίσθηση των Τρικάλων μου 'χε λείψει μα δεν το 'ξερα ως εκείνη τη στιγμή.

>>>

Παρατηρώ τα στόρια του γραφείου κατεβασμένα και κατευθύνομαι στον φρουρό υπηρεσίας.
«Πρέπει να 'φυγε η κυρία», μου λέει με άνεση.
«Και πού πήγε;»
«Σχόλασε.»
«Η ώρα είναι δυόμιση
», του λέω, «στις τρεις δεν κλείνει;»
«Εχμμμ, εεε.. για πήγαινε, σπρώξε την πόρτα, μήπως είναι κανας άλλος μέσα.»
 

Πηγαίνω, σπρώχνω... ναι.. πώς.. σιγά μην ήταν. Με κρέμασε. Επιστρέφω στον 50άρη δημόσιο υπάλληλο με έντονο εκνευρισμό. Στο πρόσωπό μου αρχίζω μόλις και νιώθω με καθυστέρηση το αναψοκοκκίνισμα που συνοδεύει την απότομη στάση από έντονο ποδηλάτισμα.
«Και τώρα τι θα γίνει;»

«Τι να γίνει;» 
«Για μια μέρα ήρθα Τρίκαλα (αλήθεια) κι έπρεπε σήμερα να ανανεώσω το διαβατήριό μου», είπα ψέμματα, «και το γραφείο είναι κλειστό πριν την ώρα του. Άντε πείτε μου τώρα τι να κάνω.»
«Τα υπόλοιπα χαρτιά, παράβολα τα έχεις;». Νόμισε εκεί θα με πιάσει αδιάβαστο..
«Ορίστε, του δείχνω..» Ξενέρωμα τρελό. Και δικό μου και δικό του.
«Γίνεται να βγει με εξουσιοδότηση τη Δευτέρα;»

«Διαβατήριο;; Φυσικά και όχι... αυτοπροσώπως μόνο» είπε, παίρνωντας ξανά το πολύ ύφος οργάνου της τάξης που ξέρει τα καθήκοντά του.

Ο υπόλοιπος διάλογος έφτασε στα όρια του σουρεαλιστικού. Έφυγα μπουχτισμένος, τρεις φορές πιο κουρασμένος. Ανέβηκα στο ποδηλατάκι μου και πήρα το δρόμο προς το σπίτι. Άυπνος, πεινασμένος, απογοητευμένος, μου 'βγαιναν τώρα όλα όσα η αδρεναλίνη είχε επιμελώς κρύψει.

>>>
 

Ίσιωσα το κορμί και έφερα τα δυο χέρια μου στο πρόσωπο. Ποδηλατούσα αργά, χωρίς χέρια. Τώρα και χωρίς μάτια. Από λάθος μου είχα βασιστεί, είχα πιστέψει στο πρόγραμμα που είχε μορφώσει το μυαλό μου. Ένα απλό καθημερινό πρόγραμμα εργασιών που πήγε στράφι, σιγά το πράγμα. Έμεινα έτσι λίγα δευτερόλεπτα. Χάιδεψα το κονοκουρεμένο μου κεφάλι σκουπίζοντας τον ιδρώτα της απογοήτευσης. Έβαλα αυτοστιγμεί νέο στόχο, να φτάσω στο σπίτι χωρίς καθόλου χέρια, δυο χιλιόμετρα διαδρομή και βάλε. Φυσικά και δεν τα κατάφερα. Εκείνη την ώρα δεν ήμουν σε θέση να καταφέρω τίποτα.

Η σκέψη μου διέτρεξε βιαστικά την εκδρομή της επόμενης ημέρας κι έφτασε νοητά στην επιστροφή στη Θεσσαλονίκη. Ένα νέο πρόγραμμα άρχισε να διαμορφώνεται στο νου μου. Προσπάθησα να το διώξω, αλλ' αυτό με συνεπήρε και κανόνισε κάθε χρονική λεπτομέρεια. Με λίγη καλή θέληση στις 22.00 το βράδυ της Κυριακής θα έφτανα στο σπίτι. Θα προλάβαινα, ναι, να συναντήσω το Σ. που μου 'φερε τον πολύτιμο «θησαυρό» μου από την Ελβετία (περισσότερα επί τούτου σε λίγες μέρες..), θα προλάβαινα ίσως να πάρω και το υλικό του μικρού video που θα 'φτιαχνε η Φ. και που θα παρουσιάζαμε τη Δευτέρα (και γι' αυτό το θέμα περισσότερα σύντομα!).

Ναι.. πώς.. έπεσα έξω τρεις ώρες. Μόνο... Κι ούτε το Σ. βρήκα, ούτε το «θησαυρό» μου πήρα. Κι ούτε το video είδα, που παρουσίασε προβλήματα και που παρά τις πολύωρες φιλότιμες προσπάθειες της Φ. δεν λύθηκαν. Την ώρα που εγώ έμενα καθηλωμένος στον υγρό σταθμό της Λάρισας λόγω καθυστέρησης του ...intercity express από Αθήνα.

 
>>>

Ένα ποδήλατο, μια πόλη. Και χρόνο. Όχι πολύ, λίγο χρόνο, σφικτό, να βιάζομαι. Να ξεσπάω στο ποδήλατο. Χωρίς χέρια, με στόχους.. πόσο θ' αντέξω χωρίς χέρια. Αν έχει και ανάποδο πετάλι-κόντρα, όπως παλιά, απλά τέλεια. Ηδονικά-απολαυστικά τέλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου